ΣΑΠΦΩ
απ. 96.1-23 Lobel-Page
]σαρδ.[]
ὠς π.[. . .].ώομεν, .[. . .]. .χ[. .]-
νῦν δὲ Λύδαισιν ἐμπρέπεται γυναί-
πάντα περρέχοισ᾽ ἄστρα· φάος δ᾽ ἐπί-
ἀ δ᾽ ἐέρσα κάλα κέχυται, τεθά-
κῆθι δ᾽ ἔλθην ἀμμ.[. .]. .ισα τό̣δ᾽ οὐ
ε]ὔ̣μαρ[ες μ]ὲ̣ν οὐκ̣ ἄμμι θέαισι μόρ- |
Πέρ᾽ απ᾽ τις Σάρδεις συχνά σ᾽ εμάς εδώ γυρίζει ο νους της· σαν ήτανε κοντά μας η Αριγνώτη, εσένα σε είχε σα θεά, κι άλλο τραγούδι κανένα δεν της άρεσε σαν το δικό σου. Και τώρα στις Λυδές ανάμεσα γυναίκες ξεχωρίζει, έτσι όπως, όταν βασιλέψει ο ήλιος, η ροδοδάχτυλη σελήνη νικά όλα τ᾽ άστρα. — Στο πέλαο τ᾽ αρμυρό σκορπάει το φως της, όσο και στους πολύανθους κάμπους· δροσούλα πέφτει ωραία και θάλλουν ρόδα, χλόη τρυφερή κι ολάνθιστο τριφύλλι. — Εκείνη φέρνοντας δω κι εκεί τα βήματά της την απαλή θυμάται Ατθίδα, ο πόθος το νου της δέρνει, η πίκρα την καρδιά της. Μας κράζει δυνατά να πάμε να τη βρούμε· κι η νύχτα με τα χίλια αυτιά πάνω απ᾽ το κύμα μας φέρνει μυστικά το κάλεσμά της. |
στ.1-18 . . . Συχνά απ᾽ τις Σάρδεις σ᾽ εμάς εδώ το λογισμό της στρέφει, πώς ζούσαμε μαζί· τι εφάνταζες μπροστά της ίδια θεά, κι η πιο τρανή χαρά της το δικό σου τραγούδι ητανε πάντα. Τώρα μες στις Λυδές γυναίκες ξεχωρίζει, καθώς σαν πέσει ο γήλιος, η σελήνη ροδοδάχτυλη λάμπει, τ᾽ άστρα τ᾽ άλλα σκοτεινιάζοντας· κι όμοια γύρω αφήνει το φως της ν᾽ απλωθεί πα στ᾽ αρμυρά πελάγη και στις πολύανθες χώρες. Κι έχει πάρει γλυκιά δροσιά να χύνεται· τα ρόδα μοσκοβολούν και τ᾽ απαλό χορτάρι και το τριφύλλι ολούθε το ανθισμένο. Κι εκείνη πέρα δώθε τριγυρίζει την Ατθίδα θυμάμενη· η καρδιά της η τρυφερή από πόθο πλημμυρίζει κι απ᾽ τον καημό βαραίνει μες στα στήθη· κι εμάς τις δυο κοντά της να βρεθούμε φωνάζει δυνατά· (μα) τη φωνή της (μακριά την παίρνει ο αγέρας και τη σβήνει). |
… Από τις Σάρδεις συχνά… στέλνει τις σκέψεις της προς τα δω. Όσο ήταν ακόμη κοντά μας η Αριγνώτα, σε υμνούσε σαν θεά και άκουγε με μεγάλη ευχαρίστηση τα τραγούδια σου. Τώρα όμως λάμπει ανάμεσα στις Λυδές όπως λάμπει η ροδοδάχτυλη σελήνη μετά τη δύση του ήλιου επισκιάζοντας όλα τ᾽ αστέρια και σκορπά το φως της στην αλμυρή θάλασσα και στους λουλουδιασμένους κάμπους. Άφθονη δροσιά έχει απλωθεί· τα ρόδα ανθούν και το τρυφερό χορτάρι και το βαθυπράσινο τριφύλλι που ευωδιάζει μέλι. Και συχνά περπατώντας θυμάται τον πόθο της για την ωραία Ατθίδα, και την τρυφερή καρδιά της τη σπαράζει ο πόνος. «Έλα κοντά μου» φωνάζει δυνατά, αλλά η φωνή δε φτάνει ώς εμάς· η σκοτεινή νύχτα δε φέρνει τον ήχο πάνω από τα κύματα. |
(Αυτή σε νόμιζε) χωρίς άλλο για θεά, και στο τραγούδι σου έβρισκε τη μεγαλύτερη χαρά. Τώρα ωστόσο ξεχωρίζει ανάμεσα στις γυναίκες της Λυδίας, όπως, μετά τη δύση του ήλιου, το ροδοδάχτυλο φεγγάρι ξεπερνάει όλα τ᾽ αστέρια. Σκορπίζει το φως του πάνω στην αρμυρή θάλασσα και πάνω στ᾽ ανθισμένα λιβάδια. Η όμορφη δροσιά είναι απλωμένη, τα ρόδα λουλουδίζουν, και τα μάραθα, και ο ολάνθιστος μελίλωτος. Γυρνά πέρα δώθε, θυμάται την αβρή Ατθίδα με λαχτάρα στην τρυφερή καρδούλα της, και το νου της τον κατατρώγει ο πόθος. [...] Δεν είναι εύκολο για μας να συναγωνιζόμαστε θεές στην ομορφιά και χάρη, αλλά εσύ (;)… |