ΣΑΠΦΩ
απ. 31 Lobel-Page
φαίνεταί μοι κῆνος ἴσος θέοισιν
καὶ γελαίσας ἰμέροεν, τό μ᾽ ἦ μὰν
ἀλλ᾽ ἄκαν μὲν γλῶσσα †ἔαγε†, λέπτον
†έκαδε μ᾽ ἴδρως ψῦχρος κακχέεται†, τρόμος δὲ
ἀλλὰ πὰν τόλματον ἐπεὶ †καὶ πένητα† |
Μου φαίνεται ίσος με θεούς πως είναι ο άντρας αυτός, που κάθεται αντικρύ σου, κι όταν μαγευτικά μιλείς κοντά του σε γλυκακούει· κι όταν χαριτωμένα του γελάσεις, μέσα στα στήθια μου η καρδιά σπαράζει. Γιατί ως σε ιδώ μου πιάνεται η φωνή μου τότες αμέσως, μα κι είναι ως να μου κόπηκε κι η γλώσσα· κι αμέσως μέσ᾽ απ᾽ το κορμί μου κάποια φωτιά περνάει, τα μάτια μου δε βλέπουν, τ᾽ αυτιά βουίζουν, ίδρωτας κρύος με λούζει κι όλη τρέμω, και γίνομαι πιο πράσινη απ᾽ το χόρτο, και φαίνομαι, πως λίγο θέλω ακόμη για να πεθάνω….. |
Όμοια θεού μού φαίνεται η θωριά του του αντρός αυτού που κάθεται αντικρύ σου κι αγρικάει με λαχτάρα τη φωνή σου σα μιλήσεις κοντά του
και γλυκά σαν γελάσεις· μα η καρδιά μου στα στήθη μου από τούτο σπαρταράει· μόλις στρέψω και ιδώ σε ξεψυχάει κι αποσβήν᾽ η λαλιά μου,
σαν τη γλώσσα μου κάτι να τσακίζει, σιγανή φλόγα τρέχει το κορμί μου, θαμπωμένοι δεν βλέπουν οι οφθαλμοί μου, κι η ακοή μου βουίζει,
ιδρώτ' από τα μέλη μου αναδίνω, κι όλη τρέμω, πιο πράσινη στο χρώμα κι από χόρτο, και λέω πως λίγο ακόμα και νεκρή θ᾽ απομείνω. |
Σαν τους θεούς στα μάτια μου φαντάζει ο άντρας αυτός που κάθεται αντικρύ σου, και τη γλυκιά φωνή σου ακούει, το γέλιο που ανάβει πόθους· όμως την ώρα αυτή σε μένα αλήθεια ταράζεται η καρδιά βαθιά στα στήθη· τι κάθε που σε δω, φωνή απ᾽ το στόμα πια δε μου βγαίνει! Μου σπάνει η γλώσσα, φλόγα το κορμί μου το διαπερνάει κρυφή την ίδιαν ώρα· τίποτε πια τα μάτια δε θωρούνε, τ᾽ αυτιά βουίζουν · σταλάζει ο ιδρώτας, το κορμί μου ακέριο ζώνει η τρεμούλα, κι απ᾽ το χόρτο δείχνω πιο πράσινη· λίγο θαρρώ μου λείπει να ξεψυχήσω! Όμως, καρδιά μου, υπομονέψου . . . |
Αυτός ο άντρας μού φαίνεται ίσος με τους θεούς, που κάθεται απέναντί σου και ακούει δίπλα σου τα γλυκά σου λόγια και το γέλιο το γεμάτο πόθο. Αλήθεια, η καρδιά μου στα στήθη πιάνεται από φόβο. Όταν σ᾽ αντικρίζω, έστω και για λίγο, η φωνή μου κόβεται, η γλώσσα μου κομπιάζει, και μια σιγανή φωτιά καίει κάτω από το δέρμα μου· τα μάτια μου δε βλέπουν τίποτε και τ᾽ αυτιά μου βουίζουν· ιδρώτας κυλά στο κορμί μου κι ένα τρέμουλο με συνεπαίρνει ολόκληρη. Γίνομαι πιο χλωμή κι απ᾽ το χορτάρι και νομίζω ότι βρίσκομαι κοντά στο θάνατο. Αλλά όλα μπορεί να τα αντέξει κανείς… |
Ίσος με τους θεούς μού φαίνεται ο άντρας εκείνος που κάθεται αντίκρυ και σιμά σου, ακούγοντάς σε να γλυκομιλείς και να γελάς τόσο όμορφα· αυτό, στ᾽ αλήθεια, κάνει την καρδιά μου να σκιρτά πανικόβλητη στα στήθη μου. Γιατί, αρκεί να σε κοιτάξω για μια έστω στιγμή, και λέξη δεν ανεβαίνει στα χείλη μου, η γλώσσα μου σπασμένη βυθίζεται στη σιωπή, παρευθύς μια λεπτή φλόγα αρχινά να τρέχει κάτω από το δέρμα μου, τα μάτια μου παύουν να βλέπουν το παραμικρό και τ᾽ αυτιά μου αρχίζουν να βουίζουν. Ιδρώτας με πλημμυρίζει και τρέμουλο με συνεπαίρνει ολόκληρη, γίνομαι πιο χλωμή κι από τη χλόη, και, στο σκοτισμένο λογικό μου, μου φαίνεται πως πάω να ξεψυχήσω. Κι όμως πρέπει να αποτολμά κανείς τα πάντα, γιατί και ... |