Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

του Φάνη Κακριδή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

4.5.Β. Ιστοριογραφία

Ιστορία έγραψαν στα ελληνιστικά χρόνια πολλοί. Στόχος τους από τη μια να καταγράψουν την αλήθεια, όπως την έβλεπαν, από την άλλη να εντυπωσιάσουν και να γοητέψουν τους αναγνώστες, δραματοποιώντας τα γεγονότα και αξιοποιώντας τα διδάγματα της ρητορικής τέχνης.

Οι πρώτοι που θα περιμέναμε να ξεχωρίσουν είναι οι ιστορικοί του Μεγαλέξανδρου· όμως θα απογοητευτούμε. Κανένας από όσους συνέγραψαν για τον στρατηλάτη δε φαίνεται να στάθηκε αντάξιος του έργου, ή, πιο σωστά, κανενός η συγγραφή δεν αποδείχτηκε ικανή να αποφύγει τη φθορά του χρόνου και να επιβιώσει ως τις μέρες μας. Μόνο από αποσπάσματα μας είναι γνωστές οι Ἀλεξάνδρου πράξεις του Καλλισθένη,[183] Τὰ κατὰ Ἀλέξανδρον του Λέοντα από το Βυζάντιο, και οι Περὶ Ἀλέξανδρον ἱστορίαι που έγραψαν ο Κλείταρχος από την Αλεξάνδρεια, ο Αριστόβουλος από την Κασσάνδρεια, ο Χάρης από τη Μυτιλήνη, ο Πολύκλειτος από τη Λάρισα, ο Ονεσίκριτος από την Αστυπάλαια και τόσοι άλλοι.

Λιγοστές σημειώσεις μόνο σώζονται και από τις Ἐφημερίδες, το ημερολόγιο που με εντολή του Αλέξανδρου τηρούσαν δύο γραμματικοί, και από το Σταθμοὶ τῆς Ἀλεξάνδρου πορείας του Βαίτωνα του βηματιστή.[184] Κάπως μεγαλύτερα αποσπάσματα, της μιας και των δύο σελίδων, σώθηκαν μονάχα από την Ιστορία που έγραψε στα γεράματά του ο Πτολεμαίος Α', και αυτό γιατί τη χρησιμοποίησε ως πηγή ο Αρριανός, όταν αιώνες αργότερα συγκέντρωσε υλικό για το Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις (σ. 266). Ο Πτολεμαίος, θυμίζουμε, πριν γίνει βασιλιάς της Αιγύπτου ήταν στρατηγός και σωματοφύλακας του Αλέξανδρου, και δίκαια η Ιστορία του θεωρήθηκε αξιόπιστη.

Αξιόπιστη πηγή για τους νεότερους ιστορικούς αποτέλεσαν και οι Διαδόχων ἱστορίαι του Ιερώνυμου από την Καρδία της Θράκης (4ος/3ος π.Χ. αι.). Έχοντας διαδραματίσει ο ίδιος σημαντικό ρόλο στους πολέμους των Διαδόχων, ο Ιερώνυμος αφηγήθηκε πιστά τα γεγονότα από τον θάνατο του Μεγαλέξανδρου ως και τον θάνατο του Πύρρου (272 π.Χ.), αλλά το έργο του, εκτός από λίγα αποσπάσματα, έχει χαθεί.

Αρκετά αποσπάσματα σώζονται από τα Ἰταλικὰ καὶ Σικελικά του Τίμαιου από το Ταυρομένιο της Σικελίας (περ. 350-254 π.Χ.). Αναγκασμένος να εγκαταλείψει για πολιτικούς λόγους την πατρίδα του, ο Τίμαιος έζησε στην Αθήνα, όπου συνέγραψε την ιστορία των ελληνικών πόλεων της Μεγάλης Ελλάδας, από τις αρχές ως τον πρώτο Καρχηδονιακό πόλεμο (264 π.Χ.). Ήταν ο πρώτος ιστορικός που χρησιμοποίησε ως χρονολογική βάση τις Ολυμπιάδες, όχι όμως και ο πρώτος που κακολόγησε τους προκατόχους του (σ. 155-6), τόσο ώστε οι Αθηναίοι του έδωσαν το παρανόμι Ἐπιτίμαιος - διὰ τὸ πολλὰ ἐπιτιμᾶν (Σούδα). Ήρθε καιρός να κατηγορηθεί και ο ίδιος από τον Πολύβιο, που του καταμαρτύρησε ότι πολλά ἱστορεῖ ψευδῆ (12.7).

