Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία
του Φάνη Κακριδή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
5.5.Ζ. Φιλοσοφία
Η Αθήνα εξακολούθησε και στα ελληνορωμαϊκά χρόνια να αποτελεί κέντρο φιλοσοφικών σπουδών και ο ρόλος της ενισχύθηκε, όταν το 176 μ.Χ. ο αυτοκράτορας και φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος (σ. 280) φρόντισε να ιδρυθούν στην Αθήνα τέσσερις φιλοσοφικές έδρες, από μία για την Ακαδημία, τον Περίπατο, τη Στοά και τους επικούρειους - όχι φυσικά για τους σκεπτικούς, που αμφισβητούσαν τα πάντα.
Οι διάφορες φιλοσοφικές σχολές ή κατευθύνσεις εξακολούθησαν να υπάρχουν, με τους εκπροσώπους τους να διδάσκουν, να ερμηνεύουν, να συμπληρώνουν αν όχι και να προάγουν τη σκέψη του ιδρυτή της σχολής και των διαδόχων του. Ωστόσο, ήδη από τα τελευταία ελληνιστικά χρόνια οι φιλόσοφοι είχαν αρχίσει να παραμερίζουν τις διαφορές τους και να συγκλίνουν, φαινόμενο που τώρα, στην Ελληνορωμαϊκή εποχή, γενικεύτηκε: οι οπαδοί μιας σχολής δε δίσταζαν να υιοθετούν ιδέες από άλλες κατευθύνσεις, και η φιλοσοφική σκέψη έτεινε να ενοποιηθεί σε ένα και μόνο σύστημα, εκλεκτικό.
Μην ξεχνούμε ότι στα ελληνορωμαϊκά χρόνια δίπλα στη φιλοσοφία αναπτυσσόταν μια νέα θρησκεία, ο χριστιανισμός, που η αποκαλυπτική διδασκαλία του δεν έλυνε μόνο τα ηθικά προβλήματα και υπαγόρευε έναν ενάρετο τρόπο ζωής, αλλά ακόμα ικανοποιούσε τις μεταφυσικές ανάγκες των πιστών και ξάνοιγε προοπτικές για μια καλύτερη μεταθανάτια ζωή στο υπερπέραν.
Υποχρεωμένη να τον συναγωνιστεί, η φιλοσοφία φυσικό ήταν να δώσει και αυτή έμφαση στις υπερβατικές και μυστηριακές της όψεις. Έτσι, για ένα διάστημα άνθισε πάλι ο πυθαγορισμός· έτσι, στο φιλοσοφικό πεδίο κυριάρχησε τελικά ο νεοπλατωνισμός, που είχε αφομοιώσει πλήθος στοιχεία από άλλες σχολές και παρουσίαζε έντονα μεταφυσικές και μυστικιστικές τάσεις.
Η ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (30 π.Χ.)
Σταθμό στο κατώφλι της Ελληνορωμαϊκής εποχής αποτέλεσε η έκδοση των έργων του Αριστοτέλη από τον Ανδρόνικο (σ. 174 σημ. 156). Όπως ήταν φυσικό, η έκδοση, όπου για πρώτη φορά η αριστοτελική φιλοσοφία παρουσιαζόταν σε όλη της την έκταση και ως ολοκληρωμένο σύστημα (που δεν ήταν, σ. 175), έδωσε στο Λύκειο νέα ζωή - και απασχόληση.
Οι αριστοτελικές πραγματείες ήταν συνοπτικές και δυσνόητες τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη γλώσσα. Έτσι, στις δεκαετίες που ακολούθησαν την έκδοση, μια ολόκληρη σειρά από περιπατητικούς φιλοσόφους ασχολήθηκαν με το να μελετήσουν, να σχολιάσουν, να ερμηνέψουν και να παραφράσουν τα αριστοτελικά έργα, που χωρίς τη φροντίδα τους θα εξακολουθούσαν να μένουν άγνωστα.
Πρώτος ο ίδιος ο Ανδρόνικος από τη Ρόδο ενσωμάτωσε στην έκδοση μια δική του εισαγωγή και πρόσθεσε τη βιογραφία του Αριστοτέλη, έναν κατάλογο των έργων του και ορισμένα σχόλια. Ακολούθησαν ο μαθητής του Βόηθος από τη Σιδώνα, που σχολίασε τα Φυσικά, τις Κατηγορίες και τα Ἀναλυτικὰ πρότερα, ο Ξέναρχος από τη Σελεύκεια, που αν και περιπατητικός διαφωνούσε με βασικές αριστοτελικές θέσεις, ο Νικόλαος από τη Δαμασκό, που τον γνωρίσαμε και ως ιστορικό (σ. 264) κ.ά. Κοινό τους γνώρισμα η τάση να εισάγουν στην αριστοτελική φιλοσοφία, όπως την ερμήνευαν, στοιχεία από την ακαδημαϊκή και στωική θεωρία.
