Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Γιάννης Ρίτσος

Τειρεσίας

1964–1971

Στη Χρύσα ΠΡΟΚΟΠΑΚΗ και στον Νικηφόρο ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
ΟΙ ΕΦΤΑ
Όμορφα που βραδιάζει. Καλοσυνάτος ίσκιος,
ανάμεσα σε μας και στα συμβάντα και στα πράματα —
γλυκά γεράματα της μέρας, σιωπηλή μακρυνότητα·
άχνα τριανταφυλλένια από πανάρχαιο αίμα
βάφει τα σπίτια και τους δρόμους.
Νά και το καλό φεγγάρι
μεγάλο και ήσυχο που βγαίνει απ’ τ’ άλλο μέρος
ασημοβάφοντας τους πίσω τοίχους των σπιτιών.
Και μεις το ίδιο
απ’ το ’να πλάι κόκκινοι κι απ’ τ’ άλλο ασημένιοι,
μισοί μισοί, κι όχι κομμένοι στα δυο, μα σμιγμένοι
να νιώθουμε τη διαφορά στο κάθετο σημείο της ένωσης
να νιώθουμε την ένωση —και μήτε διαφορά μήτε ένωση—
χρόνος αργός, ανύπαρχτος, μαλακός χρόνος, τελειωμένος.

ΠΡΩΤΟΣ
Πάει, μακραίνει ο ήλιος· η στρογγυλή του γυάλα
γέμισε κόκκινο, βαθύ κρασί, παραβάρυνε,
κατάκατσε πίσω απ’ το δάσος —

ΠΕΜΠΤΟΣ
Αίμα είναι, όχι κρασί, — δικό μας αίμα
από γέννες και φόνους, φυλαγμένο για μας, φωτισμένο, —
παλιό κρασί, γλυκό κρασί για τα γεράματά μας.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Εμείς δεν ήπιαμε άλλο απ’ το δικό μας αίμα·
γλυκό κρασί, πικρό κρασί, μεθύσαμε,
ξεμέθυστοι πάντοτε σπουδάζοντας τη μέθη μας —

ΕΒΔΟΜΟΣ
Χιλιάδες σκαλοπάτια η μέθη — τα μετρήσαμε ένα ένα.

ΕΚΤΟΣ
Δεν είχε κάγκελα η σκάλα να πιαστούμε· ανεβαίναμε
πιασμένοι μονάχα απ’ το μέτρημα, —πάνου και κάτου—
ξεχνάγαμε τον αριθμό, σταματάγαμε, ξαναρχίζαμε.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Δε φτάναν τα νούμερα, — το μέτρημα αμέτρητο.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Η μέθη μας ήταν το μέτρημα.
ΟΓΔΟΟΣ
Η μέθη μας ήταν το αμέτρητο. Ανεβαίναμε, κατεβαίναμε,
σκαλί σκαλί, μαύρο, άσπρο, μαύρο, άσπρο —
το μαύρο της τυφλότητας, το άσπρο της τυφλότητας· —
χρόνια και χρόνια περπατήσαμε μέσα μας
χτυπώντας το μακρύ ραβδί μας παντού στα πλευρά μας,
ώσπου να φτάσουμε δω πέρα που φτάσαμε.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Πού φτάσαμε αλήθεια; Πού βρισκόμαστε;
Γεροντικός καιρός. Ησυχία. Ούτε μαύρο ούτε άσπρο.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Ότι που ακούγεται ο απόηχος απ’ τα ταμπούρλα.
ΤΡΙΤΟΣ
Ταμπούρλα μακρινά, — ποιός γιορτάζει; ποιός πέθανε;
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Ποιός νίκησε τάχα; ποιός νικήθηκε;
ΕΒΔΟΜΟΣ
Μακρινά, μακρινά, — μήτε νίκη μήτε ήττα. Ησυχία.
ΟΓΔΟΟΣ
Καλοδεχούμενη ησυχία, μονάχη της φερμένη, χιλιοζητημένη.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Πού ναν τη βρεις την ησυχία; Μόνο θάνατος είναι.
Δεν ξέρω αν είναι πέσιμο για νίκη — θάνατος είναι.

ΠΡΩΤΟΣ
Είδα τ’ απόγιομα στο δρόμο έναν αυλό πατημένο.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Είδα το σκοτωμένο παλικάρι έξω απ’ την πύλη.
έτσι γυμνό, ορφανό, — ήταν όμορφο· η ήβη του μαραμένη
κείτονταν πάνου στ’ αχαμνά του σαν πουλί σκοτωμένο στα βάτα.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Ήταν αγκάθια στα μαλλιά του. Μια μύγα
καθόταν στο πηγούνι του — ασάλευτη μύγα, μεγάλη.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Κι είχε έναν ήλιο, θε μου, — αβάσταγη κάψα·
φωνάζαν τα τζιτζίκια, κι ήτανε μια ανάκουστη ησυχία
σαν ύστερ’ από τη στερνή κραυγή της γέννας,
ΠΡΩΤΟΣ
σαν ύστερα απ’ τον έρωτα,
ΕΒΔΟΜΟΣ
σαν ύστερα απ’ το θάνατο.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Και τα τζιτζίκια σκούζαν πιότερο, κι άστραφτε κάτου το ποτάμι
και τράνευε η κουφή σιγαλιά. Ετσί ’ναι μες στο θάνατο;
ΤΡΙΤΟΣ
Ετσί ’ναι έξω απ’ το θάνατο;
ΕΒΔΟΜΟΣ
Ετσί ’ναι
πριν και μετά και μέσα στο θάνατο.
Μια θεόρατη κάμαρα
ασβεστωμένη, κλειδωμένη, μισοσκότεινη
καταμεσής στο μεγάλο λιοπύρι.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Άδεια κάμαρα
με μια αρμαθιά κλειδιά στην πρόκα του τοίχου
ΠΕΜΠΤΟΣ
κι η παλιά κούνια η ξύλινη στη γωνιά ξεχασμένη
span style=«aspeaker»>ΤΡΙΤΟΣ
κι ο λυχνοστάτης στην άλλη γωνιά κι οι τρεις καρέκλες
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Κι άξαφνα
ένας ήχος στενός, σουβλερός, αναπάντεχος.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Μια χορδή
κόβεται απ’ την κιθάρα την κρεμάμενη στο μεσιανό ορθοστάτη,
ΕΒΔΟΜΟΣ
κι αυτό που κόβεται ακούγεται —
ΕΚΤΟΣ
μα η σιγαλιά ’ναι το ακομμάτιαστο, το ανέσωστο — δεν ακούγεται.

ΤΡΙΤΟΣ
Γρήγορες, κρυφομίλητες αντήχησες μπερδουκλώνονται μέσα στην κάμαρα
ξέχωρες πια απ’ την κομμένη χορδή,
χωρίς να μπορούνε να μπουν σε μια τάξη,
χωρίς να μπορούνε να σμίξουν.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Κι ούτε που ξέρεις
το πώς και το γιατί. Γιατί απόκριση, βέβαια, δεν είναι
το πολύ τέντωμα της χόρδας απ’ την υγρασία
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
μήτε κι η συναγμένη σιγαλιά μες στο κούφωμα της κιθάρας
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
μήτε η χιλιοβασανισμένη σταθερότη, χτισμένη
πάνου στου κάθε δάχτυλου το δείλιασμα και την τρεμούλα
ΕΒΔΟΜΟΣ
μήτε κι η απέθαντη αμάχη του πεθαμένου κιθαριστή
ΕΚΤΟΣ
μήτε του νέου κιθαριστή η αθώα εμπιστοσύνη.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Δεν είναι απόκριση· όχι.

ΤΡΙΤΟΣ
Κι ούτε που βρίσκονταν κανένας μες στην κάμαρα την ώρα κείνη,
να μαρτυρήσει ένα κάτι, να ξηγήσει· — κόπηκε. Πάει.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Το μόνο που μάθαμε σίγουρα στο πάει κι έλα του ίσκιου και του ήλιου
είναι που θα πεθάνουμε· — τούτο είναι η γνώση μας — ήμερη γνώση —
στομώνει τον καημό, στομώνει το κακό μαχαίρι,
δεν κόβει πια, ξύνει μονάχα την παχιά μπογιά απ’ τ’ αγάλματα
κι άλλο δε μένει πάρεξ τ’ άσπρο τ’ ολόγυμνο,
τ’ αστραφτερό, το τυφλό, που σου τυφλώνει τα μάτια.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Και πια δε βλέπεις τα σημάδια στην κοιλιά, στο μερί και στα χέρια.
ΕΚΤΟΣ
Και πια δε βλέπεις τις στρογγυλές οπές των ομματιώ σου.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Μονάχα τ’ άσπρο της άμετρης ασβεστωμένης μάντρας που χάνεται πέρα στ’ ακρούρανα
και τη χτυπάει κατάκορφα ο ήλιος, ντάλα μεσημέρι —
ΠΕΜΠΤΟΣ
Μονάχα τ’ άσπρο του λευκασμένου κάμποτου που σκίζεται άξαφνα μ’ άσπρο ήχο
για να τυλίξεις κατάσαρκα τον πεθαμένο για το βρέφος —
ΟΓΔΟΟΣ
Μονάχα τ’ άσπρο του κόκαλου που βγαίνει απ’ τη γης, ναν το κάνεις σουραύλι
να ξαναπεί το σώμα τάχατες, μια νύχτα με πανσέληνο και κυπαρίσσια,
μ’ άσπρα ποτάμια ασάλευτα — η άσπρη μας γνώση.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Το μόνο που μάθαμε σίγουρα είναι που θα πεθάνουμε.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Όμως δε μάθαμε ακόμη να πεθαίνουμε
μήτε γιατί πεθαίνουμε. Και ξέρουμε:
δε θα το μάθουμε ποτές, — τούτο είναι η γνώση μας·
ΕΚΤΟΣ
και τούτο είναι που λένε της μαντικής μας η τέχνη·
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
— τούτη η τέχνη
να κρύβεις τη μονάκριβη αλήθεια που ξέρεις,
ΕΚΤΟΣ
να κρύβεις και την άλλη αλήθεια που δεν ξέρεις —

ΟΙ ΕΦΤΑ
Μεγάλη τέχνη, ναι, να κρύβεις κείνο που δε θέλουνε (για δεν μπορούν) να μάθουν,
και πάνου απ’ όλα να κρύβεις το που ξέρεις
ό,τι δε θέλουνε για δεν μπορούν να μάθουν. Κι εσύ, καταμόναχος, κρυμμένος
εχ, σώνει και καλά, να θέλεις το ακατόρθωτο. — Ποιά τέχνη;
Ποιό τέχνασμα; Ποιά μαντική; Ποιά σημασία;

ΟΓΔΟΟΣ
Μονάχα το άσπρο, το πανύψηλο, τ’ άδειο,
τ’ αστραφτερό, το τυφλό, — αυτό μονάχα.

ΠΡΩΤΟΣ
Α, μην το λες. Και τότες κείνο το τραγούδι τα μεσάνυχτα κάτου απ’ τα παραθύρια
τότες που βλεφαρίζανε τ’ αστέρια κι άνοιγαν λιανότρεμα τα νυχτολούλουδα
δίπλα στο πέτρινο το μονοπάτι που ’βγαζε στο σπίτι
κι ήταν μια ζαχαρένια μυρουδιά στον αέρα που δε σ’ άφηνε
μήτε να κοιμηθείς μήτε και να πεθάνεις; — Λοιπόν, το τραγούδι;

ΤΡΙΤΟΣ
Και τα λιανά τα νυχτολούλουδα που κλείναν πάλε με το χάραμα
σφαλώντας στο μεταξωτό κελί τους μια δροσοσταλίδα,
ΠΡΩΤΟΣ
ένα ζουζούνι, μια μικρή πεταλούδα, ένα πούπουλο,
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
μια τρίχα σγουρή απ’ τα μαλλιά της αμίλητης γυναίκας,
ΤΡΙΤΟΣ
μια τρίχα απ’ τη μασκάλη του άντρα που τίναξε μακριά το κοντάρι;

ΠΡΩΤΟΣ
Και το τραγούδι λιώνει στο νερό, μενεξελί, βιολετί, τριανταφυλλένιο,
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
κι αν πιεις τ’ αθάνατο νερό μαζί με το τραγούδι, — ποιό τραγούδι, αλήθεια;

ΤΡΙΤΟΣ
Μη και δεν είναι τέχνη το τραγούδι; Πες, δεν είναι;

ΟΙ ΕΦΤΑ
Τέχνη πικρή, τέχνη τρανή: να δίνεις την ελπίδα που δεν έχεις.

ΠΡΩΤΟΣ
Σωπαίνετε, σωπαίνετε. Και τα λιανά τα νυχτολούλουδα
δίπλα στο πέτρινο το μονοπάτι που ’βγαζε στο σπίτι;

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Πίνουνε το μαργαριτάρι της δροσοσταλίδας,
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
τρώνε συγκόκαλη τη μικρή πεταλούδα μαζί με το πούπουλο,
ΕΚΤΟΣ
και με την τρίχα απ’ τα μαλλιά της γυναίκας κι απ’ τη μασκάλη του άντρα,
δένουν πιστάγκωνα το δύστυχο ζουζούνι. Τί να πούμε πιο πέρα;

ΠΕΜΠΤΟΣ
Σωπαίνετε, σωπαίνετε. Αχ, κι η ομορφιά και το τραγούδι
άσκημα τρέφουνται, πανούργα δίχτυα πλέκουν.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Κάποιος ρωτάει απ’ το παράθυρο, στ’ άλλο παράθυρο αντίκρυ —
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
μια γνώριμη φωνή κρεμάμενη μες στ’ άγνωρο,
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
κι η ερώτηση το ξέρει από τα πριν πως θα μείνει αναπάντητη
ΕΚΤΟΣ
και στέκεται μονάχη μες στο σύθαμπο ν’ ακούει τον ίδιο της τον ήχο
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
κι είναι έτσι αξήγητη τούτη η φωνή, κομμένη
απ’ το πλευρό της σιωπής, αποσπασμένη
απ’ αυτό που κρατάει και δεν τελεύει —

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
την ώρα που ο ήλιος βασιλεύει μυστικός, βυσσινής, αναμμένος
και ξεφωνίζουνε τα χελιδόνια στις αυλές και στις στέγες
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
για να μην ακουστεί η ερώτηση που ειπώθηκε κιόλας
ΕΚΤΟΣ
και πιότερο για να μην ακουστεί η απάντηση που δεν ειπώθη.

ΤΡΙΤΟΣ
Με τόση κάψα ολημερίς, οι τοίχοι ζεματάνε.
ΠΡΩΤΟΣ
Βγαίνει η γριά στο κατώφλι με μια σπασμένη στάμνα.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Οι λυγαριές κι οι μυρτιές μοσκοβολούν τσουρουφλισμένες.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Το ίδιο κι οι δάφνες, δίπλα στο δρόμο, και οι άλλες, οι ξερές, τα στεφάνια
τα κρεμασμένα μες στο σπίτι, στο καρφί του τοίχου.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Κι οι νέοι, βασανισμένοι απ’ το μεσημεριάτικο ύπνο τους, βγαίνουν στο δρόμο
με μια χλωμάδα νοητική στο λιοκαμένο, χρυσοκόκκινο δέρμα τους,
μόλο που τα μαλλιά τους είναι ρωμαλέα, φρεσκοβρεγμένα
και στάζει πότε πότε μια σταγόνα στο λαιμό τους και στεγνώνει κι αχνίζει —

ΠΡΩΤΟΣ
Είναι η μετάνοια της ερημικής απόλαψης.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Είναι η γέψη της πρώτης μονάξιας.
ΤΡΙΤΟΣ
Είναι κι η γνώρα για το που η μονάξια μόνη της δε φτάνει.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Το μάτι τους αποκρεμιέται αφαιρεμένο μες στο δείλι·
δεν έχει πού να κρατηθεί και βουλιάζει.

ΤΡΙΤΟΣ
Τσιρίζουνε τα χελιδόνια στις σκεπές, σκουντουφλιούνται στον αέρα.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Όλα τα χρώματα δοξάζουνται πριν απ’ το θάνατό τους
ώς πέρα πάνου απ’ τα πλατάνια και τις λεύκες, πίσω απ’ τους ελαιώνες.

ΕΚΤΟΣ
Αλλάζει θέση με το χάροντα ο έρωτας, κι αντίστροφα πάλε.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Κι ύστερις πάλε η ανάσταση και πάλε ο θάνατος, γύρο το γύρο,
ΕΒΔΟΜΟΣ
Ώς την καινούργια αθωότη της γέννησης.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Κύκλο τον κύκλο, ο ίδιος κύκλος στην ίδια αλυσίδα —
ΠΕΜΠΤΟΣ
Και τα παιδιά δαγκάνουν τα μήλα και τα πετάν στο ποτάμι
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Κι οι γυναίκες πετάν τα σκουλαρίκια τους
ΤΡΙΤΟΣ
Και οι άντρες τα σπαθιά και τις ζώνες τους
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Κι οι γέροι τα μεγάλα, προφητικά ραβδιά τους.

ΠΡΩΤΟΣ
Και τα λιοτρόπια, στ’ αντικρινό περβόλι, απαυδίσανε·
ΕΚΤΟΣ
δε στρέφουν πια κατά τον ήλιο· το κεφάλι τους βάρυνε
ΕΒΔΟΜΟΣ
κι απόμεινε λοξά γερμένο, ασήκωτο, πάνου απ’ το χώμα.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Ποιός είναι κείνος που ήταν; Τί ν’ απόγινε; Τί ν’ απογίναμε;

ΟΙ ΕΦΤΑ
Πολλά πρόσωπα αλλάξαμε, πολλά, — όχι προσωπεία.
Πίσω από χίλια πρόσωπα κρυφτήκαμε. Μπλεχτήκαμε
με θεούς και μύθους, μ’ άλλους φωτισμούς, μ’ άλλους χρόνους
για να σκεπάσουμε το πρόσωπό μας το βαθύ, το πικρό, το αμετάβλητο,
το άφταιγο, το τιμωρημένο, το μόνο δικό μας.

