Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία
του Φάνη Κακριδή
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
3.2. Κοινωνία
Το 481 π.Χ. στο συνέδριο της Κορίνθου η Αθήνα, η Σπάρτη και πλήθος ακόμα πολιτείες είχαν συμπήξει την Ελληνική Συμμαχία για να πολεμήσουν τους Πέρσες. Η συμμαχία διαλύθηκε μετά τα Περσικά, ή καλύτερα επιμερίστηκε σε δύο, στην Πελοποννησιακή και στη Συμμαχία της Δήλου, έτσι που η Ελλάδα να χωριστεί σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα.
Ο διχασμός ήταν ουσιαστικός, καθώς οι δύο ηγετικές πόλεις αντιπροσώπευαν διαφορετικούς κόσμους: η Αθήνα τους προοδευτικούς Ίωνες και τη δημοκρατία, η Σπάρτη τους συντηρητικούς Δωριείς και την ολιγαρχία. Ωστόσο, ο χωρισμός δεν ήταν απόλυτος: στις δωρικές πολιτείες της Πελοποννησιακής Συμμαχίας υπήρχαν πάντα δημοκρατικοί πολίτες, όπως και στις ιωνικές πολιτείες της Συμμαχίας της Δήλου ποτέ δεν έλειψαν οι ολιγαρχικοί. Έτσι, ο πολιτικός διχασμός εισχωρούσε στα εσωτερικά κάθε πόλης, καθώς οι δύο μερίδες βρίσκονταν σε αδιάκοπη, κρυφή ή φανερή, σύγκρουση, που συχνά άγγιζε ή και ξεπερνούσε τα όρια της εμφύλιας σύρραξης.
Τα πολιτικά πάθη οξύνθηκαν και οι ισορροπίες διαταράχτηκαν, όταν ξέσπασε ο Πελοποννησιακός πόλεμος, και οι συνέπειες ήταν για τις ελληνικές κοινωνίες καταστροφικές. Γράφει σχετικά ο Θουκυδίδης (3.81-3):
Οι εμφύλιες συγκρούσεις έφεραν μεγάλες κι αμέτρητες συμφορές στις πολιτείες, συμφορές που γίνονται και θα γίνονται πάντα όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου, συμφορές που μπορεί να είναι βαρύτερες ή ελαφρότερες, κι έχουν διαφορετική μορφή ανάλογα με τις περιστάσεις. Σε καιρό ειρήνης, και όταν ευημερεί ο κόσμος και οι πολιτείες, οι άνθρωποι είναι ήρεμοι, γιατί δεν τους πιέζουν ανάγκες φοβερές. Αλλ᾽ όταν έρθει ο πόλεμος, που φέρνει στους ανθρώπους την καθημερινή στέρηση, γίνεται δάσκαλος της βίας κι ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους σύμφωνα με τις καταστάσεις που δημιουργεί. […]
Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και τη σημασία των λέξεων. Η παράλογη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία και αφοσίωση στο κόμμα, η προσωπική διστακτικότητα θεωρήθηκε δειλία που κρύβεται πίσω από εύλογες προφάσεις και η σωφροσύνη προσωπίδα της ανανδρείας. Η παραφορά θεωρήθηκε ανδρική αρετή, ενώ η τάση να εξετάζονται προσεκτικά όλες οι όψεις ενός ζητήματος θεωρήθηκε πρόφαση για υπεκφυγή. Όποιος ήταν έξαλλος γινόταν ακουστός, ενώ όποιος έφερνε αντιρρήσεις γινόταν ύποπτος. Όποιον