 

ΠΟΛΥΒΙΟΣ (περ. 200-118 π.Χ.)

Γεννήθηκε στη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας και έδρασε, όπως και ο πατέρας του, ως πολιτικός της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Μετά τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) ο Πολύβιος, μαζί με άλλους συντοπίτες του, βρέθηκε όμηρος στη Ρώμη, όπου γρήγορα συνδέθηκε με τον νεαρό Σκιπίωνα τον Αιμιλιανό και τους φιλέλληνες διανοούμενους του κύκλου του. Αργότερα ακολούθησε τον Σκιπίωνα στις εκστρατείες του, έζησε από κοντά την καταστροφή της Καρχηδόνας και πήρε μέρος στη θαλασσινή εξερεύνηση των ακτών του Ατλαντικού. Πίσω στην πατρίδα του συνέχισε, και μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, την πολιτική του δράση, μεσολαβώντας ανάμεσα στους κατακτητές και στις ελληνικές πόλεις - με επιτυχία, όπως μαρτυρούν τα τιμητικά αγάλματα που του είχαν στήσει στη Μαντινεία, στην Τεγέα και αλλού. Ήταν ογδόντα δύο χρονών, όταν έπεσε από το άλογό του και σκοτώθηκε.

Τα μικρότερα έργα του Πολύβιου (το Περὶ Φιλοποίμενος, τα Τακτικά κ.ά.) έχουν χαθεί· όμως από το μεγάλο του έργο, που μνημονεύεται ως Ρωμαϊκὴ ἱστορία σε σαράντα βιβλία, μας έχει σωθεί περίπου το ένα τρίτο. Η αφήγηση ξεκινά από τον πρώτο Καρχηδονιακό πόλεμο (όπου σταματούσε η ιστορία του Τίμαιου) και φτάνει ως το 144 π.Χ., τότε που η Ρώμη, έχοντας καταβάλει τους Καρχηδόνιους και τους Μακεδόνες, δεν είχε πια κανέναν να φοβηθεί. Η παρουσίαση είναι γενικά αντικειμενική και αξιόπιστη, καθώς ο Πολύβιος είχε ζήσει ο ίδιος από κοντά ένα μεγάλο μέρος των γεγονότων.

Περισσότερο ίσως από την ιστορική ύλη αυτή καθαυτή μας ενδιαφέρουν στη συγγραφή του Πολύβιου η μέθοδος που ακολούθησε και οι θεωρίες του για την εξέλιξη των ιστορικών φαινομένων. Πίστευε ότι σκοπός της ιστορίας δεν είναι να τέρψει αλλά να ωφελήσει τους αναγνώστες, βοηθώντας τους να χειρίζονται σωστά τις τωρινές και να προβλέπουν τις μελλοντικές καταστάσεις, και ότι έργο του ιστορικού είναι τόσο να εκθέσει τα πραγματικά γεγονότα όσο και να τα αιτιολογήσει. Κύριος στόχος του ήταν να δείξει πώς και γιατί η Ρώμη κατάφερε σε μικρό χρονικό διάστημα να επεκταθεί τόσο· όμως η ιστορία του είναι ουσιαστικά παγκόσμια,[185] καθώς αναγνώριζε ότι όπου και να συμβαίνουν, στην Ανατολή ή στη Δύση, οι εξελίξεις συνδέονται και αποτελούν ένα σώμα. Θεωρούσε ότι στις πολιτείες, όπως και στους ζωντανούς οργανισμούς, «υπάρχει μια φυσιολογική αύξηση, μετά από αυτήν η ακμή, έπειτα ο μαρασμός - και όλα είναι πιο ισχυρά την εποχή της ακμής» (6.51.4). Έτσι εξήγησε και την υπεροχή της Ρώμης απέναντι στις παλαιότερες πολιτείες, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε ένα μεγάλο μέρος από τις ιστορικές εξελίξεις να το αποδώσει στην τύχη - όχι στη θεά Τύχη αλλά στην απλή συγκυρία.