ΕΚΤΟΣ
Πότε κορίτσι, πότε αγόρι, πότε γυναίκα ή άντρας — γεννημένοι, γεννώντας.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Μανάδες γίναμε, βρέφη θηλάσαμε, παιδιά μεγαλώσαμε.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Τον ίδιο μας το σπόρο τονε σπείραμε εντός μας, γεννήσαμε εντός μας
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
αόρατα παιδιά, σμάρια και σμάρια, — δεν τα καλόϊδαμε —

ΕΚΤΟΣ
Μπορεί και να ’ταν όμορφα, —δεν ξέρουμε τίποτες—
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
τα κρύψαμε κι αυτά μέσα στα λόγια, τα πνίξαμε,
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
κρυφτήκαμε μέσα στο πνίξιμο, — κει μέσα ζήσαμε, πεθάναμε,
ΕΚΤΟΣ
πνίξαμε και το πνίξιμο, — κει μέσα ξαναγεννηθήκαμε
σ’ ένα άλλο βάθος ήσυχο, θαμπωτικό, αλογάριαστο —
ΕΒΔΟΜΟΣ
Και το κουμπί που ’πεσε από την πουκαμίσα μας, πέντε ολάκερους χρόνους
κύλαγε κι αντιλάλαγε ώς να φτάσει στον πάτο.
ΟΙ ΕΦΤΑ
Αχ, ψέματα σκεφτήκαμε, ψέματα πράξαμε, ψέματα ζήσαμε· δε μολογήσαμε
ό,τι δεν ξέρουμε, δε μάθαμε, ό,τι δε μαθαίνεται·
τ’ άγνωρό μας ποτέ δε μολογήσαμε — ολάκερο το άγνωρο. Τί να μάθουμε οι έρημοι;

ΕΒΔΟΜΟΣ
Όλα μουγγά, αναπάντητα, ξεγελασμένα, και να ξεγελάνε χιλιοπρόσωπα·

ΟΓΔΟΟΣ
(Μονάχα ο θάνατος όχι διφορούμενος).

ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Κι η κάθε λέξη απάτη της σιωπής, κι η σιωπή θάνατος —
ΕΚΤΟΣ
αχ, η καλόβολη σιωπή· — τί να μιλήσουμε;

ΠΕΜΠΤΟΣ
Μα, νά σου το, ξανά, το βαθύ καλοκαίρι με τα τρανά του μεσημέρια·
ΠΡΩΤΟΣ
παράξενα πουλιά φωνάζουνε στο πλατανόρεμα κάτου,
ΠΕΜΠΤΟΣ
σα να ’ναι να σκεπάσουνε το φονικό που ’γινε στον αντίπερα όχτο,
ΕΒΔΟΜΟΣ
για να μη δεις, μη θυμηθείς και μην προσέξεις.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Φωνάζουνε σα συνεννοημένα με μια ξένη, απόμακρη εξουσία·
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
και το μαχαίρι είναι κρυμμένο στα φαρδιά, πράσινα φύλλα,
ΠΕΜΠΤΟΣ
για μέσα στο καλάθι με τα πορφυρά σταφύλια
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
για πίσω απ’ τα σταμνιά με το κρασί και το μέλι
ΠΡΩΤΟΣ
και το ρετσίνι στάζει απ’ τα πευκόκλωνα στους παχιούς ίσκιους —

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Μια μυρωδιά από λιβάνι και σπέρμα και μασκάλη γυναίκας·
ΕΒΔΟΜΟΣ
κι οι σκόρπιες φωνές των τρυγητάδων πέρα στ’ αμπέλια
λιωμένες στο λιοπύρι, ανύπαρχτες.
ΤΡΙΤΟΣ
Τρία παλικάρια
έρχουνται από τον κάμπο κάτου με λαγήνια και κανίσκια·
ΠΡΩΤΟΣ
όμορφα παλικάρια, λιοκαμένα, ιδρωμένα·
λάμπει ο κρίκος της ζώνης τους στον ήλιο.

ΤΡΙΤΟΣ
Έρχουνται, βάφουνε με μούστο των θεών τ’ αγάλματα από πάνου ώς κάτου·
στάζουν και τα βαμμένα χέρια τους·
ΠΕΜΠΤΟΣ
αφήνουν στο χώμα
τα κανίσκια τους με βαλανίδια και σύκα· φεύγουν για το ποτάμι.

ΕΒΔΟΜΟΣ
Μένουν μονάχα τ’ αγάλματα, κόκκινα τώρα, κατακόκκινα
κατάντικρυ στον άδειο ορίζοντα
τον κουρσεμένο απ’ τη σκληρή φωταψία,
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
την ώρα που οι γυναίκες φεύγουνε κρυφά απ’ τα σπίτια τους
σκύβουνε πάνου απ’ τα πηγάδια,
σκεπάζουνε με τα φαρδιά τους πέπλα τα κεφάλια τους, μαζί και τα πηγάδια.

ΠΡΩΤΟΣ
Και το νερό είναι μαύρο κι αλλιώτικα λαμπερό·
ΕΒΔΟΜΟΣ
Είναι το αμίλητο νερό· ξέρει τη μοίρα· δεν τη λέει·
ΠΕΜΠΤΟΣ
Αν πέσει το σάλιο τους, καθώς κοιτάνε, θα κάνει μια τρύπα.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Η μόνη δροσιά, το καλοκαίρι, ανεβαίνει απ’ τις βαθιές τρύπες της γης.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Έτσι σκυμμένες, δροσίζουνται τα στήθια τους, κρουσταίνουν οι ρώγες τους·
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Κι οι πλάτες τους ζεματάνε απ’ το λιοπύρι·
ΠΡΩΤΟΣ
Και το νερό, γύρω γύρω, είναι φραγμένο με πέτρα·
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Το νερό φεύγει ανάμεσα στην πέτρα — δεν κρατιέται·
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Πάνου στο μαύρο νερό λάμπουν άσπρα τα στήθια τους·
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Λιώνουν μες στο νερό τα στήθια τους, φεύγουν ανάμεσα στην πέτρα —
δεν πιάνουνται τα στήθια τους· μονάχα το βρέφος που θηλάζει,
αυτό τα πιάνει, μα δε νογάει αυτό, μονάχα που θηλάζει.

ΠΡΩΤΟΣ
Κι αν πέσει σκιά πουλιού στη ράχη τους;
ΤΡΙΤΟΣ
Κι αν ακουστεί ένα όνομα στον κάτου δρόμο με τα κλειστά ψιλικατζίδικα;
ΠΡΩΤΟΣ
Κι αν χυθούν τα μαλλιά στο πρόσωπό τους;
ΤΡΙΤΟΣ
Κι αν το μερμήγκι σταθεί στο πηγούνι τους;

ΠΕΜΠΤΟΣ
Τίποτα δε θα μαρτυρήσουν. Θα ’χουν το στόμα τους
μπουκωμένο με αμίλητο νερό. Πώς να μιλήσουν;

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Μουγγές, με μοσχοκάρφια θα κεντήσουνε στο μήλο και στ’ αχλάδι
κρυφά πρωτογράμματα, καλέσματα, ξόρκια·
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
την καρφίτσα τους θα την μπήξουν στη σάρκα του ροδάκινου.
ΕΚΤΟΣ
Ύστερ’ αμίλητες θα καρτεράνε ώς το βράδυ, ώς τ’ άλλο βράδυ,
ΠΡΩΤΟΣ
ώς τη στιγμή που τρίζει η καγκελόπορτα του παλιού κήπου
κι απ’ το μισάνοιχτο πάνου παράθυρο
ρίχνουν λίγα λουλούδια δεμένα σ’ ένα σπάγγο.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Και το νερό, μες στο τσουκάλι, ξεχασμένο στη φωτιά, βράζει μονάχο του·
ΕΚΤΟΣ
Κι εκείνες καρτεράνε ακόμα, καρτεράνε·
ΠΕΜΠΤΟΣ
Στο πάνου καλντερίμι ακούγεται η κραυγή από μαχαίρωμα
ΤΡΙΤΟΣ
και τα γρήγορα βήματα κάτου απ’ τους φανοστάτες
ΠΡΩΤΟΣ
κι η κρατημένη ανάσα πίσω απ’ την πόρτα,
ΕΒΔΟΜΟΣ:
(ήταν σημαδεμένη η πόρτα με κάρβουνο)
ΕΚΤΟΣ
κι ήταν αυτός ακριβώς που καρτεράγανε.

ΤΡΙΤΟΣ
Ύστερα γίνεται η μεγάλη σιγαλιά κι ύστερα η λησμοσύνη —
ΕΒΔΟΜΟΣ
η στερνή παρηγόρια και συχώρεση
ΠΕΜΠΤΟΣ
διάφεγγο μαύρο με τ’ αμέτρητα σπιθοβολήματα.

ΤΡΙΤΟΣ
Απ’ το χώμα ανεβαίνει ζεσταμένη μυρουδιά χόρτου και πέτρας.
ΟΓΔΟΟΣ
Το πουλί κάθεται στο στρίποδο· δεν κελαηδάει· κοιμάται μ’ ολάνοιχτα μάτια.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Τρίζει μια κούνια, ένα κρεβάτι, ένα άστρο·
ΟΓΔΟΟΣ
Ο καπνός ανεβαίνει χωρίς να λοξεύει·
ΠΕΜΠΤΟΣ
Το φεγγάρι μπαίνει απ’ τα παράθυρα, πλημμυρίζει το σπίτι.

ΠΡΩΤΟΣ
Όλα αλαφρώνουν. Τίποτα σκληρό δε μένει.
ΤΡΙΤΟΣ
Μένει η σκληρή πεθύμια να πιαστείς απ’ το σκληρό και να μείνεις·
ΠΕΜΠΤΟΣ
απ’ την κρουστή τη σάρκα να πιαστείς, απ’ το λιθάρι κι απ’ το σίδερο,
απ’ το κάγκελο του κρεβατιού, του μπαλκονιού κι απ’ το χεράκι της στάμνας.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Τ’ αντίφεγγο του φεγγαριού απ’ τα τζάμια χύνεται στα στήθια της γυναίκας
κι η γυναίκα σφίγγει τις ρώγες της.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Ο έρημος άντρας δοκιμάζει να δαγκάσει το μεγάλο δάχτυλο του ποδαριού του·
κοιτιέται στον καθρέφτη ολόγδυμνος — του αρέσει· αγαπάει τον καθρέφτη,
τρομάζει τον καθρέφτη.
ΠΡΩΤΟΣ
Λάμπει ο καθρέφτης μες στη νύχτα μ’ ένα θαλασσί σημένιο —
ένα μεγάλο ρηχοπόταμο, κρεμάμενο στον αέρα είναι ο καθρέφτης.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Μπορείς κει μέσα χρόνια ν’ αρμενίζεις δίχως κύματα, δίχως καράβι.
ΕΚΤΟΣ
Μπορείς και να πνιγείς σ’ αυτό το αζάρωτο ποτάμι.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Γιατί ο καθρέφτης είσαι συ, και μόνο αυτός μπορεί να σ’ αγκαλιάσει·
και μπορεί να σε πνίξει στο δικό σου το βάθος. Ωστόσο
δε σου φτάνει ο καθρέφτης· γιατί ’ναι, βλέπεις, κι η νύχτα —
ΕΒΔΟΜΟΣ
κι η νύχτα έχει πολλά κλαδιά, πολλά καρφιά, πολλές τρύπες,
πολλές πράξες κρυφές, πολλές ανάγκες δικές της και δικές σου.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Ο γέροντας κοιμάται μες στο ανθοπωλείο μ’ ανοιχτές τις πόρτες.
Το παραπαίδι μαλάζει κρυφά τ’ αχαμνά του.
Ο γέροντας κάνει πως κοιμάται.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Ύστερ’ ακούγονται οι κόκκοι μαλακοί να πέφτουν στα πλακάκια
και το κομμένο σκοινί ν’ ανεμίζει μπροστά στο περβάζι
ΠΡΩΤΟΣ
και το στρίψιμο του τσιγαρόχαρτου με τα καπνόφυλλα
ανάμεσα στα δυο σαλιωμένα δάχτυλα ενός άστρου.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Αχ, έτσι, κάθε δρόμος δύσκολος, μοναχικός, ακατοίκητος·
κι οι πολυσύχναστοι πιο δύσκολοι ακόμα, πιο ακατοίκητοι.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Τα πέτρινα λιοντάρια κάθουνται πάνου απ’ τις πύλες.
ΤΡΙΤΟΣ
Οι πέτρινες σφίγγες, η μια δίπλα στην άλλη, στο λόφο.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Ρωτάει η μια· αποκρίνεσαι· περνάς. Ρωτάει η άλλη.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Ρωτάς εσύ δεν αποκρίνεται κανένας.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Οι κυκλικοί τάφοι είναι γαλήνιοι κάτου απ’ το παλάτι.
ΕΚΤΟΣ
Οι ολόχρυσες λαγήνες με τις πλούσιες τροφές μένουν ανέγγιχτες.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Γι’ αυτό και φέγγουν έτσι ωραία στο φεγγαρόφωτο.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Οι νεκροί δεν πεινάνε, δε διψάνε, δεν ονειρεύουνται·
δεν αντιστέκονται πια, δεν ξεγελιούνται. Παραδόθηκαν. Ησύχασαν.
ΠΡΩΤΟΣ
Λάμπουν με λάμψη μαλακιά τα σπαθιά τους, αφημένα στο χώμα.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Λάμπουν και τα μαλαματένια προσωπεία τους — λες και χαμογελάνε.

ΟΓΔΟΟΣ
Κανένα μήνυμα δε φέρνουν τα πουλιά γι’ αυτούς πάνου απ’ το πέτρινο θρονί του ορνιθοσκόπου.
ΟΙ ΕΦΤΑ
Ούτε πίκρα ούτε θύμηση ούτε έλπιση ούτε φόβος.

ΟΓΔΟΟΣ
Τ’ άδειο το σιωπηλό, το ερωτικό, το ανύπαρχτο.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Δε γνοιάζουνται πια. Δε ρωτάνε.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Τίποτες πια δε θέλουν να κουρσέψουνε· τίποτες να ξηγήσουν.
ΤΡΙΤΟΣ
Και τ’ αγάλματα κάτου απ’ τα δέντρα, τίποτες δε σημαίνουν —
ΕΚΤΟΣ
παράστασες δεν είναι μήτε αναπαράστασες
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
μήτε στεριώματα του διαβατάρικου πάνου στην πέτρα
ΕΚΤΟΣ
μήτε και πάλεμα να κάνεις τράμπα με το θάνατο.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Θαμποχάραγο απέραντο, ασταμάτητο,
φεγγερή ξαστεριά, σκιερή, — μεγαλόχαρη πάστρα.

ΕΒΔΟΜΟΣ
Οι στρατιώτες ρουχαλίζουν σε μεγάλους άσπρους θαλάμους,
ΠΕΜΠΤΟΣ
ξεσκέπαστοι, γυμνοί, ιδρωμένοι·
ΕΒΔΟΜΟΣ
οι κόκκινοι λεκέδες σβήνουνε στα χέρια τους·
ΤΡΙΤΟΣ
άλλοι λεκέδες, μαβιοί κι ασημένιοι,
σαλεύουν στην κοιλιά τους και στα σκέλια τους.

ΠΡΩΤΟΣ
Είναι σκιές από γυαλί, νερό και φεγγάρι.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Είναι οι βούλες της μοίρας, — ψάχνει με το φανάρι της,
τους έχει κιόλας σημαδέψει κι αυτούς και τους άλλους.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Όμως, στον κήπο, οι δυο κοπέλες αργοπορημένες
κρατάνε από τις τέσσερις γωνιές ένα πολύχρωμο κιλίμι,
τινάζουν τις πευκοβελόνες. Ο άξαφνος θόρυβος
πλαταγίζει βαθιά σαν καραβόπανο· κάτι διαψεύδει· σβήνει.

ΠΡΩΤΟΣ
Η νύχτα είναι γυάλινη.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Κι η σιγαλιά είναι γυάλινη.
ΟΙ ΕΦΤΑ
Μόλο που ακούγεται ο κούκος, το βατράχι, η κουκουβάγια, τ’ αηδόνι,
σύμφωνα μέσα στην ξέχωρη μονάξια τους,
ΟΓΔΟΟΣ
σύμφωνα για το που δε γνοιάζουνται να συμφωνήσουν.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Κι η δύναμη της γης, ανοιχτοχέρα, αξεδιάλυτη,
τρέφοντας τα πανύψηλα, μεγαλοδύναμα πεύκα,
τρέφοντας τις βαριές καλαμποκιές που σφίγγουν τα βρέφη τους,
τρέφοντας και τους πεθαμένους με ύμνους και με λησμοσύνη.

ΕΒΔΟΜΟΣ
Άκου πώς σιγαλεύει η πίκρα μες στη σιγαλιά του κόσμου.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Αχ, σιγαλιά από γυαλί κι από γαλάζιο αράγιστο.
Αχ, ομορφιά βουβή κι αθώρητη, ασπρογάλακτη,
απίκραντη κι αγέλαστη, η αγεροσάνταλη· έρχεται —

ΕΒΔΟΜΟΣ
Όχι σαν κάτι που ζητάς για παρηγόρια, με δικιά σου βούληση,
ΠΕΜΠΤΟΣ
Όχι σαν κάτι που το σταματάς, το κρατάς, το μοιράζεσαι,
ΕΒΔΟΜΟΣ
όχι σαν κάτι που το ορίζεις και ξεφεύγεις και ψευτογλιτώνεις,
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Όχι αρνησιά να πολεμήσεις απ’ το φόβο της ήττας
ΤΡΙΤΟΣ
ή απ’ το φόβο για της νίκης τη ματαιότη,
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Όχι η δικιά σου λευτεριά μες στη συχώρεση όλουνώνε.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Αχ, η ομορφιά, — κείνο το ασκλάβωτο, πες το κι ανύπαρχτο,
πιο κείθες απ’ την έγνοια να σωθείς για να σώσεις τον άλλο —
ξάγρυπνος ύπνος, ήμερος, ατέλειωτος,
τα δάχτυλά του δε μετράει, ονόματα δε δίνει.

