Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

Rex Warner

Ορφέας κι Ευρυδίκη

Μετάφραση: Εμμ. Γ. Στεργιόπουλος


Ο Ορφέας, γιος μιας από τις Μούσες, ο φημισμένος ποιητής και μουσικός, παντρεύτηκε μια γυναίκα που λεγόταν Ευρυδίκη. Ο γάμος δεν του έφερε ευτυχία, γιατί η νύφη, ενώ περπατούσε στην παχιά χλόη με δυο φίλες της, πάτησ’ ένα φαρμακερό φίδι, που τη δάγκωσε στον αστράγαλο. Έπεσε στο χώμα, και καμιά τέχνη γιατρού δεν μπόρεσε να σώσει τη ζωή της.

Οι φίλες της οι Δρυάδες τη θρήνησαν και γέμισαν τα βουνά με το κλάμα τους. Κι αυτός ο Ορφέας, μονάχος στην ακρογιαλιά από την αυγή ώς τη δύση, θρηνούσε τη γυναίκα του με τη λυπητερή μουσική της λύρας του. Ακόμη, τόλμησε να κατέβει στον Κάτω Κόσμο, όπου οι άυλες ψυχές πηγαινοέρχονται αθόρυβα στο απαίσιο βασίλειο της Περσεφόνης.

Στον ήχο της μουσικής της λύρας του, οι σκιές μαζεύτηκαν γύρω του σαν τα σμήνη των πουλιών που το πέσιμο της νύχτας ή μια ξαφνική χειμωνιάτικη βροχή τα φέρνει από τα βουνά να κουρνιάσουν στο φύλλωμα των δέντρων. Ήταν μητέρες και πατέρες, οι ψυχές των μεγάλων ηρώων, παιδιά κι ανύπαντρα κορίτσια, νέοι που πέθαναν ενωρίς και κάφτηκαν μπροστά στα μάτια των γονιών τους. Όλοι αυτοί ήταν κλεισμένοι από τις σκοτεινές και λασπερές όχτες των αργοκίνητων ποταμιών τού Άδη με τις απαίσιες καλαμιές, από το ποτάμι Κωκυτός και το ποτάμι Στύγα που διπλώνει τις σκιές με τους εννιά κύκλους του.

Όχι μονάχα αυτές οι ψυχές, αλλά και η φυλακή κι οι θάλαμοι των βασάνων των νεκρών ανακουφίζονταν από τη μουσική του Ορφέα. Κι οι Ερινύες με τα φίδια περασμένα στα μαλλιά τους κάθονταν ακίνητες, και για πρώτη και μοναδική φορά τα μάγουλά τους είχαν βραχεί από δάκρυα. Ο Τάνταλος ξέχασε να βάζει τα χείλια του στο νερό, που πάντα τού γλιστρούσε. Ο γύπας στάθηκ’ επάνω από το κορμί του Τιτυού και δεν του έτρωγε πια το σκώτι. Η ρόδα όπου ο Ιξίωνας βασανιζόταν έμεινε ακίνητη κι ο Σίσυφος κάθισε στον βράχο που είχε καταδικαστεί αιώνια να τον σπρώχνει επάνω.

Ο Ορφέας στάθηκε μπροστά στην Περσεφόνη και τον άντρα της, τον τρομερό βασιλιά Πλούτωνα. Παίζοντας ακόμη μουσική με τη λύρα του, τους μίλησ’ έτσι:

