Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

του Φάνη Κακριδή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

5.5.Ε. Μυθιστόρημα

Καινούριο ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος, το μυθιστόρημα[244] πιστεύουμε ότι σχηματίστηκε προς το τέλος του 2ου και τις αρχές του 1ου π.Χ. αιώνα για να ικανοποιήσει ως αφήγημα τις ανάγκες ενός όλο και μεγαλύτερου αναγνωστικού κοινού. Όμως από τα πρώτα αλεξανδρινά μυθιστορηματικά έργα (π.χ. από το φανταστικό ταξίδι στα νησιά του Ισημερινού, όπως το είχε περιγράψει ο Ιάμβουλος από τη Συρία, και από την ερωτική ιστορία του Νίνου και της Σεμίραμης στα παλάτια της Βαβυλώνας, όπως τη διηγόταν ένας άγνωστός μας συγγραφέας) δε σώθηκαν παρά αποσπάσματα.

Αν επιχειρούσαμε να ορίσουμε το μυθιστόρημα ως λογοτεχνικό είδος, θα λέγαμε ότι αποτελεί μακρόπνοη διήγηση όπου τα πρόσωπα, οι τόποι και τα γεγονότα μπορεί ή να είναι όλα τελείως φανταστικά, ή να είναι άλλα φανταστικά άλλα πραγματικά πρόσωπα, γεγονότα και τόποι που ο συγγραφέας τα συσχετίζει και τα παρουσιάζει με περισσότερη ή λιγότερη ελευθερία. Το μυθιστόρημα, όπως από την αρχή παρουσιάστηκε, είναι εξαιρετικά σύνθετο είδος: μέσα του συνδυάζονται στοιχεία από το έπος, την τραγωδία και την κωμωδία, την ερωτική ποίηση, την ιστορία, τη βιογραφία, τη ρητορεία, την εθνογραφία, τις ταξιδιωτικές περιγραφές κ.ά.

Η τυπική για τα μυθιστορήματα υπόθεση έχει ως αφετηρία έναν κεραυνοβόλο και αμοιβαίο έρωτα, που όμως δεν ευοδώνεται, καθώς από κακή τύχη (ναυάγιο, αρπαγή, πειρατεία κ.τ.ό.) ο νέος και η κόρη βρίσκονται ο ένας μακριά από τον άλλον. Ακολουθούν πλήθος περιπέτειες, δοκιμασίες, κίνδυνοι, αγώνες και αγωνίες, ώσπου με τη βοήθεια των θεών η δύναμη της αγάπης τους και η πίστη τους ανταμείβονται: ξαναβρίσκονται, αναγνωρίζονται και ολοκληρώνουν τον έρωτά τους. Κατά κανόνα τα ονόματά τους συνθέτουν τον τίτλο του μυθιστορήματος.

Στον 1ο μ.Χ. αιώνα ανήκουν Τὰ περὶ Χαιρέαν καὶ Καλλιρρόην του Χαρίτωνα από την Αφροδισιάδα της Καρίας. Το μυθιστόρημα τοποθετείται στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Η Καλλιρρόη είναι τάχα κόρη του γνωστού μας Ερμοκράτη, στρατηγού των Συρακούσιων, και ο Χαιρέας γιος ενός πολιτικού αντιπάλου του - αλλά βέβαια ολόκληρη η υπόθεση, όπου παρεμβαίνουν ο Έρωτας, η Αφροδίτη και η Τύχη, είναι φανταστική.

Προς το τέλος του 1ου μ.Χ. αιώνα φαίνεται να έχουν γραφτεί Τὰ κατ᾽ Ἄνθειαν καὶ Ἁβροκόμην ἐφεσιακά του Ξενοφώντα από την Έφεσο, ένα τυπικό στην υπόθεσή του μυθιστόρημα, όπου μέσα του συναντούμε αφομοιωμένα θέματα γνωστά μας από την τραγωδία: ο γιδοβοσκός, π.χ., που του δίνουν την Άνθεια γυναίκα, αλλά δεν την αγγίζει γιατί σέβεται την προτέραν εὐγένειαν, συμπεριφέρεται ακριβώς όπως ο χωρικός σύζυγος της Ηλέκτρας στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη.

Περιθωριακό ήταν το θέμα του έρωτα στο ταξιδιωτικό μυθιστόρημα του Αντώνιου Διογένη (1ος/2ος μ.Χ. αι.) Τὰ ὑπὲρ Θούλην[245] ἄπιστα, που μας σώθηκε σε περίληψη. Με αλλεπάλληλες περιπέτειες, συναντήσεις, διηγήσεις και αναδιηγήσεις ο Αντώνιος είχε καταφέρει σε 24 βιβλία να καταγράψει όλα τα απίστευτα που οι ήρωες του είδαν και έζησαν στις περιπλανήσεις τους όχι μόνο στη Μεσόγειο και στην Ευρώπη αλλά και στις θάλασσες του Βορρά, ακόμα και στο φεγγάρι. Δίκαια το μυθιστόρημα θεωρήθηκε υπόδειγμα τερατολογίας, και ο Λουκιανός δεν έχασε την ευκαιρία να το παρωδήσει (σ. 260).

