ΣΑΠΦΩ
απ. 105a+c Lobel-Page
απ. 105a Lobel-Pageοἶον τὸ γλυκύμαλον ἐρεύθεται ἄκρωι ἐπ᾽ ὔσδωι,ἄκρον ἐπ᾽ ἀκροτάτωι, λελάθοντο δὲ μαλοδρόπηες, οὐ μὰν ἐκλελάθοντ᾽, ἀλλ᾽ οὐκ ἐδύναντ᾽ ἐπίκεσθαι. απ. 105c Lobel-Pageοἴαν τὰν ὐάκινθον ἐν ὤρεσι ποίμενες ἄνδρεςπόσσι καταστείβοισι, χάμαι δέ τε πόρφυρον ἄνθος ... |
απ. 105a Έτσι και το γλυκόμηλο μονάχο κοκκινίζει στου κλωναριού την άκρη, στερνό στο πιο ψηλό κλαδί· κι οι μηλοτρυγητάδες το ᾽χουνε ξεχασμένο· μα δεν το ξέχασαν, αλλά να φτάσουν δε μπορούσαν· απ. 105c Έτσι μες στα βουνά οι βοσκοί πατούνε το ζουμπούλι (κι είναι πεσμένο) καταγής το κόκκινο λουλούδι. |
απ. 105a Ίδια γλυκόμηλο· αυτό κοκκινίζει στο ξώκλαδο απάνω το πιο ψηλό, και το ξέχασαν όσοι τρυγάνε τα μήλα· κι όχι πως ξέχασαν· στο ύψος να φτάσουν αυτό δεν μπορούσαν. |
απ. 105a Καθώς το μήλο το γλυκό, που στου κλαδιού την άκρη κοκκινίζει, ψηλά ψηλά στο ακρόκλωνο· το δίχως άλλο το λησμόνησαν την ώρα που ᾽κοβαν τα μήλα… Αχ όχι, δεν το απολησμόνησαν, μόνο που δεν μπορούσαν να το φτάσουν! |
απ. 105a Καθώς το γλυκόμηλο κοκκινίζει στην άκρη του κλαδιού, στην άκρη του πιο ακρινού κλαδιού· οι μαζώχτρες το ξέχασαν — όχι, δεν το ξέχασαν ακριβώς, δεν μπορούσαν να το φτάσουν. απ. 105c Έτσι όπως οι βοσκοί, στα βουνά, πατούν με τα ποδάρια τους το ζουμπούλι, και, στο χώμα πάνω, το πορφυρό λουλούδι… |