«Δυνάμεις του Κάτω Κόσμου, σ’ εσάς που όλοι εμείς οι θνητοί θα έρθουμε στο τέλος, αφήστε με να σας μιλήσω ειλικρινά και να σας πω την αλήθεια. Δεν ήρθα εδώ σα ληστής ή να σας ενοχλήσω στο βασίλειό σας. Ήρθα για τη γυναίκα μου. Ένα φίδι τη δάγκωσε και πήρε τη ζωή της μακριά, καθώς γινόταν πιο γυναίκα. Προσπάθησα να υποφέρω τον χαμό της, μα δεν μπόρεσα. Η αγάπη είναι τόσο δυνατή για μένα. Στον Επάνω Κόσμο η αγάπη είναι μια πολύ γνωστή θεά. Αν είναι κι εδώ γνωστή, δεν ξέρω, μα νομίζω πως πρέπει, κι αν η παλιά ιστορία είν’ αληθινή, κι εσείς ενωθήκατε από αγάπη. Σας ικετεύω, λοιπόν, στη φοβερή σιωπή του απέραντου βασιλείου σας, δώστε μου πίσω την Ευρυδίκη, δώστε της πίσω τη ζωή που της πήρατε τόσο γλήγορα. Στο τέλος όλοι θα έρθουμ’ εδώ. Αυτό είναι το τελευταίο σπίτι μας, κι εσείς βασιλεύετε τον πιο πολύ καιρό στους ανθρώπους. Η Ευρυδίκη κι εγώ, αργά ή γρήγορα, θα ξανάρθουμε σ’ εσάς. Σας ζητώ σα δώρο να μ’ αφήσετε να τη χαρώ για λίγο. Αν οι Μοίρες δεν το επιτρέψουν, τότε έχω αποφασίσει να μη γυρίσω, και μπορείτε να χαρείτε στον θάνατο και των δυο μας».

Η Περσεφόνη κι ο Πλούτωνας συγκινήθηκαν από τα λόγια του και τη μουσική του. Δεν μπόρεσαν ν’ αρνηθούν στην παράκλησή του και φώναξαν την Ευρυδίκη. Ήταν ανάμεσα στις νεοφερμένες ψυχές κι ήρθε κουτσαίνοντας από το τραύμα στο πόδι. Ο Ορφέας πήρε τότε πίσω τη γυναίκα του, αλλά μονάχα με τον όρο πως θα πήγαινε μπροστά της και δεν θα γύριζε τα μάτια πίσω μέχρι ν’ ανέβουν το στενό μονοπάτι από τον Κάτω Κόσμο και να φτάσουν στον Επάνω. Έτσι, μέσα σε πυκνή και σκοτεινή ομίχλη στην τρομερή σιωπή τού Άδη, πήραν το στενό μονοπάτι, κι ήταν σιμά στα σύνορα του Επάνω Κόσμου όταν πέρασε από το μυαλό του Ορφέα, από την αγάπη και τον φόβο του για την Ευρυδίκη, μια ξαφνική τρέλα, κάτι που μπορούσε, θα σκεφτόταν κανένας, να του συγχωρεθεί, αν οι δυνάμεις του Κάτω Κόσμου ήξεραν να συγχωρούν. Όλοι οι κόποι του είχαν πια χαθεί. Είχε παραβεί τον όρο που του έβαλε ο σκληρός Πλούτωνας, και τρεις φορές ακούστηκε η βροντή του κεραυνού από τις λίμνες και τα ποτάμια τού Άδη.

Η Ευρυδίκη τού φώναξε:

—Ω! Ορφέα! Τι τρέλα είναι αυτή που μας παρέσυρε και τους δυο; Ω! κοίταξε, οι σκληρές μοίρες με φωνάζουν πάλι κι ο ύπνος πέφτει στα όμορφα μάτια μου. Χαίρε, ω! Ορφέα! Απλώνω ακόμη τ’ αδύνατα χέρια μου σε σένα, αλλά δική σου δεν είμαι πια. Σέρνομαι μακριά σου και γύρω μου είναι η απεραντοσύνη της νύχτας.