ΠΡΩΤΟΣ
Ο ρυθμός δε μετριέται. Τ’ όνομα βγαίνει μόνο του —
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
κρυμμένο —πού;— κι έτοιμο —πότε;— όπως το αχ δίχως στόμα.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Αχ, κείνο το απροσκύνητο και συχωρετικό, το πέρφανο και πολυπίκραντο·
καθάρια ισότη, ακέρια μοιρασιά — η αμοίραστη· κι ακέρια μένει·
αχ ήμερη σπουδαχτική, καλόγνωμη ησυχία.

ΟΓΔΟΟΣ
Πολύ κοιτάξαμε κατάματα τη νύχτα, και τα μάτια μας άσπρισαν·
η κόρη του ματιού μας έλιωσε μέσα σ’ όλο το μάτι,
γέμισε το βολβό, και πίσω απ’ το βολβό, να βλέπουμε στρόγγυλα τα πάντα
να βλέπουμε το μέσα κι όξω, και το μάτι μας που βλέπει,

ΕΒΔΟΜΟΣ
να βλέπουμε τα πάντα ολάκερα, να μη βλέπουμε τίποτα,
ΟΓΔΟΟΣ
να βλέπουμε ολάκερο το τίποτα,
ΠΕΜΠΤΟΣ
το άδειο, τυφλό, το διάφεγγο, το θεόρατο,
ΕΚΤΟΣ
το ξέχειλο τίποτα, το τρομερό, το ανέλπιδο,
ΟΓΔΟΟΣ
το θαμαστό, που μας αδειάζει, μας γεμίζει, μας τελειώνει.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Και τα κλειδιά που τα χιλιοσκαλίσαμε, παιδεύοντας τα δάχτυλά μας
χρόνια και χρόνια, — τα κλειδιά, ν’ ανοίγουμε, να κλείνουμε —
που τα δουλεύαμε σκυφτοί σε μυστικά σιδεράδικα
με τη φωτιά, με το σφυρί, με το καλέμι,
με το μεγάλο φυσερό που ξεφύσαγε σαν την ανάσα του κόσμου,
(σαν τα δουλεύαμε ξεχνάγαμε τί ’ταν ν’ ανοίξουμε, τί ’ταν να κλείσουμε —
μας άρεσε η δουλειά, — ξεχνιόμασταν·) καλά κλειδιά, σκήματα σκήματα,
χίλιω λογιών, ωραία και δυνατά κι ανώφελα, — τα κλειδιά
πέσαν μεμιάς μες στο άδειο.
Αφουγκραστήκαμε
ν’ ακούσουμε κάτου τον κρότο τους, να δούμε τον κρότο τους,
να λογαριάσουμε το βάθος· — δεν ακούστηκε τίποτα.

ΟΓΔΟΟΣ
Τα μάτια μας μείνανε διάπλατα, κάτασπρα,
σε μιαν βαθιάν αναμονή, δίχως αναμενόμενο, σαν που ’ναι
οι τυφλοί και τ’ αγάλματα. Τυφλούς μάς είπαν.
Είπαμε: ναι, τυφλοί. Κι ήταν αυτό το μυστικό μας
να βλέπουμε ανεμπόδιστα. Κανείς δε φυλάγεται
μπροστά στους τυφλούς. Είδαμε κι είδαμε. Ποιό τ’ όφελος; Αυτό
ήταν η πονηριά μας, η μεγαλοσύνη μας,
ήταν η μαντική μας τέχνη, μεγάλη κι ασυχώρετη,
ανώφελη και τούτη.
ΕΚΤΟΣ
Ό,τι είδαμε κι ό,τι μαντέψαμε
δεν μπόρεσε το στόμα να το πει ώς το τέλος. Πού φωνή και κουράγιο;

ΕΒΔΟΜΟΣ
Κι ουδέ που ξέραμε σε ποιόνα και σε τί χρειάζεται η αλήθεια.
Τί θ’ άλλαζε; Ποιόν θ’ άλλαζε;
ΕΚΤΟΣ
Η αλήθεια είναι ανήμπορη.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Η αλήθεια είναι ασήκωτη — πελέκι πέφτει, σπάει τα κόκαλα.
ΟΙ ΕΦΤΑ
Κανείς δεν την αντέχει· μήτε εμείς. Η αλήθεια είναι ανώφελη.
Η αλήθεια είναι ακατόρθωτη.
ΟΓΔΟΟΣ
Η αλήθεια είναι μόνη, κατάμονη. Οι αληθινοί είναι μόνοι, κατάμονοι.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Κατάμονοι, ναι· τρομαγμένοι, μαζί και περήφανοι.
Φοβούνται μη μαρτυρηθούν, μη μαρτυρήσουν.
Φοβούνται τη μεγάλη ξενιτιά τ’ αθρώπου ναν τη φέρουνε στα λόγια.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Μαντέματα, λέει, αγγελοκρούσματα, καλέσματα, αγγέλματα·
ΠΡΩΤΟΣ
ίσκιος καπνού, φτερό πουλιού στ’ αγκάθια, λέει·
ΤΡΙΤΟΣ
σκούξιμο με τη μαύρη ουρά στο βάλτο κάτω, με το λιόγερμα·
ΠΡΩΤΟΣ
πράσινο φύλλο δαγκωμένο, και τα χνάρια του δοντιού μεινεσμένα στο φύλλο·
ΠΕΜΠΤΟΣ
σπασμένο ποτήρι, κρυμμένο πίσω απ’ τη σκάλα·
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
η πόρπη απ’ τη ζώνη της γυναίκας στα στάχυα·
ΕΒΔΟΜΟΣ
κβόου κβό, η κουκουβάγια, κβόου κβό, στη σπασμένη κολόνα·
ΕΚΤΟΣ
και τα πατήματα, άκου, του λαγού, της χελώνας, του απολησμένου.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Δίπλα μας, κάποιοι ανεβαίνουν κατεβαίνουν μια σκάλα στο σκοτάδι,
και πάντα, μ’ όλη τη διαφορά στο ρυθμό και στον ήχο,
ο ίδιος άνθρωπος, την ίδια σκάλα ανεβοκατεβαίνει
μέσα στο ίδιο σκοτάδι· — ανέγνωρος πάντοτες,
γνώριμος μόνο απ’ το που συνηθίσαμε το ανέγνωρο
κι ήρεμος πότε πότε απ’ τη δικιά μας αδιαφορία να γνωρίσουμε,
μια και γνωρίζουμε την επανάληψη και το ξανάρχισμα του ανέγνωρου.

ΟΓΔΟΟΣ
Όλες οι προφητείες, τ’ αγγέλματα και τα μαντέματα, όλα ψεύτικα,
αθέλητα κι αθώα ψεύτικα. Δεν έχει ο άθρωπος
μια πέτρα ν’ ακουμπήσει και να κλάψει. Κρύβεται
ακέριος κι ολοφάνερος πίσω απ’ τις σάλπιγγες· — φωνάζει, προστάζει,
δοξάζει, δοξάζεται. Δεν κρύβεται απ’ το χρόνο και το θάνατο. Η δόξα του
είναι η τρανότερη μονάξια του — αυτή τον σκεπάζει
απ’ την κορφή ώς τα νύχια· και τότες δεν πρέπει
(κανένας δεν του το σχωρνάει) να μολογήσει
την ίδια του μονάξια — τη μονάξια του κόσμου.

ΕΒΔΟΜΟΣ
Καθένας βλέπει κείνο που μπορεί και που θέλει — για τ’ άλλα τί φταίει;

ΟΙ ΕΦΤΑ
Η αλήθεια είναι μόνη, κατάμονη.
Οι αληθινοί είναι μόνοι, κατάμονοι. Σωπαίνουνε.
Σωπαίνουμε — σιωπή του πάγου στο ψηλότερο όρος.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Δεν την αντέχεις μήτε τη σιωπή· χαράζεις δρόμο
ανάμεσα στη σιγαλιά και στη λαλιά· μασάς τα λόγια σου
σάμπως να κάνεις τρύπες μέσα στ’ άδειο και τηράς απ’ τις τρύπες.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Α, τί ’δαν τα τυφλά μας μάτια, τα μεγάλα, τ’ ασκέπαστα —
χαλάλι και το βούλιαγμα, χαλάλι και το πνίξιμο —
θάμα και θάμασμα — εκατό βολές χαλάλι.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Χαλάλι το καινούργιο ανέβασμα για το καινούριο βούλιαγμα.
ΕΚΤΟΣ
Χαλάλι το καινούργιο βούλιαγμα για το καινούριο ανέβασμα.

ΤΡΙΤΟΣ
Τούτη τη μοίρα με καμιά δεν την αλλάζω, — φτάνει που ’δαμε.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Τούτη τη μοίρα δε βολεί να την αλλάξεις, — φτάνει που μιλήσαμε,
ας είναι κι έτσι που μιλήσαμε — μισόλογα.
ΟΙ ΕΦΤΑ
Πολύ κι αυτό — πώς αλλιώς να μιλήσεις;
Κάθε βολά που ξανοιχτήκαμε, εμείς την πλερώσαμε.

ΟΓΔΟΟΣ
Χτυπήσαμε τ’ αγκαλιασμένα φίδια με τη ράβδο μας· — δεν το μπορέσαμε
να βλέπουμε την άγια πράξη του έρωτα καταμεσής του δρόμου
να σούρνεται με τα ερπετά μέσα στη σκόνη
και να γεννοβολά ερπετά. Νά η αμοιβή μας:

ΟΙ ΕΦΤΑ
Οι θεοί μάς χτύπησαν τα μάτια· η όρασή μας στράφη κατά μέσα,
στράφη στην ίδια μας τη ρίζα και το σπλάχνο μας — μποδάει τα χέρια μας —

ΕΚΤΟΣ
Κακή τιμώρια και καλό ξεπλέρωμα —

ΕΒΔΟΜΟΣ
Διπλή κι αφίλιωτη φάνηκε η πλάση —
το πάνου και το κάτου, το μέσα και τ’ όξω, το ’να πλάι και τ’ άλλο, —
ΟΙ ΕΦΤΑ
Διπλή, τετράδιπλη, απέραντη.

ΤΡΙΤΟΣ
Και τα μικρά, και τα μισά, και τα κομμένα,
ακέρια πάλι και σμιγμένα, σάμπως κολλημένα
με το κρουστό ρετσίνι της μεγάλης σιγαλιάς
ΕΒΔΟΜΟΣ
με τη βαθιά ελατομαστίχα του απέραντου.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Κι εμείς φιλιωμένοι μες στο απέραντο, σμιγμένοι πάλι, απέραντοι,
φιλιωμένοι και με την έχτρα ακόμα, φιλιωμένοι με το θάνατο,
(πώς αλλιώς να γινόταν) φιλιωμένοι, μ’ όλα αναπαμένοι.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Είναι που ’δαμε το διπλό, το χιλιαπλό, το αμέτρητο.
ΠΡΩΤΟΣ
Είναι που ’δαμε κι απ’ την άλλη μεριά το φεγγάρι,
ΠΕΜΠΤΟΣ
κι απ’ την άλλη μεριά, το άσπρο, της νύχτας.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Είναι που ’δαμε το απέραντο γδυμένο απ’ τις λαβωματιές μας και τις έγνοιες μας.
ΟΓΔΟΟΣ
Είδαμε τη μεγαλοδύναμη γυναίκα να βγαίνει απ’ το λουτήρα
στάζοντας όλη στάλες φως μαργαριτάρι
και τα μακριά της τα μαλλιά να στάζουν στα μεριά της και στα στήθια,
να στάζουν στην κοιλιά της, ν’ αυλακίζουνε στα σκέλια της·

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Χιλιάδες μαλακά διαμάντια στο σγουρό τριφύλλι της σπιθίζανε·
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
και μια σταγόνα μέγα αγώνα αγωνιζότανε, δεν έπεφτε, ζυγιάζονταν
άκρη άκρη στην τριανταφυλλένια ρώγα της και λάμπιζε.
ΠΡΩΤΟΣ
Μια πεταλούδα γαλανή και γαλανοπερπάτητη
στάθηκε κει και τρέμιζε και ποτιζότανε.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Α, η λιανοσάλευτη ψυχή του κόσμου η βαθιανάσαστη,
καρφιτσωμένη στην τριανταφυλλένια ρώγα της —

ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Και τα ποδάρια της, με νύχια ροδοπέταλα,
στην άσπρη γούρνα πάταγαν, δεν πάταγαν·

ΟΓΔΟΟΣ
Βαριά από σάρκα στέκονταν, κι ανάλαφρη από άνεμο —

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
άσπρο άνεμο και δυνατό, που χίλια καραβόπανα χαστούκιζε·
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
κι η οργή τής πήγαινε· κι αντίς να βάλει μπρος τα χέρια της,
τίναξε τα μαλλιά της πίσω, γύμνωσε και τα λαγόνια της —

ΟΙ ΕΦΤΑ
Η ολόγδυμνη κι η πέρφανη· — ποιά τύφλωση και ποιά τιμώρια
θα σβήσει την εικόνα της; Καλόδεχτο και το σκοτάδι
μια και φεγγοβολάει από τη γδύμνια της. Την είδαμε.

ΟΓΔΟΟΣ:
υτή ’ναι η βγνωμοσύνη μας, — τα πριν και τα ύστερα το νόημά τους βρήκανε,
ζυμωθήκαν και σμίξαν κι απολησμονηθήκανε.

ΕΒΔΟΜΟΣ
Είναι η σπλαχνιά μας για όσους δεν την είδανε.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Τί παράπονο να ’χουμε λοιπόν; Εμείς τα πάντα τά ειδαμε
στην πιο καλή, στην πιο γυμνή, στη μυστική τους ώρα, κι έτσι τα κρατήσαμε
ωραία κι αστέρευτα, την ώρα που οι άλλοι οι δύστυχοι
γνώριζαν μόνο τη στιγμή, το μπούχτισμα και το κομμάτιασμα.

ΕΒΔΟΜΟΣ
Αχ, οι φτωχοί μέσα στα πλούτια τους που τίποτες δεν τους εφτούραγε—
ΟΙ ΕΦΤΑ
Κι εμείς, με μάτια αχόρταγα, τους κλέβαμε το ανέσωστο,
μ’ όλο το σκήμα του καθάριο ώς άκρη άκρη, δίχως άκρη—
σπασμός που δεν πεθαίνει στο σπασμό, τραβάει του μάκρου, ποταμίζει.

ΤΡΙΤΟΣ
Αχ, όσο αξίζει η μια στιγμή της πλέριας πράξης
αχ, δεν αξίζει μήτε η θύμηση και τ’ όνειρο μήτε η αιωνιότη.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Τί ναν το κάνεις το βερέμικο τ’ ανέσωστο;
ΤΡΙΤΟΣ
Τί ναν την κάνεις την ανέσωστη, άπραχτη πεθύμια;
ΠΡΩΤΟΣ
Τί ναν το κάνεις τ’ αδειανό, τ’ άνεργο απέραντο;
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Το στέρφο απέραντο τί ναν το κάνεις;

ΟΙ ΕΦΤΑ
Θά ’ρθει η μεγάλη η νύχτα και θα νιώσουμε φταίχτες.
Και τί θ’ αποκριθούμε στο δίκοπο ρώτημα της μαύρης σφίγγας:
τί φάγαμε και τί ήπιαμε και τί δαγκώσαμε,
τί σφίξαμε στα σκέλια μας, τί τρύπες ανοίξαμε, τί αποπατήσαμε;

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Το λίγο, το διαβατικό και το ευκολόσβηστο, σαν πιότερο είναι
απ’ τ’ όλο κι απ’ τ’ ανέφθαρτο· — κείνο ζυγιάζει,
κείνο βαραίνει σάμπως τ’ όργανο του αντρός στη φούχτα της γυναίκας —

ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Κείνο φουσκώνει την κοιλιά κι απέ τα στήθια·
ΤΡΙΤΟΣ
Κείνο μεθάει τις σταφυλόρωγες, τις μύγες και τα καλαμπόκια·
ΠΡΩΤΟΣ
Κείνο μακραίνει το χλιμίντρισμα του αλόγου μες στο δάσος.

ΤΡΙΤΟΣ
Αχ, πώς και τί θ’ αποκριθούμε στη μεγάλη νύχτα;

ΠΕΜΠΤΟΣ
Θ’ αφουγκραστούμε των σκυλιώνε τ’ αλυχτήματα στον κάμπο κάτω
και τα πατήματα του τυφλού μουλαριού γύρω τριγύρω στο πηγάδι
και τα τριξίματα του ξύλου και του σίδερου στο μάγκανο.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Γύρο το γύρο —τυφλός κύκλος— κάνει κι αυτό τη δουλειά του
καρτερικά, ταπεινά, με τα δεμένα του μάτια στη βαθιά αστροφεγγιά,
βγάζει νερό, ποτίζει τα περβόλια, τα μποστάνια, — βοηθάει.
ΕΚΤΟΣ
Όλα βοηθάνε — τί να πούμε; Μπήκαμε μέσα μας. Μείναμε.

