ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ
απ. 196a West
πάμπαν ἀνασχόμενος· ἶσον δὲ τολ̣μ̣[ησον ποθεῖν· |
Ολότελα συγκρατημένος· όμοια ν᾽ αντέχεις να ποθείς· αν βιάζεσαι ωστόσο κι η όρεξή σου σε κεντά είναι στο σπιτικό μας κάποια, όπου πολύ σε θέλει τώρα όμορφη τρυφερή παρθένα· κρίνω αλήθεια πως είναι η θωριά της αψεγάδιαστη: πιάστηνε φιλενάδα σου, λοιπόν». 5 Τόσα μου έλεγε κι εγώ αποκρινόμουν· «Κορίτσι της Αμφιμεδούς, λαμπρής γυναίκας και σοφής που τώρα η μουχλιασμένη γη σκεπάζει, γλύκες πολλές δίνει η θεά στους νέους άνδρες πάρεξ το θείο πράγμα· κάποια θα αρκέσει απ᾽ όλες· 10 όσο γι᾽ αυτά, με ησυχία, όταν το γένι μου μαυρίσει, εγώ κι εσύ με του θεού τη χάρη θα σκεφτούμε. Ως με προστάζεις, θα υπακούσω· μ᾽ έθελξε ο λόγος σου πολύ. Μα κάτω απ᾽ τις καμάρες σου και στις δασιές σου πύλες, μη μου τσιγκουνευτείς σε τίποτε, καλή μου, τι εγώ θα κρατηθώ 15 στους χλοερούς τους κήπους. Αυτό να ξέρεις τώρα· τη Νεοβούλη άλλος ας έχει άνδρας· αλίμονο, γινώθηκε πολύ, τ᾽ άνθος της παρθενιάς μαράθηκε κι εχάθη· πάει κι η χάρη η προτινή· δεν είχε δα και χορτασμό ποτέ της, γυναίκα λυσσασμένη που ξεμέτρησε της φύσης της τα κάλλη. 20 Στον κόρακα! Αλάργα! Ποτέ μη δώσει ο θεός τέτοιας λογής σαν πάρω εγώ γυναίκα περίγελως της γειτονιάς να γίνω· πιότερο εσένα επιθυμώ να πάρω. Δεν είσαι συ γυναίκα δίχως πίστη, ούτε δίβουλη, εκείνη έχει γλώσσα κοφτερότερη, λόγια πολλά τροχίζει. 25 Μες στην πολλή τη βιάση μου φοβούμαι Στραβά και πριν την ώρα μου [μη] γεννήσω, σαν τη σκύλα». Τόσα της έλεγα και την παρθένα επήρα και μέσα στ᾽ ανθισμένα λούλουδα την πλάγιασα. Με χλαίνη μαλακή την τύλιξα, βαθιά στην αγκαλιά μου ο λαιμός της, 30 τι απ᾽ το φόβο έτρεμε ωσάν κυνηγημένο ελαφάκι. Στα χέρια μου τα στήθη της εκράτησα απαλά κι η νέα σάρκα ανέλαμψε, η προβολή της ήβης κι ολόκληρο το ωραίο κορμί πολύ σφιχτά κρατώντας έχυσα το λευκό μου μένος, πάνω στο χάδι του ξανθού τριχώματος. 35 |