Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία
του Φάνη Κακριδή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
3.4. Η φιλοσοφία ως τον θάνατο του Σωκράτη
Τον 5ο π.Χ. αιώνα συνυπάρχουν, συγκλίνουν και σε πολλά συνεργάζονται δύο φιλοσοφικά ρεύματα: από τη μια η αρχαϊκή παράδοση των φυσικών φιλοσόφων, με τα κοσμολογικά ενδιαφέροντα, και από την άλλη το σοφιστικό κίνημα, που επικεντρώνεται στον άνθρωπο, τις νοητικές του δυνατότητες και τα ηθικά, πολιτικά και άλλα του προβλήματα. Θα εξετάσουμε πρώτα τους παραδοσιακούς φυσιολόγους, ύστερα και τους σοφιστές, για να καταλήξουμε στην ιδιότυπη προσωπικότητα και διδασκαλία του Σωκράτη.
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ (6ος/5ος π.Χ. αι.)
Πολυμαθίη νόον ἔχειν οὐ διδάσκει.
Απόσπ. 40 DK.
Ο Ηράκλειτος, από την Έφεσο της Μικρασίας, χαρακτήρισε πολύμαθους αλλά άμυαλους τον Ησίοδο, τον Πυθαγόρα, τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο· και ακόμα υποστήριξε πως τον Όμηρο και τον Αρχίλοχο έπρεπε να τους αποβάλλουν από τους αγώνες και να τους χτυπούν (απόσπ. 42 DK.). Ο ίδιος συνέχισε την παράδοση των μιλήσιων φυσιολόγων, ορίζοντας ως κοσμογονικό στοιχείο τη φωτιά· ήταν όμως και ο πρώτος που αναγνώρισε μια γενική κανονιστική αρχή, και την ονόμασε λόγο. Αυτός ο λόγος είναι που μέσα στην αδιάκοπη αλλαγή[79] ρυθμίζει τους συσχετισμούς των αντιθέτων δυνάμεων (φως και σκοτάδι, κρύο και ζέστη, υγρασία και ξηρασία κλπ.) δημιουργώντας μια παλίντονη (ή παλίντροπη), όπως τη χαρακτήρισε, «αρμονία, όπως της λύρας και του τόξου» (απόσπ. 51 DK.).
Ο Ηράκλειτος διατύπωσε τη φιλοσοφία του σε πεζό λόγο και σε ιωνική διάλεκτο. Το έργο του, με τον συμβατικό τίτλο Περὶ φύσεως, έχει χαθεί· σώθηκαν όμως αρκετά αποσπάσματα, χαρακτηριστικά όχι μόνο της σκέψης αλλά και του ύφους του. Ο λόγος του είναι κοφτός, υπαινικτικός, γεμάτος εικόνες και μεταφορές, ποιητικός σχεδόν, και οπωσδήποτε δυσνόητος. Το καταλαβαίνουμε οι μεταγενέστεροι να τον χαρακτηρίζουν σκοτεινό και να διηγούνται πως το βιβλίο του είναι «επίτηδες γραμμένο με ασάφεια, για να το παίρνουν στα χέρια τους μόνο οι ικανοί» (Διογένης Λαέρτιος 9.5).
ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ (περ. 515-450 π.Χ.)
Ο Παρμενίδης, πρωτοπόρος της οντολογίας, γεννήθηκε και έζησε στην Ελέα της Κάτω Ιταλίας. Η σκέψη του έχει δεχτεί επιδράσεις τόσο από τους πυθαγόρειους και τον Ξενοφάνη όσο και από τους ίωνες φυσιολόγους και τον Ηράκλειτο.
Μορφολογικά ο Παρμενίδης προτίμησε να ενταχτεί στην παράδοση του διδακτικού έπους και έγραψε σε δακτυλικό εξάμετρο, χωρίς γνήσια ποιητική πνοή και στιχουργική άνεση. Από το έργο του σώζονται μεγάλα κομμάτια, γύρω στους 150 στίχους, όπου διηγείται πώς τάχα έφτασε νέος με το άρμα του στις πύλες που χωρίζουν τη Νύχτα από την Ημέρα. Πρόθυμη εκεί μια θεά, πιθανότατα η Δίκη, του αποκάλυψε πως το ὄν, δηλαδή «ό,τι πραγματικά υπάρχει είναι ενιαίο, αγέννητο, άφθαρτο, ακίνητο, τέλειο, χωρίς αρχή και τέλος […] σαν μια σφαίρα» (απόσπ. 8 DK.) - κάτι που μόνο με τη νόηση μπορεί κανείς να το συλλάβει. Στη συνέχεια η θεά τού έκανε μια περιγραφή του φυσικού κόσμου, όπως οι θνητοί τον αντιλαμβάνονται εμπειρικά, με τις αισθήσεις.