Με συνέπεια στον στόχο του να ωφελήσει και όχι να τέρψει, ο Πολύβιος χρησιμοποίησε απλή γλώσσα, την Κοινή, χωρίς λογοτεχνικές απαιτήσεις. Το παραδέχτηκε άλλωστε και ο ίδιος ότι ο λόγος του ήταν «αυστηρός και μονότροπος» (9.1.3). Ακόμα και οι δημηγορίες, υποστήριξε, δεν επιτρέπεται να αποτελούν ρητορικά κατασκευάσματα· σωστό είναι ο ιστορικός να γνωρίζει και να καταγράφει όσα πραγματικά ειπώθηκαν (12.25b.1).[186]

Το ιστορικό έργο του Πολύβιου συνέχισαν πρώτα ο Ποσειδώνιος, που θα τον γνωρίσουμε ως στωικό φιλόσοφο (σ. 220), αργότερα και ο Στράβων (σ. 286).

 

Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν νόμους για την πνευματική ιδιοκτησία, ούτε το θεωρούσαν υποτιμητικό ένας συγγραφέας να ενσωματώνει στα κείμενά του κομμάτια από τα έργα ενός ή περισσότερων άλλων. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη πως ορισμένοι αλεξανδρινοί ιστορικοί αποφάσισαν να συνθέσουν τις ιστορίες τους ως συμπιλήματα, επιλέγοντας, τακτοποιώντας και συνδέοντας αποσπάσματα από τα έργα των προκατόχων τους. Σημαντικότερος ανάμεσά τους ο Διόδωρος ο Σικελιώτης.

 

ΔΙΟΔΩΡΟΣ (1ος π.Χ. αι.)

Για τη ζωή του ξέρουμε μόνο ότι γεννήθηκε στο Αγύριον της Σικελίας (πόλη που πίστευε ότι την είχε επισκεφτεί ο Ηρακλής), και ότι ταξίδεψε στην Αίγυπτο και στη Ρώμη. Στο έργο του Ἱστορικὴ βιβλιοθήκη ο Διόδωρος είχε συμπεριλάβει ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία από τους μυθικούς χρόνους ως την κατάκτηση της Βρετανίας από τον Καίσαρα, το 54 π.Χ. - και δεν πρέπει να θεωρηθεί σύμπτωση πως ένα τέτοιο έργο σχεδιάστηκε και ολοκληρώθηκε ακριβώς στα χρόνια όπου η Ρώμη κατόρθωσε να ενώσει κάτω από την εξουσία της τον κόσμον όλο.

Από τα σαράντα βιβλία της Βιβλιοθήκης μάς σώζονται δεκαπέντε ολόκληρα και τα υπόλοιπα αποσπασματικά. Όπως θα το περιμέναμε, ο Διόδωρος έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην ελληνική, στη ρωμαϊκή και στη σικελική ιστορία, μελετώντας πλήθος προγενέστερά του έργα και ενσωματώνοντας ολόκληρα κομμάτια τους στη συγγραφή του. Έτσι, η αξιοπιστία των πληροφοριών του, αν εξαιρέσουμε τα σύγχρονά του γεγονότα, κυμαίνεται ανάλογα με την αξιοπιστία των πηγών. Παρόμοια, ανάλογα με τις πηγές παραλλάζουν το ύφος και η γλώσσα· όμως σε γενικές γραμμές το έργο είναι γραμμένο σε στρωτή και προσεγμένη Κοινή.

 

Ο Πτολεμαίος, ο Ιερώνυμος, ο Τίμαιος, ο Πολύβιος, ο Διόδωρος - όλοι τους επιδίωξαν να παρουσιάσουν την αλήθεια γυμνή, να ωφελήσουν περισσότερο παρά να εντυπωσιάσουν και να τέρψουν τους αναγνώστες τους. Διαφορετικό δρόμο ακολούθησαν ιστορικοί άλλοι, που θεώρησαν πρώτη τους υποχρέωση να θέλξουν το κοινό τους παρουσιάζοντας την ιστορία με τρόπο ιδιαίτερα ελκυστικό, δραματοποιώντας τα γεγονότα και χρησιμοποιώντας άφθονα τα μέσα της ρητορικής καλλιέπειας.