Σημαντικό πνευματικό κέντρο ήταν από τα ελληνιστικά χρόνια, και διατηρήθηκε στην Ελληνορωμαϊκή εποχή, και η Αλεξάνδρεια. Εκεί, όπου η ιουδαϊκή παροικία ήταν, θυμίζουμε, η μεγαλύτερη μετά την ελληνική, πραγματοποιήθηκε, τέλος του 1ου π.Χ. και αρχές του 1ου μ.Χ. αιώνα, μια σημαντική, προχριστιανική, προσέγγιση του ιουδαϊσμού με την ελληνική φιλοσοφία.
ΦΙΛΩΝ Ο ΙΟΥΔΑΙΟΣ (1ος π.Χ/1ος μ.Χ. αι.)
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια από οικογένεια που ήταν οικονομικά ανεξάρτητη, πολιτικά ισχυρή και γλωσσικά εξελληνισμένη, τόσο ώστε ο Φίλων να μη γνωρίζει καν τα εβραϊκά και να συγγράφει τα θεολογικά και φιλοσοφικά του έργα στην Κοινή. Το μόνο που ξέρουμε για τη ζωή του είναι ότι επισκέφτηκε την Ιερουσαλήμ και τη Ρώμη, όπου το 40 μ.Χ. υπερασπίστηκε ως διπλωματικός αποσταλμένος τα συμφέροντα των Ιουδαίων της Αλεξάνδρειας.
Αφετηρία του είχε πάντα την Παλαιά Διαθήκη, όπως τη γνώριζε από τη μετάφραση των Εβδομήκοντα, και η προσήλωσή του στην ιουδαϊκή πνευματική παράδοση έστεκε ακλόνητη. Ωστόσο, ο ίδιος έδωσε σε δύο από τα έργα του, στον Ἀλέξανδρον και στο Περὶ προνοίας, τη χαρακτηριστικά πλατωνική διαλογική μορφή και δε δίστασε, ερμηνεύοντας τα ιουδαϊκά ιερά κείμενα, να χρησιμοποιήσει ελληνικούς τρόπους προσέγγισης, όπως στο Νόμων ἱερῶν ἀλληγορίαι, και να υιοθετήσει ελληνικές, στωικές ή άλλες ιδέες, όπως στο Περὶ τὸ πάντα σπουδαῖον εἶναι ἐλεύθερον.
Από τα πάμπολλα έργα του, άλλα, όπως το Περὶ βίου Μωυσέως, διασώθηκαν αυτούσια· άλλα, όπως ορισμένα υπομνήματα στην Πεντάτευχο, σε αρμενική μετάφραση· άλλα, όπως η Ἀπολογία ὑπὲρ Ἰουδαίων, δε μας είναι γνωστά παρά από αποσπάσματα που παράθεσαν στα συγγράμματά τους νεότεροι χριστιανοί συγγραφείς.
Ο Απολλώνιος από τα Τύανα της Κιλικίας (1ος μ.Χ. αι.) ταξίδεψε απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη την αυτοκρατορία κηρύσσοντας τον πυθαγόρειο τρόπο ζωής: την ευσέβεια, την προσευχή, τη λιτότητα, τη χορτοφαγία, τη σεξουαλική εγκράτεια κ.τ.ό. Ο ίδιος δεν έχουμε λόγο να πιστέψουμε πως ήταν απατεώνας, όπως τον χαρακτήρισε, πάντα κακόγλωσσος, ο Λουκιανός. Σίγουρα όμως δεν είχε τα υπερφυσικά χαρίσματα που του απόδιδαν οι οπαδοί του, όταν υποστήριζαν ότι μπορούσε να συνομιλεί με τα ζώα, να διώχνει τα δαιμόνια, να ανασταίνει νεκρούς και, φυλακισμένος, να λύνει τα δεσμά του. Η φήμη του έμεινε ζωντανή και τον 2ο μ.Χ. αιώνα η αυτοκράτειρα Ιουλία Δόμνα ανάθεσε στον Φλάβιο Φιλόστρατο να συγγράψει Τὰ εἰς τὸν Τυανέα Ἀπολλώνιον (σ. 261), βιογραφικό έργο όπου τα ιστορικά δεδομένα φυσικό ήταν να έχουν υποχωρήσει μπροστά στον κυρίαρχο θρύλο. Από τα δικά του έργα το Τελευταὶ ἢ περὶ θυσιῶν και το Περὶ τοῦ πυθαγορικοῦ βίου έχουν χαθεί. Σώθηκαν όμως 77 επιστολές, ανάμεσά τους και μερικές που δεν αποκλείεται να τις έχει γράψει ο ίδιος.
