Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία
του Φάνη Κακριδή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
4.3. Γράμματα και τέχνες
Διαπιστώσαμε ότι στα αλεξανδρινά χρόνια οι επικράτειες, οι πληθυσμοί, η κλίμακα των επιχειρήσεων και τα κέρδη ήταν τεράστια. Αυτός ο γιγαντισμός, πρωτόγνωρος στα ελληνικά δεδομένα, που ως τότε υποτάσσονταν στο μέτρο, φανερώνεται, θετικά ή αρνητικά, σε ολόκληρη τη φυσιογνωμία της εποχής. Έτσι, τον 3ο π.Χ. αιώνα στήθηκε ο κολοσσός της Ρόδου, 32 μέτρα ψηλός· έτσι, τον 2ο π.Χ. αιώνα οικοδομήθηκε ο βωμός της Περγάμου σε 1250 τετραγωνικά μέτρα· έτσι, ο Ιέρωνας των Συρακουσών σκάρωσε ένα τεράστιο καράβι που χωρούσε μόνο στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας· έτσι και ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης θέλησε στην Ἱστορικὴ βιβλιοθήκη του να εκθέσει σε σαράντα βιβλία ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία από τους προϊστορικούς χρόνους ως τις μέρες του.
Όπως συμβαίνει συχνά, τα ίδια αυτά φαινόμενα (η απεραντοσύνη, η πολυανθρωπία, ο γιγαντισμός) προκάλεσαν αντιδράσεις που γρήγορα οδήγησαν στα αντίθετα: στα ίδια εκείνα χρόνια, η τορευτική μικροτεχνία δημιουργούσε θαυμαστά κοσμήματα, αγαλματάκια, κύπελλα, λύχνους και άλλα μικροαντικείμενα· συχνά οι ποιητές εκφράζονταν με δίστιχα επιγράμματα· οι ιστορικοί, όταν δεν έγραφαν παγκόσμια ιστορία, περιορίζονταν σε μονογραφίες για τον τόπο τους· κουρασμένοι από την πολυκοσμία και την ταραχή των πόλεων, οι αστοί αποζητούσαν την ανοιχτή φύση, τα δάση, τις βουνοπλαγιές, τους αγρούς και τους απονήρευτους ανθρώπους τους. Για πρώτη τώρα φορά ζωγράφοι και γλύπτες απεικόνιζαν με έμφαση το φυσικό περιβάλλον ενώ, αντίστοιχα, στη βουκολική ποίηση παρουσιάζονταν στον οικείο τους χώρο και πρωταγωνιστούσαν οι βοσκοί.
Η στροφή προς την ύπαιθρο και η εξιδανίκευση των κατοίκων της αποτελεί κίνημα φυγής από την πραγματικότητα· όμως αυτό δεν εμποδίζει η εποχή να ευνοεί σε γενικές γραμμές τον ρεαλισμό. Ούτε η αρχαϊκή ούτε η κλασική τέχνη, για διαφορετικούς λόγους η καθεμιά, δεν επιδίωξαν να αποδώσουν τον άνθρωπο και τον γύρω του κόσμο πιστά, ρεαλιστικά, με τις ομορφιές αλλά και με τις ασχήμιες του, στις καλές αλλά και στις κακές του στιγμές. Τώρα οι καλλιτέχνες το επιχειρούν: ρεαλιστική είναι, θα δούμε, η Νέα κωμωδία, ρεαλιστικοί οι μίμοι και άλλα λιγότερο ή περισσότερο ηθογραφικά έργα. Η ίδια τάση διαπιστώνεται και στις εικαστικές τέχνες, όπου ο γεροψαράς, η αγρότισσα με τα καλάθια της, τα παιδιά, αλλά και η κοντοπίθαρη χορεύτρια, η μεθυσμένη γριά με την κρασοκανάτα, ο καμπουράκος, ο δούλος, το αλητόπαιδο, έγιναν αγαπημένα θέματα, όπως και ο πόνος, ο θάνατος του πολεμιστή και άλλα ανάλογα, που ως τότε οι καλλιτέχνες απόφευγαν να τα απεικονίσουν.
