Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαϊκής Λυρικής Ποίησης

Επιμ. Σωτήρης Τσέλικας

ΙΠΠΩΝΑΞ

απ. 115 West

. [
η[
π.[]ν[. . .]. . . .[
κύμ[ατι] πλα[ζόμ]ενος̣·
κἀν Σαλμυδ[ησσ]ῶ̣ι̣ γυμνὸν εὐφρονε̣. [
Θρήϊκες ἀκρό[κ]ομοι
λάβοιεν —ἔνθα πόλλ᾽ ἀναπλήσαι κακὰ
δούλιον ἄρτον ἔδων—
ῥίγει πεπηγότ᾽ αὐτόν· ἐκ δὲ τοῦ χνόου
φυκία πόλλ᾽ ἐπέ̣χοι,
κροτέοι δ᾽ ὀδόντας, ὡς [κ]ύ̣ων ἐπὶ στόμα
κείμενος ἀκρασίηι
ἄκρον παρὰ ῥηγμῖνα κυμα. . . .δ̣ο̣υ̣·
ταῦτ᾽ ἐθέλοιμ᾽ ἂ̣ν ἰδεῖ̣ν,
ὅς μ᾽ ἠδίκησε, λ̣[ὰ]ξ δ᾽ ἐπ᾽ ὁρκίοις ἔβη,
τὸ πρὶν ἑταῖρος [ἐ]ών. ⊗

Έλα και να τον πιάσουν οι ακρόκομοι

Θράκες σα ψόφιο κορμί,

και των παθών του νά βρει εκεί τον τάραχο,

σκλάβου να τρώγει ψωμί·

και παγωμένος μέσ᾽ από τα κύματα,

φύκια να δράξει πολλά

και σαν τον σκύλο τρέμοντας, τα δόντια του

πίστομα να κουρταλά,

ριμμένος έξω απάνω στ᾽ ακροθάλασσα!

Άμποτε τούτα να δω!

γιατί μ᾽ αδίκησε, τους όρκους πάτησεν

ο θεομπαίχτης εδώ.

 

…παιχνίδι των κυμάτων,

και στη Σαλμυδησσό γυμνό να τον τσακώσουν

οι φουντομάλληδες Θρακιώτες

όλο χαρά, και το ψωμί του σκλάβου τρώγοντας

να σύρει μύρια πάθη·

να ᾽χει παγώσει από το κρύο, κι απάνω του

φύκια κι αλάτια κολλημένα·

να κείτεται όπου σπάει το κύμα, απά στην άμμο,

τα πίστομα, ξεψυχισμένος,

και να χτυπούν τα δόντια του, σα σκύλος! — Θε μου,

τα μάτια μου έτσι να τον έβλεπαν!

γιατί με αδίκησε και κλωτσοπάτησε τους όρκους,

κι ας ήταν πρώτα φίλος μου

 

βγαλμένος από τα κύματα στην ακρογιαλιά.

Στη Σαλμυδησσό οι Θράκες, που δένουν τα μαλλιά τους ψηλά,

μακάρι να υποδεχτούν τον γυμνό άντρα πολύ φιλικά.

Εκεί ας υπομείνει πολλά βάσανα

και ας γευτεί το ψωμί της δουλείας.

Μακάρι να παγώσει από το κρύο και να κολλήσουν πάνω του

πολλά φύκια από τα αφρισμένα κύματα

και να χτυπά τα δόντια του ξαπλωμένος σαν το σκυλί ταπίστομα

και μαστιγωμένος από τα κύματα της ακρογιαλιάς.

Θα επιθυμούσα να τα δω όλα αυτά,

γιατί με πρόδωσε και πάτησε τον όρκο,

ενώ πρώτα ήταν φίλος.