Κιόλας ο Δούρης από τη Σάμο (περ. 340-270 π.Χ.) κατηγόρησε ορισμένους προγενέστερούς του ιστορικούς ότι «το μόνο που φρόντισαν ήταν να καταγράψουν τα γεγονότα· δε μπόρεσαν καθόλου να τα ζωντανέψουν, ούτε να τα παρουσιάσουν με τρόπο ευχάριστο» (απόσπ. 1). Στα αποσπάσματα που σώθηκαν από τα Μακεδονικά του διαπιστώνουμε ότι ο ίδιος έδινε έμφαση στα συναισθήματα των ιστορικών προσώπων και δε δίσταζε να προσθέτει εντυπωσιακές λεπτομέρειες «σκηνοθετώντας» τα γεγονότα. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν και άλλοι ιστορικοί, νεότεροί του.

Με το έργο του Σαμίων ὧροι (χρονικά) ο Δούρης συγκαταλέγεται και στην ομάδα των αλεξανδρινών ιστορικών που συνέγραψαν τοπική ιστορία - της πατρίδας τους. Εδώ ανήκουν ακόμα ο Νεάνθης από την Κύζικο (Ὧροι Κυζικινῶν), ο Μέμνων από την Ηράκλεια του Πόντου (Περὶ Ἡρακλείας) και άλλοι, ανάμεσά τους πολλοί αθηναίοι ατθιδογράφοι.

Ο σημαντικότερος ατθιδογράφος, ο Φιλόχορος (4ος/3ος π.Χ. αι.), δεν ήταν μόνο ιστορικός αλλά και μάντης και εξηγητής των παλιών χρησμών, φλογερός αθηναίος πατριώτης, συντηρητικός και, φυσικά, αντιμακεδόνας. Ορισμένα από τα έργα του ήταν σχετικά με τη λατρεία, άλλα φιλολογικά ή φιλοσοφικά· τα περισσότερα όμως αφορούσαν την Αθήνα, με σπουδαιότερο το Ἀτθίς, σε δεκαεπτά βιβλία, όπου ήταν καταγραμμένη η αθηναϊκή ιστορία από τη μυθική εποχή ως το 262 (;) π.Χ. Από τα υπόλοιπα ξεχωρίζουμε το Ἐπιγράμματα ἀττικά, καθώς για πρώτη φορά τώρα ένας ιστορικός ενδιαφέρεται να θησαυρίσει παλιές επιγραφές.

Με μεγάλο ζήλο μελέτησε αργότερα τις επιγραφές και ο Πολέμων από το Ίλιο (2ος π.Χ. αι.),[187] που έγραψε μια σειρά από έργα περιηγητικά, περιγράφοντας με επιστημονική επιμονή και ακρίβεια τα αρχιτεκτονικά μνημεία, τα αγάλματα, τις ζωγραφιές, τα αναθήματα κλπ., όπως τα είδε ο ίδιος στην Ακρόπολη, στην Ιερά οδό, στη Σπάρτη, στους Δελφούς, στη Δωδώνη και σε άλλες σημαντικές περιοχές. Ο ίδιος έγραψε και τοπικές ιστορίες, κτίσεις, πόλεων του Πόντου και της Μεγάλης Ελλάδας.

Τα γεωγραφικά, ιστορικά και εθνολογικά ενδιαφέροντα των Ελλήνων για ξένους τόπους και λαούς έχουν μυθικό πρόδρομο τον Οδυσσέα και πρωτοφανερώθηκαν, θυμίζουμε, σε συγγραφείς όπως ο Εκαταίος (σ. 79) και ο Ηρόδοτος (σ. 149). Η παράδοση συνεχίστηκε στα ελληνιστικά χρόνια, όπου πάλι βρέθηκαν έλληνες ιστορικοί να ασχοληθούν και να συγγράψουν έργα για τη Λυδία, για τη Λυκία, ακόμα και για τις μακρινές Ινδίες, όπου είχε οδηγήσει τον στρατό του ο Μεγαλέξανδρος.

Χαρακτηριστική περίπτωση ο Νέαρχος από την Κρήτη, ο ναύαρχος που με εντολή του Αλέξανδρου έπλευσε από τον Ινδό ποταμό ως την Περσία και κατάγραψε τις γεωγραφικές, εθνολογικές κ.ά. παρατηρήσεις του. Ο Περίπλους του έχει χαθεί αλλά δε μας είναι τελείως άγνωστος, καθώς τον χρησιμοποίησαν αργότερα ο Αρριανός ((σ. 266) και ο Στράβων (σ. 286).