ΕΒΔΟΜΟΣ
Γύρο το γύρο μέσα μας. Κάθε κλεισμένος γύρος μέγα μάτι
και βλέπει ό,τι δεν έχει, και τ’ άπιαστο πιάνει,
και τίποτες δεν του ’ναι βολετό να μεταλλάξει.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Εμείς κρατάμε ολάκερο το μυστικό του κόσμου αμοίραστο,
αυτό που πέφτει στον καθένα χώρια ολάκερο —
ολάκερο και μόνο κι ακομμάτιαστο κι απρόσφερτο.

ΟΓΔΟΟΣ
Μπροστά στης μερμηγκοφωλιάς την πόρτα κάθεται τ’ άνεργο αστέρι,
μετράει αμήχανα τα δάχτυλά του, δε μετράει·
θέλει να πει: «δεν είναι που φωτίζω, μα είναι που ’μαι φως». Δε λέει τίποτα.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Σώπαινε· σώπαινε. Η αλήθεια είναι μόνη, είναι αμίλητη.
Η αλήθεια είναι αθώρητη, ανωφέλευτη. Σωπαίνετε.
Άσε να σε κουρσεύουν. Δε γίνεται αλλιώτικα. Κράτα
τούτη την ησυχία του αναπόφευγου, την ύστατη γνώρα,
την ύστατη γέψη γλυκιά, — γέψη του σάλιου σου του ίδιου
απάνου στα πικρά σου χείλη, απάνου στην πληγή σου,
γλείφοντας με τη γλώσσα σου πάλι και πάλι
την πρώτη, την κατάπρωτη πληγή του κόσμου απ’ όπου γεννηθήκαμε,
δίχως αναπαμό, πάλι και πάλι, δίχως θεράπεψη —

ΠΕΜΠΤΟΣ
Μια γέψη από καινούργιο αρχίνισμα — ασταμάτητη γέννα —
ΕΒΔΟΜΟΣ
άσκοπη γέννα· κι ο καρπός γλυκύς, μελωμένος
μόνο και μόνο γιατί πέφτει ριζώνοντας πάλε
μέσα σ’ ολάκερο τ’ άσκοπο, το άπατο,
τ’ άγριο, τ’ ανήλεο, το τρικέρατο, τ’ αυτόβουλο.

ΟΓΔΟΟΣ
Σκοπός βαθύς, μυστικός —και ν’ αφουγκράζεσαι τα ποτάμια να τρέχουν—
και χάρη σου: ν’ ακούς και να ρυθμίζεσαι και να ρυθμίζεις.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Μην είναι αυτό που λένε γέψη αθανασίας
μέσα στο στόμα του θανάτου; — γιατί ο θάνατος
ασταμάτητος είναι — μεγάλο ποτάμι και τρέχει —

ΟΙ ΕΦΤΑ
Α, γέψη αθανασίας — γιατί ο θάνατος αθάνατος είναι,
γιατί μόνος ο θάνατος αθάνατος είναι.

ΕΒΔΟΜΟΣ
Ας ακουστεί τουλάιστο η αλήθεια κι ύστερ’ απ’ το θάνατό μας.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Τότες μονάχα μπορεί ν’ ακουστεί· — τους νεκρούς πια δεν τους φοβούνται·
ούτε οι νεκροί φοβούνται.
ΤΡΙΤΟΣ
Οι νεκροί
δεν είναι αντίπαλοι, — τους δέχονται, τους παραδέχονται.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Κι ούτε έχει σημασία αν είναι αργά, γιατί δεν είναι
να χαρείς τη δικιά σου αναγνώριση, μα η αναγνώριση να μείνει
θάμπος, καημός και γνώρα της μεγάλης μοίρας,
παρηγοριά του καθενού, καθάρια δικαιοσύνη, ελευθερία,
παρηγοριά του κάθε μακρινού, μελλούμενου αδερφού μας.

ΠΡΩΤΟΣ
Γιατί να μείνει; Πώς να μείνει; Ποιό τ’ όφελος;

ΟΙ ΕΦΤΑ
Γιατί να μείνει; Τί να μείνει; Βοήθεια ποιά; Και σε ποιόνα;

ΕΒΔΟΜΟΣ
Αχ, όλα στου γκρεμνού τα χείλια πρέπει ναν τα παίξεις
ώσπου να βρεις τ’ ακέριο πρόσωπό σου, ώσπου να πράξεις
εκείνο που ’σαι συ κι άλλος κανένας, — πλούτισμα του κόσμου.

ΠΡΩΤΟΣ
Το λόγο «πλούτισμα» ξεστόμισες ξανά δίχως ναν τον πιστεύεις·
δίχως ναν τον πιστεύουμε κουνάμε πάλε το κεφάλι.

ΟΓΔΟΟΣ
Ας σβήσουμε πια τη φωτιά· δε χρειάζεται· — δε φωτάει, δε ζεσταίνει·
μηδέ κι οι γλώσσες της φλόγας μιλάνε — τίποτα· ασάλευτες·
κανένα μήνυμα δε δίνουνε· οι θεοί δε δέχουνται
θυσίες από τα χέρια μας, μηδέ την τσίκνα απ’ τα μεριά· μηδέ κανένα
πουλί καλοσήμαδες βγάζει κραυγές· τα πουλιά χορτασμένα
από αίμα και σάρκες αδελφών αλληλοσκοτωμένων.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Σώπα και μη σ’ ακούσουν πάλι· — τα δεινά του δικαίου δεν τελεύουν.
ΤΡΙΤΟΣ
Αχ, μόλις κάναμε ν’ ανοίξουμε το στόμα μας
να πούμε κατιτίς για το σκοινί που τρίζει στο δοκάρι,
ΕΒΔΟΜΟΣ
για το μαχαίρι που σκουριάζει ασκούπιστο μες στο αίμα,
ΤΡΙΤΟΣ
για το βαρύ φτεροκόπημα των πουλιώνε στο σύθαμπο,
ΠΕΜΠΤΟΣ
για τα φύλλα που μαύρισαν μεμιάς σα ναν τ’ άρπαξε της πυρκαϊάς το χνώτο —
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Και το σκυλί αλυχτούσε κιόλας
στη βορινή πύλη, ακουμπώντας τα δυο του ποδάρια
απάνου στην πεσμένη ασπίδα. Τα δυο τους ακόντια
στέκονταν το ’να στ’ άλλο αντικριστά, μπηγμένα στο χώμα.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Κανένας απ’ τους δυο δε νίκησε μηδέ νικήθηκε. Μονάχος νικημένος
ήτανε κείνος κει που πρόσταξε να χτυπήσουνε τα ταμπούρλα της νίκης
και βιάστηκε να βάλει τα καλά του.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Μόλις κάναμε
να δείξουμε με το δάχτυλο, όχι το φταίχτη ολόισα
μα τα εφτά κυπαρίσσια και το ίδιο μας το νύχι
που μάκρυνε μονομιάς κακοσήμαδα, οι αρχόντοι
σηκώσαν κατά πάνου στ’ άσπρο μας κεφάλι τη χρυσή τους ράβδο,
στείλανε πίσω μας τα σκυλιά τους, τα σίδερα, τη σιωπή, το πουγκί τους —

ΕΚΤΟΣ
Ατοί τους που ποτές με το χέρι τους δε σιάξανε τίποτες,
όλα θαρρούνε πως μπορεί ναν τ’ αγοράσουνε. Ποιός λόγος
μπορεί να μπει στ’ αυτί τους βουλωμένο με χρυσάφι και κόμπασμα;

ΟΙ ΕΦΤΑ
Μόνο η οργή του λαού, τα κλειστά πρόσωπα φωτισμένα απ’ τα μέσα,
μόνο η μεγάλη βουβαμάρα του λαού κάτου από τα παλατιανά μπαλκόνια,
το στυλό μάτι που ’ναι απόφαση και πράξη κιόλας,

ΠΕΜΠΤΟΣ
το πεσμένο τσουράπι του παιδιού και το λυμένο ζουνάρι του λεβέντη,
ΕΒΔΟΜΟΣ
και το νεκρό παλικάρι μες στα κόκκινα γαρίφαλα και στις σημαίες,
ΠΡΩΤΟΣ
να φέγγει η όψη του σαν το νεράκι στο ισκιωμένο πλατανόρεμα,
ΟΙ ΕΦΤΑκαι το βουητό από τα ξυνάρια, τα δικράνια, τα φτυάρια
που δε σκάβουν τη γης μα το μεσημεριάτο αγέρα
κόβοντας φέτες φέτες το λιόφωτο, — τούτο μονάχα
τρυπάει τ’ αυτί τους και το καύκαλό τους. Τί ναν τα κάνεις τα λόγια;

ΕΒΔΟΜΟΣ
Τα λόγια τα σοφά, στη σιωπή σπουδαγμένα, στρογγυλεμένα
απ’ το δάρσιμο του μέσα νερού, γυαλισμένα
απ’ τα πολλά παράταιρα κύματα, τα ταιριασμένα τέλος
στο αιώνιο κύλισμα, το όμοιο, — δε φελάνε τα λόγια.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Είναι ώρα πια να σωπάσουμε. Τα σύνεργα της μαντικής τα μαζέψαμε.
Και το μεγάλο ραβδί από σουρβιά, το χιλιοόμματο,
το κρύψαμε κι αυτό μες στη μακριά κασέλα μαζί με τις δάφνες,
μαζί με τα ρούχα για τις σκόλες και με τ’ άσπρο σκιάδιο για τις λιτανείες της ανομβρίας
μαζί μ’ ένα σακούλι λεβάντα. Τί πια να προμαντέψεις;

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Το μίσος; το άδικο; το φόνο; την κλεψιά; το φτόνο; την αιώνια εχθρότη;
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Έλληνες μ’ Έλληνες να σφάζουνται πιότερο απ’ όσο με τους βαρβάρους;
ΕΒΔΟΜΟΣ
Θηβαίοι με Αργείους; Σπαρτιάτες μ’ Αθηναίους; Μεγάλες στάλες αίμα
στις μαρμάρινες σκάλες, — με τα χρόνια μαυρίζουν, ξασπρίζουν,
ΕΚΤΟΣ
μοιάζουνε μ’ όμορφα μενεξελιά νερά του μάρμαρου, — σε ξεγελάνε.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Μέσα σ’ ομορφοπλούμιστα κανίσκια μ’ άσπρες ταινίες
κρύβουν νυφιάτικα φορέματα από κόκκινες φλόγες·
ΠΕΜΠΤΟΣ
και τα σφαγμένα παιδιά κάτου απ’ τ’ άσπρα τριαντάφυλλα·
ΤΡΙΤΟΣ
στα χιλιοσκάλιστα ποτήρια, φαρμάκι·
ΠΡΩΤΟΣ
στις χρυσές πόρπες, τα λιανά καρφιά, τ’ αθώρητα.

ΕΒΔΟΜΟΣ
Μες στους λουτρώνες βράζουν το νερό με φύλλα λυγαριάς και δαφνόκουκα,
κι έχει έναν ήχο τριπλόφωνο το κόχλασμα·
ΤΡΙΤΟΣ
γιομίζει ατμούς η κάμαρα· μεγάλα πρόσωπα, πρησμένα,
άσπρα και κούφια ανηφορίζουν στο ταβάνι, στέκουν
μπροστά στα παραθύρια, σπάζουνε στα καπνισμένα δοκάρια.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Κι η μάντισσα με τα ξεφωνητά της, τί έκανε μαθές, τί πρόλαβε;
ΕΒΔΟΜΟΣ
Κομμένο το κεφάλι της απ’ το κορμί της,
κρεμάμενο στο δέντρο απ’ τα ίδια τα μαλλιά της,
ΠΡΩΤΟΣ
και τα μεταξωτά φουστάνια της, ένα μικρό μπογαλάκι, πεταμένο
πλάι στη μεγάλη ματωμένη ασπίδα.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Α, οι μαντικές, βαθύλαλες φωνές της, — ποιό τ’ όφελος
γι’ αυτήνα και τους αλλουνούς; Έτσι να τρέχουν
ξεχτένιστες φωνές μέσα στη νύχτα, ν’ ανεβαίνουν
απ’ τα πηγάδια, απ’ τα πιθάρια κι απ’ τους καπνοδόχους.

ΠΡΩΤΟΣ
Και τ’ άλογα αφηνιάζανε στο κάτου ρέμα. Τί να μιλήσεις;

ΟΙ ΕΦΤΑ
Μη δε θυμούμαστε που κουβαλάγαν στους μακριούς αραμπάδες
τ’ αγάλματα των θεών τα ολόχρυσα; — τα κόψανε κι αυτά χοντρή μονέδα
βάλαν απάνου και του βασιλιά τη βούλα με την περικεφαλαία
για να πλερώσουν τους ξένους στρατιώτες να χτυπήσουν τους ντόπιους.

ΕΒΔΟΜΟΣ
Τούτα δεν ήντουσαν κραξιές πουλιών, κρυφά μαντέματα·
τα ’δαν τα μάτια μας· πέσαν και στη δικιά μας ράχη· — δεν τα μπόδισε ο λόγος μας.

ΠΡΩΤΟΣ
Απάνου στη χρυσή καρέκλα, ανάμεσα καθρέφτη και κλειστό παράθυρο,
βρήκανε τα σαντάλια του φονιά κι ένα μπουκάλι λάδι.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Το σπαθί του κρεμότανε πίσω απ’ την πόρτα.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Άνοιγες, έκλεινες την πόρτα, το σπαθί κουδούνιζε από μόνο.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Και πια μήτε να μπεις μήτε να βγεις· — και το σπαθί τ’ ονοματίζανε τιμόνι.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Άντε, τώρα, να πεις, να ξηγήσεις, να δείξεις. Κανένας δε θέλει
να δει, ν’ ακούσει, — πολυπαθισμένοι, βουλώνουν τ’ αυτιά τους·
χώρια που σου σφαλάν το στόμα πριν τ’ ανοίξεις. Το σπαθί ναν το λένε τιμόνι.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Κι όποιος κρατήσει μια στιγμή τιμόνι, αποξεχνάει το πλήρωμά του.
Κάνει δικό του το κουπί και το χέρι, το πανί, το κατάρτι,
το φορτίο, το καράβι, το νερό, το ταξίδι —
ΤΡΙΤΟΣ
τρανό τιμόνι για μικρό —το ίδιο κάνει·— όλη η δόξα δικιά του·
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
όλη η κυβέρνια δικιά του — η μια πάνου στην άλλη·
ΠΕΜΠΤΟΣ
κι οι αθρώποι σκυμμένοι κάτου από χίλιες κυβέρνιες,
ΕΒΔΟΜΟΣ
ως με την πρώτη του αθώρητου κείνου τρανού τιμονιέρη.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Κι ατός του αποξεχνάει ποιός σιάχνει το καράβι,
ΤΡΙΤΟΣ
ποιός φορτώνει το κρασί και το λάδι,
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
ποιός τραβάει το κουπί, ποιός ιδρώνει —

ΕΒΔΟΜΟΣ
Μα το μεγάλο κύμα δεν ξεχνάει κανέναν
μήτε τον ψηλομύτη τιμονιέρη μήτε το τρανό κατάρτι —

ΠΡΩΤΟΣ
Τσακισμένα σανίδια και κομμένα κουπιά, κι οι νεροκολοκύθες
να φέγγουν κίτρινες, την άλλη μέρα, στη μπουνάτσα,
ΠΕΜΠΤΟΣ
δίπλα σ’ ένα κασόνι σφραγισμένο, μ’ ένα μαύρο νούμερο πάνου,
σκέτο νούμερο, αξήγητο — όχι όνομα.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Κι ύστερις, νά, ο καινούργιος τιμονιέρης
κι η καινούργια σημαία στο καινούργιο κατάρτι.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Και πάλε οι κουπολάτες ιδρωμένοι, απαυδημένοι, κάτου,
ΠΕΜΠΤΟΣ
να σκύβουν μια και να τεντώνουνται, να ξανασκύβουν,
ΕΒΔΟΜΟΣ
σάμπως να προσκυνάν τον τιμονιέρη, σα να λένε ναι στη μοίρα.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Και λάμπουν πολυδύναμα τα μούσκλα τους κάτου απ’ τη λιοκαμένη πέτσα τους,
ΠΡΩΤΟΣ
Και λάμπουν οι σταγόνες του ίδρωτα στις τρίχες του κόρφου τους,
κι είναι καημός και θάμα ο κόσμος — ένας κόμπος σκληρός στο λαιμό σου —

ΟΙ ΕΦΤΑ
Γουλιά στυφή, γουλιά ξινή, πάει κι έλα η αναγούλα στο λαρύγγι σου,
πάει κι έλα ο κόμπος αναφιλητό, πάει κι έλα,
κόμπος βαθύς το θάμασμα μπροστά στο χρυσοπόρφυρο λιόγερμα,
μπροστά στη δύναμη, το κάλλος, την υπομονή τ’ αθρώπου,

ΕΒΔΟΜΟΣ
Εχ, πονηρά γερόντια, μη κι αλλάζουμε τάχατες
το ξινό σε γλυκό; — ξεγέλασμα των αλλουνών, δικιά μας παρηγόρια —

ΤΡΙΤΟΣ
Αχ, τέχνη λέω το τέχνασμα: να δίνεις την ολπίδα που δεν έχεις — κούφια λόγια·
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
κούφια και μασημένα λόγια — να χτυπιέται το ’να στ’ άλλο —
ΠΕΜΠΤΟΣ
άσπρο και μαύρο να χτυπιέται· — λόγια καθάρια
σαν κάτου απ’ το ήσυχο νερό, τα στρογγυλά, πολύχρωμα χαλίκια —

ΕΚΤΟΣ
Κι όλα τα χρώματα να σμίγουν στο ήσυχο γαλάζιο,
ΕΒΔΟΜΟΣ
να σμίγουν στο βαρύ, τ’ αργό, το απέθαντο μαύρο,
ΟΓΔΟΟΣ
και το μαύρο να λιώνει μες στο ολόγδυμνο άσπρο, και να φαίνεται
στο βάθος βάθος ο μέγας αχινιός μενεξεδένιος,
ο κοκαλιάρης ό άγιος αχινιός, ο ασάλευτος, ο πολυσάλευτος,
ΕΚΤΟΣ
άσαρκος, με τα κόκαλά του μόνο αρματωμένος,
ΠΕΜΠΤΟΣ
μ’ εφτά λουρίδες σάρκα κόκκινη κλειστή κι αυτή μες στο καυκί του,
ΠΡΩΤΟΣ
μ’ εφτά ουράνια τόξα κόκκινα αυγουλάκια στη μέσα του αρμύρα.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Μόνος ο άγιος αχινιός, μυριόχερος,
μυριόγνεφος, μυριάγκαθος, σαν την καρδιά του κόσμου.

