[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Γιάννης Ρίτσος
Ισμήνη
(Ένας νεαρός αξιωματικός της φρουράς είχε ζητήσει να γίνει δεκτός απ’ τη Δέσποινα του αρχοντικού. Ο πατέρας του δούλευε από παιδί στα κτήματά τους κι είχε γίνει κάτι σαν άνθρωπος του σπιτιού. Τώρα, γέροντας πια κι άρρωστος, στέλνει το γιο του μ’ ένα καλάθι φρούτα και μια γλάστρα βασιλικό, να φέρει τα σεβάσματά του και τον αποχαιρετισμό του στην τελευταία απόγονο της μεγάλης ξεκληρισμένης φαμίλιας. Η άδεια δόθηκε. Ο νεαρός αξιωματικός, με την εφαρμοστή στολή του, εύρωστος, όμορφος, με την καθάρια ελληνική εγκαρδιότητα της αγροτικής καταγωγής του, αλλά και μ’ έναν εμφανή γενικό αισθησιασμό —ασφαλώς καλλιεργημένον απ’ την επαφή του με τους ανθρώπους της πόλης κι απ’ την αργία των στρατώνων— μοιάζει ιδιαίτερα συγκινημένος, κολακευμένος και ερωτικά σχεδόν ταραγμένος μπροστά στην ευγενική αρχόντισσα την έντονα βαμμένη και σφιγμένη στον κορσέ της, που διατηρεί ωστόσο την αόριστη χάρη μιας μακρινής, σβησμένης ομορφιάς. Εκείνος αφήνει αδέξια στο πάτωμα το καλάθι και τη γλάστρα σα να ’κανε κάτι ανάρμοστο και μεταβιβάζει το μήνυμα του πατέρα του. Του προσφέρει κάθισμα απέναντι στο παράθυρο. Τον ρωτάει για την υγεία του πατέρα του, για τα κτήματα. Εκείνος μιλάει ατελείωτα για τη ζωή στους αγρούς, για τις σοδειές, τα δέντρα, τα ποτάμια, τ’ άλογα, τις αγελάδες. Εκείνη, παρότι αφηρημένη, επιδεικνύει υπερβολικό ενδιαφέρον για όλα, παρατηρώντας τα δυνατά, άβολα χέρια του πάνω στα γόνατά του. Όμορφο ανοιξιάτικο δειλινό. Το φως μπαίνει απ’ το ανοιχτό παράθυρο αχνορόδινο. Αργότερα γυρίζει στο πορτοκαλί, στο βιολετί, στο μενεξελί, ώς το βαθυγάλαζο. Απ’ τον κήπο ακούγονται τα πουλιά. Στιγμές στιγμές, κάποια ανταύγεια απ’ τα βαριά κοσμήματά της περνάει στα έπιπλα, στο μεγάλο καθρέφτη, στα τζάμια ή στο πρόσωπο του νέου, Άξαφνα, εκείνος σωπαίνει. Βραδιάζει. Μια ανεξήγητη σιγαλιά κι αναμονή, Κι ίσως γι’ ατό αρχίζει να μιλάει τώρα εκείνη σαν για να γεμίσει το κενό ή ν’ αποτρέψει την προσέγγιση κάτι άπρεπου κι αναπότρεπτου ωστόσο):
Να ’ρχεστε πότε πότε· — αυτό μου δίνει ευχαρίστηση. Εδώ πέρα
ο χρόνος είναι αργός· τίποτα πια δεν έρχεται ή δεν φεύγει,
εκτός απ’ τη συνηθισμένη αυτή φθορά στο ξύλο των επίπλων,
στα καδρόνια της στέγης, στα πατώματα, στις σκάλες,
στους σοβάδες, στα σκεύη, στις κουρτίνες, στους ρεζέδες —
αργή φθορά, μια σιωπηλή σκουριά, προπάντων στα χέρια και στα πρόσωπα.
Τα μεγάλα ρολόγια στους τοίχους σταμάτησαν — κανείς δεν τα κουρντίζει·
κι αν κάποτε στέκομαι μπροστά τους, δεν είναι για να δω την ώρα,
μα το ίδιο μου το πρόσωπο, καθρεφτισμένο στο γυαλί τους,
περίεργα άσπρο, γύψινο, απαθές, σαν έξω απ’ το χρόνο,
ενώ στο σκοτεινό τους βάθος οι σταματημένοι δείχτες,
πίσω ακριβώς απ’ το είδωλό μου, είναι ένα ασάλευτο νυστέρι
που πια δεν έχει ν’ ανοίξει ένα τραύμα, δεν έχει
να μου αφαιρέσει τίποτα — φόβο ή ελπίδα, αναμονή κι αδημονία.
Αυτή η αργή αυστηρότητα πολλαπλασιάζει την απόσταση
από μένα σε μένα, απ’ τη μια κίνηση στην άλλη,
απ’ τη μια θύμηση στην άλλη. Ένας ολόκληρος μήνας θα χρειαστεί
να περάσεις απ’ το ’να δωμάτιο στ’ άλλο. Μια αόριστη ομίχλη
στέκεται ανάμεσα στα πάντα. Πολλές φορές, τα χειμωνιάτικα πρωινά,
κάθομαι εδώ, πίσω απ’ τα τζάμια και κοιτάω φιλικά την απόσταση· στο βάθος
τυχαίνει κάποιος να περνάει καμιά φορά, ατμισμένος,
μια απρόσωπη, άσαρκη κηλίδα — κι ούτε επιχειρείς να την προσδιορίσεις
ούτε σε νοιάζει πού θα πάει —εδώ ή εκεί— το ίδιο κάνει…
Τα δέντρα
άυλα κι αυτά. Κείνες τις ώρες, αν κάποιος ξυλοκόπος
δοκίμαζε με το πελέκι του να κόψει μιαν ιτιά, ένα κυπαρίσσι,
ούτε ήχος ούτε ξύλο ούτε πελέκι.