Τελευταίος και σπουδαιότερος από τους ιστορικούς και εθνολόγους που ενδιαφέρθηκαν για ξένους τόπους ήταν ο Αλέξανδρος από τη Μίλητο (1ος π.Χ. αι.), ο πολυΐστωρ (πολύξερος) όπως ονομάστηκε, που από τα αμέτρητα βιβλία του ορισμένα αφορούσαν την Ιουδαία, τη Φοινίκη, την Αιθιοπία, την Αραβία, την Αίγυπτο, τις Ινδίες και άλλες χώρες της Ανατολής.

Είναι αξιοπρόσεχτο ότι στα αλεξανδρινά χρόνια ορισμένοι ξένοι ιστορικοί αποφάσισαν να καταγράψουν την ιστορία του τόπου τους και του λαού τους στα ελληνικά. Μας σώθηκαν αποσπάσματα από τα Αἰγυπτιακά του Μανέθωνα, ιερέα στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, και από τα Βαβυλωνιακά ή Χαλδαϊκά του Βηρωσού, ιερέα του θεού Βάαλ, που διηγόνταν την ιστορία των ανατολικών λαών από την κοσμογένεση και τον κατακλυσμό ως την κατάκτηση τους από τον Μεγαλέξανδρο. Γραμμένα στα ελληνικά από ξένους είναι και ορισμένα από τα ιστορικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.

 

Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ

Νεότεροι συγγραφείς θρυλούσαν πως ο Πτολεμαίος Β' ο Φιλάδελφος προσκάλεσε εβδομήντα σοφούς και τους ανάθεσε να μεταφράσουν τα εβραϊκά ιερά βιβλία στα ελληνικά για τη Βιβλιοθήκη. Κλείστηκαν, λέει, οι ἑβδομήκοντα στο νησάκι Φάρος, στα ανοιχτά της Αλεξάνδρειας, και με τη φώτιση του θεού παράδωσαν τη μετάφραση ολοκληρωμένη σε εβδομήντα μέρες. Όμορφη η ιστορία τους· όχι όμως και αληθινή.

Η αλήθεια είναι πως μεταφράσεις των ιερών ιουδαϊκών βιβλίων γίνονταν στα ελληνιστικά χρόνια πολλές, καθώς το μεγάλο πλήθος των Εβραίων της διασποράς[188] είχαν σχεδόν ξεχάσει τη γλώσσα τους και προτιμούσαν να διαβάζουν ελληνικά. Από το πλήθος των μεταφράσεων ξεχώρισαν σιγά σιγά ορισμένες που επικράτησαν και συναποτέλεσαν ένα σώμα, την ενιαία, τάχα, Μετάφραση των εβδομήκοντα.

Στην τελική του μορφή το σώμα των Εβδομήκοντα δεν περιείχε μόνο παλιά βιβλία, όπως η Γένεσις, η Ἔξοδος κ.ά., μεταφρασμένα από τα εβραϊκά ή τα αραμαϊκά, αλλά και κάποια νεότερα, όπως το Β' και Γ' βιβλίο των Μακκαβαίων, γραμμένα εξαρχής στα ελληνικά από ελληνόφωνους Ιουδαίους. Από αυτά τα ποικίλα κείμενα η χριστιανική θεολογική παράδοση ξεχώρισε τα κανονικά, που συναπαρτίζουν την Παλαιά Διαθήκη.

Πιστές ή λιγότερο πιστές μεταφράσεις από άλλες γλώσσες, βιβλία γραμμένα στα ελληνικά από ξένους, το σώμα των Εβδομήκοντα αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση και ποικιλία γλωσσικό μνημείο της Ελληνιστικής εποχής. Στις σελίδες του μπορούμε να μελετήσουμε σε βάθος την Κοινή, αυτή καθαυτή όσο και στην ιδιαίτερη μεταφραστική σχέση της με τις σημιτικές γλώσσες.

 

Θρησκεία, μύθους, ιστορία και φαντασία ανακάτεψε στα έργα του ο Εκαταίος από τα Άβδηρα (4ος/3ος π.Χ. αι.), που έγραψε Περὶ Αἰγυπτίων και Περὶ Ὑπερβορέων, παρουσιάζοντας τους δύο αυτούς λαούς ως πρωτοπόρους του πολιτισμού και ως υποδείγματα ευσέβειας, δικαιοσύνης, αυτάρκειας κλπ.