ΕΒΔΟΜΟΣ
Τί να μιλήσεις το λοιπό; Τί να ευκηθείς; — ανάθεμα, ευλογία;
ΠΕΜΠΤΟΣ
Καράβι δίχως τιμονιέρη, δίχως τιμόνι;
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Πώς θα κουνήσει το καράβι; πού θα πάει;

ΠΕΜΠΤΟΣ
Για τον καθένα ένα καράβι; — πού και πότε;
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Θα πήξει η θάλασσα· — το ’να κουπί χτυπώντας τ’ άλλο — αντάρα.
ΟΙ ΕΦΤΑ
Είδαμε τη σφαγή στα γόνατα της δόξας. Δε μάθαμε ποιανού το φταίξιμο.
ΠΡΩΤΟΣ
Να πεις η αχορταγιά, να πεις το χρυσάφι;
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Να πεις το νύχι του αητού κι η μέσα ανημπόρια;
ΕΒΔΟΜΟΣ
Ποιός σπέρνει
ετούτη την κακιά πεθύμια; — δεν είδαμε.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Τις προάλλες
στείλανε τους καλύτερους γερόντους στ’ αντίθετο στρατόπεδο·
πήγανε δώρα πολλά, φέρανε πιότερα· βολευτήκαν κι εκείνοι·
τα κανονίσανε συναμετάξυ τους· — κανείς δεν έμαθε πιο πέρα.

ΤΡΙΤΟΣ
Οι νεκροί ξώμειναν στον κάμπο· — είχε φεγγάρι·
αστράφταν οι σπασμένοι τροχοί κι οι πεσμένες ασπίδες.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Την άλλη μέρα κουβαλάγανε τους σκοτωμένους πάνου στα θυρόφυλλα.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Δεν ξέραμε ποιός είχε νικήσει. Άλλοι σκούζανε· άλλοι δερνόνταν· άλλοι ζητωκραυγάζανε.
ΠΡΩΤΟΣ
Περνάγαν τ’ άλογα, σήκωναν σκόνη — δεν έβλεπες τίποτα.
ΤΡΙΤΟΣ
Σ’ ένα μικρό σταμάτημα, γυάλιζε χάμου ένα παγούρι. Νύχτωνε.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Όσοι δεν είχανε δικούς τους νεκρούς, δεν ξέραν τί να κάνουνε —
να κλαίνε; να χειροκροτάνε; —ποιόν;— Ακούστηκε για λίγο κάποιος κόκορας.
Είπανε: πιάσαν τον προδότη, —ποιόν;— τον κρεμάσαν κι εκείνονα.
Είπανε: θ’ άλλαζε ο καιρός· θα κατακάθιζε η σκόνη κι η κάψα.
Μπορεί να φύσαγε μια στάλα απ’ το πευκόφυτο — δε φύσηξε.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Οι ζωντανοί οργιζόνταν με τους ποθαμένους· βλαστημάγαν, ιδρώναν·
ΕΚΤΟΣ
αφήνανε τις τάβλες καταγής, βγάζαν τις πουκαμίσες τους, κατουράγαν·
ΠΡΩΤΟΣ
άχνιζε πάνου το φεγγάρι σα λεκάνη ζεστό γάλα·
ΤΡΙΤΟΣ
πέρασε κι ο τυμπανιστής μ’ ένα μεγάλο κιβώτιο, τοίχο τοίχο·
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
βρέθηκε κάποιος σκοτωμένος σε στύση·
ΠΕΜΠΤΟΣ
έγινε σούσουρο· —θυμούσαστε;— μεγαλοδύναμο, ξανθό παλικάρι·
ΠΡΩΤΟΣ
τρέξανε τα κορίτσια να τον κλάψουν· — δεν μπορέσαν·
ΕΒΔΟΜΟΣ
σήκωσε το σπαθί του ένας άντρας, κυνήγησε τον κόσμο·
άφησε χάμου την ασπίδα του, τον σήκωσε στα χέρια,
τράβηξε στο ποτάμι, χάθηκε πίσω απ’ τον καλαμιώνα.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Σαν ξέμπλεξαν με τις ταφές, γυρίσαν σπίτια τους.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Κρεμάσαν τ’ άρματα στον τοίχο, κι ένα μικρό φυλαχτάρι
κρεμάμενο σε μια χοντρή κλωνιά λερωμένη·
ΕΒΔΟΜΟΣ
βάλανε δυο κουκιά λιβάνι κι ένα κάρβουνο στο κεραμίδι.
ΤΡΙΤΟΣ
Και τα πιάτα στην πιατοθήκη ήταν σαν άσπρα πρόσωπα
πατικωμένα στον τοίχο αράδα αράδα·
και σάλιαζε τ’ αλάτι στο κιουπάκι της κουζίνας μ’ όλο που ’χε κάψα.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Κλείσαν τα παραθύρια, κλειδώσαν την πόρτα, βάλαν κι ένα λιθάρι από πίσω.

ΠΡΩΤΟΣ
Κι έμεινε το φεγγάρι καταμόναχο, σπιθοβολώντας στα γυαλιά των τειχιώνε,
αχνίζοντας ολάκερο τον κάμπο. Κι ολονυχτίς ακουγόνταν τα τριζόνια
ξεφρενιασμένα, πιο καυτά, πιο δυνατά κι απ’ το λιοπύρι της μέρας.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Έμεινε μόνο το φεγγάρι, η σιγαλιά, κ’ εμείς να σπουδάζουμε
τις χίλιες σπίθες που ’παιζαν στις στέγες, την πεθύμια, τη δόξα,
το γκρέμισμα, το θάνατο και τ’ άρματα που ξώμειναν στον κάμπο
πιο πεθαμένα απ’ τους νεκρούς, φέγγοντας ήσυχα στο φεγγαρόφωτο.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Αχ, πες ποιός σπέρνει την πεθύμια για κέρδητα, για δόξα;
Ποιός πόνος πες και ποιός φόβος; Ποιό δείλιασμα
σηκώνει τη σπάθα; Ποιό απόκρυφο τρέκλισμα
κρατάει τη ραχοκοκαλιά τ’ αθρώπου ντούρα;

ΕΒΔΟΜΟΣ
Κι η ανήξερη γυναίκα, με το γιο της που πλάγιαζε, — ποιό το φταίξιμό της;
ΤΡΙΤΟΣ
Κι ο γιος της, ο άμοιρος, πήρε των ομματιών του, με βγαλμένα μάτια, κι έφυγε
ΠΡΩΤΟΣ
με το μεγάλο, αόμματο χέρι του μες στη μικρή φούχτα της κόρης.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Αχ, τ’ άφταιγο του αδικημένου και του αδικητή, — τ’ άφταιγο πες του κόσμου·
κι ο μέγας φταίχτης πάντοτες κρυμμένος. Τα μεσάνυχτα ακούσαμε
μια πέτρα που ’πεσε από πάνου, ψηλά· κύλησε ώρα στις πέτρες
κι έσβησε πέρα, απόμακρα. Δε μάθαμε από πού
έπεσε η πέτρα, πού κύλησε. Τον ήχο
καλά τον θυμούμαστε· τον κράτησε τ’ αυτί μας απείραχτον —
ήχος βαθύς και στεγνός, στο μαλακό κι ογρό αστροφέγγισμα.

ΟΓΔΟΟΣ
Όμορφος ήχος, μυστικός, φιλικός, σμίγοντας ήσυχα
δυο άγνωστα σημεία — την αρχή και το τέλος. Το ανάμεσα
είναι ο δικός μας χώρος, ανάλλαγος, χιλιόμορφος. Τούτον τον ήχο
εμείς τον είπαμε: ωραίο· εμείς του δώσαμε όνομα —

ΕΚΤΟΣ
Μπορούμε κιόλας να τον παραστήσουμε μες στη σιωπή μας.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Μπορούμε κιόλας να τον πράξουμε στο λόγο,
ίσως αλλάζοντάς τονε, μια και τον αρχινάμε εκεί που τέλεψε.
ΟΙ ΕΦΤΑ
Εμείς του δίνουμε μάκρος — τη δικιά μας συνέχεια,
τον τρόπο που εμείς τον ακούσαμε και που τον παραστήσαμε — δικό μας έργο
κατάγναντα σ’ αυτή τη σκοτεινή, κατάστιλπνη ματαιότη.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Όμως κι ο ήχος τελεύει —

ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Και τ’ όνομα που του δώκαμε τελεύει —

ΕΚΤΟΣ
Και το που τον είπαμε: ωραίο, δεν ξεγελάει κανέναν,
μήδε και μας τους ίδιους. Τελεύουμε και μεις.

ΠΡΩΤΟΣ
Η κουκουβάγια μύρεται πάνου απ’ τ’ αμπέλια.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Είναι το μήνυμα· — δεν το προσέχουμε· κάνουμε σα να μην τ’ ακούσαμε.
ΤΡΙΤΟΣ
Ο δραγάτης, που φυλάει τ’ αμπέλι, σωπαίνει.
ΠΡΩΤΟΣ
Το σκυλί, που φυλάει το δραγάτη, αλυχτάει το φεγγάρι.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Κάλλιο ν’ ακούς το σκυλί και τ’ ακρινά φύλλα.

ΠΡΩΤΟΣ
Ύστερα βλέπεις κρυφά απ’ το παράθυρο που περνάει ο δραγάτης.
ΤΡΙΤΟΣ
Το πρόσωπό του και τα ρούχα του βρεγμένα απ’ τ’ αστέρια· το βήμα του
μαλακό πάνου στο χορτάρι·
ΠΡΩΤΟΣ
τ’ ακούει ο λαγός
και χάνεται στο δάσος·
ΤΡΙΤΟΣ
ο τοξότης
ακούει το σιωπηλό λαγό·
ΕΒΔΟΜΟΣ
κι ο θάνατος
ακούει το δραγάτη, το σκυλί, την κουκουβάγια, το λαγό, τον τοξότη.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Κι εμείς ν’ ακούμε το θάνατο, παραμονεύοντας ήρεμα
το παραμόνεμά του και το παραμόνεμά μας· έτσι να βλέπουμε
τ’ άμετρα κείνα μάτια πίσω απ’ τα καλάμια και τ’ αραποσίτια,
ήσυχοι εμείς, απαλλαγμένοι. Και κείνα τα μάτια
σμίγοντας τις ξεχωριστές τους λάμψες σε τεράστια φωταψία —

ΕΒΔΟΜΟΣ
Α, η αψηλή φωταψία του απέραντου —
ΕΚΤΟΣ
φωταψία σταθερή κι αποκρεμάμενη στον αέρα
ΤΡΙΤΟΣ
σμίγοντας με τ’ αστέρια, τα ποτάμια, τα φύλλα,
ΠΕΜΠΤΟΣ
σμίγοντας με την κόψη του αλετριού και του τραπεζομάχαιρου,
ΕΒΔΟΜΟΣ
με το γυαλί του ρολογιού και τους καθρέφτες μες στις κάμαρες —

ΠΡΩΤΟΣ
Και το τόξο σπασμένο, πατημένο στο χώμα·
ΕΒΔΟΜΟΣ
Και το σημάδι της πανάρχαιης πληγής μια λακκουβίτσα
με λίγο παστρικό νεράκι που σπιθοβολάει·
ΠΕΜΠΤΟΣ
Και το τομάρι του λαγού στην κούνια του νιογέννητου στρωμένο.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Και με το λάλημα του πετεινού, την άλλη μέρα, στο φράχτη,
ξεχνάμε πάλε —πώς ξεχνιόμαστε και πώς ξεχνάμε—

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Χωρίζει πάλε το ’να χέρι απ’ τ’ άλλο.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Χωρίζει το ’να μάτι απ’ τ’ άλλο.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Η μια πέτρα απ’ την άλλη στον τοίχο.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Η μια σταγόνα απ’ την άλλη στο ποτάμι — χωρίζει.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Στιγμές στιγμές, στη δύναμή μας μπιστευτήκαμε, — ποιά δύναμη;
Θαρρέψαμε πως ήμασταν αλάβωτοι, — δεν ήμασταν.
Ξεχάσαμε αυτή τη φωταψία· — συχνά την ξεχνάγαμε.
Πικραθήκαμε απ’ τ’ άδικο, πληγωθήκαμε πάλε, οργιστήκαμε
για την κλεψιά, για το σφετέρισμα. Καλοί συνεργάτες δε γίναμε·
δεν ξέραμε να σκύψουμε το κούτελο, να βοηθήξουμε
στ’ άρπαγμα, στο ξεγέλασμα, στο κρύψιμο· δεν μπορούσαμε
να μην είμαστε λεύτεροι.
Η αλήθεια είναι μόνη —
μόνη, κατάμονη, μανταλωμένη, λεύτερη.

ΟΓΔΟΟΣ
Ο αληθινός είναι μόνος κι ανήμπορος, χιλιομανταλωμένος
απ’ τα σινάφια των σφετεριστώνε. Δε γλιτώνει κανένας.
Μονάχη λευτεριά μας η μονάξια μας λέω.

ΕΒΔΟΜΟΣ
Μας την κλέβουν κι αυτή, μας ξεγυμνώνουνε κι απ’ τη σιωπή μας.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Πώς να το κρύψουμε τούτο το φως; Πώς να κρυφτούμε;
ΕΒΔΟΜΟΣ
Τούτο το φως που μας φωτάει, μας ξεχωρίζει, που φωτάει, (αλήθεια, τί φωτάει;)

ΟΙ ΕΦΤΑ
Έρχουνται με τη μάγγαινα, με το χαμόγελο, με το χρυσάφι,
με την κρυφή φοβέρα, με γυμνά σπαθιά, με τα μπλεγμένα νήματα. Προστάζουν:
ΠΕΜΠΤΟΣ
— «Λέγε, τί δίνεις;»
— «Τίποτα δεν έχω».
ΕΒΔΟΜΟΣ
— «Λέγε, τί βλέπεις;»
— «Τίποτα δε βλέπω».

ΟΙ ΕΦΤΑ
Δε συχωρνάν το τίποτα· το ’χουν για κρυφοστόχαστο· το σκιάζουνται
σαν τη σιωπή, σαν το πολύ, σαν το όλα.
— «Λέγε», λένε.
— «Ξέχασα, αλήθεια λέω· δεν ξέρω τίποτα, δεν έχω τίποτα·
ξέχασα, ξέχασα, ξεχάστηκα».
— «Τί ξέχασες;»
— «Δεν ξέρω τί ξέχασα. Δεν ξέρω».
Κι αλήθεια
ΕΒΔΟΜΟΣ
ξεχάσαμε την αλήθεια, χαμηλώσαμε, πικραθήκαμε·
ΠΕΜΠΤΟΣ
ελπίσαμε πάλε, καρτερέσαμε, γελαστήκαμε·
ΤΡΙΤΟΣ
ξεχάσαμε το τίποτα, μπλεχτήκαμε, φοβηθήκαμε·
ΠΕΜΠΤΟΣ
οργιστήκαμε πάλε, σκλαβωθήκαμε μες στην οργή μας —

ΟΙ ΕΦΤΑ
Τον έρωτα τουλάιστο να ξανάβρουμε, είπαμε·
το θάνατο τουλάιστο να ξανάβρουμε• να τον πιστέψουμε,
όσο μακριά κι όσο αργά να τον προσμένουμε.

ΤΡΙΤΟΣ
Τηράξαμε πάλε στο γύρισμα του δρόμου.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Με το γύρισμα του χρόνου τηράξαμε
τα όμορφα παλικάρια. Περάσανε
τον Τρυγητή το μήνα με κανίσκια και λαγήνια.

ΠΡΩΤΟΣ
Ήρθανε, βάψανε με μούστο τ’ αγάλματα·
ΤΡΙΤΟΣ
κόκκινα αγάλματα· —τ’ αγαπήσαμε·— κόκκινα παλικάρια.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Ζηλέψαμε τα μαύρα, μελωμένα σύκα στα κανίσκια τους.
ΠΡΩΤΟΣ
Ζηλέψαμε τα κρουστά βαλανίδια — κόκκινα και κείνα·

ΤΡΙΤΟΣ
Δε μας είδανε. Φύγανε — κόκκινοι στο λιοπύρι.
ΠΡΩΤΟΣ
Πήγανε στο ποτάμι να πλυθούν. Ρίξαν τα ρούχα τους στ’ άσπρα χαλίκια.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Πίσω απ’ τις λυγαριές ήταν κρυμμένα τα κορίτσια· — τους πήρανε τα ρούχα.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Βγήκαν εκείνοι απ’ το νερό· ψάχναν γδυμνοί· δε βρήκαν τίποτες.

ΠΡΩΤΟΣ
Τότες ακούστηκαν πίσω απ’ τις λυγαριές των κοριτσιών τα γέλια.
ΤΡΙΤΟΣ
Τ’ αγόρια πέσαν πάλε στο ποτάμι. Τα κορίτσια απόμειναν
μόνα τους, με τη μυρουδιά της λυγαριάς, με τις πέτρες.