Αυτή η ωραία αοριστία
είναι η μοναδική πραγματικότητα — φτιάχνει από μένανε μια ξένη
μακρινή κι άτρωτη σχεδόν, όπως εκείνη η κηλίδα στην ομίχλη,
και χαίρομαι αυτή την ελαφρότητα, μόλο που τη φοβούμαι κάπως.
Αν βγάλω τούτα τα βραχιόλια, αν λύσω τη νύχτα τα μαλλιά μου,
αν λύσω τα κορδόνια απ’ τα σαντάλια μου, προπάντων αν βγάλω
ετούτα τα βαριά περιδέραια, που μου κρατούν το λαιμό σα χαλκάδες,
θαρρώ πως θα φύγω προς τα πάνω, θα εξαερωθώ. Δε θα το ’θελα.
Ίσως γι’ αυτό τα φορώ. Με στερεώνουν κατά κάποιο τρόπο,
παρότι μ’ ενοχλούν συχνά· — τα φορώ και στον ύπνο μου, σα να ’μαι
ένα σκυλί που εγώ η ίδια το ’χω δέσει μπρος σε μια πεσμένη πόρτα.
Μια τάφρος σιωπής —όπως είπατε— το τριγυρίζει αυτό το σπίτι,
σεβάσμια ή όχι — ας έλειπε. Εδώ κάπου, ίσως κι εντός μου,
υπάρχει ένας στενόμακρος διάδρομος χωρίς φεγγίτες
χωρίς φανάρια, χωρίς πόρτες, — δε βγάζει πουθενά· μυρίζει
σάπιο σανίδι, σκόνη, μούχλα, κατσαρίδες, παλιωμένο χρόνο·
άνθρωποι αμίλητοι περνάνε κουβαλώντας σπασμένες καρέκλες,
μεγάλα ξύλινα κιβώτια, κάδρα, πανάρχαιους καθρέφτες —
Κάποτε πέφτει ένα κρύσταλλο, μια πρόκα ή το κατάχλωμο χέρι
μιας ελαιογραφίας στρατάρχου, ή μια ανθοδέσμη μενεξέδες
απ’ τα διάφανα, λεπταίσθητα χέρια μιας ζωγραφισμένης δέσποινας, —
κανείς δε σκύβει να τα πάρει· μήτε φαίνονται άλλωστε
μέσα σ’ αυτή την κατευναστική μονιμότητα της σκιάς, όπου όλα
έχουν περάσει στην αρμοδιότητα του ανεκμετάλλευτου, του ανέκφραστου
ή της σιωπής ή και των ποντικών.
Το μόνο που ακούγεται
είναι το βήμα των ποντικών (καθόλου το ροκάνισμά τους —
αυτά τα πράγματα δεν έχουν πια πυκνότητα, δε ροκανίζονται), μονάχα
το συρτό βήμα τους στους τοίχους και στο σώμα μας
ή μάλλον μες στο σώμα μας.
Κι είναι μια ωραία ασχολία
να παρακολουθείς αυτή την αθόρυβη κατάρρευση
σ’ ένα κενό τόσο βαθύ (χωρίς βάση και τέλος)
που σου γεννάει μιαν αίσθηση απεραντοσύνης,
κάτι σαν τις μεγάλες έννοιες που ονοματίζουμε περήφανα:
ελευθερία, αθανασία, αιωνιότητα και διάφορες άλλες.
Όχι, λοιπόν, κατάρρευση —μια κι όλα αυτά δεν έχουν από πού και πού να πέσουν·—
ένας αδέσμευτος μετεωρισμός, περίπου κάτι φτερωτό, σαν τα πουλιά, π.χ.,
που ανεβοκατεβαίνουν ή και ακινητούν μες στα φτερά τους· θα ’λεγα
μια ακίνητη πτήση μέσα στην απόλυτη, ευγενική ματαιότητα,
μια ύστατη ισορροπία — η ύστατη ελαφρότητα
όλης της ύλης — άρα και του θανάτου.
Γι’ αυτό με βλέπετε τόσο χαρούμενη —
αν λέγεται τούτο χαρά: η έλλειψη κάθε σκοπιμότητας,
κάθε φιλοδοξίας — μια εξαίσια νάρκη χειμερία
μ’ ακέρια τη συνείδηση του ψύχους, και μάλιστα μ’ ένα αίσθημα οίκτου
για κείνους που υποφέρουν απ’ το κρύο, που συζητούν για το κρύο,
που κουκουλώνονται μ’ ένα σωρό φανέλες, πανωφόρια, κουβέρτες
για να προφυλαχτούν. Ω, αυτή η αστεία φροντίδα της προφύλαξής μας —
όλο προφύλαξη, προφύλαξη απ’ το κρύο, απ’ τη ζέστη, απ’ την πείνα, τη δίψα,
απ’ την αρρώστια, απ’ το λάθος, απ’ το θάνατο· και μήτε που το βάζει ο νους μας
ότι το κρύο ανεβαίνει από μέσα μας, κι ούτε μπορείς τελικά να το αποφύγεις.