Αν και οχυρωμένος πίσω από τη θεϊκή αυθεντία, που τάχα του φανέρωσε τις αλήθειες, ο Παρμενίδης είναι ο πρώτος που δεν αρκέστηκε να εκθέσει τις θεωρίες του, αλλά μερικές επιχείρησε και να τις αποδείξει.
Το έργο του ερμήνεψαν και συνέχισαν στη βραχύβια ελεατική σχολή πρώτα ο μαθητής του Ζήνων από την Ελέα (περ. 490-415 π.Χ.), που έλεγαν ότι ανακάλυψε τη διαλεκτική, λίγο αργότερα και ο Μέλισσος από τη Σάμο.
ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ (περ. 494-434 π.Χ.)
Το διδακτικό έπος προτίμησε ως εκφραστικό μέσο και ο Εμπεδοκλής από τον Ακράγαντα της Σικελίας, όπου έδρασε ως γιατρός, φιλόσοφος, μυσταγωγός και πολιτικός, υπερασπιστής της δημοκρατίας. Η κοσμολογία του βασίζεται σε τέσσερα σταθερά ριζώματα (το νερό, τη φωτιά, το χώμα και τον αέρα) που δύο θεοτικές δυνάμεις, η Φιλότης (φιλία) και το Νεῖκος (εχθρότητα) τα υποχρεώνουν πότε να ανακατεύονται (μῖξις) και πότε να ξεχωρίζουν (διάλλαξις).
Διαφορετικό, επηρεασμένο από τον πυθαγόρειο και ορφικό μυστικισμό, είναι το έργο του Καθαρμοί, όπου ο ίδιος λέει για τον εαυτό του ότι ως θεϊκός μυσταγωγός τριγύριζε τιμημένος με την ακολουθία του τις πόλεις γιατρεύοντας και δίνοντας χρησμούς (απόσπ. 112 DK.), διδάσκοντας για την αθανασία της ψυχής, για τη μετεμψύχωση και για το σώμα ως «ξένο, κρεάτινο χιτώνα» (απόσπ. 126 DK.). Αντίστοιχα και οι οπαδοί του θρυλούσαν αργότερα πως, όταν ήρθε η ώρα να πεθάνει, είτε τον εφώναξε φωνή από τον ουρανό και εξαφανίστηκε μέσα στο φως, είτε μόνος του πήδηξε και χάθηκε στον κρατήρα της Αίτνας.
Από τα πολλά και ποικίλα έργα που παραδίδεται ότι έγραψε μας σώζονται 350 στίχοι από το Περὶ φύσεως και 100 από τους Καθαρμούς, όπου εύκολα διαπιστώνουμε ότι, αντίθετα με τον Παρμενίδη, ο Εμπεδοκλής χειριζόταν με μεγάλη άνεση το μέτρο και την ποιητική γλώσσα του έπους. Ήταν, άλλωστε, γνωστός και ως ρήτορας δεινός τόσο ώστε να διαδοθεί ότι αυτός δίδαξε ρητορική στον Γοργία.
Ο Ηράκλειτος, ο Παρμενίδης και ο Εμπεδοκλής έμειναν όλοι και δίδαξαν στις πατρίδες τους, στη Μικρασία και στη Μεγάλη Ελλάδα, κοιτίδες της φιλοσοφίας από τα αρχαϊκά χρόνια. Όμως στο μεταξύ η Αθήνα αναπτύχτηκε και έγινε τόσο ονομαστή, ώστε πια οι φιλόσοφοι, και όχι μόνο οι φιλόσοφοι, να έρχονται να την επισκεφτούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αν όχι και για να εγκατασταθούν για πάντα.
ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ (περ. 500-428 π.Χ.)
Ὄψις ἀδήλων τὰ φαινόμενα.[80]
Απόσπ. 21a DK.
Γεννήθηκε και ανατράφηκε στις Κλαζομενές της Μικρασίας, αλλά αργότερα έζησε και δίδαξε για τριάντα χρόνια στην Αθήνα, όπου πρώτος μετάφερε το φιλελεύθερο πνεύμα και τα διδάγματα της ιωνικής φιλοσοφίας. Φίλοι και μαθητές του ήταν ο Περικλής, ο Ευριπίδης και ο Αρχέλαος, ο δάσκαλος του Σωκράτη. Από την Αθήνα έφυγε διωγμένος, όταν οι πολιτικοί αντίπαλοι του Περικλή, με πρόφαση ορισμένες του θεωρίες (π.χ. ότι ο ήλιος είναι μια πυρωμένη πέτρα μεγάλη σαν την Πελοπόννησο), τον κατηγόρησαν για αθεΐα. Ο φιλόσοφος κατάφυγε τότε στη Λάμψακο, στη μικρασιατική ακτή του Ελλήσποντου, όπου και δίδαξε τιμημένος ως τον θάνατό του.
