Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

του Φάνη Κακριδή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

5.6. Επιλεγόμενα στην Ελληνορωμαϊκή εποχή…

Έχουμε δίκιο να ονομάζουμε Ελληνορωμαϊκή μιαν εποχή όπου, από τη μια οι Ρωμαίοι ως κατακτητές των ελληνικών περιοχών και κυρίαρχοι του κόσμου επιδρούσαν έντονα στην πορεία του Ελληνισμού, από την άλλη ο Ελληνισμός, με την πνευματική του κληρονομιά, με τη γλώσσα του και με τους πολλούς του δασκάλους, μετείχε αποφασιστικά στις εξελίξεις του ρωμαϊκού πολιτισμού. Να το πούμε πιο τολμηρά: τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες ο Ελληνισμός και ο Ρωμαϊσμός συμπορεύονταν.

Πρόχειρη απόδειξη, αν χρειάζεται, για την αλληλεπίδραση και την κοινή πορεία των δύο λαών αποτελεί η παρατήρηση ότι στο συγχρονικό πίνακα η ελληνική πνευματική προκοπή παρουσιάζεται εντονότερη τον 2ο μ.Χ. αιώνα, τότε που την αυτοκρατορία κυβερνούσαν άξιοι αυτοκράτορες: ο Αδριανός, ο Τραϊανός, ο Αντωνίνος ο Ευσεβής και ο Μάρκος Αυρήλιος - οι περισσότεροι ελληνοθρεμμένοι και φιλέλληνες.

Στα θετικά της εποχής ανήκουν οπωσδήποτε η ρωμαϊκή ειρήνη, ο πολιτικά ενιαίος χώρος, που ευνοούσε τις μετακινήσεις και τις κάθε λογής ανταλλαγές, και η συνακόλουθη διασπορά των πολιτισμικών και άλλων δραστηριοτήτων. Όσο και αν αληθινά τα χρόνια εκείνα «όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στη Ρώμη», που φυσικό ήταν και να διεκδικεί σε όλα τη μερίδα του λιονταριού, τα μεγάλα ελληνικά πνευματικά και καλλιτεχνικά κέντρα (η Αθήνα, η Αλεξάνδρεια, η Ρόδος, η Αντιόχεια) διατήρησαν μεγάλο μέρος από τη δυναμική και την ακτινοβολία τους, και δεν ήταν λίγοι οι Ρωμαίοι που τα επισκέπτονταν για να σπουδάσουν.

Οι Ρωμαίοι, όπως και οι άλλοι λαοί της αυτοκρατορίας, ενδιαφέρονταν να γνωρίσουν, θαύμαζαν και τιμούσαν τα ελληνικά πνευματικά επιτεύγματα των περασμένων εποχών. Αντίστοιχα, μέσα στο γενικό κλίμα του κλασικισμού, οι Έλληνες, από τη μια επιδόθηκαν στη φιλολογική μελέτη, τον σχολιασμό και τη διδασκαλία της μεγάλης κληρονομιάς, από την άλλη, στη φιλοδοξία τους να επαναλάβουν, ουσιαστικά να μιμηθούν, το ένδοξο παρελθόν, ανάπτυξαν έντονες επιστροφικές ας τις πούμε τώρα τάσεις, με πρώτο και σπουδαιότερο τον γλωσσικό αττικισμό.

Επιστροφικό από πολλές απόψεις είναι το επικρατέστερο πνευματικό ρεύμα της εποχής, η δεύτερη σοφιστική: στα περασμένα παραπέμπει η αττική γλώσσα και η μουσική της εκφορά, στα περασμένα η χρήση των ρητορικών τρόπων, στα περασμένα οι αλλεπάλληλες αναφορές στον Όμηρο και τους άλλους καταξιωμένους συγγραφείς, στα περασμένα και η συχνή τοποθέτηση της υπόθεσης, π.χ. των πλαστών και ψευδεπίγραφων επιστολών, στο κλασικό περιβάλλον, ιδιαίτερα της Αθήνας, έτσι που ο γλωσσικός αττικισμός να συνοδεύεται από έναν αττικισμό στα πράγματα.

Παράλληλα επιστροφικά φαινόμενα έχουμε και στην ποίηση, όπου άλλοι ακολούθησαν τα ομηρικά και ησιόδεια επικά πρότυπα, άλλοι μιμήθηκαν τους τρόπους παλαιών αναγνωρισμένων λυρικών ποιητών, μερικοί θέλησαν και να τους υποκαταστήσουν κυκλοφορώντας έργα ψευδεπίγραφα, του Ανακρέοντα τάχα, του Φωκυλίδη, ή ακόμα και του μυθικού Ορφέα.