Βεβαίως, λίγη φωτιά στο τζάκι, το χειμώνα, κάτι αξίζει· —
πάντοτε μ’ ενδιέφεραν οι φλόγες με τις εύκαμπτες χορευτικές κινήσεις,
με τους πολύχρωμους, ασώματους αγγέλους, με τις σκιές τους
στο ταβάνι, στους τοίχους· — η σκιά του μεγάλου αργαλειού ή της ανέμης,
η σκιά μιας κιθάρας που κρέμεται στο στύλο· και περισσότερο απ’ όλα,
αν είναι σώματα γυμνά — μεγεθυσμένες οι σκιές των μελών τους
επάνω στο ίδιο τους το σώμα, σαν ένα άλλο σώμα
μελανό κι ερυθρό· — η σκιά του στήθους κάτω απ’ το στήθος
με τη θηλή υπογραμμισμένη· η σκιά του στόματος μέσα στο στόμα·
εκείνη η τρομερή σωματική βεβαιότητα, η εξαίσια εχθρότητα,
όπως ορθώνονται τα μέλη, και μετά το ευγενικό τους λύγισμα
μέσα σε μια βαθιά κατάνυξη, κι όχι ταπείνωση. Το λύγισμα
είναι θαρρώ το μέτρο του ύψους. Οι πάντα φοβισμένοι
δεν έχουν τη δύναμη (καθώς, λόγου χάρη, η αδελφή μου) να σκύψουν,
και το ύψος τους είναι μονάχα μια παγωμένη ακαμψία.
Ποιά η περηφάνια τους, λοιπόν; Ποιά η άνεσή τους;
Ω, η αδελφή μου ρύθμιζε τα πάντα μ’ ένα πρέπει ή δεν πρέπει,
λες κι ήταν πρόδρομος εκείνης της μελλοντικής θρησκείας
που χώρισε τον κόσμο στα δυο (στον εδώ και στον πέρα), που χώρισε
το ανθρώπινο σώμα στα δυο, πετώντας το απ’ τη μέση και κάτω.
Πολύ τη λυπόμουν. Παρά λίγο να βλάψει και μένα. Αν την δοξάσανε τόσο
ήταν γιατί τους γλίτωσε απ’ το να πράξουν το ίδιο. Στο πρόσωπό της
τιμήσαν τη δική τους αντίθεση νεκρή· — αυτοσυχωρέθηκαν,
αθωώθηκαν και ησύχασαν.
Αν είχε ζήσει, ω, σίγουρα,
θα την είχαν μισήσει. Μοναδική της σκέψη
ήταν ο θάνατος. Και τώρα λέω: μια κι ήξερε
ότι δεν ήταν τρόπος να τον αποφύγει, αντί να τον προσμένει
αργά, βαριά, γερνώντας ανωφέλευτα, προτίμησε
να τον προλάβει, να τον προκαλέσει μάλιστα, στ’ όνομα
μιας πονηρής κι ιταμής γενναιοφροσύνης, αντιστρέφοντας το φόβο
όλης της ζωής και της επιθυμίας της σε ηρωισμό, αντιστρέφοντας
τον ίδιο της αναπότρεπτο θάνατο σε μιαν ευτελή αθανασία,
ναι, ναι, ευτελή, παρόλη της την εκτυφλωτική λαμπρότητα. Πώς το άντεξε, θε μου,
αυτή η αιώνια φοβισμένη ώς το θυμό, η αιώνια τρομαγμένη
μπροστά στο φαΐ, μπροστά στο φως, μπροστά στα χρώματα,
μπροστά στο δροσερό, γυμνό νερό;
Ποτέ της
δεν άφησε τον Αίμονα να της αγγίξει το χέρι. Πάντα μαζεμένη
σάμπως για να μη χάσει τίποτε, αναδιπλωμένη στον εαυτό της,
με το ’να χέρι της χωμένο στο μανίκι του άλλου,
με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, με τα φρύδια σμιγμένα,
πρόθυμη μόνο να παρασταθεί σ’ όλες τις δυστυχίες,
νιώθοντας ίσως περηφάνια για την δυστυχία της — ποιά δυστυχία;
Ποτέ της δε φόρεσε ένα κόσμημα· ώς και τον αρραβώνα της
τον καταχώνιασε σ’ ένα σεντούκι, περιφέροντας
τη σκοτεινή αλαζονεία της μες στις νεανικές παρέες μας,
επισείοντας πάνω απ’ τα γέλια μας το σκυθρωπό της βλέμμα
σα γυμνό ξίφος ματαιότητας.
Κι αν, κάποτε,
έκανε να βοηθήσει στο τραπέζι, να φέρει ένα πιάτο, μιαν υδρία,
θαρρείς πως κουβαλούσε στις παλάμες της ένα γυμνό κρανίο
και τ’ ακουμπούσε ανάμεσα στους αμφορείς. Κανείς πια δε μεθούσε.
Μια νύχτα, παίζοντας, αγόρια και κορίτσια, πάνω στο χορό, κάποιος
είχε την έμπνευση ν’ αλλάξουμε ρούχα — να φορέσουν τ’ αγόρια γυναικεία
κι εμείς αντρικά. Κι ήτανε μια παράξενη πληρότητα, μια αδέξια ελευθερία
μέσα σ’ αυτή την αλλαγή, — σαν ξένοι στον εαυτό μας και ταυτόχρονα
σωστοί και ειλικρινείς. Μονάχα η αδελφή μου
έμεινε με τα μαύρα ρούχα της, στη γωνιά, πετρωμένη,
επιτιμητική κι αντιπαθητική. Κατεβήκαμε γρήγορα τις σκάλες,
βγήκαμε έξω στον κήπο, σκορπίσαμε. Τα κορίτσια,
ντυμένα αντρικά, ήταν πιο θαρρετά απ’ τα αγόρια. Κι είχε φεγγάρι —
ένα μεγάλο φεγγάρι σαν ταψί. Απ’ τα παράθυρα ερχόταν
η μουσική διυλισμένη απ’ τα φυλλώματα.
