ΑΛΚΑΙΟΣ
απ. 326 Lobel-Page
ἀσυννέτημμι τὼν ἀνέμων στάσιν·
χείμωνι μόχθεντες μεγάλωι μάλα·
χόλαισι δ᾽ ἄγκυρραι, τὰ δ’ ὀήϊα
ἐν βιμβλίδεσσι· τοῦτό με καὶ σ̣[άοι |
στ. 1-9 Δε νιώθω κατά πού φυσάν οι αγέρηδες· γιατί το κύμα μια αποδώ και μια αποκεί κυλάει· κι εμείς δερνόμαστε στη μέση του με το καράβι μας το μαύρο απ᾽ την τρανή θαλασσοταραχή πολύ υποφέρνοντας. Τη σκάτσα τηνε σκέπασεν η θάλασσα κι είναι κομματιασμένο πια κάθε πανί και σαν κουρέλι κρέμεται· και τα σκοινιά είναι χαλαρωμένα… |
στ. 1-9 Δεν ξέρω κατά πούθ᾽ οι αγέρηδες φυσούν· τη μια απ᾽ εδώ, την μια από κει το κύμα κυλάει· κι εμείς στη μέση παραδέρνοντας στο μαύρο το καράβι μας επάνω,
πολύ μοχτάμε με τη βαρυχειμωνιά. Και το κατάστρωμα έχει πλημμυρίσει· απάνου ώς κάτου το πανί ξεσχίστηκε και σε μεγάλα κρέμεται κουρέλια·
χαλαρωθήκαν τα σκοινιά, |
στ.1-9 Τί ανέμων ταραχή ειν᾽ αυτή δεν νιώθω· κυλάει το κύμα δώθε, κείθε, ολούθε, κι εμάς, στη μέση, με το μαύρο πλοίο μακριά μάς σέρνει·
τ᾽ αγρικαίρι βαριά μάς πολεμάει, μες στης σεντίνας τα νερά ειν᾽ η βάση του καταρτιού, και το πανί, σκισμένο, κουρέλι ειν᾽ όλο·
τα σκοινιά έχουν λασκάρει . . . |
Αδυνατώ να κατανοήσω την διαπάλη των ανέμων· γιατί το ένα κύμα κυλά από τη μια, και τ᾽ άλλο από την άλλη, κι εμείς στη μέση πάμε όπου μας πάει το πλοίο το μαύρο, μοχθώντας μες στη μεγάλη θύελλα· ώς πάνω από το κατάρτι το νερό, διάτρητο και το πανί, και μεγάλες τρύπες πέρα για πέρα· χαλαρώνουν οι άγκυρες· το πηδάλιο [...] τα πόδια μου και τα δύο μένουν (μπερδεμένα) στα σκοινιά· τούτο μόνο με σώζει· το ... φορτίο ... πάνω ... |