ΠΡΩΤΟΣ
Μόνα τους με την πικραμένη μυρουδιά απ’ των αγοριών τα ρούχα.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Σκυφτές εκεί, τ’ άπιαστο σώμα τους να σιάχνουν
πάνω στο σκήμα που ’χε μείνει στ’ άδεια παντελόνια τους, στ’ άδεια πουκάμισά τους.

ΠΡΩΤΟΣ
Τ’ αγόρια δε φανήκαν ώς το βράδυ· — μπορεί και να βγήκανε
ΤΡΙΤΟΣ
στο πιο κάτου χωριό· μπορεί και να πνιγήκανε. Οι μανάδες τους
ΠΕΜΠΤΟΣ
μπήξανε το κερί στη μέση του ψωμιού, το ανάψαν,
ΕΒΔΟΜΟΣ
κι αφήκαν τα ψωμιά στο ρέμα ν’ αρμενίζουνε μαζί με το φεγγάρι
ΠΡΩΤΟΣ
να τρεμοφέγγουν τα κεράκια στο νερό, να τραμπαλίζουνται
ΠΕΜΠΤΟΣ
δίπλα στα μαύρα κουκουνάρια που κατηφορίζαν κι αυτά με το ρέμα.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Εμείς μείναμε μόνοι, όλη μέρα, κάτου στον κάμπο·
γλείψαμε με τη γλώσσα μας το μούστο απ’ τ’ αγάλματα,
απ’ τα μαλλιά τους, απ’ τα γόνατά τους, απ’ τα χείλια τους· —
γδάραμε τη γλώσσα μας — μάτωσε· πονέσαμε.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Τ’ αγάλματα ξανάγιναν άσπρα· τα σαγόνια μας κόκκινα.
ΠΡΩΤΟΣ
Ήταν ζεστά τ’ αγάλματα απ’ τον ήλιο· ζεστός ο μούστος· — μεθύσαμε.
ΟΙ ΕΦΤΑ
Ύστερα μπήκαμε στο ναό — δεν προσευχηθήκαμε.

ΠΡΩΤΟΣ
Ήταν δροσιά και σκιά μες στο ναό. Γύρα γύρα
ήταν η ζέστα απ’ τις φωνές των τζιτζικιών, απ’ το τρανό μεσημέρι,
απ’ τ’ ακίνητα φύλλα που στεγνώναν.

ΤΡΙΤΟΣ
Καρτεράγαμε
ώς να βραδιάσει· να γυρίσουν στο στάβλο οι αγελάδες,
μη δουν τα κόκκινα σαγόνια μας.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Το απόγιομα
μπαίναν μια μια στο ναό οι μακροπλέξουδες γυναίκες,
πανώριες — κι η χρυσή πεντάλφα ανάμεσα στα στήθια τους·
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
βλέπαν εμάς τους τυφλούς· ησυχάζαν· στεκόντανε·
ΕΚΤΟΣ
άγγιζαν τους μαρμάρινους θεούς στα κρυφά μέλη τους·
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ύστερα βγαίνανε σαν αγιασμένες κι ένοχες· στο πλατύ μέτωπό τους
είχαν μια φωτεινή, μενεξεδένια σκιά —

ΠΡΩΤΟΣ
Μπορεί και να ’ταν
ο ίσκιος απ’ το λαιμό κείνου του ουράνιου κύκνου
ΠΕΜΠΤΟΣ
ή απ’ τ’ ακροφτέρουγο του αητού που ανάρπασε τ’ όμορφο παλικάρι.
ΕΚΤΟΣ
Βαδίζανε
ανάμεσα στα πλήθη αμίλητες, με τη μοναχική περφάνια τους·
ΠΡΩΤΟΣ
το πρόσωπό τους έφεγγε πάνω απ’ την αγορά σαν ανασαίνοντας
τους μυστικούς τριανταφυλλώνες της εσπέρας.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Τότες γυρίσαμε και μεις — μούστος δεν ήταν πια στα χείλια μας —
με το μικρό, δροσερό χέρι του αποσπερίτη πάνου στα στήθια μας,
με χνούδια απ’ τ’ αγκάθια μες στα γένια μας, — σεβάσμιοι πάλι.

ΕΚΤΟΣ
Μας καλησπέρισαν οι αγρότες· τους καλησπερίσαμε·
ΟΓΔΟΟΣ
πάλι τυφλοί, κοιτάξαμε πάνου απ’ το μέτωπό μας τα πετούμενα,
ΤΡΙΤΟΣ
σπουργίτια, σουσουράδες, χελιδόνια, ψαλιδίζοντας
τον άμετρο ουρανό, βαθύ και διάφεγγο, χρυσορόδινο,
ΕΚΤΟΣ
όλο και πιο βαθύ, γαλαζοπράσινο, ασημόχαλκο.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Γύριζαν οι γυναίκες απ’ τη βρύση με στάμνες στον ώμο τους.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Η μια είχε στα μαλλιά της ένα κίτρινο γαρίφαλο.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Η άλλη στον κόρφο της ένα κλωνάρι ροδοδάφνη.
ΠΡΩΤΟΣ
Τ’ άλογο που πέρασε στο δάσος ήταν άσπρο.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Πίσω απ’ τα μάτια μας ήταν ατέλειωτο φέγγος.

ΤΡΙΤΟΣ
Μη τάχατε του καθενού η πεθύμια είναι κι η μοίρα του;
ΠΕΜΠΤΟΣ
Αυτή που σφραγίζει κρυφά το κούτελό μας απ’ την κούνια μας,
πριν βγάλουμε το πρώτο δόντι, πριν ακόμη κι απ’ τη γέννα μας;

ΕΚΤΟΣ
Αχ, η πεθύμια που προστάζει, που ορίζει την κίνηση
του ποδιού, του χεριού, — αυτή που ορίζει τις πράξες, τα ονείρατα·
ΕΒΔΟΜΟΣ
και πάνω στ’ αλώνι που παλεύουμε κορμί με κορμί, μαζί της παλεύουμε,
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
και μια ναν τη νικάμε, μια να μας νικάει· και πάντοτες
ναν της αντιστεκούμαστε — πάντοτες νικημένοι, πάντοτες πέρφανοι·
ΕΚΤΟΣ
και στην υποταγή μας και στην άρνησή μας, πάντοτες άφταιγοι.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Όμως το πέσιμο, το από τα πριν σημαδεμένο, αυτό δεν το δεχτήκαμε.
Κι ουδέ που μάθαμε τί να ’ναι κείνο που τ’ αθρώπου το πρόσωπο τελειώνει.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Η υποταγή του τάχα στην πεθύμια του;
ΤΡΙΤΟΣ
Η αντίστασή του τάχα στην πεθύμια του;

ΟΙ ΕΦΤΑ
Και στο δυονώ την άκρη, πέρα, απόμερα,
θαρρώ που κάθεται η μετάνοια αδάκρυτη,
μπορεί και δακρυσμένη, —δεν την καλοβλέπεις,— σκεπασμένη
με το μακρύ, σκοτεινό πέπλο, που της κρύβει σώμα και πρόσωπο —
ασάλευτο άγαλμα, από μαύρη πέτρα, στο τέλος κάθε δρόμου.

ΟΓΔΟΟΣ
Άγαλμα της πικρής περφάνιας, με τα ένθετα γυάλινα μάτια
σπιθίζοντας κρυφά και δίβουλα πάνου απ’ τ’ αποκαΐδια.
Κι αυτά ’ναι που τα λένε, και τα λέμε, ανθρώπινα άστρα,
πάνου απ’ τα τόσα μας πεσίματα, πάνου απ’ τις λίγες προκοπές μας.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Κι ούτε που φαίνουνται πάντοτες, — κουράζουνται κι αυτά, σφαλάνε.

ΠΡΩΤΟΣ
Βλεφάρισμα νερού πίσω απ’ τα φύλλα, ξεγέλασμα.
ΤΡΙΤΟΣ
Κωλοφωτιές στα χωράφια, σπιθίσματα απ’ των βοσκών τα τσακμάκια.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Κι η νύχτα έχει βάτα πολλά, κι αφάνες και φτέρη και δεντρολίβανο.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Διανέματα πολλά και σπίθες — έτσι κι αλλιώς είναι όλα.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Ο νερουλάς κοιμάται με το σβέρκο δροσισμένο πάνου στο σταμνί του.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Μες στο σεντούκι ανασαλεύουν τα παλιά μας ρούχα απ’ άλλα χρόνια.
ΠΡΩΤΟΣ
Στις αυλές έξω είναι χυμένοι μαύροι σπόροι από καρπούζια.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Δεν ξέρω τί ’ναι τούτο· λίγωμα είναι· μια σουβλιά στο στομάχι.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Είναι η χαρά να οσμίζεσαι, ν’ ακούς, να νιώθεις — αναγάλλια.

ΠΡΩΤΟΣ
Αχ, ναι, και μ’ όλα τούτα, ναι, αναγάλλια. Η μυρουδιά της ντομάτας
είναι στυφή και χνουδάτη. Τ’ αγγουριού η ροδέλα
σαν της βάζεις αλάτι ιδροκοπάει μικρές σταγονίτσες.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Ένα μεγάλο φύλλο μουσμουλιάς πέφτει βαρύ βροντολογώντας
πάνου στον κόρφο της γυναίκας που κοιμάται στην ταράτσα
εκεί που λιάζουν τη μαύρη σταφίδα, — η γυναίκα δεν ξυπνάει.

ΤΡΙΤΟΣ
Στα πατητήρια σωπαίνουν οι φωνές· — εκεί ό,τι γίνεται είναι κόκκινο,
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
το σίδερο, τα πόδια, το τραγούδι, οι πέτρες, ο ληνός, το κροντήρι,
ΠΕΜΠΤΟΣ
και το σκοινί που ανεβοκατεβαίνει στο πηγάδι.

ΕΚΤΟΣ
Τα παιδιά που γεννιούνται από τότε σ’ εννιά μήνες, είναι κόκκινα.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Έχουν δυο βούλες μούστο στα μάγουλα, και μια στον αφαλό τους.

ΠΡΩΤΟΣ
Πάνου στις στέγες φτερουγάν τα μυστικά ζούδια της νύχτας μαζί με τ’ αστέρια,
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
σκνίπες, κουνούπια, μικρές και μεγάλες πεταλούδες·
ΠΡΩΤΟΣ
πέφτει στον τοίχο ο ίσκιος τους, διάφεγγο δίχτυ
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ανεμισμένο ψηλά, ρίχνοντας διαβατάρικα τετράγωνα ασημένια στα λαγήνια.

ΤΡΙΤΟΣ
Τα δαυλιά που ανάψαν από λόφο σε λόφο, σβηστήκανε.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Τ’ άλλα δαυλιά περάσανε στο δάσος· χαθήκανε.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Τα τύμπανα ακουστήκαν πίσω απ’ τα βουνά· ζυγώσανε.
ΕΚΤΟΣ
Περάσανε μπροστά στις πόρτες· τραντάξαν τον τόπο.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Τραβήξαν απ’ την άλλη μεριά· ξεμακρύναν· βουβάθηκαν.

ΤΡΙΤΟΣ
Πίσω απ’ τα παραθύρια στεκόνταν οι γυναίκες.
ΠΡΩΤΟΣ
Ο λύχνος ήταν ένα σπαθί αναμμένο.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Τα παιδιά τρόμαζαν. Η σκιά του σκαμνιού μεγάλωνε στον τοίχο,
γινόταν μαύρος πύργος μ’ εφτά κλεισμένες πόρτες και τρεις κουκουβάγιες.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Τα τύμπανα περάσαν, βουβαθήκαν, χαθήκανε.
Έμεινε μόνο η σιγαλιά σε μισόκυκλα ατέλειωτα γύρω τριγύρω.
Άσπρη, κρουστή, τριζάτη σιγαλιά, έτσι που μένει τ’ αλάτι
μες στου κολυμπητή τ’ αυτί· κι η νύχτα ξασπρίζει.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Λες να ’ναι αυτό που νοστιμίζει ξανά το ψωμί και τον ύπνο;

ΕΒΔΟΜΟΣ
Της σιγαλιάς τ’ άσπρο αλάτι· — το νοστιμίζει, αλήθεια,
και το φιλί και το νερό.
Μη τάχατε η νοστίμια του είναι
το που το βρήκαμε από μόνοι μας, το που το κουβαλήσαμε στις φούχτες
ΠΕΜΠΤΟΣ
από πέρα, μακριά, μες απ’ τα βράχια, απ’ τις ξερές λακκούβες,
ΠΡΩΤΟΣ
σαν ασημένιο κόνισμα του φεγγαριού, σαν τάμα,
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
άσπρο, γυαλιστερό, απ’ τις ζέστες του καλοκαιριού· κομμάτι πάγος
ΠΕΜΠΤΟΣ
για του άρρωστου το κούτελο·
ΤΡΙΤΟΣ
μικρά μικρά καθρεφτάκια
ναν τα κουνάμε μέσα στο περβόλι και να ρίχνουμε τ’ αντίφεγγο
στα μάτια του περαστικού που στέκει και χαμογελάει.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Μικροί μικροί καθρέφτες να κοιτιόμαστε κι ελόου μας
και να χτενίζουμε τα γένια μας. Μια ανάπαψη είναι.

ΕΚΤΟΣ
Μια πάψη μικρή που εμείς τηνε μακραίνουμε· μια λησμοσύνη.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Να πάρουμε μια στάλα ανάσα. Μα είναι και νοστίμια
τούτο τ’ αλάτι τ’ άσπρο σαν πηγμένο δάκρυ· — νόστιμο είναι.

ΠΡΩΤΟΣ
Κι η γυναίκα σκουπίζει τα μάτια της στην άκρη της ποδιάς της.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Έτσι γονατισμένη βγάζει τα παπούτσια, τα τσουράπια του αντρός της.
ΠΡΩΤΟΣ
Με τα δαχτύλια της, ένα ένα του σκουπίζει τα δαχτύλια των ποδιώνε του απ’ τη σκόνη —
ΤΡΙΤΟΣ
κόκκινο χώμα, μαύρο χώμα, αντρειά και ξύγκι.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Εκείνος ξέρει. Κλείνει τα μάτια.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Εκείνη ακουμπάει τις δυο πατούσες του στα δυο βυζιά της
και τον τηράει ανεμπόδιστα. Βουβαίνεται ο κόσμος.

ΠΡΩΤΟΣ
Απ’ όξω ακούγεται ένας ήσυχος θόρυβος
έτσι που το νερό στην ακροποταμιά πηγαινοφέρνει τα χαλίκια.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Κι εμείς απ’ όξω, με την άσπρη σιγαλιά, με το φεγγάρι,
εμείς με τον ήσυχο θόρυβο — εμείς μέσα μας.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Κάτι μεγάλο, κάθε τόσο, γίνεται· μεγάλο πράμα
όξω και μέσα.
ΤΡΙΤΟΣ
Είναι ο έρωτας τάχα;
ΠΕΜΠΤΟΣ
Είναι ο θάνατος τάχα;
ΕΚΤΟΣ
Πόλεμος είναι
με τον έρωτα και με το θάνατο.
Κι ο πόλεμος έρωτας.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Αχ, η μαγκούφα η ζωή, μεγάλο πράμα, μαθές. Κι ο έρωτας πόλεμος είναι.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Έρωτας είναι — πιο μεγάλος απ’ τον κάμπο.
ΠΡΩΤΟΣ
Πιο μεγάλος
απ’ το ποτάμι, τ’ αμπέλια, τα πλατάνια.
ΤΡΙΤΟΣ
Πιο μεγάλος
απ’ τις συκιές, τις λεύκες και τα κυπαρίσσια.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Τ’ αγόρια
ντάλα καταμεσήμερο το σκάνε απ’ το στρώμα τους,
κουρσεύουν τις κορτσιές, τα πιάνει κοιλόπονος,
αποπατούνε στην αράδα στο γρασίδι.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Μια αγριάδα
είναι τα μάτια τους, μαζί και μια λύπη.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Τηράνε
ο ένας τ’ αχαμνά τ’ αλλουνού. Συλλογιούνται.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Οι μύγες κάθουνται στη γύμνια τους. Κι αυτοί συλλογιούνται.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Άγριοι και λυπημένοι, — συλλογιούνται, συλλογιούνται, μεγαλώνουν.

ΤΡΙΤΟΣ
Μια τραχιά μυρουδιά, κι η μυρουδιά της κάψας και του καμένου χόρτου.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Μια μυρουδιά από λάμψη στεγνή κι από ξένο ταξίδι.
ΠΡΩΤΟΣ
Και τα μεγάλα φύλλα της φραγκοσυκιάς είναι γεμάτα αγκάθια.
ΤΡΙΤΟΣ
Σαρκωμένα φύλλα, χοντρά, στο ’να χωράφι ανάμεσα και στ’ άλλο.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Μεγάλο πράμα, ναι· πήδος πάνου απ’ τ’ αγκάθια· τίναγμα του κορμιού τ’ αψήλου.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Γδαρμένο γόνατο, σκισμένη πατούσα, κι η πετριά στο μελίγγι.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Και τ’ άλογα έχουν ένα μεγάλο, μαύρο σήμαντρο κάτου απ’ την κοιλιά τους.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Μια μαύρη σκόλη, αξήγητη, σημαίνουν ώς πέρα στα λιόφυτα.

