ΑΝΑΚΡΕΩΝ
απ. 347 Page
καὶ κ[όμη]ς, ἥ τοι κατ᾽ ἁβρὸν
νῦν δ̣ὲ̣ δ̣ὴ σὺ μὲν στολοκρός,
τλήμον[ο]ς̣ τομῆι σιδήρου
οἰκτρὰ δὴ φρονεῖν ἀκού[ω
ὡ]ς ἂν εὖ πάθοιμι, μῆτερ,
[].[]. .[]. .[ |
Κι από την κόμη που σκίαζε τον τρυφερόν αυχένα. Μα τώρα είσαι κουρεμένος για καλά, και το μαλλί σου έχει πέσει σε χέρια σκληρά — ανταμώνοντας την κόψη του άπονου σίδερου κυλίστηκε στη μαύρη σκόνη. Λιώνω απ᾽ τον καημό μου. Γιατί, τι να περιμένει κανείς απόναν άνθρωπο που έχει αποτύχει ακόμη και στη Θράκη; Ακούω ότι η γυναίκα, που εύκολα αναγνωρίζεται, βασανίζεται με τις σκέψεις της, και συχνά, κατηγορώντας τη μοίρα της, λέει: πόσο καλύτερο θα ᾽ταν, μάνα, αν μ᾽ έπαιρνες και μ᾽ έριχνες στην ανήλεη θάλασσα που αφρίζει με τα πορφυρά, ταραγμένα κύματά της. |