Ο Απολλώνιος δεν ήταν ο μόνος που κήρυξε με επιτυχία την πυθαγόρεια φιλοσοφία. Οι μυστικιστικές-θεολογικές διαστάσεις της διδασκαλίας του Πυθαγόρα φυσικό ήταν να έχουν απήχηση σε μια κοινωνία που αναζητούσε μεταφυσικά στηρίγματα. Έτσι, δεν απορούμε όταν στα ελληνορωμαϊκά χρόνια κυκλοφορούσαν ευρύτατα, άγνωστο πότε και από ποιον γραμμένα, τα Χρυσᾶ ἔπη (αποφθέγματα) του Πυθαγόρα, ή όταν ορισμένοι (νεο)πυθαγόρειοι φιλόσοφοι,[248] συνδυάζοντας στα έργα τους την πυθαγόρεια με την πλατωνική θεωρία, άνοιξαν δρόμους προς τον νεοπλατωνισμό.
Η στωική φιλοσοφία αντιπροσωπεύτηκε τον 1ο μ.Χ. αιώνα με μια ομάδα από φιλοσόφους που όλοι τους, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, κινήθηκαν στα πεδία της αλληγορίας. Ο Κορνούτος από τη Λέπτη της Λιβύης ερμήνευσε το ελληνικό θεολογικό σύστημα ταυτίζοντας τον Δία με την ψυχή, την Ήρα με τον αέρα, την Αθηνά με τη σοφία κλπ.· ο ψευδεπίγραφος Κέβητος Θηβαίου Πίναξ, δεν ανήκει βέβαια στον Κέβη τον σωκρατικό (σ. 167) αλλά σε έναν για μας ανώνυμο φιλόσοφο που θέλησε, ερμηνεύοντας μιαν ολοφάνερα φανταστική, αλληγορική εικόνα, να συστήσει τον στωικό δρόμο προς την ευδαιμονία, όπου κανείς δε φτάνει με την ψευδοπαιδείαν της μουσικής, της αριθμητικής, της ρητορικής κλπ., αλλά μόνο με την εγκράτεια, την καρτερία και τις άλλες ηθικές αρετές· στα χέρια μας έφτασε και το Ὁμηρικαὶ ἀλληγορίαι του Ηράκλειτου από τον Πόντο (;), όπου π.χ. υποστηρίζεται ότι τα βέλη του Απόλλωνα στην αρχή της Ιλιάδας άλλο δεν είναι από τις ακτίνες του ήλιου, που προκαλούν επιδημίες και ξηρασία.
ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ (περ. 50-138 μ.Χ.)
Γεννήθηκε δούλος στην Ιεράπολη της Φρυγίας, αλλά είχε την τύχη να υπηρετήσει στη Ρώμη έναν εξαιρετικά πλούσιο και μορφωμένο απελεύθερο, τον Επαφρόδιτο, που του έδωσε την άνεση να μαθητέψει στον στωικό φιλόσοφο Μουσώνιο Ρούφο[249] και αργότερα τον απελευθέρωσε. Διδάσκοντας πια ο ίδιος, ο Επίκτητος έμεινε στη Ρώμη ως τη χρονιά που ο Δομιτιανός εξόρισε όλους τους φιλοσόφους (89 μ.Χ.). Διωγμένος από την Ιταλία, εγκαταστάθηκε στη Νικόπολη της Ηπείρου, όπου συνέχισε να διδάσκει με μεγάλη επιτυχία ως τον θάνατό του.
Ο ίδιος δεν έγραψε τίποτα· είχε όμως μαθητή τον γνωστό μας ιστορικό Φλάβιο Αρριανό (σ. 266), που με επιμέλεια κατάγραψε κατά λέξη, στην Κοινή, όπως ακούγονταν, τα μαθήματά του (Περὶ ἀταραξίας, Πῶς φέρειν δεῖ τὰς νόσους, Πρὸς επικούρειους καὶ ἀκαδημαϊκούς κλπ.), και τα δημοσίευσε με τον τίτλο Διατριβαί. Από τα οκτώ βιβλία των Διατριβῶν έχουν σωθεί τα τέσσερα, και ένα ξεχωριστό βιβλίο, το Ἐγχειρίδιον, όπου πάλι ο Αρριανός είχε συνοψίσει την ηθική διδασκαλία του δασκάλου του. Η φιλοσοφία του Επίκτητου ήταν βασικά στωική, με στοιχεία κυνισμού. Απευθυνόταν στον μέσο άνθρωπο, συστήνοντάς του να πολεμήσει τα πάθη του με το λογικόν και να ακολουθήσει ελεύθερος την θείαν διοίκησιν.