Ο Αίμων
φορούσε το δικό μου φόρεμα κι ήταν τόσο δικός μου
που χόρεψα μέσα στο σιντριβάνι και τα νερά κρουνελίζαν
στα μαλλιά μου, στους ώμους μου, στα μάγουλά μου,
σα να ’κλαιγα — λέει· ώσπου πάγωσα ολόκληρη κι ένιωσα να ’χω γίνει
ένα άγαλμα επίχρυσο του ίδιου του εαυτού μου, φωτισμένο απ’ το φεγγάρι,
άντικρυ στα τυφλά μάτια του πατέρα. Αυτό το ρίγος μού επανέρχεται ακόμη.
Τότε ήτανε που εχάθη για τρεις μέρες η αδελφή μου.
Θαρρώ πως είχε καταφύγει στου πατέρα σας. Αυτός μας την έφερε
πάνω σ’ ένα μουλάρι. Στο σαμάρι του κρέμονταν ανάποδα
δυο λευκές κότες κι ένας κόκορας πολύχρωμος· — μου ’κανε εντύπωση
η άνεση που είχαν στην αντεστραμμένη εκείνη στάση, — μήπως κούραση;
μήπως υποταγή; γλυκιά σοφία του αναπότρεπτου; Εκείνη ούτε τα πρόσεξε.
Η αδελφή μου θαρρείς και ντρεπόταν που ήταν γυναίκα. Ίσως αυτό
να ’ταν η δυστυχία της. Κι ίσως γι’ αυτό να πέθανε. Καθένας μας ίσως
θα ’θελε να ’ναι κάτι άλλο απ’ ό,τι είναι. Άλλος τ’ αντέχει περισσότερο ή λιγότερο,
άλλος καθόλου. Η μοίρα, καθώς λένε, μας δένει μες στον κύκλο του ακατόρθωτου
να τριγυρνάμε γύρω γύρω στο πηγάδι, όπου μέσα του μένει
κλεισμένο, σκοτεινό, αξεδιάλυτο το πρόσωπό μας. Η αδελφή μου
αρνιόταν να παραδεχτεί και να υπακούσει, — αλύγιστη η απελπισμένη.
Ωστόσο, κάποιο μεσημέρι του καλοκαιριού, που όλοι κοιμόνταν,
την ώρα που κατέβαινα ξυπόλυτη τη σκάλα, την είδα
μπρος στο κελάρι της τραπεζαρίας, με μια γαβάθα πετιμέζι στην ποδιά της,
να τρώει μεγάλες κουταλιές μουλιασμένο ψωμί. Γύρισα κι έφυγα.
Ακούστηκαν μεμιάς τα τζιτζίκια που φώναζαν στον κήπο. Δε με είδε.
Ποτέ δεν της το ’πα. Δεν έμαθε. Πολύ τη λυπόμουν.
Πεινούσε κι εκείνη (και το ’ξερε). Μπορεί και ν’ αγαπούσε. Δεν το ανεχόταν
να σκύψει μπρος στην ίδια της επιθυμία, που δεν ήταν, βέβαια,
δικό της έργο, δική της εκλογή. Μόνο το θάνατό της, — όχι·
μόνο την ώρα και τον τρόπο τού θανάτου της μπορούσε να διαλέξει.
Κι αλήθεια, διάλεξε. Κι εκείνο της το «άκλαυτος, άφιλος»,
ιδίως εκείνο το «ανυμέναιος», ήταν η μόνη της ομολογία,
η πρώτη ωραία ταπεινοσύνη της, η μόνη θηλυκή της γενναιότητα,
η τελευταία και μόνη της ειλικρίνεια, πού έτσι σα να δικαίωσε κάπως
την πικραμένη υπεροψία της. Αυτό τη συχώρεσε στα μάτια μου.
Κι εκείνο τ’ άλλο — όταν ανοίξαμε κάποτε το βάζο με το πετιμέζι
και το ’βραμε μισοάδειο, (όλοι κοιτούσαν παραξενεμένοι)
μια κοκκινίλα ανέβηκε στα μάγουλά της. Εγώ κοίταζα αλλού. Στα παράθυρα
η μέρα ήταν κάτασπρη και δύσκολη, τόσο που ευχήθηκα μέσα μου
την τύφλωση όλων για όλα. Λίγα ανόητα τριαντάφυλλα ξεμύτιζαν
από τον κήπο ώς το περβάζι. Κι ένιωσα, πρώτη μου φορά, πως ο θάνατος
δεν είναι μαύρος, αλλά άσπρος — δεν μπορείς να κρυφτείς. Δυο υπηρέτριες
τιμωρήθηκαν για κείνη την κλοπή. Θαρρώ πως από τότε
είχε αποφασισμένο πια το θάνατό της, — παραμόνευε, περίμενε.
