ΑΛΚΑΙΟΣ
απ. 338 Lobel-Page
ὔει μὲν ὀ Ζεῦς, ἐκ δ᾽ ὀράνω μέγας
κάββαλλε τὸν χείμων᾽, ἐπὶ μὲν τίθεις |
Χιονίζει ο Δίας και βαρύς χειμώνας μας ήρθε κι έχουν τα νερά παγώσει. _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ Νίκα τον το χειμώνα, ανάβοντας στο τζάκι φωτιά και χύνοντας γλυκό κρασί στις κούπες αλύπητα, κι ύστερα κάτω από το κεφάλι το μαλακό τοποθετώντας προσκεφάλι. |
Και βρέχει ο Δίας κι απ᾽ τον ουρανό βαρύς χειμώνας έπεσε· παγώσαν τα ρέματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Νίκα τον χειμώνα βάζοντας φωτιά κι αλύπητα γλυκό κρασί κερνώντας στις κούπες κι από κάτ᾽ απ᾽ το κεφάλι σου σιάζοντας μαλακά το μαξιλάρι. |
Ο Δίας ρίχνει βροχή, βαρύς χειμώνας από τον ουρανό, τα ρέματα έχουν παγώσει (και τα δέντρα μες στο λόγγο το βάρος δεν μπορούν πια να σηκώσουν).
Πολέμα τ᾽ αγριοκαίρι· ξύλα ρίχνε στη φωτιά· βάζε μπόλικο κρασάκι γλυκόπιοτο· και γέρνε το κεφάλι στο μαλακό σου απάνω μαξιλάρι. |
Βρέχει ο θεός. Μεγάλη καταιγίδα χιμά από τον ουρανό, και τα τρεχούμενα νερά έχουν παγώσει… Δάμασε τη θύελλα, δυνάμωσε τη φωτιά, ανάμιξε το γλυκό κρασί χωρίς τσιγκουνιά, βάζοντας ένα μαλακό μαξιλάρι γύρω στους κροτάφους σου. |