Έχει σωστά παρατηρηθεί ότι στα ελληνορωμαϊκά χρόνια η Στοά είχε αναδείξει δύο εξαιρετικά σημαντικούς φιλόσοφους: ένα δούλο, τον Επίκτητο, και έναν αυτοκράτορα, τον Μάρκο Αυρήλιο, και, όπως ήταν φυσικό, καθένας τους μίλησε με τον δικό του τρόπο: ο Επίκτητος απευθυνόταν στους πολλούς, με λογικά επιχειρήματα· ο Μάρκος Αυρήλιος στον εαυτό του, με αφορισμούς.
Ἔνδον σκάπτε· ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ.[250]
Εἰς ἑαυτόν 7.59
Ο Μάρκος Αυρήλιος είχε μαθητέψει στον διάσημο ρωμαίο ρήτορα και ρητοροδιδάσκαλο Φρόντωνα και στον Ηρώδη τον Αττικό (σ. 257). Και οι δύο τον προόριζαν για ρήτορα, αλλά τελικά υπερίσχυσε η κλίση του προς τη φιλοσοφία. Ως αυτοκράτορας στάθηκε άτυχος: εξωτερικοί εχθροί και εσωτερικοί επαναστάτες τον υποχρέωσαν να περάσει τα περισσότερα από τα είκοσι χρόνια της εξουσίας του σε πολεμικές επιχειρήσεις.
Το έργο του Εἰς ἑαυτόν είναι ένα είδος ημερολόγιο όπου ο φιλόσοφος-αυτοκράτορας κατάγραφε με συντομία παρατηρήσεις (π.χ. «όσοι υμνήθηκαν πολύ έχουν ήδη παραδοθεί στη λήθη, και αυτοί που τους υμνούσαν έχουν από καιρό εξαφανιστεί», 7.6), αφοριστικές κρίσεις (π.χ. ὁ ἀδικῶν ἑαυτὸν ἀδικεῖ, ἑαυτὸν κακὸν ποιῶν, 9.4), συμβουλές και κατηγορικές προσταγές προς τον εαυτό του (π.χ. μὴ αἰσχύνου βοηθούμενος, 7.7).
Η φιλοσοφία του αντλεί πολλά από τον Ποσειδώνιο και τον Επίκτητο και εστιάζεται στην ηθική συμπεριφορά, συστήνοντας εσωτερική ελευθερία από τα πάθη, ηρεμία, μετριοπάθεια, πραότητα και ανοχή - αρετές που χαρακτήριζαν και τον ίδιο. Μόνο απέναντι στους χριστιανούς στάθηκε άτεγκτος· ίσως γιατί έβλεπε πόσο εύκολα η θρησκεία τους θα μπορούσε με την ηθική διδασκαλία της να υποκαταστήσει κάθε πρακτική φιλοσοφία.
Όπως θα το περιμέναμε, η σύγκλιση των φιλοσοφικών συστημάτων επηρέασε και την Ακαδημία, όπου οι φιλόσοφοι - ο Εύδωρος (1ος π.Χ./1ος μ.Χ. αι.), ο Γάιος (1ος/2ος μ.Χ. αι.), ο Αλβίνος (2ος μ.Χ. αι.) κ.ά. - από τη μια υιοθέτησαν και ενσωμάτωσαν στην πλατωνική θεωρία πυθαγορικές, περιπατητικές και στωικές ιδέες, από την άλλη προώθησαν με τις θέσεις τους τα μεταφυσικά και μυστικιστικά στοιχεία του πλατωνισμού, προετοιμάζοντας τη μετατροπή του στον έντονα θεολογικό νεοπλατωνισμό. Τελευταίος στη σειρά, ο Κέλσος (2ος μ.Χ. αι.) στο έργο του Ἀληθὴς λόγος τα έβαλε, μαντεύουμε γιατί, με τους χριστιανούς.
ΣΕΞΤΟΣ Ο ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ (2ος μ.Χ. αι.)
