Επιμ. Σωτήρης Τσέλικας
‹Ἔρως,› ὄς μ’ ἐσιδὼν γένειον ὑποπόλιον χρυσοφαέννων πτερύγων ἀήταις παραπέταται.
Ο Έρωτας, που έχει δει τα γένια μου ν᾽ ασπρίζουν, με προσπερνά, με τα λαμπρόχρυσα φτερά του ν᾽ ανεμίζουν.
Αυτή η ενότητα δεν είναι διαθέσιμη.