Είχε τρομάξει η ανήμπορη την αμαρτία —ποιά αμαρτία;—
γιατί τάχα αμαρτία η συμφωνία με την επιθυμία μας; Ποτέ της
δεν ήταν η αδελφή μου τόσο ωραία, όσο νεκρή· εγώ μόνη μου
της έβαψα έντονα τα μάγουλα (μπορεί και να θυμήθηκα
εκείνο της το ερύθημα μες στην τραπεζαρία, μπροστά στο βάζο),
της έβαψα τα χείλη βυσσινιά, και τα μάτια κατάμαυρα, τεράστια
με καμένο φελλό (ποτέ της δε βαφόταν). Της φόρεσα
πενταπλά περιδέραια να κρύψω το σημάδι του λαιμού της,
τα σκουλαρίκια εκείνα με τους δυο γυμνούς ερωτιδείς, δαχτυλίδια, βραχιόλια,
και μια φαρδιά, χρυσή πόρπη στη ζώνη της. Έτσι, βαμμένη, στολισμένη,
είχε αποχτήσει μια παράξενη ομοιότητα μ’ εμένα.
«Πώς μοιάζει της Ισμήνης», είπε σιγά ένα κορίτσι. Τώρα
είχε παραιτηθεί απ’ τις τρομερές της αποφάσεις, απ’ τους ηθικούς κανόνες,
απ’ όλες τις ανόητες αντρικές φιλοδοξίες και ιδεοληψίες. Πεθαμένη,
είχε γίνει επιτέλους γυναίκα.
Και πλάι της ο μνηστήρας της
γυμνός — (πώς γίνεται, με τόση ακρίβεια, μέσ’ απ’ το θάνατο
να διακρίνουμε το κάλλος του σώματος; — ίσως
γιατί ευωδιάζαν τα πορτοκαλάνθια που τους είχαν ραντίσει)
κι αυτή η γαμήλια νεότητα, ολοκληρωμένη κι απροστάτευτη —απόρθητη—
Κανείς σχεδόν δεν πρόσεχε το λείψανο της Ευρυδίκης. Οι γυναίκες
αργούσανε πολύ να σαβανώσουν τον Αίμονα, επιμέναν
να του πλένουν προσεχτικά πάλι και πάλι ένα ένα τα δάχτυλα
στα πόδια και στα χέρια, τις μασκάλες, τα στήθη, τα σκέλη,
κι η κίνησή του μαλακή (καθώς τον γύριζαν) της εγκατάλειψης,
ή μάλλον της παράδοσης, μου θύμισε κείνη τη νύχτα στον κήπο,
το μεγάλο φεγγάρι, το νερό που μ’ έβρεχε· — θα ’θελα πάλι
να του φορέσω τα ρούχα μου, — δεν τόλμησα. Μια πεταλούδα
πορτοκαλιά με μαύρες βούλες μπήκε απ’ το παράθυρο
και στάθηκε στο φύλο του. Τότε οι γυναίκες βάλαν μονομιάς τούς θρήνους
και τον έντυσαν γρήγορα. Τότε έγινε στ’ αλήθεια νεκρός.
Έξω, στο περιστύλιο, ακούστηκε ο άγριος βόγκος τού Κρέοντα
κι η κλαγγή του σπαθιού του υπογραμμίζοντας τη σιωπή των φρουρών του.
Αναρωτιέμαι κάποτε μήπως και γεννηθήκαμε μόνο και μόνο
για να παραδεχτούμε απλώς πως θα πεθάνουμε. Ωστόσο, στα διαλείμματα
αυτής της άδικης ερώτησης κινείται η ζωή μας.
Ο Αίμονας
είχε μακρύνει απ’ όλους· δεν ανήκε πια στην αδελφή μου
μήτε στους φίλους του. Μια μεγάλη ησυχία, σχεδόν μια ικανοποίηση —
αυτή η ανεπανόρθωτη φυσική στέρηση· — μια γαλήνια βεβαιότητα:
κανένας πια δεν μπορεί να μας πάρει αυτό που δεν υπάρχει·
η μνήμη το κρατάει ακέριο σε βαθιά αποκλειστικότητα
και μάλιστα εφαρμόζοντάς το κάποτε στους άλλους. Έχετε κάτι απ’ τον Αίμονα —
αυτή τη συστολή που φέρνει η δύναμη κι η ακεραιότητα· ιδίως το πηγούνι
μ’ αυτή την αυλακιά στη μέση.
Τα βράδια που κάθομαι δω μέσα,
δεν ξέρω γιατί κελαηδάνε ακόμη τα πουλιά στον κήπο· — ίσως γι’ αυτό —
για την καινούργια αυλακιά του αλετριού —
Οι νεκροί, ξέρετε,
πιάνουνε πάντα πολύ τόπο· — όσο μικροί κι ασήμαντοι,
μεγαλώνουν μεμιάς· γεμίζουν ολόκληρο το σπίτι· δε βρίσκεις
μια γωνιά να σταθείς. Ακόμη κι η μητέρα,
τόσο σεμνή, συγκρατημένη πάντα της, αθόρυβη,
έχει αποχτήσει τώρα μια εξουσία απαραβίαστη
στ’ ανθοδοχεία, στα σκεύη της μαγειρικής, στ’ ασπρόρουχα,
στα πιο κλειστά παραπετάσματα, στις ώρες του απόβραδου,
όταν αρχίζει να βρέχει, και το μακρύ βελονάκι της
θαμποφέγγει προβαίνοντας απ’ το παλιό κανίσκι της των εργοχείρων —
αυτή ’ναι η θέση της μητέρας, το ύφος της μητέρας,
η στάση της, η σκέψη της — όλα είναι τώρα των νεκρών.
