ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ
απ. 5 West
ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάλλεται, ἣν παρὰ θάμνωι, |
Από τους Σάιους χαίρεται κάποιος με την ασπίδα, που άρμα αψεγάδιαστο σιμά σ᾽ ένα δεντρί άθελά μου την άφησα. Εγώ ξέφυγα τη μοίρα του θανάτου. Η ασπίδα ας πάει στ᾽ ανάθεμα. Πάλι θε ν᾽ αποχτήσω όχι χειρότερή της. |
Με την ασπίδα κάποιος απ᾽ τους Σαΐους χαίρεται, που δίπλα στο δέντρο, άρμ᾽ αψεγάδιαστο, χωρίς να το θελήσω την άφησα· μα εγώ του Χάρου ξέφυγα! Η ασπίδα εκείνη ας πάει! Όχι χειρότερη μιαν άλλη θ᾽ αποχτήσω. |
Σαν ποιος Θρακιώτης το σκουτάρι μου να χαίρεται, που αφήκα αθέλητά μου —κι ήταν όμορφο πολύ— σε κάποιο θάμνο; Μα γλίτωσα! Πολύ που νοιάζουμαι για το σκουτάρι εκείνο! Ας πάει κατά γκρεμνού! Καλύτερο θα βρω και θ᾽ αγοράσω! |
Την αψεγάδιαστη ασπίδα μου, που άθελα πλάι σ᾽ ένα θάμνο πέταξα, κάποιος οχτρός Σάιος τη χαίρεται· ναι. Έσωσα εγώ τη ζωή μου; Για ασπίδα λοιπόν δε με μέλει. Άσ᾽ τη κι ας πάει στο καλό· θά ᾽βρω καλύτερη εγώ. |
Κάποιος από τους Σαΐους περηφανεύεται για την αψεγάδιαστη ασπίδα μου που παρά τη θέλησή μου άφησα κοντά σ᾽ ένα θάμνο. Αλλά γλίτωσα τη ζωή μου. Τι μ᾽ ενδιαφέρει η ασπίδα εκείνη; Ας πάει στα κομμάτια· θα αποκτήσω πάλι μιαν άλλη το ίδιο καλή. |