Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

του Φάνη Κακριδή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

5.3. Γράμματα και τέχνες

«Τόσο μεγάλη είναι η λογοτεχνική στειρότητα στην εποχή μας σ᾽ όλον τον κόσμο! Ίσως πρέπει τελικά να παραδεχτούμε εκείνο το χιλιοειπωμένο ότι η δημοκρατία είναι στοργική τροφός των μεγάλων πνευμάτων και ότι σχεδόν μόνο μαζί μ᾽ αυτήν έφτασαν στην ακμή τους και μαζί μ᾽ αυτήν πέθαναν οι μεγάλοι της λογοτεχνίας.»

Ανώνυμος, Περὶ ύψους 44.2[221]

Τρία συγγενικά ρεύματα ή κινήματα αναπτύχτηκαν και σφράγισαν την πνευματική ζωή της Ελληνορωμαϊκής εποχής: το γενικότερο ρεύμα του κλασικισμού, το ειδικότερο γλωσσικό κίνημα του αττικισμού, και η λεγόμενη δεύτερη σοφιστική, που μετασχημάτισε το νόημα και τη λειτουργία της ρητορικής τέχνης.

Ο κλασικισμός ορίζεται ως η προσπάθεια νεότερων συγγραφέων και καλλιτεχνών να ακολουθήσουν, περισσότερο ή λιγότερο πιστά, τα κλασικά πρότυπα. Σποραδικά φαινόμενα κλασικισμού συναντούμε ήδη στην Ελληνιστική εποχή, αλλά το κλασικιστικό ρεύμα κορυφώθηκε στα ελληνορωμαϊκά χρόνια, όταν συγγραφείς και καλλιτέχνες, απογοητευμένοι, όπως ο συγγραφέας του Περί ύψους, από την εποχή τους, στράφηκαν νοσταλγικά προς τα κλασικά πρότυπα επιχειρώντας συνειδητά να τα μιμηθούν, αν όχι και να τα αντιγράψουν.

Στο πλαίσιο του γενικότερου κλασικισμού, ο αττικισμός ορίζεται ως η τάση ορισμένων πεζογράφων της Ελληνορωμαϊκής εποχής να μη χρησιμοποιήσουν στα έργα τους την κοινή ελληνική γλώσσα της εποχής τους αλλά την αττική διάλεκτο της Κλασικής εποχής, όπως τη γνώριζαν από τα έργα του Λυσία, του Ξενοφώντα, του Πλάτωνα κ.ά.[222]

Τη δεύτερη σοφιστική[223] απαρτίζουν μια ομάδα από ρήτορες που έζησαν στην Ελληνορωμαϊκή εποχή τριγυρίζοντας απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη την αυτοκρατορία και δίνοντας διαλέξεις και μαθήματα, με μεγάλη συνήθως επιτυχία. Οι ομιλίες τους, που φρόντιζαν να εκδοθούν και να κυκλοφορήσουν, αφορούσαν ποικίλα (όχι πολιτικά!) θέματα, και ανήκαν όλες στο συμβουλευτικό και επιδεικτικό ρητορικό είδος.

Ως ιδιότυπο φαινόμενο κλασικισμού στις εικαστικές τέχνες μπορεί να ερμηνευτεί στα ελληνορωμαϊκά χρόνια η αθρόα παραγωγή αντιγράφων των γλυπτών της Κλασικής εποχής. Πλήθος καλλιτεχνικά εργαστήρια, στην Αθήνα, στην Πέργαμο και σε άλλες πόλεις της Μικρασίας, άλλο δεν έκαναν από το να παράγουν περισσότερο ή λιγότερο πιστά ή ελεύθερα αντίγραφα κλασικών έργων, που αμέσως πουλιόνταν για να κοσμήσουν πολιτείες, ανάκτορα και επαύλεις σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή επικράτεια.

Οι Ρωμαίοι εκτιμούσαν πολύ την ελληνική τέχνη (όχι μόνο την κλασική), που την είχαν οδηγό και πρότυπο στα πρώτα τους βήματα και που η επίδρασή της ήταν και έμεινε αποφασιστική ως το τέλος. Όμως προσοχή: η ρωμαϊκή τέχνη δε μπορεί να ερμηνευτεί ως απλή κλασικιστική απομίμηση των ελληνικών προτύπων, καθώς σε πολλά διαφοροποιήθηκε, απόκτησε δική της ρωμαϊκή φυσιογνωμία, και με τη σειρά της επηρέασε τις καλλιτεχνικές δημιουργίες της Ελληνορωμαϊκής εποχής.