Κάποτε στέκομαι μπροστά σ’ έναν καθρέφτη
για να χτενίσω τα μαλλιά μου. Το κρύσταλλο ολόκληρο
είναι γεμάτο απ’ το σώμα τους. Μονάχα κάτω απ’ τη μασχάλη τους,
καθώς ανοίγουν τα τεράστια χέρια τους σε μια χειρονομία απαγόρευσης,
πιάνω στιγμιαία ένα μικρό, στριμωγμένο κομμάτι του προσώπου μου
ή το ’να μάτι μου σα να ’μαι μονόφθαλμη. Πάνω στα σκαλοπάτια
έμεναν κάθε πρωί τα σκονισμένα χνάρια
απ’ τα γυμνά, μεγεθυσμένα πέλματά τους. Ήταν δύσκολο
ν’ ανέβω ή να κατέβω, μην πατήσω πάνω τους.
Ώσπου, μια μέρα,
άκουσα ν’ ανεβαίνει ο νέος μας κηπουρός δυο δυο τα σκαλοπάτια —
«Κυρία, Κυρία, ανθίσαν τα γαρίφαλα», φώναζε, λαχάνιαζε
κι ήταν έτοιμος να κλάψει σχεδόν. Στάζανε τα μαλλιά του
φρεσκοβρεγμένα. Ήταν Μάης. Κατέβηκα γρήγορα τη σκάλα.
Τα γαρίφαλα τὄντι είχαν ανθίσει. Ήταν εκεί το σιντριβάνι.
Βγάλαμε τα κλουβιά τα καναρίνια στο πεζούλι του κήπου,
τους πλύναμε τα φλιτζανάκια, αλλάξαμε νερό, βάλαμε καναβούρι·
προγευματίσαμε κάτω απ’ τα δέντρα. Είχε ζεστάνει η μέρα.
Πέρασα στα μαλλιά μου ένα γαρίφαλο. Το ψωμί ήταν νόστιμο.
Ίσως κι εκείνα τα γαρίφαλα να τα ’χε στείλει ο πατέρας σας. Ήξερε
πως αγαπούσα τα λουλούδια. Πάντα του, σαν ερχόταν στην πόλη,
μου ’φερνε στο μαντίλι του, μαζί με νοτισμένο χώμα
πατάτες από άγρια κυκλάμινα. Με βοηθούσε στο φύτεμα.
Θαρρώ πως θ’ ανθίζουν ακόμη στο πάνω μέρος του κήπου. Αν θα θέλατε
μπορούμε κάποτε να πάμε να δούμε.
Να του πείτε
πως πάντα τον θυμούμαι· τίποτα δεν έχει αλλάξει εντός μου,
τίποτα, ναι, — κι αυτό ’ναι το πικρό, την ώρα που όλα αλλάζουν
έξω και γύρω μας — σπίτια κι αμάξια, πρόσωπα και χέρια και όπλα,
χτενισιές και φορέματα και τα καπέλα που φορούσαμε —
Θυμάμαι τότε τους απογευματινούς μας περιπάτους με τ’ αμάξι —
εκείνα τα καπέλα μας όλο λουλούδια, κέρινα κεράσια, στάχυα,
κι εκείνες οι μακριές κορδέλες που ανεμίζανε πίσω μας, πέρα,
αγγίζοντας πότε πότε τ’ αυτιά μας σα φιλικά χαλινάρια
που τα τραβούσε ανάλαφρα ο αέρας, αναγκάζοντάς μας
να κρατάμε το πρόσωπο ψηλά, τραβώντας και το δέρμα μας στα μάγουλά μας
προς τα πίσω, βαθιά, σ’ ένα μεγάλο χαμόγελο (μπορεί και ν’ αντιγράφαμε
αθέλητά μας τ’ άλογα της άμαξας), — γαλάζιες, ρόδινες και κίτρινες κορδέλες,
πολύχρωμες ρίζες — σα να ’μαστε τάχα ουράνια δέντρα,
ελεύθερα δέντρα κινούμενα.
Κι η εσάρπα της μητέρας
φτεροκοπούσε ακόμη πιο μακριά σαν ένα διάφανο μαβί πουλί πελώριο.
Σαν έβγαινε ο αποσπερίτης, δεν ξέρω πώς, μου φαινότανε
πως άλλαζε μεμιάς ο θόρυβος απ’ την εσάρπα της·
γινόταν έτσι κάπως δυσοίωνος. Μ’ έπιανε φόβος
μην τυλιχτεί στο λαιμό της και την πνίξει, μη την τυλίξει ολόκληρη
όπως σπαργάνωναν παλιά τους νεκρούς.
Γυρίζαμε σπίτι,
βιαζόμαστε ν’ ανάψουμε τις λάμπες, να κάνουμε κάτι.
Οι δυο φανοστάτες της εισόδου φρουρούσαν τον πυλώνα. Αργότερα,
που ’βγαινε το φεγγάρι, ήταν όμοιο με πόρπη μιας αόρατης ζώνης
και πάνω του έτρεμε η σκιά ενός κύκνου ή πιθανόν η εσάρπα της μητέρας.
Ο μικρός αδελφός μου είχε μανία με τις πόρπες· είχε μαζέψει
μια ολόκληρη συλλογή απ’ αυτές, διαφόρων εποχών, αντρικές, γυναικείες,
από φαρδιούς πολεμικούς ζωστήρες ή από παλιές λεπτεπίλεπτες ζώνες —
περίεργα σχήματα, περίεργα σχέδια, περίεργες παραστάσεις
ανθρώπων, θεών, πουλιών, τεράτων.