Για τη ζωή του ξέρουμε μόνο ότι ήταν γιατρός, της εμπειρικής σχολής του Ηρόφιλου (σ. 230). Σώζονται όμως τα έργα του (α) Πυρρώνειοι ὑποτυπώσεις, μια σύνοψη των απόψεων του Πύρρωνα, ιδρυτή της σχολής των σκεπτικών (σ. 221), και (β) Σκεπτικά, που απαρτίζονται από πέντε βιβλία Πρὸς δογματικούς, δηλαδή εναντίον όλων των φιλοσόφων που πιστεύουν στην ακλόνητη ορθότητα της θεωρίας τους, και έξι βιβλία Πρὸς μαθηματικούς, δηλαδή εναντίον όλων όσων αγαπούν τη μάθηση, κατέχουν ή και διδάσκουν ένα συγκεκριμένο μάθημα: των γραμματικών, των ρητοροδιδασκάλων, των αστρονόμων, των φυσικών, των μαθηματικών με τη σημερινή έννοια, των μουσικών κλπ.
Σε όλους αυτούς ο Σέξτος καταφέρνει, εφαρμόζοντας με πολλή επιδεξιότητα την αρχή του Πύρρωνα ότι παντὶ λόγῳ λόγος ἀντίκειται, να αποδείξει όχι μόνο ότι όσα νομίζουν ότι γνωρίζουν είναι ανυπόστατα, αλλά και ότι κάθε τους προσπάθεια να γνωρίσουν κάτι βέβαιο και σωστό είναι εξαρχής μάταιη.
Εύστοχα παρατηρήθηκε ότι «κλονίζοντας [με τα επιχειρήματά τους] τις γνωστικές δυνατότητες του ορθολογισμού, οι εκπρόσωποι του σκεπτικισμού βοήθησαν, άθελά τους, να ανοίξει ο δρόμος για τον μυστικισμό.» (Α. Λέσκι)
Γύρω στα 200 μ.Χ. ένας εύπορος πολίτης στα Οινόανδα της Λυκίας, ο Διογένης, φανατικός οπαδός της φιλοσοφίας του Επίκουρου (σ. 216), καθόρισε μετά τον θάνατό του να κατασκευαστεί μια τεράστια επιγραφή (πάνω από 40 μέτρα μάκρος!) «για το καλό της πόλης και των ξένων που την επισκέπτονται». Η επιγραφή, που βρέθηκε κομματιασμένη και δημοσιεύτηκε από τους αρχαιολόγους, περιείχε τέσσερα δικά του συγγράμματα, αποφθέγματα και επιστολές - όλα στο πλαίσιο της επικούρειας φιλοσοφίας.
Σύγχρονος του Διογένη πρέπει να ήταν ο περιπατητικός Αριστοκλής από τη Μεσσήνη της Σικελίας, συγγραφέας ενός έργου Περὶ φιλοσοφίας, απ᾽ όπου μας σώζονται αποσπάσματα. Μαθητής του ήταν ο Αλέξανδρος από την Αφροδισιάδα της Κιλικίας (2ος/3ος μ.Χ. αι.), κάτοχος της έδρας του Περιπάτου που είχε ιδρύσει ο Μάρκος Αυρήλιος στην Αθήνα. Αποτελούσε βέβαια υπερβολή, όταν οι Βυζαντινοί τον ονόμαζαν δεύτερον Ἀριστοτέλη· όχι όμως και όταν τον χαρακτήριζαν ἐξηγητὴν κατ᾽ ἐξοχήν: τα ερμηνευτικά του υπομνήματα (στη Μεταφυσική, στα Αναλυτικά, στα Μετεωρολογικά κ.ά.) χαρακτηρίζονται από αυστηρή μέθοδο και σπάνια ευθυκρισία.
Το τελευταίο φιλοσοφικό κίνημα της ελληνικής αρχαιότητας, ο νεοπλατωνισμός, εμφανίστηκε και αναπτύχτηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Τυπικά αποτελούσε τη συνέχεια του πλατωνισμού της Ακαδημίας, όπου είχαν στο μεταξύ αφομοιωθεί πλήθος πυθαγορικά, αριστοτελικά, στωικά κ.ά. στοιχεία. Ουσιαστικά όμως ο νεοπλατωνισμός εξελίχτηκε σε ένα πραγματικά καινούργιο κίνημα: με την ιδεοκρατία, με την υποτίμηση του αισθητού κόσμου και με την προβολή εννοιών όπως το απόλυτο, η ψυχική κάθαρση κ.τ.ό. ανταποκρίθηκε καλύτερα από κάθε άλλη φιλοσοφική διδασκαλία στις πνευματικές ανάγκες των ανθρώπων της ύστερης Ελληνορωμαϊκής εποχής που αποζητούσαν μεταφυσική λύτρωση από την πραγματικότητα.