Το καταλαβαίνουμε οι καλλιτέχνες της Ελληνιστικής εποχής να επιλέγουν θέματα που ως τότε είχαν μείνει στο περιθώριο. Γενικά, δεν τους ήταν καθόλου εύκολο να συναγωνιστούν τους ξακουστούς τεχνίτες της Κλασικής εποχής. Για να μην καταποντιστούν, μπορούσαν να διαλέξουν ανάμεσα σε δύο δυνατότητες: ή να ακολουθήσουν τα κλασικά πρότυπα, ή να αναζητήσουν θεματικά πεδία και μορφές που οι κλασικοί μαστόροι τα είχαν για κάποιο λόγο παραμελήσει. Οι περισσότεροι προτίμησαν το δεύτερο· δεν έλειψαν όμως και αυτοί που διάλεξαν τον δρόμο της μίμησης, καλλιτέχνες και λογοτέχνες που δε δίσταζαν να αντιγράψουν ή, καλύτερα, να ανακυκλώσουν οτιδήποτε παλιό και πετυχημένο. Έτσι, εμφανίστηκε πρώτη φορά στα ελληνιστικά χρόνια ένα φαινόμενο που αργότερα θα κυριαρχήσει, ο κλασικισμός, δηλαδή η προσπάθεια να δημιουργήσουν οι καλλιτέχνες έργα υψηλής τέχνης ακολουθώντας, περισσότερο ή λιγότερο πιστά, τα κλασικά πρότυπα.
Ο κλασικισμός προϋποθέτει όχι μόνο τον θαυμασμό για τα παλαιότερα έργα αλλά και τη βαθιά γνώση του περιεχομένου και της μορφής τους. Αυτό μας βοηθά να καταλάβουμε ένα ακόμα χαρακτηριστικό της εποχής, το ενδιαφέρον και τη φροντίδα για την πολιτισμική κληρονομιά. Οι διάδοχοι του Μεγαλέξανδρου καλλιέργησαν εντατικά στις αυλές τους τα γράμματα και τις τέχνες, ίδρυσαν μουσεία και βιβλιοθήκες, όπου συγκεντρώθηκε, κατατάχτηκε και μελετήθηκε το σύνολο σχεδόν της προγενέστερης επιστημονικής και λογοτεχνικής παραγωγής. Γύρω τους μαζεύτηκαν, δούλεψαν και ανταμείφτηκαν πλουσιοπάροχα οι περισσότεροι λογοτέχνες, λόγιοι και επιστήμονες της εποχής.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Τῶν δὲ βασιλείων μέρος ἐστί καὶ τὸ Μουσεῖον, ἔχον περίπατον και ἐξέδραν καὶ οἶκον μέγαν ἐν ᾧ τὸ συσσίτιον τῶν μετεχόντων τοῦ Μουσείου φιλολόγων ἀνδρῶν.[162]
Στράβων, Γεωγραφικά 17.1.8
Το Μουσείο της Αλεξάνδρειας ιδρύθηκε στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. από τον Πτολεμαίο Α' με την καθοδήγηση του Δημητρίου του Φαληρέα (σ. 215). Σκοπός του ήταν να αποτελέσει κέντρο επιστημονικής μελέτης, διδασκαλίας και έρευνας, ικανοποιώντας τις πνευματικές ανησυχίες του βασιλιά και τις εκπαιδευτικές ανάγκες της οικογένειάς του. Στις εγκαταστάσεις που αναφέρει ο Στράβων πρέπει να προσθέσουμε τους χώρους διαμονής των μελών, φυσικά και τη φημισμένη Βιβλιοθήκη,[163] που έφτασε να διαθέτει 700.000 βιβλία. Προϊστάμενοί της ορίστηκαν από τους Πτολεμαίους και υπηρέτησαν σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Ζηνόδοτος (σ. 224), ο Απολλώνιος ο Ρόδιος (σ. 192), ο Ερατοσθένης (σ. 224), ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (σ. 226), ο Αρίσταρχος (σ. 226) κ.ά.
Ανάλογα ιδρύματα λειτουργούσαν στο τέμενος της Αθηνάς Πολιάδας στην Πέργαμο, στην αυλή των Αντιγονιδών στην Πέλλα και στο ανάκτορο του Αντιόχου του μεγάλου στην Αντιόχεια. Σημαντικές δημόσιες βιβλιοθήκες, προσαρτημένες σε ιερά τεμένη, σε γυμνάσια, σε ανώτερες σχολές κλπ., υπήρχαν σε πολλές ακόμα πόλεις: στην Αθήνα, στην Κω, στη Ρόδο, στην Έφεσο και αλλού. Σε αυτούς τους προνομιακούς χώρους έζησαν και δούλεψαν οι λόγιοι της Ελληνιστικής εποχής, σε τέτοια «θερμοκήπια» άνθισαν η αλεξανδρινή ποίηση και οι επιστήμες.
162 «Μέρος του παλατιού είναι και το Μουσείο, που έχει τόπο για περίπατο, οργανωμένο χώρο μαθημάτων και συζητήσεων, και ένα μεγάλο κτίριο όπου ήταν το κοινό εστιατόριο των επιστημόνων μελών του Μουσείου.»
163 Στην πραγματικότητα υπήρχαν δύο βιβλιοθήκες: μία, η μεγαλύτερη, μέσα στο Μουσείο για τους ερευνητές, και μία έξω από τα ανάκτορα, ανοιχτή σε όλους τους πολίτες.