Η φιλοσοφία του, διατυπωμένη σε ιωνική διάλεκτο και πεζό λόγο, αντλεί και συνθέτει στοιχεία από τις θεωρίες του Αναξίμανδρου, του Ζήνωνα, του Παρμενίδη και άλλων προγενέστερων στοχαστών. Καινούριο και σημαντικό είναι ότι ο Αναξαγόρας τοποθετεί την κινητήρια και ρυθμιστική δύναμη των πάντων έξω από την ύλη, στον νου, που είναι «άπειρος και αυτοδύναμος· δεν ανακατεύεται με καμιά ουσία, αλλά είναι μόνος με τον εαυτό του […]· γιατί ο νους είναι η πιο λεπτή από όλες τις ουσίες, και η πιο καθαρή, και έχει γνώση για όλα τα πράγματα και τη μεγαλύτερη δύναμη. Και όσα έχουν ψυχή, και όσα δεν έχουν, όλα τα κυβερνά ο νους» (απόσπ. 12 DK.). Δε χρειάζονταν άλλο οι Αθηναίοι για να του κολλήσουν το παρανόμι Αναξαγόρας ο Νους.
Νεότερος και λιγότερο γνωστός από τον Αναξαγόρα, είναι ο Διογένης από την Απολλωνία (της Φρυγίας;), που και αυτός για ένα διάστημα εγκαταστάθηκε και δίδαξε στην Αθήνα. Η φιλοσοφική του διδασκαλία είναι εκλεκτική, με αφετηρία την κοσμολογική θεωρία του Αναξιμένη. Σημαντικότερες είναι οι ιατρικές του διατριβές σε θέματα φυσιολογίας, ανατομίας, γενετικής, ψυχολογίας κλπ.
ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ (περ. 460-370 π.Χ.)
Ἐτεῆ δὲ οὐδὲν ἴδμεν ἐν βυθῷ γὰρ ἡ ἀλήθεια.[81]
Απόσπ. 117 DK.
Ο Δημόκριτος γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Άβδηρα, ιωνική αποικία στη Θράκη. Αργότερα ταξίδεψε πολύ, στην Αίγυπτο και αλλού, φυσικά και στην Αθήνα, όπου ο ίδιος έγραψε ότι «κανείς δε με γνώρισε» (απόσπ. 116 DK.). Ωστόσο η φήμη του ήταν αργότερα μεγάλη, καθώς πλήθος φιλόσοφοι σχολίασαν θετικά, υιοθέτησαν και ανάπτυξαν τη θεωρία του για τα άτομα, δηλαδή για τα ελάχιστα κομματάκια της ύλης που πια δε γίνεται να κοπούν σε άλλα μικρότερα. Αυτά τα ποικιλόμορφα άτομα, δίδασκε, στους διάφορους συνδυασμούς τους μέσα στο κενό, απαρτίζουν όλα τα σώματα - ακόμα και την ψυχή. Ο Δημόκριτος θεωρείται ως σήμερα πατέρας της ατομικής θεωρίας,[82] αλλά το πιθανότερο είναι οι πρώτες τουλάχιστον σκέψεις σε αυτή την κατεύθυνση να έγιναν από τον δάσκαλό του, τον Λεύκιππο από τη Μίλητο, που τελικά επισκιάστηκε από τον μαθητή του.
Φυσικός και μαθηματικός αρχικά, ο Δημόκριτος δεν παράλειψε να ασχοληθεί με πλήθος ακόμα επιστήμες και θέματα. Στον μακρύ κατάλογο των έργων του συναντούμε συγγράμματα γεωγραφικά, γεωργικά, ιατρικά, τεχνικά, και ακόμα έργα για τη ζωγραφική, για τη μουσική, για τη γραμματική, για τους συλλογιστικούς κανόνες, για την ηθική και για την ποίηση. Από αυτό τον θησαυρό δε σώζονται παρά αποσπάσματα, ανάμεσά τους μια σειρά γνώμες, διατυπωμένες επιγραμματικά σε ιωνική διάλεκτο, που μαρτυρούν ότι ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής του ο Δημόκριτος ασχολήθηκε εντατικά και με τα ηθικά, πολιτικά και άλλα προβλήματα των ανθρώπων. Σημαντικό έργο του στον τομέα αυτόν το Περὶ εὐθυμίης, όπου έγραφε ότι «όποιος είναι να ζήσει ευδιάθετος, πρέπει να μην ασχολείται με πολλά, ούτε ιδιωτικά ούτε δημόσια, και με όσα ασχολείται να προσέχει μην ξεπερνούν τη δύναμή του και τη φύση του» (απόσπ. Β 3 DK.). Ο ίδιος είδαμε να ασχολείται με πάρα πολλά, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να είναι πάντα τόσο ευδιάθετος, ώστε να του δώσουν το παρανόμι γελασῖνος (γελαστός).