Καθώς μιλούσε, έσβησε ξαφνικά από τη ματιά του και χάθηκε σαν τον καπνό στον λεπτό αέρα. Αμέσως άπλωσε τα χέρια του να την αγκαλιάσει, αλλ’ αυτά δεν άγγιξαν τίποτε. Της μίλησε, αλλά δεν ήταν εκεί να τον ακούσει, ούτε οι φύλακες του Κάτω Κόσμου τον άφησαν να περάσει πάλι το ποτάμι που τον χώριζε από τους πεθαμένους. Σ’ αυτό η Ευρυδίκη, κρύα πια σα νεκρή, έπλεε πίσω πάλι στα δώματα των σκιών.


*

Εφτά μήνες, λένε, ο Ορφέας τραγουδούσε με τη λύρα του στα βράχια, θρηνώντας τη γυναίκα του, δυο φορές χαμένη γι’ αυτόν. Αλλ’ όσο βράχια κι αν ήταν, γλήγορα γίνονταν ίσκιος, γιατί τα δέντρα έτρεχαν ν’ ακούσουν τη μουσική του — βελανιδιές και μελιές, έλατα, ιτιές, όλα τα δέντρα του δάσους, αμπέλια, κισσοί κι αναρριχητικά φυτά. Όλα τα ζώα και τα πουλιά, λύκοι και πρόβατα, αετοί και φοβισμένα περιστέρια.

Έτσι, ο Ορφέας συνέχισε να τραγουδάει πονεμένος για τον χαμό της γυναίκας του, σαν τ’ αηδόνι στο παχύ φύλλωμα της ιτιάς για τον χαμό των μικρών του, που κάποιος άξεστος αγρότης τα είδε και τα πήρε από τη φωλιά τους πριν μπορέσουν να πετάξουν. Έτσι τραγουδούσε ο Ορφέας, μαλακώνοντας τις άγριες καρδιές των τίγρεων και κάνοντας τα δέντρα να τον ακολουθούν. Όλον αυτόν τον καιρό δεν σκεφτόταν τις γυναίκες, αν και πολλές τον αγάπησαν και θέλησαν να τον παντρευτούν. Στο τέλος, λένε, μερικές, αγριεμένες από τον ολονύχτιο χορό στα βουνά κι εξοργισμένες από την καταφρόνια του, έπεσαν επάνω του και τον ξέσχισαν και τα κομμάτια του κορμιού του τα σκόρπισαν στους αγρούς της Θράκης. Το κεφάλι του, κομμένο από τον λαιμό, που ήταν άσπρος σαν μάρμαρο, ο Έβρος το έφερε στη θάλασσα, κι αυτή στη Λέσβο. Και καθώς το κεφάλι κυλιόταν στο ρεύμα του ποταμού, η φωνή κι η κρύα γλώσσα έλεγε ακόμη:

—Ευρυδίκη, φτωχή μου Ευρυδίκη!

Και τ’ όνομα αυτό αντιλαλούσε από τις όχθες. Τα κομμάτια του κορμιού του μαζεύτηκαν για ταφή, και στη θρακική πόλη όπου βρίσκεται το μνημείο του τ’ αηδόνια ακόμη τραγουδούν με πιότερη ομορφιά από οπουδήποτε αλλού. Η ψυχή πήγε κάτω από τη γη και στο τελευταίο ταξίδι της αναγνώρισε ό,τι άλλοτε είχ’ επισκεφθεί. Ψάχνοντας στα Ηλύσια Πεδία, που είναι οι ευλογημένες ψυχές, βρήκε την Ευρυδίκη και την πήρε στην αγκαλιά του. Τώρα περιδιαβάζουν μαζί· κάποτε περπατούν πλάι πλάι, κάποτε την ακολουθεί, κάποτε προχωρεί και μπορεί τώρα να κοιτάζει πίσω του χωρίς φόβο να τη χάσει πάλι.


Ρεξ Γουώρνερ. 1960. "Ορφέας κι Ευρυδίκη". Μετ. Εμμ. Γ. Στεργιόπουλος. Νέα Εστία 797 (15 Σεπτεμβρίου 1960): 1233-1234.