Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαϊκής Λυρικής Ποίησης

Επιμ. Σωτήρης Τσέλικας

ΑΛΚΑΙΟΣ

απ. 357 Lobel-Page

[]
1 []
μαρμαίρει δὲ μέγας δόμος
2 χάλκωι, παῖσα δ᾽ †ἄρηι κεκόσμηται στέγα
λάμπραισιν κυνίαισι, κὰτ
3 τᾶν λεῦκοι κατέπερθεν ἴππιοι λόφοι
νεύοισιν, κεφάλαισιν ἄν-
4 δρων ἀγάλματα· χάλκιαι δὲ πασσάλοις
κρύπτοισιν περικείμεναι
5 λάμπραι κνάμιδες, ἄρκος ἰσχύρω βέλεος,
θόρρακές τε νέω λίνω
6 κόϊλαί τε κὰτ ἄσπιδες βεβλήμεναι·
πὰρ δὲ Χαλκίδικαι σπάθαι,
7 πὰρ δὲ ζώματα πόλλα καὶ κυπάσσιδες.
τῶν οὐκ ἔστι λάθεσθ᾽ ἐπεὶ
8 δὴ πρώτιστ᾽ ὐπὰ τὦργον ἔσταμεν τόδε.

Λαμποκοπά απ᾽ το χάλκωμα το μέγα δώμα κι είναι

για χάρη του Άρη όλη η σκεπή ομορφοστολισμένη

με περικεφαλαίες λαμπρές· κι από ψηλά προσγέρνουν

κάτου αλογόφουντες λευκές, στολίδια για κεφάλια

πολεμιστάδων· και, στητά τριγύρω σε παλούκια

κρυμμένα, στέκουν χάλκινα και λαμπερά τουζλούκια

οπού ειναι για τα δυνατά βελτόνια φυλαχτάρι,

και σιδεροπουκάμισα πλεχτά με νιο λινάρι

και κάτου τα βαθουλωτά ριγμένα είναι σκουτάρια.

Και δίπλα χαλκιδέικα σπαθιά κι αναζωστάρια

πολλά σιμά τους και πιο εκεί πουκάμισα πολέμου.

Αυτά δεν είναι δυνατό να τ᾽ απολησμονήσω,

γιατί νομίζω, πως αυτά την πρώτην έχουν θέση.

 

Πέρα ώς πέρ᾽ απ᾽ το χάλκωμ᾽ αστράφτει

το μεγάλο το δώμα· για τ᾽ Άρη

το χατήρι στολίστηκ᾽ η στέγη

με κράνη λαμπρά, που καμάρι

 

στην κορφή τους προσγέρνουν και πέφτουν

αλογόφουντες κάτασπρες που ᾽ναι

για στολίδι ένα κι ένα στ᾽ αντρίκια

τα κεφάλια που στέκει να μπούνε.

 

Σε παλούκια κρυμμένα, τουζλούκια

λαμπρά, χάλκινα, στέκουν βαλμένα

γύρω-γύρω στον τοίχο, προφύλαγμα

για σαγίτες κι ακόντια ριγμένα·

 

κι είναι θώρακες γύρω που το ᾽χουν

το λινάρι τους νιο για το στήθος·

βαθουλές κοίτ᾽ ασπίδες ριγμένες,

Χαλκιδιώτικες σπάθες, και πλήθος

 

αναζώσματα εδώ και πολέμου

κοντοχίτωνα στοίβες. Μα τώρα

απ᾽ το νου πώς να βγουν, η μεγάλη

μια τ᾽ αγώνα και ζύγωσεν ώρα;

 

Λαμποκοπάει το μέγα αρχονταρίκι

στο μπρούντζο, κι ώς απάνω το πλουμίζουν κράνη

του πολέμου που αστράφτουν, και ψηλά τους γέρνουν

οι φούντες οι αλογίσιες, να στολίσουν

των αντρών τα κεφάλια, δόξα και χαρά τους!

Κι οι μπρούτζινες κνημίδες κρεμασμένες γύρα

σε ξυλοκάρφια λάμπουν, τις ριξιές να διώχνουν·

κι από λινό οι καινούριοι θώρακες, κι οι ασπίδες σωριασμένες

οι γουβωτές, και τα σπαθιά τα χαλκιδιώτικα·

και τα ζώματα πλήθος, κι οι χιτώνες —

πώς γίνεται να τα ξεχάσουμε

μπροστά στο μέγα που ζωστήκαμε έργο!

 

Το μέγα δώμα αστράφτει από τον χαλκό· από τον πόλεμο η στέγη είναι κατάκοσμη ολόκληρη: λαμπρές οι περικεφαλαίες και λευκά αναδεύουν τα λοφία τους τ᾽ αλογίσια, καμωμένα για να στολίζουν αντρικά κεφάλια· χάλκινες και λαμπρές και οι περικνημίδες, ένα γύρο να κρύβουν τους πασσάλους, προστασία από τα ισχυρά δόρατα· κι οι θώρακες από λινό καινούργιο, κι οι βαθουλές ασπίδες ριγμένες καταγής. Εδώ και σπάθες από τη Χαλκίδα, εδώ και ζώνες πολλές και χιτώνες. Να τα ξεχάσουμε όλα αυτά δεν γίνεται, τώρα που έχουμε μπει για τα καλά πια στον αγώνα.