επινοούσε κανένα τέχνασμα και πετύχαινε τον θεωρούσαν σπουδαίο· ενώ όποιος ήταν αρκετά προνοητικός ώστε να μη χρειαστούν τέτοια μέσα, θεωρούσαν ότι διαλύει το κόμμα και ότι είναι τρομοκρατημένος από την αντίπαλη παράταξη. Με μια λέξη, όποιος πρόφταινε να κάνει κακό πριν από άλλον ήταν άξιος επαίνου, καθώς κι εκείνος που παρακινούσε στο κακό όποιον δεν είχε σκεφτεί να το κάνει. […]
Καμιά από τις δύο παρατάξεις δεν είχε κανέναν ηθικό φραγμό, κι εκτιμούσε περισσότερο όσους κατόρθωναν να κρύβουν κάτω από ωραία λόγια φοβερές πράξεις. Όσοι πολίτες ήταν μετριοπαθείς θανατώνονταν από τη μια ή την άλλη παράταξη, είτε επειδή είχαν αρνηθεί να πάρουν μέρος στον αγώνα είτε επειδή η ιδέα και μόνο ότι θα μπορούσαν να επιζήσουν προκαλούσε εναντίον τους το φθόνο. Έτσι οι εμφύλιοι σπαραγμοί έγιναν αιτία ν᾽ απλωθεί σ᾽ όλο τον ελληνικό κόσμο κάθε μορφή κακίας, και το ήθος, που είναι το κύριο γνώρισμα της ευγενικής ψυχής, κατάντησε να είναι καταγέλαστο, κι εξαφανίστηκε.
(Μετάφρ. Ά. Βλάχου)
Οι ιστορικές εμπειρίες φυσικό είναι να επηρεάζουν και τη θρησκευτική ζωή. Οι ανέλπιστες νίκες στα Περσικά είχαν δημιουργήσει ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης απέναντι στους θεούς, που οι Έλληνες πίστευαν ότι τους είχαν παρασταθεί στις πολεμικές συγκρούσεις. Παράλληλα όμως, από τις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα είχε ξεκινήσει και ένα κίνημα διαφωτισμού, που σιγά σιγά μετακινούσε το κέντρο βάρος των αξιών από τους θεούς στους ανθρώπους.
Στον διαφωτισμό εντάσσονται όλα τα φιλοσοφικά ρεύματα που βασίζονται στον ορθό λόγο, διαδίδουν τη γνώση και καταπολεμούν τις ριζωμένες, αυθαίρετες και δογματικές αντιλήψεις καθώς και κάθε μορφή αυθεντίας, συχνά και της θεϊκής.
Ο αρχαίος ελληνικός διαφωτισμός ξεκίνησε τον 6ο π.Χ. αιώνα, στην Ιωνία, με τους φυσικούς φιλοσόφους (σ. 77). Αργότερα επικεντρώθηκε και αναπτύχτηκε στην Αθήνα, όπου το σοφιστικό κίνημα, όπως ονομάστηκε, κορυφώθηκε γύρω στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, όταν έδρασε η λεγόμενη πρώτη γενιά των σοφιστών - άντρες σοφοί που τριγύριζαν τις ελληνικές πόλεις διδάσκοντας με μεγάλη επιτυχία, και υψηλά δίδακτρα, τους νέους.
Ένας από αυτούς, ο Πρωταγόρας, όταν ρωτήθηκε τι ακριβώς διδάσκει, απάντησε πως «το μάθημα είναι η σωστή σκέψη για τα ιδιωτικά θέματα, πώς να κυβερνά κανείς καλύτερα το σπιτικό του, καθώς και για τα θέματα της πολιτείας, πώς να γίνει εξαιρετικά ικανός να χειρίζεται, με έργα και λόγια, τις πολιτικές υποθέσεις» (Πλάτων, Πρωταγόρας 318e-319a).