Παρόμοια και ο Ευήμερος από τη Μεσσήνη (4ος/3ος π.Χ. αι.), φίλος του Κάσσανδρου της Μακεδονίας, υποστήριξε, στο έργο του Ἱερὰ ἀναγραφή, ότι βρέθηκε κάποτε σε ένα νησάκι του Ινδικού ωκεανού, την Παγχαίαν, και γνώρισε τους κατοίκους της εὐσεβείᾳ διαφέροντας καὶ τοὺς θεοὺς τιμῶντας μεγαλοπρεπεστάταις θυσίαις καὶ ἀναθήμασιν (απόσπ. 1). Εκεί διάβασε σε μια χρυσή στήλη τα έργα του Κρόνου και του Δία, που τότε δεν ήταν ακόμα θεοί αλλά βασιλιάδες της οικουμένης. Τα καταλαβαίνουμε καλύτερα όλα αυτά, όταν σκεφτούμε ότι ο Ευήμερος έγραψε σε εποχή όπου οι μεγαλοβασιλιάδες διάδοχοι του Αλεξάνδρου ονειρεύονταν να κυριαρχήσουν στον κόσμον όλο και πίστευαν στη δυνατότητα της προσωπικής τους αποθέωσης.[189]

Οριακή θέση στην ιστοριογραφία διεκδικούν και οι αλεξανδρινοί παραδοξογράφοι, που διάλεξαν να συγκεντρώσουν και να καταγράψουν όλα του κόσμου τα παράξενα. Πιο γνωστός ανάμεσά τους ο Αντίγονος από την Κάρυστο (3ος π.Χ. αι.), που η Ἱστοριῶν παραδόξων συναγωγή του σώθηκε και μας πληροφορεί, για παράδειγμα, ότι «το περισσότερο που μπορεί να γεννήσει μια γυναίκα είναι πέντε παιδιά· και θυμούνται μία που με τέσσερις γέννες απόκτησε είκοσι παιδιά - και τα περισσότερα μεγάλωσαν» (110).

Είναι αλήθεια ότι ο Εκαταίος, ο Ευήμερος, οι Παραδοξογράφοι, ως ένα σημείο και όλοι όσοι με τη συγγραφή τους επιδίωξαν να τέρψουν περισσότερο παρά να διδάξουν, απομακρύνθηκαν από την καθαυτό ιστορία· προετοίμασαν όμως με τα έργα τους ένα νέο, λογοτεχνικότερο είδος αφηγηματικής πεζογραφίας, το μυθιστόρημα, που θα κάνει την εμφάνιση του και θα ακμάσει στα ρωμαϊκά χρόνια (σ. 268).


183 Ο Καλλισθένης από την Όλυνθο (περ. 370-327 π.Χ.), συγγενής και μαθητής του Αριστοτέλη, έγραψε πολλά και σημαντικά φυσιογνωστικά, φιλολογικά και ιστορικά έργα, που έχουν όλα χαθεί. Ακολούθησε τον Μεγαλέξανδρο στην εκστρατεία του, θεωρώντας τον γιο του Δία και πρόμαχο των Ελλήνων· αρνήθηκε όμως να τον προσκυνήσει και εκτελέστηκε.

184 Βηματισταί ονομάζονταν οι ειδικευμένοι οπλίτες που με σταθερό βήμα μετρούσαν και κατάγραφαν τις πορείες.

185 Ο ίδιος μιλά για τὰ καθόλου πράγματα και αναφέρεται συχνά στην οἰκουμένην.

186 Ολοφάνερη είναι στο θέμα αυτό, όπως και σε πολλά άλλα, η διαφορά του Πολύβιου από τον Θουκυδίδη.

187 Το παρανόμι του στηλοκόπας σημαίνει αυτόν που τρώει με τα μάτια του τις στῆλες όπου ήταν χαραγμένες επιγραφές.

188 Ο ιστορικός Φίλων ο Ιουδαίος (σ. 277) παραδίνει ότι μόνο στην Αίγυπτο κατοικούσαν στα χρόνια του Χριστού ένα εκατομμύριο Εβραίοι.

189 Σήμερα ονομάζουμε ευημερισμό κάθε προσπάθεια να αποδειχτεί ότι αρχικά οι θεοί δεν ήταν παρά ιστορικά πρόσωπα που ξεχώρισαν για την αρετή, τη δύναμη και τη δράση τους.