Ολοφάνερα είναι τα αρχαϊκά χαρακτηριστικά των προσωκρατικών φυσικών φιλοσόφων του 5ου π.Χ. αιώνα: οι κοσμολογικές αναζητήσεις της αρχής των όντων, οι θεολογικές προεκτάσεις, ο μυστικισμός του Εμπεδοκλή, η ποιητική μορφή κ.ά. Παράλληλα όμως ο λόγος του Ηρακλείτου, η προσπάθεια του Παρμενίδη να αποδείξει συλλογιστικά τα λεγόμενά του, ο νους του Αναξαγόρα, η θεωρία του για τον ήλιο - όλα δείχνουν ότι ολοένα και περισσότερο η φιλοσοφία απομακρυνόταν από τον μυθικό τρόπο σκέψης και προσέγγιζε τον ορθολογισμό, ενώ παράλληλα τα ενδιαφέροντά της μετατοπίζονταν από τον φυσικό κόσμο στον άνθρωπο. Χαρακτηριστική περίπτωση ο Δημόκριτος, που με την πολύπλευρη σκέψη του γεφύρωσε την κοσμολογία με τις επιστήμες του ανθρώπου, την παραδοσιακή φυσική φιλοσοφία με τους καινούργιους δρόμους της σοφιστικής.
ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ (περίπου 485-415 π.Χ.)
Ο Πρωταγόρας, πρωτοπόρος του σοφιστικού κινήματος, πρώτος που αποδέχτηκε τον τίτλο του σοφιστή (σ. 88), και πρώτος που ζητούσε και έπαιρνε αμοιβή για τη διδασκαλία του, γεννήθηκε στα Άβδηρα, όπως και ο Δημόκριτος.
Πέρασε τη ζωή του πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη και διδάσκοντας τους νέους, αλλά όχι μόνο τους νέους. Απόχτησε μεγάλη φήμη και επισκέφτηκε πολλές φορές την Αθήνα, όπου ο Περικλής τού ανάθεσε να συντάξει τη νομοθεσία για τη νέα αποικία των Θουρίων (444/443 π.Χ.). Πληροφορίες ότι αργότερα οι Αθηναίοι τον κατηγόρησαν για ασέβεια, ότι τα συγγράμματά του συγκεντρώθηκαν και κάηκαν δημόσια, και ότι ο ίδιος πρόλαβε να φύγει αλλά ναυάγησε και πνίγηκε ταξιδεύοντας για τη Σικελία, δεν αποκλείεται να κρύβουν κάποιες αλήθειες. Ωστόσο, είναι το ίδιο πιθανό οι ιστορίες αυτές να επινοήθηκαν στον απόηχο της αντίδρασης που προκάλεσαν στους συντηρητικούς κύκλους οι ριζοσπαστικές θεωρίες του.
Το πιο γνωστό του απόφθεγμα, «ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων» (απόσπ. 1 DK.), αντικαθιστά κάθε δεδομένη αλήθεια ή αυθεντία με τον άνθρωπο, που μόνος κρίνει και αποφασίζει για όλα. Όσο για τους θεούς, ο Πρωταγόρας ήταν προσεκτικός: «Για τους θεούς», έγραψε, «δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτα: ούτε αν υπάρχουν, ούτε αν δεν υπάρχουν, ούτε ποια μορφή έχουν γιατί πολλά με εμποδίζουν να γνωρίζω: και η κρυφή τους υπόσταση και η συντομία της ανθρώπινης ζωής» (απόσπ. 4 DK.). Και όμως, στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο ο Πρωταγόρας παρουσιάζεται να διηγείται ένα μύθο όπου οι άνθρωποι έχουν πάρει δώρο από τον Δίααἰδῶ καὶ δίκην, «σεβασμό και δικαιοσύνη, για να υπάρξουν ταχτοποιημένες πολιτείες και δεσμοί που να οδηγούν στη φιλία» (Πρωταγόρας 322c).