Μια φορά μου τις έδειξε.
Έλαμπαν με ποικίλες λάμψεις το φθινοπωριάτικο εκείνο ηλιοβασίλεμα.
Δεν κατάλαβα τίποτα. Εκείνος μου εξηγούσε, μου εξηγούσε
σαν κάτι να ’θελε να κρύψει· κάτι μου έμενε ανεξήγητο,
κι αυτό ακριβώς μου ’χε αρέσει. Ίσως κι εκείνος αυτό να επιδίωκε,
δηλαδή ν’ αναδείξει το ανεξήγητο. Η κυρίαρχη λάμψη
ήταν ένα βαθύ βυσσινί καθώς το αίμα, ή χαλκοπράσινο
καθώς τα σπλάχνα του ανθρώπου. Μα εκείνο που μου ’μεινε πιότερο απ’ όλα
ήταν μια αίσθηση από ακμαία σώματα, γυμνά, μετά την κίνησή τους
ν’ αφαιρέσουν ανυπόμονα τη ζώνη τους. Όταν του το ’πα, θύμωσε. (Μα μήπως
υπάρχει τίποτα στον κόσμο πιο ανεξήγητο, πιο ασύλληπτο
από το τόσο απτό —κι ίσως γι’ αυτό,— το τόσο ευμετάβολο ανθρώπινο σώμα;)
Αυτός ήταν που πήγε στους Αργείους. Η αδελφή μου του ’χε αδυναμία.
Αυτός κι εκείνη ήταν απόλυτοι, εύθικτοι, άδικοι. Θέλω να πω
είχαν μιαν αντίληψη πολύ προσωπική της δικαιοσύνης. Δεν έβλεπαν
και το δίκιο των άλλων ή τη γενική αδικία. Έτσι χαθήκανε
κι αυτοί και οι άλλοι. Όμως τις πόρπες τις κρατώ· κι είναι το μόνο
που απομένει απ’ αυτόν. Κι όπως έμαθα αργότερα,
τις είχε συγκεντρώσει από ζώνες νεκρών. Αυτή η πληροφορία
δεν άλλαξε την πρώτη μου αίσθηση καθόλου, απεναντίας την υπογράμμισε.
Παράξενο, — μέσα σ’ όλες αυτές τις αλλαγές, τις ταραχές, τις ανακατατάξεις, όπως λένε,
να μένει μόνον, ξεχωρίζοντας καθάρια πάνω απ’ όλους τους θανάτους,
το ανθρώπινο σώμα, ανυπεράσπιστο, ανίδεο, αμετάπειστο, εξαίσιο. Θαρρώ
πως μόνο κάλλος είναι η άγνοια· μόνη αρετή η νεότητα· —
πόσο κρατάει κι αυτή; πόσο κρατάμε; Ανανεώνεται, θα πείτε,
με τις ερχόμενες γενεές· —όχι για μας, όχι για μας— ποιά, λοιπόν, η ανανέωση;
Θυμάμαι όταν σηκώναν τ’ αποφάγια απ’ το τραπέζι — κόκαλα, ψωμιά, κουκούτσια,
το μάτι μου έπαιρνε κρυφά, ξέρετε, εκείνες τις μαλαματένιες σπείρες
ελαστικές, μαγνητικές —τις φλούδες των πορτοκαλιών— σα να ’θελαν
να ξαναπάρουν το σχήμα τους. Μια αρχαία κραυγή μού ανέβαινε στο στόμα
«μη· μη·», — δεν έλεγα τίποτα· κοιτούσα. Πετούσαν τις φλούδες
πίσω απ’ τη μάντρα του προαύλιου. Δε σας συμβαίνει και σας πότε πότε;
Μια κρατημένη κραυγή. Κι οι νύχτες μύριζαν πορτοκαλόφλουδα.
Ευχαριστήστε τον πατέρα σας εκ μέρους μου για τα όμορφα δώρα του.
Περαστικά του. Καλές ώρες περάσαμε στα κτήματα —
τα μόνα ωραία μας καλοκαίρια. Εκεί γνωριστήκαμε
με τ’ άλογα, τα πλατάνια, τα νερά, — μπορώ να πω και με τ’ αστέρια. Εκεί μάθαμε
τα ονόματα των φυτών και των πουλιών —μελισσουργούς, καρδερίνες, κοτσύφια·—
μου φέρανε κάποτε μια πέρδικα σ’ ένα καλάθι· σε λίγες μέρες πέθανε
έτσι ανεξήγητα όπως πεθαίνει ένας άνθρωπος. Την έθαψα
κάτω απ’ τις δυο μηλιές. Δεν μπόρεσα να κλάψω. Φωνάζαν πιο πέρα
τ’ αγόρια που λουζόνταν στο ποτάμι. Σε λίγο, έτσι γυμνά, μουσκεμένα,
καβάλησαν τ’ άλογα ξεσέλωτα και χάθηκαν στο δάσος.
Ίσως ανάμεσά τους να ’σαστε κι εσείς. Εμένα δε μ’ άφηναν.
Εμένα με μαθαίναν χωριστά ιππασία, σ’ έναν περιφραγμένο χώρο
με τσουκνίδες, ξερόχορτα, μολόχες. Ήταν όμορφα τότε.