Από την άλλη μεριά, στο διδακτικό πεδίο οι φιλόλογοι φρόντισαν (με τα σχόλια, με τις γραμματικές και με τα λεξικά τους) να προσφέρουν άφθονα βοηθήματα τόσο στους πολλούς, Έλληνες και ξένους, που επιθυμούσαν να γνωρίσουν σε βάθος τα αριστουργήματα της ελληνικής γραμματείας, όσο και σε εκείνους που φιλοδοξούσαν να μιμηθούν τη γλώσσα, το ύφος και άλλα μορφολογικά τους στοιχεία.

Χαρακτηριστικά για την επιστημονική παραγωγή της εποχής είναι και τα πολλά συνθετικά έργα, οι συντάξεις όπως ονομάζονταν, όπου παρουσιάζονταν συγκεντρωμένα και καταταγμένα όλα τα δεδομένα ενός γνωστικού πεδίου όπως η αστρονομία, η φαρμακολογία κ.ά. Οι συγγραφείς τους άλλες φορές συνόψιζαν και παρουσίαζαν σε δική τους διατύπωση τη σχετική γνώση, άλλες φορές ανθολογούσαν, ταχτοποιούσαν και παρουσίαζαν αυτούσιες τις διαπιστώσεις και τις απόψεις των προκατόχων τους. Η ίδια πολυσυλλεκτική τάση εκδηλώνεται και σε μερικά ιδιότυπα έργα όπως οι Δειπνοσοφισταί του Αθηναίου, τα Στρατηγικά του Πολύαινου κ.ά.

Καινούριο λογοτεχνικό είδος που ακμάζει στην Ελληνορωμαϊκή εποχή είναι το μυθιστόρημα, αφηγηματικό είδος που απευθυνόταν, όπως είπαμε, σε ένα όλο και μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό, όπου πια πρέπει να περιλαμβάνονταν και οι γυναίκες (Α. Λέσκι). Πρόκειται βέβαια για το ίδιο κοινό που με τις προτιμήσεις του οδηγούσε τα χρόνια εκείνα πολλούς ιστορικούς να εκθέτουν τα γεγονότα ρητορικά και με συναισθηματικές προεκτάσεις.

Το κοινό των ελληνορωμαϊκών χρόνων παρουσιάζει και γενικότερο ενδιαφέρον. Το μεγάλο πλήθος, όπου ανακατεύονταν οι γλώσσες, τα έθνη, οι θρησκείες και τα πολιτισμικά τους συμφραζόμενα, από τη μια συμμετείχε με ενθουσιασμό στα βάρβαρα ρωμαϊκά θεάματα, από την άλλη συγκεντρωνόταν να ακούσει με προσήλωση τους ρήτορες της δεύτερης σοφιστικής να αγορεύουν στην παλιά και δυσνόητη, αλλά μελωδική, αττική γλώσσα. Οι επιδεικτικές και συμβουλευτικές ομιλίες τους σπάνια αναφέρονταν στην επικαιρότητα· τις περισσότερες φορές αφορούσαν γενικά θέματα ηθικής συμπεριφοράς και βιοσοφίας - θέματα φιλοσοφικά στην εκλαϊκευμένη μορφή τους.

Η εισβολή της ρητορικής στα πρακτικά φιλοσοφικά πεδία και οι γενικότερες τάσεις και συνθήκες της εποχής υπαγόρεψαν, όπως ήταν φυσικό, τις εξελίξεις στην καθαρή φιλοσοφία. Κεντρικό αντικείμενο της διδασκαλίας εξακολούθησε να είναι η βιωτική (Μάρκος Αυρήλιος 7.61), δηλαδή ο σωστός τρόπος ζωής· ωστόσο, σταδιακά τα φιλοσοφικά ενδιαφέροντα και οι προβληματισμοί μετακινήθηκαν από τα καθαυτό βιωτικά θέματα στα πεδία της μεταφυσικής, όπου απώτερος στόχος δεν ήταν τόσο η επίγεια ευδαιμονία, όσο η τελική σωτηρία της ψυχής. Αντίστοιχα, ο ορθολογισμός ως μέθοδος παραχωρούσε όλο και περισσότερο έδαφος στον μυστικισμό, και η φιλοσοφία στην τελευταία της νεοπλατωνική υπόσταση παρουσίαζε, ως εθνικό αντίβαρο στον χριστιανισμό, χαρακτηριστικά θρησκείας.

Η Αρχαία ελληνική γραμματολογία δε μελετά τη γένεση και την εξέλιξη του χριστιανισμού, ούτε τα πρώιμα κείμενα της χριστιανικής γραμματείας. Ωστόσο, ολοκληρώνοντας το κεφάλαιο της Ελληνορωμαϊκής εποχής, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι αυτήν ακριβώς την περίοδο, στο τεράστιο χωνευτήρι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας δε συνυπάρχουν μόνο, αλλά και διαλέγονται, αλληλοεπηρεάζονται, συγκρούονται ή και συγκλίνουν, τα τρία βασικά κεφάλαια του νεότερου ευρωπαϊκού πολιτισμού: η ελληνική, η ρωμαϊκή και η ιουδαϊκή-χριστιανική πνευματική παράδοση.