ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ Ο ΚΕΙΟΣ
απ.543 Page
ὅτε λάρνακι |
Στο σκαλιστό κιβούρι εντός, μες στην πνοή τ᾽ ανέμου και των κυμάτων μες στην άγρια ταραχή, με μάγουλα η Δανάη υγρά και φόβο στην ψυχή το βρέφος έσφιγγε και του ᾽πε: Γιε μου, τι πόνον έχω! μόν᾽ εσύ γλυκά γλυκά ανασαίνεις· βυζασταρούδι που ᾽σαι, κάμνεις μου νανά μες στ᾽ άχαρο χρυσόκαρφο κιβούρι της καημένης, στην άλαμπη την νύκτα, μες στα σκοτεινά. Για των ανέμων την ριπήν εσένα δεν σε νοιάζει, που απάνω απ᾽ τα μαλλάκια σου όλο και σφυρά, κι ουδέ το προσωπάκι σου η άλμη το πειράζει, γλυκογερμένο σε στρωσίδια πορφυρά. Αλήθεια, αν απ᾽ την θύελλα, μικρό μου, είχες δειλιάσει, και στα δικά μου λόγια θα ᾽βαζες αυτί. Κοιμού λοιπόν, μωρό μου! μα… κι η θάλασσα ας υπνάσει κι η άμετρή μας συφορά ας αναπαυτεί. Κάποια από σέναν αλλαγή, φως, Ύψιστε, ας προβάλει, παρηγοριά από σε, Κρονίδη μου, ας φανεί, κι αν τύχει κι είπα θαρρετό κανένα λόγο πάλι ή κι άδικο, συχώρα με την ορφανή! |
Όταν μες στην καλοφτιασμένη κασέλα, ο αγέρας που φυσούσε κι η θάλασσα, που αναταράχτη, εδώ κι εκεί τηνε κυλούσε, με τρόμο τα στεγνά τα μάγουλά της εξέσκισε και τον Περσέα έσφιξε στη γλυκιά αγκαλιά της. Κι είπε: «Ω παιδί μου! Πώς πονώ! Μα εσύ κοιμάσαι, καθώς μωρό βαθιά κοιμάσαι μες σε μαύρη κι άχαρη κάμαρη και χαλκοκαρφωμένη, αφού ξαπλώθηκες μες σε σκοτάδι πίσσα. Και το βαθύβουο το τραγούδι του κυμάτου, που επάνωθε από τα μαλλάκια σου περνάει, δεν το ψηφάς μηδέ και του ανέμου το βόγγο, κειτάμενο μες σ᾽ άλικο πανωφοράκι, γλυκό μου προσωπάκι. Μ᾽ αλήθεια, αν σου ήταν τρομερό αυτό που τρόμος είναι, θα στύλωνες στα λόγια μου το τρυφερό σου αυτάκι. Παρακαλώ σε, αγόρι μου, κοιμήσου· κι ας κοιμάται κι η θάλασσα και το τρανό κακό μας ας κοιμάται. Κι άμποτε η τύχη από τα εσέ, πατέρα Δία, ν᾽ αλλάξει. Και που με λόγια απόκοτα για χάρη του παιδιού μου παρακαλώ, συμπάθησέ με». |
…Κι ως ο άνεμος δυνάμωνε κι η θάλασσα φουρτούνιαζε, τα γόνατά της λύθηκαν στο πλουμιστό σκαφίδι μέσα από το φόβο. Με υγρά απ᾽ τα δάκρυα μάγουλα το χέρι της έβαλε γύρω από τον Περσέα και του ᾽πε: Γιε μου, βαρύ καημό που νιώθω! Όμως εσύ κοιμάσαι! Πα στ᾽ άχαρα σανίδια αυτά η μικρούλα σου καρδιά γαλήνια υπνώνει. Ξαπλωμένο μου λάμπεις στο βαθύ σκοτάδι μέσα και στη νυχτιά τη χαλκοκαρφοπλούμιστη. Περνά του ανέμου ο βόγγος κι η άρμη του κυμάτου απ᾽ τα μαλλιά σου απάνω, όμως εσύ, ως πλαγιάζει σε πορφυρά στρωσίδια το γλυκό σου πρόσωπο, έγνοια καμιά δεν έχεις! Αν φοβόσουν τα φοβερά τρογύρα που μας ζώνουν, και στα δικά μου λόγια θα ᾽στηνες αυτί. Κοιμού, μωρό μου εσύ, μα ας κοιμηθεί κι η θάλασσα, ας κοιμηθεί και το κακό το αβάσταγο, και στο καλό ας το στρέψει η χάρη σου, πατέρα Δία! Κι αν μου ξεφεύγει τώρα ξέθαρρος λόγος κι άδικος, συμπάθα με! |
Αυτή μέσα στην πλουμισμένη κασέλα, κι ο άνεμος έξω να λυσσομανά, και η ταραγμένη θάλασσα και ο φόβος να τη ρίχνουν κάτω· γέμισαν δάκρυα τα μάγουλα της Δανάης· αγκάλιασε με το ένα χέρι τον Περσέα και του μίλησε: «γιε μου, τί συμφορά με βρήκε· κι εσύ γλυκοκοιμάσαι· αθώα αναπνέεις γερμένος πάνω στο πικρό αυτό ξύλο, το στεριωμένο με χαλκό που λάμπει στη νύχτα, στο βαθυγάλαζο σκοτάδι. Η βαθιά αλισάχνη του κύματος που περνά πάνω από το μαλλάκι σου δεν σ᾽ ενοχλεί, ή του ανέμου το βογγητό, τυλιγμένος όπως είσαι στον πορφυρό μανδύα σου, όμορφό μου πρόσωπο. Αν μπορούσες να κάνεις δικό σου τον έξω τρόμο, θα ᾽στρεφες το αυτάκι σου με προσοχή στα λόγια μου. Κοιμήσου, μωρό μου, σε παρακαλώ, και μακάρι να κοιμηθεί και το πέλαγος, να κοιμηθεί και το αμέτρητο κακό. Κι εσύ, Δία πατέρα, φανέρωσε μιαν αλλαγή στη βούλησή σου. Κι ας μου συχωρεθεί, αν είναι τολμηρή ή άδικη, η προσευχή μου αυτή». |