Μόνο σε περίληψη μας σώζονται τα Βαβυλωνιακά του Ιάμβλιχου από τη Συρία, που έζησε προς τα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα. Η υπόθεση τοποθετείται στη Μεσοποταμία, όπου ο κακός βασιλιάς της Βαβυλώνας θέλει να παντρευτεί την όμορφη Σινωνίδα, που ωστόσο αγαπά τον Ροδάνη. Έτσι αρχίζουν μια σειρά από περιπέτειες, στην ξηρά και στα ποτάμια τούτη τη φορά, όπου συνεργούν αγριομέλισσες, κοράκια, μαγικά φίλτρα, θαυματουργές ιάσεις, χρυσάφια και φαντάσματα - στοιχεία που πολύ θυμίζουν ανατολίτικα παραμύθια.

Σύγχρονος του Ιάμβλιχου ήταν ο Αχιλλέας Τάτιος από την Αλεξάνδρεια, που έγραψε ένα από τα πιο γνωστά στον καιρό του μυθιστορήματα, Τὰ κατὰ Λευκίπην καὶ Κλειτοφῶντα. Η υπόθεση δεν παρουσιάζει πρωτοτυπία· διαφορετικός είναι όμως ο τρόπος της αφήγησης: ο συγγραφέας έχει τάχα φτάσει στη Σιδώνα της Φοινίκης, στον ναό της Αστάρτης, όπου θαυμάζει, και περιγράφει αναλυτικά, ένα ζωγραφικό πίνακα με την αρπαγή της Ευρώπης. Εκεί γνωρίζει έναν όμορφο νέο, τον Κλειτοφώντα, που του διηγείται ολόκληρο το μυθιστόρημα. Αυτός ο έμμεσος τρόπος αφήγησης, η έκφραση της εικόνας και πολλά ακόμα στοιχεία στο μυθιστόρημα του Αχιλλέα Τάτιου μαρτυρούν τη συγγένεια που φυσικό ήταν να υπάρχει ανάμεσα στα μυθιστορήματα και στα έργα της δεύτερης σοφιστικής.

Στα κατὰ Λευκίππην καὶ Κλειτοφῶντα οι ήρωες δεν ήταν εξαρχής υποδειγματικοί εραστές· οι περιπέτειες ήταν που βάθυναν τον έρωτα και στέριωσαν την πίστη τους. Αντίθετα, στο μυθιστόρημα Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην του Λόγγου από τη Λέσβο (2ος/3ος μ.Χ. αι.) ο δεκαπεντάχρονος βοσκός και η δεκατριάχρονη βοσκοπούλα είναι, στο ειδυλλιακό περιβάλλον της Μυτιλήνης όπου ζουν, πέρα για πέρα αυθόρμητοι, απλοί και απονήρευτοι. Αυτή τους την αθωότητα διατηρούν, και αυτή τους προστατεύει σε ολόκληρη τη διήγηση, ώσπου ύστερα από πολλές περιπέτειες να σμίξουνε ξανά και να ευτυχήσουν.

 

ΗΛΙΟΔΩΡΟΥ ΑΙΘΙΟΠΙΚΑ

Το διασημότερο μυθιστόρημα των ελληνορωμαϊκών χρόνων ήταν, δίκαια, τα Αἰθιοπικά του Ηλιόδωρου από την Έμεσα της Φοινίκης (3ος/4ος μ.Χ. αι.). Πρωταγωνίστρια η Χαρίκλεια, κόρη του βασιλικού ζεύγους της Αιθιοπίας, που όμως είχε γεννηθεί λευκή και η μητέρα της την έστειλε να μεγαλώσει στους Δελφούς. Εκεί γνώρισε τον Θεσσαλό αθλητή Θεαγένη, απόγονο τάχα του Αχιλλέα, τον αγάπησε, φύγαν μαζί για την Αιθιοπία, αλλά τους έπιασαν ληστές στις εκβολές του Νείλου. Εδώ, στη μέση της υπόθεσης, αρχίζει το μυθιστόρημα, που συνεχίζεται με χίλιες μύριες περιπέτειες, ώσπου η Χαρίκλεια να αναγνωριστεί από τους γονείς της, να παντρευτεί τον αγαπημένο της και να ανακηρυχτούν και οι δύο ιερείς του Απόλλωνα Ηλίου.

Αυτή η απροσδόκητη ιεροσύνη, η επιμονή του συγγραφέα να συζητά θέματα θεϊκής πρόνοιας και δικαιοσύνης, η αναμφισβήτητη ορθοφροσύνη και ευσέβεια όχι μόνο των πρωταγωνιστών αλλά και άλλων προσώπων - όλα τοποθετούν τα Αἰθιοπικά σε ένα χαρακτηριστικό για την εποχή τους κλίμα βαθιάς θρησκευτικότητας. Δεν απορούμε όταν νεότεροι συγγραφείς υποστήριξαν ότι ο Ηλιόδωρος έγινε αργότερα χριστιανός, και μάλιστα επίσκοπος.

Αναμφισβήτητα, ο Ηλιόδωρος είχε ταλέντο: επινόησε την πλοκή, ταχτοποίησε την ύλη, ζωντάνεψε τα πρόσωπα, δημιούργησε δραματικές καταστάσεις - όλα με αξιοπρόσεχτη αφηγηματική μαστοριά. Είναι πραγματικά κρίμα που η αττικιστική γλώσσα και το συνακόλουθο επίπλαστο ύφος εμείωναν την αξία ενός έργου που ωστόσο η επιτυχία του και η επίδρασή του ήταν για πολλούς αιώνες μεγάλη.


244 Η ονομασία είναι νεότερη, αλλά παραπέμπει στον αρχαιοελληνικό όρο μυθιστορία.

245 Η Θούλη των Αρχαίων ταυτίζεται πότε με την Ισλανδία, πότε με τη Νορβηγία.