ΠΡΩΤΟΣ
Και τα τζιτζίκια ξεφωνίζουν, και τα νερά τρέχουν.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Κι οι χτύποι στο σιδεράδικο είναι πόδια γυμνά που πατάνε στη φωτιά.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Και τα σταφύλια ζεματάνε — δεν τρώγουνται.
ΠΡΩΤΟΣ
Και τα γκόρτσια είναι στυφά, στυφά, στυφά.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Εχ, μια μεγάλη ανορεξιά — μια ξέχωρη όρεξη· — και δεν τελειώνει.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Ο μικροπουλητής κοιμάται κάτου απ’ τη μικρή άσπρη τέντα.
ΠΡΩΤΟΣ
Γύρω του αγαλματάκια πήλινα, λύχνοι και ζώνες,
ΤΡΙΤΟΣ
χτένες, κουμπιά, σταμνιά και κομπολόγια
ΠΡΩΤΟΣ
κι ομοιώματα κερένια από κηπουρικά εργαλεία
ΤΡΙΤΟΣ
και καθρεφτάκια χάλκινα μ’ ερωτικές σκηνές, καρφίτσες, και μαντίλια.

ΕΒΔΟΜΟΣ
Άξαφνος άνεμος φύσηξε· πήρε ψηλά ένα μαντίλι.
ΠΡΩΤΟΣ
Το μαντίλι ζυγιάστηκε στον αέρα, στάθηκε ασάλευτο.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
«Είναι πουλί», φωνάξαν τα παιδιά. Το πιο μεγάλο αγόρι
σημάδεψε με τη σφεντόνα, το ’ριξε πίσω απ’ τα πεύκα.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Πόλεμος είναι ο έρωτας, μεγάλος πόλεμος, δόξα και τύψη.
Από παιδιά το συλλογιόμασταν — τί να ’ναι τάχατες; τί να ’μαστε;
Αργά που νύχτωνε τότες. Και τ’ άστρα ήταν στυφά σαν τα γκόρτσια,
στυφά σαν τα βατόμουρα. Κι οι γυναίκες καρτέραγαν.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Αυτές ανοίγαν τα παράθυρα, ν’ αλλάξει ο αγέρας, να δροσιστούν οι κάμαρες.
ΕΚΤΟΣ
Είχαν τις έγνοιες τους με τα τραπέζια, με τα χρέητα, με το σπίτι·
κρυφό κουβεντολόι με τα ντουλάπια, τα τσουκάλια, τα σφουγγαρόπανα·
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
με το μύλο του καφέ, με το μεγάλο γουδί, με τα χαβάνια.

ΕΚΤΟΣ
Κάνανε πως τους έσβηνε το σπίρτο, πως τίποτα δεν είδαν.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Αφήναν γι’ αργότερα ν’ ανάψουν το λυχνάρι.

ΕΒΔΟΜΟΣ
Και, ναι, μαθές, που τα βατόμουρα λερώνουν, και το χώμα λερώνει.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Κι ούτε που φταίξαν τα παιδιά σε τίποτες· — κανένας δε φταίει.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Και τα κεράσια λερώνουν, και το σπέρμα και της συκιάς το γάλα,
ΠΕΜΠΤΟΣ
και τα σταφύλια και τα γκόρτσια, και το κάτουρο κι η στόχαση.

ΠΡΩΤΟΣ
Η στόχαση, όχι, — μην το λες. Τα ονείρατα και το τραγούδι, δε λερώνουν.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Ούλα λερώνουν, ούλα. Δε λερώνει τίποτες.

ΤΡΙΤΟΣ
Οι γυναίκες το ξέρουν καλύτερα. Γι’ αυτό σωπαίνουν.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Σωπαίνουν κι ανάβουν στο τέλος το λυχνάρι. Είναι ήσυχες.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Ήσυχες, ναι, κι άπραγες, ναι, κι αξήγητες,
γιατί καλά το ξέρουνε πως τίποτα δε βγαίνει με τίποτα
ΕΒΔΟΜΟΣ
μήτε με την ορμήνια, μήτε με το παρακάλιο, μήτε με το μάλωμα,
ΠΕΜΠΤΟΣ
μήτε με την κατάρα, μήτε με την προσευκή, μήτε με το μαχαίρι,
ΕΒΔΟΜΟΣ
μήτε και με το κλάημα, — το ξέρουν και κλαίνε.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Μονάχα με το σμίξιμο, με την υπομονή και το καρτέρεμα
κάτι μπορεί να βγει.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Βγαίνει το βρέφος· — η ζωή πορεύεται.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Κι εκείνες μένουν πίσω· — όχι, καθόλου πίσω·
μπροστά, μπροστά, μέσα στον κουρνιαχτό που οι ίδιες σηκώνουν με τα ξυπόλυτα πόδια τους
ξεπίτηδες, από σεμνότη, για να μη φαίνουνται.

ΟΓΔΟΟΣ
Καλόμοιρη η τυραγνισμένη, — κρύβεται· κρύβει την αναγάλλια της
μην τη βασκάνει κακό μάτι. Αν μοιράσεις στα δέκα
της κλίνης τη χαρά, τα εννιά μερτικά πέφτουν σ’ εκείνηνα
και το ’να στον άντρα.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Γιατί ο έρωτας είναι
ο σφάχτης μαζί και το σφαχτάρι — σφάξιμο και σκούξιμο.
ΤΡΙΤΟΣ
Βάζει ο άντρας το μαχαίρι· η γυναίκα βάζει το αίμα.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Παίρνει η γυναίκα το σφάξιμο, μαζί και το σκούξιμο.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Μασάει το μαχαίρι και χορταίνει και χοντραίνει.

ΕΚΤΟΣ
Λιγνεύει ο άντρας, ασκημαίνει, φέγγουν τα πλευρά του,
πάει να γιομίσει μ’ άνεμο ό,τι χάνει — ψηλομύτης. Τι ο άντρας
σπέρνει κι αδειάζει, βάζει τα παπούτσια του, φεύγει.

ΕΚΤΟΣ
Μα εκείνη μένει και μαζεύει και φυλάει κι αυγαταίνει
ΠΕΜΠΤΟΣ
κι ονειρεύεται στον ίσκιο του σπιτιού, στα μυστικά λαμπυρίσματα
που της ρίχνουνε τα κουταλοπίρουνα και τα τεντζέρια
ΠΡΩΤΟΣ
ή το μοναχικό κλαδί της αγριοπασχαλιάς που της χτυπάει το τζάμι
ΤΡΙΤΟΣ
ή το πουλί που τινάζει τα φτερά του απ’ τις στάλες της βροχής στο περβάζι
ΠΕΜΠΤΟΣ
ή το ποντίκι που ξετρυπώνει απ’ το πάτωμα, σ’ ώρα ήσυχη
και την κοιτάει στα μάτια. Όλα, της έρημης, δικά της μοιάζουν να ’ναι.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Όλα σαν το φαλλό του αντρός της τα θωρεί — και το κλαδί και το πουλί και το ποντίκι
και τα κουταλοπίρουνα και το γυαλί της λάμπας
και κείνες τις γλυμμένες πέτρες, μακρουλές, που τις μάζευε
στην ακροποταμιά, σαν κατέβαινε να πλύνει τα ρούχα
και τα ’λιαζε πάνου στις μυρτιές· — όλα δικά της.

ΕΒΔΟΜΟΣ
Γιατί η γυναίκα νειρεύεται, και, πάνου απ’ όλα, καρτεράει και γεννάει.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Αχ, όλοι καρτεράν· κι όταν κλειδαμπαρώνουνε τις πόρτες, καρτεράνε πάλε,
κι οι γέροντες και τα παιδιά και τα βρέφη. Όλοι κοιτάν πίσω απ’ τα σύγνεφα,
μέσα στις τσέπες τους, πίσω απ’ τον ίσκιο του άχερου,
πίσω απ’ τα ρούχα τα δικά τους που κρέμονται στην πρόκα.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Όχι που κρύβουν τίποτες. Καρτεράνε και ψάχνουν.
ΤΡΙΤΟΣ
Όλα μηνύματα είναι και μαντέματα κι άγνωρα καρτερέματα.
ΠΡΩΤΟΣ
Κι η σκιά του κότσυφα που πέφτει στα τειχιά σα μολύβι
ΠΕΜΠΤΟΣ
Και το ποτήρι που ραγίζει μόνο του στο ράφι
ΠΡΩΤΟΣ
Και το σεντόνι που σαλεύει χωρίς να φυσήξει
ΕΒΔΟΜΟΣ
Και το κυπαρισσόμηλο που πέφτει ξάφνου στο ποτάμι.

ΠΡΩΤΟΣ
Κάθεται η γριά στην ανεμόσκαλα, με τ’ άσπρα της μαλλιά χυμένα ώς τις φτέρνες της.
ΤΡΙΤΟΣ
Ο σκορπιός πετρωμένος στο κατώφλι της αποθήκης.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Ο άλλος Σκορπιός ψηλά, πιο πέρα απ’ τη Λύρα.

ΠΡΩΤΟΣ
Περνάει ο φανοκόρος με τη σκάλα του·
ΠΕΜΠΤΟΣ
ανάβει τα σιδερένια λαδοφάναρα με τα σμιγμένα διπλόφιδα·
ΕΒΔΟΜΟΣ
φωτίζονται οι λεύκες· βγαίνει το φεγγάρι.
ΠΡΩΤΟΣ
Ύστερις, ίσκιοι από μικρά, ασημένια σύννεφα
τρέχουν στους λόφους και στον κάμπο. Γυρίζουνε τ’ άλογα.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Ο άντρας ξεφορτώνει το μουλάρι — δεμάτια ξερά καλαμπόκια.
Πλένει τα χέρια του στο βρυσάκι του κήπου.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Στάλα τη στάλα, αργό νερό, ξεχασμένο,
σταλάζει απ’ το πλατύ κληματόφυλλο κι απ’ τον τρύπιο σωλήνα.
ΤΡΙΤΟΣ
Στάλα τη στάλα τ’ άστρο πάνω μας και μέσα μας.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Όλα μαντέματα, μηνύματα — μια ανατριχίλα· τίποτες.
Κι όλα προσμένουν ναν τα πούμε — όχι ναν τα ξηγήσουμε· ναν τα πούμε μονάχα.

ΠΡΩΤΟΣ
Φορές φορές σου φέρνουν πόνο, φορές αναγούλα.
ΤΡΙΤΟΣ
Και πώς να τα πούμε; και γιατί; και τί να πούμε;
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Γι’ αυτό και τα ψωμιά είναι σιωπηλά σαν τα πανάρχαια ξόανα·
ΤΡΙΤΟΣ
σαν πρόσωπα σπαργανωμένα με καραβόπανο.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Κείνη η πανάρχαιη πείνα, όχι δική μας, ανέγνωρη, ξένη —
πόνος και φόβος, κι η τρανή ανορεξιά, κι η αναγούλα —

ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Ήντουσαν, βλέπεις, από δίπλα τα ταμπάκικα· — έζεχνε το πέτρινο αυλάκι.
ΤΡΙΤΟΣ
Φόραγαν οι ταμπάκηδες μακριές ποδιές από γδαρμένα τομάρια.
ΠΡΩΤΟΣ
Τις νύχτες ζωντανεύαν τα πετσιά, τρώγανε τους ταμπάκηδες, παίρναν τους δρόμους.
ΤΡΙΤΟΣ
Τις νύχτες που δεν είχε φεγγάρι, κάθουνταν μπροστά στις πόρτες.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Μα τότες έπιανε μια δυνατή βροχή· — ξεκαθάριζε ο τόπος.
ΠΡΩΤΟΣ
Μέρες και νύχτες η νεροποντή κρουνέλιζε με το τουλούμι.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Κατέβαιναν απ’ το βουνό μεγάλα νερά· το ποτάμι ξεχείλιζε.
ΤΡΙΤΟΣ
Έσουρνε το ποτάμι στο διάβα του καβαλίνες, τομάρια.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Έπαιρνε τα παλιά καρεκλοπόδαρα, τα στρίποδα, τα κάντρα.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Έπαιρνε τις γελάδες απ’ του βασιλιά τους στάβλους.
ΕΚΤΟΣ
Έπαιρνε το ραβδί του βασιλιά, και του φτωχού τ’ αλέτρι.

ΕΒΔΟΜΟΣ
Έπαιρνε τα σφαχτά και τη σφαγή — λαμπυκάριζε ο χρόνος.
ΕΚΤΟΣ
Έπαιρνε το χαμό μαζί, σαν άσπρη πάπια ν’ αρμενίζει στο ρέμα του.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Κι ένα άσπρο παιδιακίσο πεδιλάκι — ανέμυαλο, πικρό πλεούμενο
να τραμπαλίζεται ολομόναχο κατακορφής του κυμάτου· — λαμπικάριζε η πλάση.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Μαλάκωνε το χώμα, μοσκοβόλαγε μέλι στυφό από ξυλοκέρατα.
ΠΡΩΤΟΣ
Γιομίζαν οι πατημασιές των βοδιών με λαγαρό νεράκι.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Το υπομονετικό γαϊδούρι κούναγε τ’ αυτιά του.

ΕΒΔΟΜΟΣ
Κι οι πεθαμένοι μαζευόνταν στις σπηλιές για στα χαλάσματα
για μες στα σπίτια· βρίσκαν τόπο· — οι ζωντανοί κάναν στην μπάντα.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Οι πεθαμένοι καταλάβαιναν τα λόγια της βροχής, μουσκεύαν, κρυολογούσανε,
τουρτούριζαν, φτερνίζονταν κάτω απ’ τα υπόστεγα της αγοράς· κάτι καρτέραγαν κι εκείνοι —

ΕΒΔΟΜΟΣ
Καρτέραγαν τη θύμησή μας — μια μνημόνεψη, τα κόλλυβά τους,
ΠΕΜΠΤΟΣ
ένα λόγο καλό και για δαύτους, την ώρα που καθούμαστε γύρω στην τάβλα,
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
ένα κομμάτι απ’ το ψωμί μας, δυο δάχτυλα κρασί, δυο δάχτυλα λάδι.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Μα πού καιρός; Όλοι τηράνε πίσω μπρος, μέσα όξω, πάνου κάτου, — καρτεράνε.

ΕΚΤΟΣ
Δεν έχει πίσω μπρος, μέσα όξω, πάνου κάτου·
όλα ένα, δώθες, κείθες, είναι· τίποτες δεν είναι.

ΕΒΔΟΜΟΣ
Κείνοι δεν έχουν ρούχα — λιώσαν· μόνο τα κουμπιά τους απομείναν.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Καμιά βολά παίζουν πεντόβολα με τα κουμπιά τους
ΤΡΙΤΟΣ
για ζάρια με τα κότσια τους· — τη μοίρα τους πια δεν τη διαβάζουν στη γυμνή τους ράχη.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Κρυώνουν, αλήθεια· ανάβουν πότε πότε μια φωτιά με τα ίδια τους τα κόκαλα,
ΕΚΤΟΣ
για να λείψουν μια μέρα κι αυτά (τί ένδοξα τάχα και ξένδοξα;) — να λείψουν.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Μια στερνή κίνηση, μια στερνή ζεστασιά με τα ξερά στεφάνια,
με τα ξερά κουκουνάρια, με τα πλατανόφυλλα,
με τα κόκαλα, με τις ξερές τσουκνίδες, για του μεγάλου αγρού το λίπασμα.

ΠΡΩΤΟΣ
Φαίνεται απ’ τα παράθυρα η φωτιά, τη νύχτα, κει κάτου.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
«Σφαλήχτε τα παραθυρόφυλλα», λέει η γυναίκα.
ΤΡΙΤΟΣ
Να μαζευτούμε μια στάλα και μεις, να βάλουμε τα μάλλινα — λέει.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Να στρώσουμε τα κιλίμια, να στρίψουμε τ’ αδράχτι.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Να δέσουμε κόμπο την κομμένη κλωνιά, να γυρίσουμε την ανέμη.

ΠΡΩΤΟΣ
Είναι καλός ο χτύπος του αργαλειού δίπλα στα παραμύθια·
ΕΒΔΟΜΟΣ
ο χτύπος λέει πως γίνεται κάτι άλλο κι ας γίνεται το ίδιο·
ΠΕΜΠΤΟΣ
και το ίδιο, χτύπο με το χτύπο, σάμπως να μακραίνει — να μακραίνει η ζήση κι ο κόσμος.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Φαίνεις ξεφαίνεις· καρτεράς· περνά ο καιρός και μήτε που τον συλλογιέσαι
κι η σκούνα του ταξιδευτή αρμενίζει πέρα·
φιλιώνει ο αγέρας κι η βροχή με το παιδί, κι ο φόβος με την έλπιση·
κι οι πεθαμένοι με τους ζωντανούς, κι ο ουρανός με το χώμα.
Χιλιάδες νήματα νερένια ανακρατάν τη γης μες στον κόρφο του θόλου.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Ετσί ’ναι και με του ήλιου και του φεγγαριού τ’ αχτιδονήματα.

ΠΡΩΤΟΣ
Και το πουλί με το ψάρι, δίπλα δίπλα, στο ίδιο δέντρο,
ΠΕΜΠΤΟΣ
απάνου στο κρουστό φαντό, που, με τα χρόνια, αραχλεύει και ξεφτάει,
ΕΚΤΟΣ
απάνου στ’ αραχλά τα λόγια, που, με τα χρόνια, σφίγγουν και δένουν
ΕΒΔΟΜΟΣ
σαν τον καρπό — σαν το κυδώνι, σαν το ρόιδι με τις χιλιάδες κουκιά μέσα του,
ΕΚΤΟΣ
τ’ άχρηστα λόγια, τα παράταιρα, τ’ αταίριαστα, τα καλά ταιριασμένα.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Πολλά μιλήσαμε, πολλά κρατήσαμε, — δεν είπαμε τίποτες.
Μύθοι και μύθοι, δικοί μας και ξένοι, μας μπλέξαν, τους μπλέξαμε·
γέροντες πονηροί, να κρύψουμε το πρόσωπό μας, να κρύψουμε
τ’ άσπρα μας μάτια που τίποτες δεν τους εκρύφτηκε —
μαντέματα, προμαντέματα, πράματα και θάματα.