Πρωτοπόρος του νεοπλατωνισμού θεωρείται ο Αμμώνιος Σακκάς[251] από την Αλεξάνδρεια (2ος/3ος μ.Χ. αι.), που γεννήθηκε χριστιανός αλλά προτίμησε να γίνει εθνικός και φιλόσοφος. Ο Αμμώνιος δεν άφησε γραπτό έργο και η διδασκαλία του μας είναι άγνωστη. Είχε όμως, ως δάσκαλος της πλατωνικής φιλοσοφίας στην Αλεξάνδρεια, σημαντικούς μαθητές, ανάμεσά τους τον αναμφισβήτητο αρχηγέτη του νεοπλατωνισμού, τον Πλωτίνο.
ΠΛΩΤΙΝΟΣ (205-270 μ.Χ.)
Γεννήθηκε στη Λυκόπολη της Αιγύπτου και σπούδασε στην Αλεξάνδρεια, όπου είκοσι οκτώ χρονών γνώρισε τον Αμμώνιο Σακκά, ενθουσιάστηκε με τη διδασκαλία του και έμεινε κοντά του έντεκα χρόνια. Στη συνέχεια, για να γνωρίσει την περσική και ινδική φιλοσοφία, ακολούθησε τον αυτοκράτορα Γορδιανό Γ' στην εκστρατεία του στη Μεσοποταμία· γρήγορα όμως ο Γορδιανός σκοτώθηκε και ο Πλωτίνος ταξίδεψε, πρώτα στην Αντιόχεια, ύστερα στη Ρώμη, όπου εγκαταστάθηκε και έμεινε διδάσκοντας τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια της ζωής του.
Η ασκητική προσωπικότητα και η διδασκαλία του εντυπωσίασαν τους Ρωμαίους· η φήμη για τη σοφία και τη δικαιοσύνη του απλώθηκε, και δεν ήταν λίγοι αυτοί που τον παρακαλούσαν να επιλύσει τις διαφορές τους ή να διαχειριστεί ως θετός πατέρας τις περιουσίες παιδιών που είχαν ορφανέψει. Οι μαθητές του ήταν πολλοί και αξιόλογοι· όμως πάλι δεν απορούμε μαθαίνοντας ότι επιχείρησε, αλλά δεν κατάφερε, να διαμορφώσει τη διδασκαλία του στο πρότυπο του σωκρατικού διαλόγου, γιατί οι συζητήσεις διεξάγονταν ἀταξίας πλήρεις καὶ πολλῆς φλυαρίας (Βίος 3.37).
Ακολουθώντας τον δάσκαλό του τον Αμμώνιο και τον Σωκράτη, ο Πλωτίνος δεν έδινε σημασία στον γραπτό λόγο. Αργά και με δυσκολία οι μαθητές του τον έπεισαν να συγγράψει. Έτσι, στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Πλωτίνος κατάγραψε 54 κεφάλαια από τη φιλοσοφία του. Τα παράδωσε στους μαθητές του, και από αυτούς ο Πορφύριος (σ. 284) τα ταχτοποίησε σε έξι ομάδες των εννέα κεφαλαίων, ανάλογα με το θέμα τους, και τα δημοσίευσε με τον τίτλο Ἐννεάδες. Ο Πλωτίνος έγραψε σαν να μιλούσε: η γλώσσα του είναι μεικτή, η σύνταξή του ανώμαλη, το ύφος του άτσαλο και η ορολογία του συχνά επινοημένη από τον ίδιο· παρ᾽ όλα αυτά, ο λόγος του έχει ζωντάνια και θα διαβαζόταν ευχάριστα, αν δεν ήταν τα νοήματα τόσο πολύπλοκα και αφηρημένα.
Ο Πλωτίνος δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι έφερε στη φιλοσοφία κάτι καινούργιο. Αντίθετα, επέμενε να λέει πως άλλο δεν έκανε από το να ερμηνεύει τους προκατόχους του, τον Πλάτωνα και τους πλατωνικούς. Σωστά· όμως καινούργια ήταν ακριβώς η ερμηνεία που έδωσε στην πλατωνική θεωρία, η σύνθεση της συσσωρευμένης ακαδημαϊκής γνώσης, ο τρόπος που συστηματοποίησε το διάχυτο υλικό - η συνολική εικόνα του πλατωνισμού, όπως την πρόβαλλε γοητεύοντας το κοινό του. Χαρακτηριστική η διδασκαλία του για το πλατωνικό ἕν, που πια όχι μόνο ταυτιζόταν με την αρετή και την ομορφιά, αλλά και αποτελούσε την πηγή όλων των όντων. Με αυτό το σχεδόν θεοποιημένο, ανεξάρτητο και απόλυτο ἕν ο Πλωτίνος δίδασκε ότι μπορούσαν οι άνθρωποι, με άσκηση και μυστική έκσταση, να ενωθούν - κάτι που ο ίδιος, αν πιστέψουμε τον Πορφύριο, το κατόρθωσε τέσσερις φορές.
