Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

του Φάνη Κακριδή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

3.5.Α. Επική ποίηση

Το διδακτικό έπος είδαμε να επιβιώνει τον 5ο π.Χ. αιώνα στα έργα προσωκρατικών φιλοσόφων, του Παρμενίδη και του Εμπεδοκλή, που συνέχισαν την παράδοση του Ξενοφάνη. Άλλα διδακτικά έπη γράφτηκαν στους κλασικούς αιώνες ελάχιστα, ανάμεσά τους μια Ρητορική τέχνη του Εύηνου από την Πάρο (5ος π.Χ. αι.) και ένας γαστρονομικός οδηγός για καλοζωιστές, η Ἡδυπάθεια του Αρχέστρατου από τη Γέλα της Σικελίας (4ος π.Χ. αι.).[89]

Στους κλασικούς αιώνες το ηρωικό έπος άλλαξε χαρακτήρα, καθώς ελάχιστοι ποιητές συνέχισαν την παράδοση υμνώντας τα κατορθώματα μυθολογικών ηρώων όπως ο Θησέας, οι Επτά επί Θήβας κλπ. Σημαντικότερος ανάμεσά τους ο Πανύασης από την Αλικαρνασσό (6ος/ 5ος π.Χ. αι.), που το έπος του Ἡράκλεια επαινέθηκε από τους νεότερους πολύ. Οι περισσότεροι προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν τον επικό στίχο για να περιγράψουν σύγχρονά τους πολεμικά γεγονότα από τα Περσικά, τον Πελοποννησιακό πόλεμο κ.ά. Έτσι το ηρωικό έπος έτεινε να γίνει ιστορικό, με τους σύγχρονους στρατιωτικούς ηγέτες να συναγωνίζονται τον Οδυσσέα στην πονηριά και τον Αχιλλέα στη γενναιότητα.

Ο Χοιρίλος από τη Σάμο (5ος π.Χ. αι.) μακάρισε τους παλιούς ποιητές που έζησαν και έγραψαν «όσο ακόμα το λιβάδι της ποίησης ήταν απείραχτο· τώρα έχουν όλα μοιραστεί, και οι τέχνες πήραν τέλος […]· βλέπει κανείς προσεκτικά ένα γύρο, αλλά δεν έχει πού να κατευθύνει το καινούργιο του άρμα» (απόσπ. 1 Κ.). Ο ίδιος βρήκε ανεκμετάλλευτο θέμα τα Περσικά, και έγραψε έπος, τα Βαρβαρικά, όπου διηγήθηκε «πώς ήρθε από την Ασία στην Ελλάδα πόλεμος μεγάλος» (απόσπ. la Κ.). Ο Χοιρίλος ακολούθησε αργότερα τον σπαρτιάτη στρατηγό Λύσανδρο στις εκστρατείες του, με την εντολή να υμνήσει τα κατορθώματά του, αλλά είναι ζήτημα αν πρόλαβε να συνθέσει Λυσάνδρεια.

Σύγχρονος του Χοιρίλου ήταν ο Αντίμαχος από την Κολοφώνα, σημαντικός ποιητής και μελετητής του Ομήρου. Από τα έργα του ξεχωρίζουν η επική Θηβαΐς και μια ελεγειακή σύνθεση ερωτικών ιστοριών, η Λυδή, που πρέπει να συνδεθεί με τη Ναννώ του Μίμνερμου (σ. 69). Χαμένα σήμερα, τα έργα αυτά θαυμάστηκαν και επηρέασαν πολλούς· όμως το έπος Λυσάνδρεια, που το έγραψε προσκαλεσμένος, όπως ο Χοιρίλος, από τον σπαρτιάτη στρατηγό, παραδίδεται πως το κατάστρεψε μόνος του ο Αντίμαχος, όταν ο Λύσανδρος προτίμησε να βραβεύσει άλλον ποιητή, κατώτερό του.[90]

Η γενικότερη παρακμή του ηρωικού έπους δεν επηρέασε καθόλου τη φήμη του Ομήρου. Σε όλη την Κλασική εποχή η Ιλιάδα και η Οδύσσεια αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της εκπαίδευσης των νέων και καλοδεχούμενο ακρόαμα στα συμπόσια και τις άλλες γιορταστικές εκδηλώσεις, ιδιωτικές και δημόσιες. Είναι γνωστό ότι στη μεγαλύτερη γιορτή της Αθήνας, τα Παναθήναια, επαγγελματίες ραψωδοί απαγγέλλαν ολόκληρα τα έπη, ένας μετά τον άλλον, αρχίζοντας καθένας από εκεί που είχε σταματήσει ο προηγούμενος.[91] Αντίστοιχα ήταν και η επίδραση του ποιητή μεγάλη, π.χ. στον Αισχύλο, που «έλεγε πως οι τραγωδίες του ήταν κομμάτια από τα μεγάλα δείπνα του Ομήρου» (Αθήναιος 8.347), και στον Σοφοκλή, που από τον Βίο του μαθαίνουμε ότι «σε πολλά του δράματα ακολουθεί την Οδύσσεια».


89 Από το πρώτο δε σώζεται σχεδόν τίποτα· όμως από το δεύτερο ο Αθήναιος (1ος/2ος μ.Χ. αι., σ. 275) παραθέτει αρκετά αποσπάσματα. Έτσι, μαθαίνουμε π.χ. ότι «το καλύτερο κριθάρι στον κόσμο, πιο άσπρο από το χιόνι του ουρανού, φυτρώνει στη Λέσβο, στη θαλασσόβρεχτη περιοχή της Ερεσού· και αν οι θεοί τρώνε κριθαρόψωμο, από εκεί πηγαίνει ο Ερμής να τους αγοράσει» (απόσπ. 3 R.).

90 Και ο Μεγαλέξανδρος επιθυμούσε τα κατορθώματά του να δοξαστούν από τους ποιητές και «μακάριζε, όπως λέγαν, τον Αχιλλέα, που ευτύχησε να έχει κήρυκα της υστεροφημίας του τον Όμηρο» (Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις 1.12). Έτσι προσκάλεσε ποιητές να τον συνοδεύσουν στις εκστρατείες του, αλλά τα σχετικά έπη ήταν ασήμαντα και έχουν χαθεί.

91 Από παλιά το σοβαρό έπος συνυπήρχε με το κωμικό είδος της παρωδίας (σ. 51)· έτσι, στα Παναθήναια δίπλα στα ομηρικά έπη απαγγέλλονταν και παρωδικά, π.χ. η Γιγαντομαχία του Ηγήμονα από τη Θάσο (5ος/4ος π.Χ. αι.).