ΑΛΚΑΙΟΣ
απ. 88a Lobel-Page
πῶνε [καὶ μέθυ’, ὦ] Μελάνιππ᾽ ἄμ᾽ ἔμοι· τί [φαῖς
ζάβαι[ς ἀ]ελίω κόθαρον φάος [ἄψερον
καὶ γὰρ Σίσυφος Αἰολίδαις βασίλευς [ἔφα
ἀλλὰ καὶ πολύιδρις ἔων ὐπὰ κᾶρι [δὶς
α]ὔτω‹ι› μόχθον ἔχην Κρονίδαις βα̣[σίλευς κάτω
θᾶς] τ’ ἀβάσομεν, αἴ ποτα κἄλλοτα, [νῦν πρέπει
. . . . . . ἄνε]μος βορίαις ἐπι.[ |
Πίνε ώσπου να μεθύσεις, Μελάνιππε, μαζί μου. Τι σε κάνει να νομίζεις ότι, σαν διαβείς τον ταραγμένο Αχέροντα, θα ξαναδείς ποτέ το καθάριο φως του ήλιου; Έλα, μη στοχάζεσαι μεγάλα πράγματα. Γιατί κι ο Σίσυφος, ο γιος του Αίολου, ο πιο σοφός μες στους ανθρώπους, ισχυρίστηκε ότι είχε γλυτώσει το θάνατο — κι όμως, μ᾽ όλη την πονηριά του, δυο φορές διάβηκε τον ταραγμένο Αχέροντα, όπως το ᾽γραφε η μοίρα του. Κι ο βασιλιάς, ο γιος του Κρόνου, του ᾽δωσε ένα βαρύ έργο κάτω απ᾽ τη μαύρη γης. Μα, έλα τώρα, άφησε τις μεγάλες ελπίδες. Όσο είσαι νέος ακόμη, τώρα παρά ποτέ, ταιριάζει να βαστάς όσες τυράννιες μάς δίνουν οι θεοί … ο άνεμος ο βοριάς… |