Από τα πολλά, χαμένα σήμερα, έργα που παραδίδεται ότι έγραψε, ξεχωρίζουμε το Ἀντιλογίαι, όπου δεχόταν ότι για κάθε ζήτημα μπορούν να υπάρξουν και να υποστηριχτούν δύο αντικρουόμενες απόψεις. Έτσι η σοφιστική φιλοσοφία συνδέθηκε εξαρχής με τη ρητορική τέχνη (σ. 136).
Λίγο νεότερος από τον Πρωταγόρα πρέπει να ήταν ο Ιππίας από την Ήλιδα, που και αυτός έγινε διάσημος (και πλούσιος) ταξιδεύοντας και διδάσκοντας φιλοσοφία, μαθηματικά, αστρονομία, μουσική, ρητορική, μνημοτεχνική κ.ά. Δεινός ομιλητής, παρουσιάστηκε λαμπροντυμένος στην Ολυμπία,[83] καυχήθηκε ότι όλα όσα φορούσε από την κορυφή ως τα νύχια, ρούχα και κοσμήματα, τα είχε κατασκευάσει ο ίδιος, και δήλωσε έτοιμος να δώσει απάντηση σε οποιαδήποτε ερώτηση. Το ίδιο πληθωρική ήταν και η συγγραφική του παραγωγή, που περιλάμβανε «και έπη και τραγωδίες και διθυράμβους και πεζά έργα πολλά και ποικίλα» (Πλάτων, Ιππίας ελάσσων 368c-d) - όλα χαμένα. Ιδιαίτερα διαφωτιστικό για τη διδασκαλία του πρέπει να ήταν το έργο του Τρωικός, όπου παρουσιαζόταν ο Νέστορας να συμβουλεύει τον γιο του Αχιλλέα, τον Νεοπτόλεμο, πώς να πετύχει στη ζωή του και να δοξαστεί.
Ο Γοργίας από τους Λεοντίνους της Σικελίας, μαθητής του Εμπεδοκλή, διάσημος ρήτορας και σοφιστής, επισκέφτηκε το 427 π.Χ. την Αθήνα ως ἀρχιπρεσβευτής ζητώντας για την πατρίδα του βοήθεια εναντίον των Συρακουσών. Η αποστολή του πέτυχε, και ακόμα μεγαλύτερη ήταν η προσωπική του επιτυχία, καθώς οι Αθηναίοι θαύμασαν τόσο τη συλλογιστική του δεινότητα όσο και τη γοητεία του λόγου του.
Όπως όλοι οι σοφιστές, ο Γοργίας δεν πίστευε πως υπάρχει μία μόνο αλήθεια, αλλά πως ο κατάλληλα διαμορφωμένος λόγος μπορεί όχι μόνο πείσει αλλά «και να λυπήσει, και να τέρψει, και να φοβήσει και να δώσει θάρρος στους ακροατές του» (Ἑλένης ἐγκώμιον 14).[84] Στο μεγαλύτερο μέρος της η ρητορική του δεξιοτεχνία, η ιδιαίτερη σαγήνη του λόγου του που καθήλωνε τους ακροατές, βασιζόταν σε ισοζυγιασμένες φράσεις, αντιθέσεις, παρηχήσεις, ομοιοκαταληξίες και άλλα ακουστικά σχήματα που συνηθίζονται στην ποίηση περισσότερο παρά στον πεζό λόγο - και έχουν δίκιο όσοι προσέχουν ότι με αυτά τα θέλγητρα ο Γοργίας «ξεπέρασε πολλές φορές τα σύνορα ανάμεσα στην πεζογραφία και την ποίηση» (Α. Λέσκι).
Για πολλά χρόνια ο Γοργίας έμεινε στην Ελλάδα, εκφωνώντας επιδεικτικούς λόγους στην Ολυμπία, στους Δελφούς και αλλού, διδάσκοντας στην Αθήνα, στο Άργος, στη Θεσσαλία, στη Λάρισα και στις Φερές, όπου και πέθανε.