Φιλοδοξία και πλούτος δεν κρύβονται. Έκφρασή τους ήταν τα τεράστια ανακτορικά συγκροτήματα, αφάνταστο πόσο πολυτελή, και οι αυτοκρατορικές ή ιδιωτικές επαύλεις με τον βαρύτιμο διάκοσμο, διάσπαρτες σε όλη την επικράτεια. Παρόμοια, το μεγαλείο και η φήμη των αυτοκρατόρων, των αξιωματούχων και άλλων ισχυρών προσώπων εκφράζονταν με τις χίλιες μύριες δοξαστικές απεικονίσεις τους[224] σε προτομές και ανδριάντες, σε σαρκοφάγους ή και σε ανάγλυφα που ιστορούσαν π.χ. μια νικηφόρα εκστρατεία, από το ξεκίνημά της ως τον θρίαμβο.

Το πρακτικό πνεύμα των Ρωμαίων και η φροντίδα της κεντρικής εξουσίας για τους πολίτες εκφράστηκαν με μιαν ολόκληρη σειρά από θαυμαστά στην αντοχή και τη λειτουργικότητά τους κοινωφελή δημόσια έργα και ιδρύματα: δρόμους, γεφύρια, αγορές, κρήνες, λουτρά, υδραγωγεία, βεσπασιανές,[225] αλλά και θεραπευτήρια σαν το Ασκληπιείο της Περγάμου, βιβλιοθήκες σαν την πανέμορφη της Εφέσου (110 μ.Χ.), χώρους μουσικών εκδηλώσεων (ᾠδεῖα), (αμφι)θέατρα[226] κ.ά.

Ιδιαίτερα ευνοημένη από τα ρωμαϊκά κατασκευαστικά έργα στάθηκε στον ελλαδικό χώρο η Αθήνα, καθώς σημαντικοί ρωμαίοι αυτοκράτορες τη θαύμαζαν και την τιμούσαν για την πνευματική της υπόσταση. Ήδη ο Ιούλιος Καίσαρας και ο Οκταβιανός Αύγουστος χρηματοδότησαν τη ρωμαϊκή αγορά (10 π.Χ.)· αργότερα ο αυτοκράτορας Αδριανός (117-138 μ.Χ.) έχτισε την Αδριάνειο βιβλιοθήκη και ολοκλήρωσε τον ναό του Ολυμπίου Διός· τέλος, ο αυτοκράτορας Αντωνίνος ο Ευσεβής (138-161 μ.Χ.) αποπεράτωσε το αθηναϊκό υδραγωγείο, που ξεκινούσε από την Πάρνηθα και έφτανε ως τη Δεξαμενή στους πρόποδες του Λυκαβηττού - την ίδια Δεξαμενή που, επισκευασμένη, χρησιμοποιείται ακόμα σήμερα, τα Θεοφάνια, για τον αγιασμό των υδάτων.[227]


221 Η μετάφραση είναι του Μ. Ζ. Κοπιδάκη.

222 Βλ. σχετικά Α.-Φ. Χριστίδης, >Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας< (1.11.).

223 Η ονομασία Δευτέρα Σοφιστική είναι αρχαία και την κρατούμε, παρόλο που οι ρήτορες της Ελληνορωμαϊκής εποχής ελάχιστα κοινά είχαν με τους σοφιστές των κλασικών χρόνων.

224 Οι κάθε λογής απεικονίσεις προσώπων (πορτρέτα) των ελληνορωμαϊκών χρόνων είναι κατά κανόνα αρκετά ρεαλιστικές· όμως αυτό δεν εμπόδιζε τους καλλιτέχνες να προσθέτουν μεγαλοπρέπεια και ομορφιά στους εικονιζόμενους, ή ακόμα και να τους προσομοιάζουν με θεούς.

225 Βεσπασιανές ονομάζονται τα δημόσια ουρητήρια, από τον αυτοκράτορα Βεσπασιανό (69-79.Χ.), που φρόντισε να κατασκευαστούν στη Ρώμη.

226 Αμφιθέατρα ονομάστηκαν την εποχή αυτή ορισμένα μεγάλα κτίσματα, παρόμοια με τα σημερινά ποδοσφαιρικά γήπεδα, όπου καθισμένοι γύρω γύρω στις κερκίδες οι θεατές παρακολουθούσαν όσα συνέβαιναν στην αρένα. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι το Κολοσσαίο της Ρώμης, που χτίστηκε στα τέλη του 1ου μ.Χ. αι.

227 Στα παραπάνω πρέπει να προστεθούν τα κτίσματα ενός πάμπλουτου Έλληνα και ρωμαίου πολίτη, του Ηρώδη του Αττικού (σ. 257). Ο πατέρας του είχε ανακαλύψει τεράστιο θησαυρό που ο ίδιος τον αξιοποίησε οικοδομώντας δημόσια κτίρια σε διάφορες ελληνικές πόλεις. Στην Αθήνα μαρμάρωσε το στάδιο και έχτισε ναό της Τύχης και το Ωδείο του Ηρώδη του Αττικού!