Από τους μαθητές του Πλωτίνου ξεχώρισαν (α) ο γιατρός Ευστόχιος από την Αλεξάνδρεια, που τον παραστάθηκε στις τελευταίες του ώρες και είχε και αυτός εκδώσει, πριν από τον Πορφύριο, τα έργα του δασκάλου, και (β) ο Αμέλιος από την Ετρουρία, συγγραφέας μιας σειράς από αξιόλογα φιλοσοφικά συγγράμματα που όμως χάθηκαν. Και των δύο το έργο επισκιάστηκε από την εκδοτική και ερμηνευτική προκοπή ενός άλλου μαθητή, του Πορφύριου.
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ (234-301/4 μ.Χ.)
Ο Πορφύριος ήταν Σύρος από την Τύρο. Μαθήτεψε πρώτα στην αθηναϊκή Ακαδημία, ύστερα για πέντε χρόνια στη σχολή του Πλωτίνου στη Ρώμη. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα στη Σικελία· γύρισε όμως στη Ρώμη μετά τον θάνατο του δασκάλου του για να τον διαδεχτεί στη σχολαρχία.
Ο Πορφύριος επιμελήθηκε, όπως είδαμε, την έκδοση των Ἐννεάδων του Πλωτίνου· έγραψε όμως και ο ίδιος πολλά. Από τα 65 έργα που ξέρουμε ότι είχε συγγράψει δε σώθηκαν παρά τα εννέα, ανάμεσά τους το πολύτιμο Περὶ Πλωτίνου βίου καὶ τῆς τάξεως τῶν βιβλίων αὐτοῦ, και ένα ακόμα βιογραφικό, ο Πυθαγόρου βίος. Από τα υπόλοιπα ξεχωρίζουμε το Περὶ τοῦ ἐν Ὀδυσσείᾳ τῶν Νυμφῶν ἄντρου, όπου η γνωστή μας σπηλιά της Ιθάκης (ν 102-12) ερμηνεύεται αλληγορικά ως σύμβολο του αισθητού κόσμου ἐν ᾧ ὡς μεγίστῳ ἱερῷ αἱ ψυχαὶ διατρίβουσιν (12), και η Πρὸς Μαρκέλλαν, τη σύζυγό του, συμβουλευτική επιστολή, όπου πίστις, ἀλήθεια, ἔρως και ἐλπίς προβάλλονται ως τέσσερα στοιχεῖα που βοηθούν να προσεγγίσει ο άνθρωπος τον θεό. Από τα χαμένα του έργα ας θυμηθούμε μόνο το Κατὰ Χριστιανῶν, όπου ο φιλόσοφος διαφωνούσε με τη βιβλική κοσμογένεση, την ενανθρώπιση του Χριστού και τη Δευτέρα Παρουσία.
Τον Πορφύριο τον απασχόλησε περισσότερο από κάθε άλλο η προσπάθεια του ανθρώπου να εξασφαλίσει τη σωτηρία της ψυχής του, κατανικώντας με τον νου και τη θέληση τα πάθη και τους δαίμονες (!) που την κατοικούν. Ωστόσο, η σκέψη του δεν ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπη· και ο ίδιος έδινε μεγαλύτερη σημασία στην ορθή κατανόηση, τον σχολιασμό και τη διάδοση της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Πλωτίνου, όπου η συμβολή του στάθηκε αλήθεια σημαντική.
Από τον πλατωνισμό στον νεοπλατωνισμό, και από τον Πλωτίνο στον Πορφύριο, η ακαδημαϊκή θεωρία όλο και περισσότερο απομακρυνόταν από τους παραδοσιακούς της φιλοσοφικούς προβληματισμούς, όλο και περισσότερο αναζητούσε και διατύπωνε απαντήσεις σε θέματα θεολογικά περισσότερο παρά φιλοσοφικά. Η ίδια τάση συνεχίστηκε και με τον τρίτο σημαντικό εκπρόσωπο του νεοπλατωνισμού, τον Ιάμβλιχο.
ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ (περ. 250-325 μ.Χ.)
Ο Ιάμβλιχος ήταν Σύρος, όπως και ο Πορφύριος, που τον δίδαξε φιλοσοφία στη Ρώμη, αλλά βέβαια αυτό δεν εμπόδισε μαθητής και δάσκαλος να διαφωνήσουν αργότερα σε πολλά. Βαθύτατα θρησκευτική και μυστικιστική φύση, ο Ιάμβλιχος πίστευε και αυτός στην ύπαρξη των δαιμόνων· ενώ όμως ο Πορφύριος κρατούσε αποστάσεις από τη μαντική, τη μαγεία και κάθε προσπάθεια επηρεασμού των θεών με απόκρυφες τελετές και μαγγανείες, ο Ιάμβλιχος τις έκρινε απαραίτητες προκειμένου ο φιλόσοφος να προσεγγίσει, με τη μεσολάβηση των δαιμόνων, τη θεϊκή γνώση.
Όπως θα το περιμέναμε, η ροπή του προς τον μυστικισμό και τη θεοσοφία τον οδήγησε να μελετήσει σε βάθος τον πυθαγορισμό και να θελήσει να τον διαδώσει. Από το πολυσύνθετο έργο του Συναγωγὴ πυθαγορείων δογμάτων σώζονται το Περὶ τοῦ πυθαγορικοῦ βίου, το Λόγος προτρεπτικὸς πρὸς φιλοσοφίαν, τα Θεολογούμενα τῆς ἀριθμητικῆς κ.ά. Ακόμα, ως γνήσιος νεοπλατωνικός, ο Ιάμβλιχος δεν παράλειψε να σχολιάσει ορισμένα έργα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, πιστεύοντας ότι ο τελευταίος μιλούσε με αἰνίγματα (υπαινιγμούς) και προτείνοντας νέους τρόπους ερμηνείας.
Την προσέγγιση της φιλοσοφίας με τη θρησκεία εκφράζει και ένα κίνημα, ο ερμητισμός, που γι᾽ αυτόν αναρωτιόμαστε αν αποτελούσε φιλοσοφικό σύστημα με θρησκευτικές προεκτάσεις ή, πιο σωστά, εκστατική (μονοθεϊστική!) θρησκεία με φιλοσοφικά ερείσματα. Το ξεκίνημά του τοποθετείται στα αλεξανδρινά χρόνια, η ακμή του στην Ελληνορωμαϊκή εποχή. Στην ελληνική γραμματεία αντιπροσωπεύεται από τον Ἑρμῆν τρισμέγιστον,[252] ένα σώμα από ποικίλους λόγους όπου μέσα τους συνυπάρχουν συμβατά ή και αντιφατικά στοιχεία από πολλές θρησκείες. Πρώτος και σπουδαιότερος λόγος ο Ποιμάνδρης («ποιμὴν ἀνδρῶν»), όπου ο ομώνυμος Θεός-Νοῦς αποκαλύπτει μυστικές αλήθειες για τη δημιουργία του κόσμου.
248 Είναι άραγε σύμπτωση όταν οι τρεις σπουδαιότεροι, ο Μοδεράτος από τα Γάδαρα (1ος μ.Χ. αι.), ο Νικόμαχος από τα Γέρασα (1ος/2ος μ.Χ. αι.) και ο Νουμήνιος από την Απάμεια (2ος μ.Χ. αι.), κατάγονταν όλοι από τη Συρία;
249 Μας είναι γνωστή μια ολόκληρη σειρά από στωικούς φιλοσόφους που δίδασκαν με επιτυχία στη Ρώμη: ο Άρειος Δίδυμος, φίλος του Αυγούστου, ο Χαιρήμων, δάσκαλος του Νέρωνα, κ.ά. Η στωική φιλοσοφία είχε εξαρχής μεγάλη απήχηση στους ρωμαϊκούς πνευματικούς κύκλους, όπου τα χρόνια εκείνα την εκπροσωπούσε ο διάσημος πολιτικός, ποιητής και φιλόσοφος Λεύκιος Ανναίος Σενέκας (4 π.Χ.-65 μ.Χ.).
250 «Μέσα (σου) να σκάβεις (να αναζητάς)· μέσα (σου) βρίσκεται η πηγή του αγαθού.»
251 Το παρανόμι Σακκάς τού δόθηκε γιατί, φτωχός στα νιάτα του, κουβαλούσε σάκκους για να ζήσει.
252 Ἑρμῆς τρισμέγιστος ήταν το ελληνικό όνομα του αιγυπτιακού θεού Θωθ.