Σώθηκαν πληροφορίες και αποσπάσματα από τον Ὀλυμπικόν και τον Πυθικόν του λόγο,[85] από το Ἐγκώμιον εἰς Ἠλείους, από έναν Ἐπιτάφιον, και από το φιλοσοφικό έργο Περὶ τοῦ μὴ ὄντος, όπου αναιρούσε τις απόψεις ενός σύγχρονού του ελεατικού φιλόσοφου, του Μέλισσου, που είχε γράψει Περὶ τοῦ ὄντος. Ολόκληρες μας σώζονται μόνο δύο φανταστικές αγορεύσεις: η Ὑπὲρ Παλαμήδους ἀπολογία και το Ἑλένης ἐγκώμιον, όπου ο Γοργίας υπερασπίζεται την αθωότητα της ωραίας Ελένης. Αξιοθαύμαστα για την τεχνική τους, τα δύο έργα υποθέτουμε ότι αποτελούσαν υποδείγματα ενσωματωμένα στη Ρητορική τέχνη που ξέρουμε ότι έγραψε.
Οι ρητορικοί και συλλογιστικοί τρόποι του Γοργία είχαν επίδραση όχι μόνο στους μαθητές του, τον Ισοκράτη, τον Κριτία κ.ά., αλλά και σε σοφιστές σαν τον Πρόδικο, σε τραγικούς ποιητές σαν τον Ευριπίδη, και σε σωκρατικούς φιλοσόφους σαν τον Αντισθένη και τον Πλάτωνα - και τα γοργίεια σχήματα συνηθίζονται ως σήμερα στους επιδεικτικούς λόγους, και όχι μόνο.
Ο Πρόδικος από τη Τζια (περ. 470-398 π.Χ.) επισκεπτόταν συχνά την Αθήνα ως διπλωματικός εκπρόσωπος της πατρίδας του και παράλληλα δίδασκε. Τα συγγράμματά του έχουν χαθεί· έχουμε όμως πληροφορίες για τα γλωσσολογικά του ενδιαφέροντα, τη μελέτη των συνωνύμων και τη φροντίδα του για τη σωστή χρήση των λέξεων. Καλύτερα γνωστή μάς είναι η λεγόμενη αλληγορία του Προδίκου, που αρχικά περιλαμβανόταν στο έργο του Ὧραι (θεότητες των εποχών). Το έργο έχει χαθεί, αλλά για καλή μας τύχη ο Ξενοφών ξαναδιηγήθηκε, ακολουθώντας τον Πρόδικο, την ιστορία του Ηρακλή, που νέος χρειάστηκε τάχα να αποφασίσει αν θα ακολουθούσε στη ζωή του τον εύκολο δρόμο της Κακίας ή τον δύσκολο δρόμο της Αρετής - και φυσικά διάλεξε τον δεύτερο (Απομνημονεύματα 2.1).
ΚΡΙΤΙΑΣ (περ. 460-403 π.Χ.)
Ο Κριτίας, αθηναίος αριστοκράτης, μαθητής του Γοργία (για ένα διάστημα και του Σωκράτη) ανήκει στη δεύτερη γενιά των σοφιστών. Εξαιρετικά φιλόδοξος, και φανατικός ολιγαρχικός, πήρε ενεργό μέρος στις αντιδημοκρατικές κινήσεις, πολιτεύτηκε, εξορίστηκε και το 404 π.Χ., ως ένας από τους τριάντα τυράννους, κυβέρνησε - με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.[86] Τον επόμενο χρόνο σκοτώθηκε πολεμώντας τους Αθηναίους που με αρχηγό τον Θρασύβουλο αγωνίζονταν να αποκαταστήσουν τη δημοκρατία.
Το έργο του, χαμένο σήμερα, ήταν εντυπωσιακό, καθώς ο Κριτίας καλλιέργησε όλα σχεδόν τα είδη του λόγου (ποίηση, δράμα, πεζογραφία) και πραγματεύτηκε πλήθος θέματα, πολιτικά και άλλα. Στα αποσπάσματα που μας σώζονται ξεχωρίζουν μερικοί στίχοι από το σατυρικό δράμα Σίσυφος (απόσπ. 25 DK.), όπου ο σοφιστής, κρυμμένος πίσω από το θεατρικό προσωπείο, εκθέτει ξεκάθαρα την αθεϊστική θεωρία του:
Θαρρώ ένας άντρας μυαλωμένος και σοφός
σκέφτηκε τους θεούς να επινοήσει
να έχουν κάτι να φοβούνται οι πονηροί,
ακόμα κι αν κρυφά σκέφτονταν, λέγαν, κάναν κάτι.
Σοφιστής της δεύτερης γενιάς ήταν και ο Θρασύμαχος, από τη Χαλκηδόνα της Βιθυνίας (περ. 460-400 π.Χ.). Λίγες πληροφορίες έχουμε για τη διδακτική του δραστηριότητα στην Αθήνα και αλλού, και ελάχιστα αποσπάσματα από τα πολιτικά, φιλοσοφικά και ρητορικά έργα που παραδίδεται ότι έγραψε. Είναι, ωστόσο, σημαντικό ότι ο Πλάτωνας στην Πολιτεία (338c) τον παρουσιάζει να υποστηρίζει με σθένος την άποψη ότι «το δίκαιο δεν είναι άλλο από το συμφέρον του πιο δυνατού», άποψη που ο Σωκράτης καθόλου δε δυσκολεύτηκε να ανατρέψει.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ (469-399 π.Χ.)
Ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι.[87]
Πλάτων, Απολογία Σωκράτους 21d
Ο Σωκράτης, όπως πολλοί μεγάλοι δάσκαλοι, δεν άφησε τίποτα γραπτό. Ο τρόπος και το περιεχόμενο της διδασκαλίας του μας είναι γνωστά μόνο όπως καταγράφηκαν από οπαδούς του, κυρίως από τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα, όταν ο ίδιος είχε πια πεθάνει.[88]
Ξεκίνησε να γίνει καλλιτέχνης λιθοξόος, σαν τον πατέρα του, αλλά γρήγορα εγκατάλειψε κάθε επαγγελματική απασχόληση. Αν και φτωχός, προτίμησε να τριγυρίζει στην αγορά και στα γυμναστήρια, όπου γρήγορα έγινε γνωστός για τη συζητητική του δεινότητα και για τα παράδοξα θέματα που διάλεγε να πραγματευτεί: την ευσέβεια, τη γενναιότητα, τη δικαιοσύνη και άλλα παρόμοια. Η συζήτηση μαζί του δεν ήταν εύκολη, καθώς είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να ξεσκεπάζει τις πλάνες και τους παραλογισμούς των συνομιλητών του· ήταν όμως τόσο θελκτική και ενδιαφέρουσα, ώστε μερικοί νέοι να τον ακολουθούν, όχι ως μαθητές (γιατί ο Σωκράτης ποτέ δεν ίδρυσε σχολή, ούτε ζήτησε δίδακτρα) αλλά ως ακροατές, οπαδοί και εταίροι.
Όποτε στρατεύτηκε ο Σωκράτης πολέμησε με αξιοσημείωτο θάρρος, και η προσήλωσή του στη δημοκρατική νομιμότητα επαληθεύτηκε τρεις τουλάχιστο φορές: πρώτη φορά, όταν δικάζονταν οι στρατηγοί της ναυμαχίας στις Αργινούσες και μόνος αυτός επέμεινε να τηρηθεί η σωστή διαδικασία· δεύτερη, όταν οι τριάντα τύραννοι τον έστειλαν να συλλάβει έναν πολιτικό τους αντίπαλο και αρνήθηκε να υπακούσει· τρίτη φορά, όταν καταδικασμένος σε θάνατο προτίμησε να εκτελεστεί παρά να δραπετεύσει.
Η δίκη και η καταδίκη του εξηγούνται, ιστορικά, αν σκεφτούμε ότι μετά το 404 π.Χ. οι Αθηναίοι, στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν την ήττα τους, ήταν πρόθυμοι να αποδώσουν την ευθύνη σε κάποιον ή σε κάποιους, δίκαια ή άδικα. Η καταγγελία έγινε από φανατικούς της συντήρησης που πίστευαν ότι αιτία της αθηναϊκής κακοδαιμονίας ήταν η εγκατάλειψη σταθερών και δοκιμασμένων αξιών, όπως η ευσέβεια απέναντι στους θεούς και ο σεβασμός των νέων προς τους μεγαλύτερούς τους. «Ο Σωκράτης», υποστήριξαν, «δεν πιστεύει στους θεούς που πιστεύει η πόλη, αλλά εισάγει άλλα, καινούργια δαιμόνια, και ακόμα αδικεί, γιατί διαφθείρει τους νέους» (Ξενοφών, Απομνημονεύματα 1.1). Στην καταδικαστική τους απόφαση οι δικαστές επηρεάστηκαν από το γεγονός ότι ο Αλκιβιάδης και ο Κριτίας, πολιτικοί που πραγματικά είχαν βλάψει την Αθήνα, ήταν για ένα διάστημα οπαδοί του Σωκράτη, αλλά και από την προκλητικά υπερήφανη, ασυμβίβαστη στάση του φιλοσόφου στο δικαστήριο.