ΕΒΔΟΜΟΣ
Παιδιά, γυναίκες, άντρες και ποντίκια γίναμε.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Θάμα και θάμασμα ό,τι γίναμε, ό,τι είμαστε —
μεγάλο πράμα, μεγάλο, — χαλάλι κι ο θάνατος.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Ένα ασημένιο φύλλο κάθεται στα γένια μας.
ΤΡΙΤΟΣ
Τρεις άνθρωποι στα σκοτεινά μετράνε μ’ έναν κερωμένο σπάγγο το ποτάμι.
ΠΡΩΤΟΣ
Τα κουκούτσια του μούσμουλου είναι υγρά και χρυσοκάστανα.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Αυτό το ξέρουμε καλά, —δεν το ξέρουμε;— κι είναι καλό που το ξέρουμε.
ΤΡΙΤΟΣ
Είναι όμορφο, λέω· — μια αναγάλλια, ένα τίποτα —
ΠΡΩΤΟΣ
σαν τον μικρό το βάβουρα, τον παλαβό, που κυλιέται στη λουλουδόσκονη
και γίνεται ολοσούμπιτος κίτρινος, μάλαμα, μάλαμα.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Έρχεται μια γυναίκα ξυπόλυτη, κρυφά, το μεσονύχτι,
κοιτιέται στο λάμπος της πεσμένης ασπίδας και σιάχνει τα μαλλιά της.
ΟΓΔΟΟΣ
Και κείνα τα σμιγμένα φίδια τ’ ανταμώσαμε πάλι, βραδάκι,
γυρίζοντας απ’ τους αγρούς· — ήταν ήσυχα εκεί, πλάι στο δρόμο· δρόσιζε η μέρα
κι είχε μισό χαμόγελο φεγγάρι — πιο λίγο. Δεν τα χτυπήσαμε.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Ιερή φιλία, χωρίς συφέρο και φύλο και μέτρημα και όνομα.
Ήμερη σιγουριά, με μια δροσοσταλίδα λύπη αξήγητη στο στόμα.

ΠΡΩΤΟΣ
Είναι που τ’ άσπρο σύγνεφο άγγιξε του φεγγαριού το μάγουλο
και το φεγγάρι ρόδισε.
ΤΡΙΤΟΣ
Αν ο ίσκιος του σύγνεφου
πέσει στο σπίτι, το σπίτι θα γίνει καράβι·
ΠΡΩΤΟΣ
μεγάλο καράβι φορτωμένο άσπρα αλόγατα, κι ένα ελαφάκι στην πλώρη του.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Αχ, εύφορη γης, εύφορη νύχτα, με τ’ άσπρα μαστάρια της
ταγίζοντας γάλα βαθύ τ’ άσπρα μάτια μας. Αχ, μέρεμα
της καρδιάς και του χρόνου. Τί όμορφα που νύχτωσε.

ΕΒΔΟΜΟΣ
Και το φεγγάρι ανέβηκε πάνω απ’ τους ώμους μας. Όμορφα που νυχτώσαμε.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Αχ, ησυχία τριγύρω μας και μέσα μας — μακάρια ώρα.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Κι η γνώρα αυτής της ησυχίας — πρώτη γνώρα.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Σαν αποκάλυψη, που λέει ο λόγος, μαζί κι ευτυχία.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Κι ούτε το βήμα των φρουρών έξω απ’ τα τείχη· — κοιμηθήκανε τάχα; πεθάναν;

ΟΙ ΕΦΤΑ
Απλό πράμα που ’ναι ο θάνατος κι η αθανασία.

ΠΡΩΤΟΣ
Μα τί ’ναι κείνη η κάμπια που περπατάει στο φύλλο;
ΤΡΙΤΟΣ
Τί ’ναι κάτου απ’ τα δέντρα, κάτου απ’ το χώμα;
ΠΡΩΤΟΣ
Και κείνος ο ίσκιος με τις λίμνες πίσω απ’ το φεγγάρι;
ΠΕΜΠΤΟΣ
Εμείς απομείναμε μόνοι στον κόσμο;
ΕΒΔΟΜΟΣ
Εμείς λείπουμε μόνοι απ’ τον κόσμο;

ΟΓΔΟΟΣ
Κανείς δεν έμεινε, κανείς δεν έφυγε, κανείς δε λείπει.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Απλό πράμα που ’ναι ο θάνατος κι η αθανασία.

ΠΡΩΤΟΣ
Τ’ άλογο πέρασε το στενό σανιδένιο γιοφύρι.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Τραντάχτηκαν τα σανίδια, ντιντίνισαν τα τζάμια.
ΤΡΙΤΟΣ
Μικρό σύγνεφο σκόνη ασπρίζει κάτου απ’ το φεγγάρι.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Πάει, έσβησε, — τίποτα δεν ήταν. Άκου.
ΠΕΜΠΤΟΣ
Είναι το μακρινό ποτάμι, — κυλάει.
ΕΚΤΟΣ
Είναι η φωνή του ποταμιού πάνου απ’ το ποτάμι.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Είναι τ’ ολόγιομο φεγγάρι· τα λιανά, χρυσά του φύλλα
χτυπούν στους τοίχους και στα γόνατά μας. Άκου.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Είναι ο θόρυβος από μέρες παλιές. Τις προάλλες δεν ήταν
που κουβεντιάζαν στο παζάρι; Έσκυβε ο ένας στ’ αυτί τ’ αλλουνού· κρυφογελάγαν.
Εμάς μας είχαν όξω απ’ τον κύκλο τους. Δε μας μιλάγαν.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Πρόπερσι να ’ταν τάχατες; πενήντα χρόνια πριν; χίλια χρόνια;
ΟΙ ΕΦΤΑ
Κάναμε μεις πως δε θωρούσαμε, πως δε νογούσαμε,
πως δε νοιαζόμασταν. Με τα μάτια μας χάμου στο χώμα. Το βράδυ
έφτασε ο λαβωμένος καβαλάρης μπρος στην πόρτα μας,
σωριάστηκε στο δικό μας κατώφλι, μπρος στα πόδια μας — μας είχε διαλέξει.

ΤΡΙΤΟΣ
Όμορφος που ήταν, — πιο όμορφος έτσι λαβωμένος.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Σκύψαμε πάνου του. Προφτάσαμε ν’ ακούσουμε
τα στερνά του τα λόγια. Ξεψύχησε. Και τότες, οι άλλοι:
«τί ’πε;» ρωτάγανε, «τί ανάγγειλε; τί μήνυμα έφερε;».
Και μεις, με την αράδα μας, χαμογελάγαμε, — παμπόνηροι γέροντες,
φιλόδοξοι ακόμα, θυμωμένοι ακόμα, και μ’ όλη τη γνώρα μας,
γέροντες εκδικητικοί, και μ’ όλη μας την ευτυχία,
αλύγιστοι και στη συχώρεσή μας. Βράδιαζε.

ΕΒΔΟΜΟΣ
Ένα βράδυ γαλήνιο. Κουβαλήσαν τον νεκρό σε μια σκάλα.
ΠΡΩΤΟΣ
Σ’ ένα παράθυρο ποτίζαν τις γλάστρες· έσταζε το νερό· βγαίναν τ’ άστρα.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Οι άλλοι, παρέες παρέες, κουβεντιάζαν ακόμα·
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
λόγια και λόγια, εικασίες, ρωτήματα· — δυνατά τώρα κουβεντιάζαν.

ΕΚΤΟΣ
Εμείς δε μιλήσαμε (και τί να λέγαμε;) — μια σχέση, μια συνέχεια ήταν
με τη σιωπή και με τα λόγια του νεκρού, — μήτε που τα ξεκαθαρίσαμε·
ΠΡΩΤΟΣ
μια σχέση και με τ’ άλογο που χτύπαγε την οπλή του στις πλάκες·
ΠΕΜΠΤΟΣ
και με την ερημιά του αλόγου που του πήρανε τον καβαλάρη
ΤΡΙΤΟΣ
και το ξεχάσαν μόνο, να κοιτάζει ολόγυρα, να μη γνωρίζει κανέναν,
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
να μη γνωρίζει την αστροφεγγιά, τα φύλλα, τα παράθυρα, τον τόπο.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Και μεις, οι μόνοι που γνωρίζαμε (τί τάχατες γνωρίζαμε;)
να ξεμακραίνουμε απ’ τους άλλους, να σωπαίνουμε, να φεύγουμε
κάτω απ’ τα δέντρα, μες στο απόβραδο, με την κρυφή μας περφάνια.

ΟΓΔΟΟΣ
Κι είχαμε στα δεξά μας τ’ άστρο των βοσκών
και στο ζερβί μας χέρι, μες στη ζεσταμένη φούχτα μας,
είχαμε το κοντό ραβδί με τ’ αργυρό, σμιχτό διπλόφιδο,
όχι μπροστά μας τεντωμένο σαν εξαφτέρουγο
μα κρυμμένο στον κόρφο μας, κάτου απ’ την πουκαμίσα μας,
να μας αγγίζει ερωτικά τις ρώγες, κρυμμένο
μαζί μ’ αυτή τη δύσκολη, τη μακρινή ευτυχία,
τη βαριά, την αμοίραστη, της πιο μοναχικιάς μας ένωσης.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Αχ, όμορφα που νύχτωσε. Μάντηδες ήμασταν, μαντέματα είπαμε.
Και το ήσυχο φεγγάρι ανέβηκε πιο πάνου απ’ το κεφάλι μας.
Και κείνο το άσπρο μάντεμα το θαμποχάραγο
κρέμεται μέσα στον αγέρα ολάκερο.

ΕΚΤΟΣ
Ολάκερο το βλέπουμε και το γευούμαστε.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Ολάκερο φεγγοβολά στις σκόρπιες κρήνες γύρω ολόγυρα,
ΠΕΜΠΤΟΣ
ανύπαρχτα υπαρχτό, κι αόρατα ορατό, σίγουρο κι άπιαστο.

ΠΡΩΤΟΣ
Και το νερό που κυλά είναι μονάχα ο ήχος απ’ το κύλισμα.
ΕΒΔΟΜΟΣ
Και τ’ αλέτρι δεν έχει δουλειά· μπήγεται μες στο χώμα· ξαναγίνεται δέντρο.

ΟΓΔΟΟΣ
Αυτό ’ναι το δικό μας μάντεμα. Τούτο το λόγο λέμε. Και το ξέρουμε:
τα φύλλα είναι μεγάλα, απομυζητικά, σαρκώδη·
και το δικό μας διπλοπρόφερτο όνομα μένει από αιώνες χαραγμένο
απάνου στο μαλαματένιο κύπελλο του βασιλιά Γουδέα
και μέσα στην παλάμη του όμορφου Θεού, του φτεροπόδαρου μαντατοφόρου.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Η πολιτεία κοιμάται. Κοιμούνται οι πεθαμένοι — συχάσανε.
Μονάχα εμείς νυχτερεύουμε. Και τ’ άσπρο φεγγάρι ν’ ανεβαίνει
πάνου απ’ τ’ άσπρο κεφάλι μας. Αχ, άσπρη σιγαλιά, ασταμάτητη.

ΟΓΔΟΟΣ
Άσπρο απ’ την τέλεια γύμνια στο λουτρό, κι απ’ την άλλη αναρίθμητη γύμνια,
άσπρο βαθύ της τυφλότητας, που σβήνει όλα τα χρώματα,
που κλείνει όλα τα χρώματα. Κι η κουκουβάγια σώπασε.

Απλό πράμα είναι ο θάνατος κι η αθανασία.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Απλό, — ναι; Να μη θωρείς, να μη μιλείς, να μην είσαι.
Αχ, άσπρη σιγαλιά, — δικό μας αλάτι που τ’ αφήνουμε
πίσω απ’ τα βήματά μας, πίσω απ’ τα λόγια μας — άσπρο αλάτι
για το μεγάλο καρβέλι της ζωής, το καρβέλι του κόσμου, —
κι ας μη χορτάσουμε μεις, χορτάτοι φεύγουμε, χορτασμένοι απ’ την πείνα μας.

ΠΡΩΤΟΣ
Ρίξε, φεγγάρι, τ’ αλάτι σου στην πολιτεία και στ’ άλογα,
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
όχι το λάδι το καυτό απ’ τα τειχιά, — τ’ άσπρο αλάτι,
ΕΚΤΟΣ
ν’ αστράψει η πολιτεία μαρμάρινη ώς πέρα κι αντίπερα.

ΠΕΜΠΤΟΣ
Η πληγή τσούζει με τ’ αλάτι και κλείνει.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Και μέσαθες δουλεύει η υγεία.
ΕΚΤΟΣ
Και τ’ αγάλματα ανοίγουν τα μάτια τους και θωρούν και θαμάζουν
αυτούς που τα σιάξαν και λείπουνε μέσα στ’ άσπρο το απέραντο.

ΟΙ ΕΦΤΑ
Απλό πράμα, λοιπόν, η αθανασία κι ο θάνατος.
Ώρα μακάρια. Ευλογημένη ας είναι η πλάση.
Παράπονο κανένα δεν έχουμε. Φεύγουμε.

ΟΓΔΟΟΣ
Θα μας καλέσουνε ένα βράδυ σφάζοντας τα μαύρα κριάρια
να βγούμε στη Μεγάλη Μαύρη Πύλη
να δείξουμε μακριά τα δαχτυλίδια του καπνού στον άγριο ταξιδιώτη,
και θα κρατήσουμε για μας το μέγα κύκλο του αιώνιου γυρίσματος
μαλαματένιο δαχτυλίδι με το μαύρο σφραγιδόλιθο στο δάχτυλο που δείχνει.

Θα δούνε κει που δείχνουμε — του καπνού το σημάδι που κρύβει το πιο πέρα.
Το πάνου μέρος του δαχτύλου μας, ψηλά, δε θα το δει κανένας.
Ο μαύρος, ο λαμπρός σφραγιδόλιθος, αδιάβαστος πάντα.

ΟΙ ΟΚΤΩ
Άντε, λοιπόν, καλές αντάμωσες, φεγγάρι. Θα ματάρθουμε
με το μακρύ σπαθί στη ζώνη, με τα μακριά σκουλαρίκια
και με το δαχτυλίδι εκείνο πάντοτες στο δείχτη μας. Έτσι χωρίς ασπίδα.

Τα μυστικά της μαντικής μας όλα τα ’παμε.
Τούτο τ’ αλάτι αφήνουμε πίσω μας
και τούτο το κοντό αργυρό ραβδί με το σμιχτό διπλόφιδο
αστραφτερό κι αυτό κι αδιάβαστο σαν τη μοίρα του κόσμου
ώσπου η φωτιά ναν το λιώσει κι αυτό, κι ώσπου η φωτιά κι αυτή να σβήσει.

(Εδώ και λίγο έχουν σωπάσει τα τύμπανα και τα όργανα, που ήταν σα να συνόδευαν την κουβέντα τους. Οι φωτιές έχουν σβήσει. Ένα ένα σβήνουν και τα παράθυρα. Μεγάλη, παντάνασσα πανσέληνος μεσουρανεί στο στερέωμα. Μήτε και τα βαριά πουλιά φτεροκοπάνε πάνω απ’ το θρονί του ορνιθοσκόπου. Κανένας πια οιωνός. Κανείς δε νοιάζεται να ξεδιαλύνει τίποτε από τ’ Αξεδιάλυτο. Ησυχία. Οι γέροντες βγάζουν τις περούκες τους να δροσιστούν στο νύχτιο αγιάζι. Η κίνησή τους, απλή, σα να κατάλαβαν πως είχαν αργήσει. Οι τέσσερις βγάζουν και τις γενειάδες τους, δεμένες πίσω στην κορφή του κεφαλιού τους με σπάγγο. Τα πρόσωπά τους έλαμψαν, ωραία, δυνατά, αντρικά, στραμμένα και προσηλωμένα στο φεγγάρι. Δεν ξέρεις αν είναι γέροντες που μονομιάς ξανανιώσαν ανεξήγητα, ή νέοι που συνεχίζουν να παίζουν τους γέροντες και μετά το τέλος της παράστασης. Μπορεί πάλι όλα τούτα να μην είναι παρά παιχνίδια του φεγγαρόφωτου. Μια κουκουβάγια φώναξε. Δεν έστρεψαν. Τα μάτια τους μεγάλα, διεσταλμένα, λαμπερά, ασάλευτα και σχεδόν άσπρα σαν των αγαλμάτων. Η κουκουβάγια φώναξε πάλι. Ύστερα ένας κούκος. Και τα τριζόνια και τα βατράχια και κάτι καθυστερημένα τζιτζίκια, κι οι αργές μετακινήσεις των ζώων στις αυλές, και πιο πέρα το ποτάμι.
"Απλό πράμα που ’ναι ο θάνατος κι η αθανασία".
Όχι δε μίλησε κανένας. Ο Όγδοος ανέβασε αργά το δεξί του χέρι και πίεσε με τα δυο του δάχτυλα τα βλέφαρά του. Το δαχτυλίδι του αντιλάμπισε. Το φεγγάρι πασπαλίζει τα μεγάλα τείχη με ψιλό, στιλπνό, τριζάτο αλάτι. Σα να χιονίζει. Η πολιτεία ολάκερη λαμποκοπάει σα μαρμάρινη ή σα μαρμαρωμένη. Οι Οκτώ εξαφανίστηκαν μεμιάς, σάμπως να τους ανάρπασε τ’ άσπρο φέγγος. Το κηρύκειό τους, —με τα κεφάλια τώρα των δύο φιδιών όχι αντικριστά αλλά τεντωμένα αντίθετα— απόμεινε αστράφτοντας, σε σχήμα σταυρού πια, επάνω στη Μητρόπολη, κορφή κορφή στον τρούλο της Αναλήψεως).

ΑΘΗΝΑ, ΣΑΜΟΣ, 1964–1971

Γιάννης Ρίτσος. 1983. Τειρεσίας. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1975] 1992. Ποιήματα Δ΄ (1938-1971). 11η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.