Θέτοντας τόσο υψηλούς στόχους, η σοφιστική διδασκαλία εύκολα μπορούσε να ξεστρατίσει· και πραγματικά, οι σοφιστές της δεύτερης γενιάς δεν άργησαν να κάνουν κατάχρηση του ορθολογισμού και της ευγλωττίας τους: όχι σπάνια οι συλλογισμοί τους οδηγούσαν σε αδιέξοδα σοφίσματα, και η διδασκαλία τους είχε επιδεικτικό περισσότερο παρά μορφωτικό χαρακτήρα. Δίκαια οι ακραίες θέσεις τους προκάλεσαν την αντίδραση του Σωκράτη και των σωκρατικών, ιδιαίτερα του Πλάτωνα, που περισσότερο σε αυτόν οφείλεται η τελική δυσφήμιση του σοφιστικού κινήματος. Έτσι, και η ίδια η λέξη σοφιστής, που αρχικά σήμαινε «μυαλωμένος, γνώστης, μάστορας» κ.τ.ό., γρήγορα έφτασε να χρησιμοποιείται όπως και σήμερα, με αρνητική σημασία, για όσους με τα λόγια τους παραπλανούν και εξαπατούν τους ακροατές τους.
Οι τελευταίες εξελίξεις δεν πρέπει να επισκιάσουν την καταλυτική, εξαρχής αμφίσημη, επίδραση των σοφιστών στην ελληνική κοινωνία. Το σοφιστικό κίνημα από τη μια κατάργησε φραγμούς, άνοιξε δρόμους, γονιμοποίησε την προοδευτική σκέψη και επηρέασε θετικά όλους τους τομείς των γραμμάτων και των τεχνών· από την άλλη υποβάθμισε παλιές αναγνωρισμένες αξίες, δημιούργησε ιδεολογικά κενά και ξύπνησε αμφιβολίες. Οι Έλληνες του 4ου π.Χ. αιώνα δεν ένιωθαν πια ακλόνητα κάτω από τα πόδια τους τα θεμέλια όπου επάνω τους στηρίζονταν τα εξαιρετικά επιτεύγματα της χρυσής εποχής.
Γενικά στους κλασικούς αιώνες, αλλά ιδιαίτερα μετά τα τραυματικά βιώματα του Πελοποννησιακού πολέμου, οι πολιτείες δεν έπαψαν βέβαια να χτίζουν ναούς και να γιορτάζουν με μεγαλοπρέπεια τις θρησκευτικές γιορτές, οι ιδιωτικές και δημόσιες θυσίες συνεχίζονταν, τα μαντεία και τα άλλα θρησκευτικά κέντρα εξακολουθούσαν να υποδέχονται αθρόους προσκυνητές και αναθήματα· όμως ολοένα και περισσότερο το βαθύ και γνήσιο θρησκευτικό συναίσθημα που διακρίναμε στην Αρχαϊκή εποχή παραχωρούσε τη θέση του σε μιαν επιφανειακή ευσέβεια, που μόνο φαινομενικά αντιδρούσε στην ηθική εκτροπή και την αθεΐα.[75]
Τις υπερήφανες γενιές των μαραθωνομάχων και των σαλαμινομάχων, που αυτοί και τα παιδιά τους πραγμάτωσαν και βίωσαν την εποχή της μεγάλης ακμής, διαδέχτηκαν, στο τελευταίο τέταρτο του 5ου π.Χ. αιώνα, οι φανατισμένες γενιές του Πελοποννησιακού πολέμου, και ακολούθησαν, μετά τον πόλεμο, οι τραυματισμένες, αμήχανες γενιές των επιγόνων. Αδυνατισμένες, οι πόλεις-κράτη στάθηκαν ανίκανες να αντισταθούν αποτελεσματικά πρώτα στις περσικές θελήσεις, ύστερα και στην προέλαση των Μακεδόνων, ώσπου το σύνθημα του πανελληνισμού να ξανοίξει καινούργια ελπιδοφόρα προοπτική. Δεν είναι καθόλου σύμπτωση ότι ο Φίλιππος θέλησε σε μια πανελλήνια σύνοδο, πάλι στην Κόρινθο, να ανανεώσει την Ελληνική Συμμαχία εναντίον των Περσών και να αναφτερώσει το έθνος.