Ο Σωκράτης είχε πολλά κοινά και πολλές διαφορές με τους σοφιστές. Κοινά ήταν τα ενδιαφέροντα για τον άνθρωπο· όμως στόχος της σοφιστικής διδασκαλίας ήταν η κοινωνική και πολιτική επιτυχία, που οι σοφιστές υποστήριζαν ότι μπορούσαν να την εξασφαλίσουν, ενώ στόχος της σωκρατικής διδασκαλίας ήταν η αρετή, που ο Σωκράτης υποστήριζε ότι δε μπορούσε να την εξασφαλίσει. Κοινή ήταν η συζητητική μέθοδος, ο διάλογος· όμως ο διάλογος του Σωκράτη δεν ήταν ούτε επιδεικτικός, για να εντυπωσιάσει τους ακροατές, ούτε εριστικός, για να κατατροπώσει κάποιον αντίπαλο. Ο σωκρατικός διάλογος ήταν ελεγκτικός: σκοπό του είχε να απαλλάξει τον συνομιλητή από τις σφαλερές πεποιθήσεις του και να του δημιουργήσει απορία. Από κει και πέρα ο Σωκράτης υποστήριζε ότι κατείχε από τη μητέρα του, που ήτανε μαία, τη μαιευτική τέχνη, και μπορούσε με τις κατάλληλες ερωτήσεις να οδηγήσει τον καθένα προς την αλήθεια.
Ο ίδιος ο Σωκράτης ποτέ δεν ισχυρίστηκε πως ήταν κάτοχος της αλήθειας. Η φιλοσοφία του, στο μέτρο που μπορούμε να τη μαντέψουμε, περιοριζόταν σε μερικά παράδοξα, όπως το ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα και το οὐδεὶς ἑκὼν κακός, «κανείς δεν είναι θεληματικά κακός». Γενικά, ο Σωκράτης έδινε μεγάλο βάρος στην απορία και στην ορθολογική αναζήτηση της αληθινής αρετής, χωρίς ποτέ να ισχυριστεί ούτε ότι τη βρήκε ούτε ότι μπορεί να τη διδάξει.
79 Την αδιάκοπη αλλαγή των πάντων εννοούσε ο Ηράκλειτος όταν έγραψε πως «δε γίνεται να μπει κανείς δυο φορές στο ίδιο ποτάμι» (απόσπ. 91 DK.)· όμως η γνωστή ρήση (τὰ) πάντα ῥεῖ, «όλα κυλούν» (=«όλα μεταβάλλονται»), που του αποδίδεται από παλιά, δε φαίνεται να είναι δική του.
80 «Τα φαινόμενα είναι η όψη όσων δε φαίνονται.»
81 «Στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε τίποτα· γιατί είναι στο βάθος η αλήθεια.»
82 Δημόκριτος ονομάζεται το ελληνικό Κέντρο Ατομικών Ερευνών.
83 Την Ολυμπία, όπου τις μέρες των αγώνων συγκεντρωνόταν μεγάλο πλήθος από όλη την Ελλάδα, την επισκέπτονταν όχι μόνο καλλιτέχνες για να πάρουν μέρος στους μουσικούς αγώνες, αλλά και ρήτορες, φιλόσοφοι κλπ. που ήθελαν να επιδείξουν την τέχνη τους και να διαδώσουν τη φήμη και τις ιδέες τους. Έτσι, ο πεζός προφορικός λόγος πήρε ως ακρόαμα τη θέση του δίπλα στη μουσική και το έπος.
84 Την ίδια εποχή στην Αθήνα ένας εξαίρετος θεωρητικός της μουσικής, ο Δάμων, μελετούσε την επίδραση της μουσικής στα αισθήματα και τη συμπεριφορά των ανθρώπων.
85 Στα μεγάλα αυτά πανελλήνια κέντρα ο Γοργίας ένιωσε και διακήρυξε την ανάγκη οι Έλληνες να ενωθούν για να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό. Το ίδιο έκανε αργότερα και ο καλύτερος μαθητής του, ο Ισοκράτης (σ. 141).
86 Τῶν ἐν ὀλιγαρχίᾳ πάντων κλεπτίστατός τε καὶ βιαιότατος καὶ φονικώτατος ἐγένετο (Ξενοφών, Απομνημονεύματα 1.2).
87 «Όσα δεν ξέρω ούτε νομίζω ότι τα ξέρω.»
88 Λιγότερο διαφωτιστική είναι η μαρτυρία του Αριστοφάνη, καθώς στις κωμωδίες του ο Σωκράτης παρουσιάζεται να διδάσκει και να συμπεριφέρεται σαν σοφιστής, από κείνους που πάσχιζαν με τη ρητορική και συλλογιστική τους δεινότητα τον ἥττω λόγον κρείττω ποιεῖν, «να παρουσιάσουν τον πιο αδύναμο (άδικο) λόγο ως ισχυρότερο (δίκαιο)».