Μ’ άρεσε ξέχωρα ο τρύγος. Τα πάντα ευωδιάζανε μούστο,
το σπίτι, ο αέρας, το νερό, τα ρούχα, τα παράθυρα. Κοιτούσα
τα πόδια εκείνων που πατούσαν τα σταφύλια, κόκκινα, ολοκόκκινα,
σάμπως βαμμένα με αίμα σε μια ψεύτικη μάχη
που δεν της έλειπε ωστόσο μια ωραία αγριότητα. Κι έλεγα στη μητέρα:
«θα πρέπει οι γυναίκες τους να τους γλείψουν τα πόδια
μην πάει χαμένος τόσος μούστος». Κι η μητέρα γελούσε.
Κείνα τα βράδια ήταν πολύ μεγάλα. Ολάκερη η πλάση
μοσκοβολούσε σαν παχύρρευστη μουσταλευριά. Μυριάδες αστέρια
πασπάλιζαν τις στέρνες με λεπτή κανελόσκονη. Ένα άλογο
χλιμίντριζε μέσα στον ύπνο μας.
Το άλογο του Αίμονα, ξέρετε,
όταν χάθηκε εκείνος, δεν το κούνησε διόλου απ’ τον τάφο του.
Εγώ του πήγαινα τροφή, νερό, του ’δινα ζάχαρη μες στην παλάμη μου· —
δεν τα δοκίμασε. Σε μια βδομάδα πέθανε κι αυτό. Μετά ησυχάσανε τα πάντα.
Μοιράσαμε τα ρούχα τους. Κλειδώσαμε τις κάμαρές τους. Κανένας
δεν έλεγε πια τ’ όνομά τους. Σκεπάσαμε και τους καθρέφτες.
Μπορεί να σας είπε ο πατέρας σας τί δύσκολα χρόνια περάσαμε.
Τί κατάλαβαν, θε μου, τί κέρδισαν; — Σκοτούρες, σκοτούρες, καθήκοντα,
άσκοποι ηρωισμοί· — μεγάλες πόρτες άνοιγαν, έκλειναν στο ίδιο σκοτάδι·
γύψινα, χάλκινα, μαλαματένια, βελούδινα προσωπεία,
πονηρίες, κολακείες, μεταμφιέσεις, — να κρυφτούν από ποιόν;
από τον εαυτό τους; απ’ τους άλλους; απ’ τη μοίρα; Κι η αδηφαγία της δόξας —
θαρρώ πως κάθε δόξα στηρίζεται σε πάμπολλες παρεξηγήσεις
κι οπωσδήποτε στην άρνηση της ζωής — τί να την κάνεις;
Ένας άνθρωπος φώναζε κάτω απ’ τις πέτρες —ίσως και μέσα μας—
φώναζε, φώναζε· κανένας δεν άκουγε· βιάζονταν
να πάνε — πού; — να κάνουν — τί; Δεν είχαν μιαν ώρα δική τους
να γδυθούν, να πλαγιάσουν, να ονειρευτούν μες στο ίδιο τους το σώμα,
να κοιταχτούν σ’ έναν καθρέφτη, να κοιτάξουν έναν άλλον·
κοιτάζονταν μόνο στα μάτια των άλλων — τί να δουν εκεί μέσα;
ίσως εκείνο που ήθελαν, καθόλου εκείνο που ήσαν.
Μια μέρα,
μπήκε μες στην τραπεζαρία ένα πουλί. Σάστισαν όλοι·
δεν ήξεραν τί ν’ απαντήσουν, μόλο που κανείς δεν τους ρωτούσε· θύμωσαν·
«διώχτε το, διώχτε το», φώναζαν· σηκώνονταν απ’ τις καρέκλες τους, κουνούσαν τα χέρια τους·
έσπασαν δυο ποτήρια· το πουλί βγήκε απ’ το παράθυρο·
σκυμμένοι οι υπηρέτες μαζεύαν τα γυαλιά· — τους πρόσεξα:
μονάχα αυτοί χαμογελούσαν — ξέραν το πουλί· τους έκλεισα το μάτι
και χαμογέλασα μαζί τους. Πάντοτε οι αθώοι (δε νομίζετε;)
έχουν ύφος ενόχου. Το ξέρετε κι εσείς — είμαι βεβαία.
Ποτέ δε μ’ εγκατέλειψε ο φόβος μη με καθίσουν μια μέρα στο θρόνο.
Μόνον αυτοί που φοβούνται τον εαυτό τους επιδιώκουν τ’ αξιώματα, ή, μάλλον,
αυτοί που μισούν τη ζωή και τους ανθρώπους. Δε θα μ’ άρεσε διόλου
να ’μαι περίβλεπτη, να μην έχω έναν ίσκιο, μια θέση
σε μια δική μου μυστική περιοχή, να βγάλω αργά τα σανδάλια μου,
να παίξω τα κλειδιά των συρταριών μου με ξέγνοιαστο χέρι, αφημένο
έξω από το κρεβάτι μου.
Ο καημένος ο πατέρας —πάντα τον θυμάμαι—
είχε ένα πρόσωπο σα συσπασμένο χέρι, γαντζωμένο
σ’ ένα μεγάλο μαύρο παραπέτασμα, για να το ρίξει· τόσο που κάποτε λέω
ίσως και να ’ταν καλό που τυφλώθηκε — ίσως έτσι τουλάχιστον να μπόρεσε
να δει προς τα μέσα του, να θυμηθεί λίγο λίγο
εκείνα που δεν είχε δει· κι ίσως έτσι, στ’ αλήθεια, να τα είδε· γιατί ώς τότε
έβλεπε την αυταρχική μορφή του (φυσικά, κολακευμένη) μες στα βλέμματα
των φοβισμένων υπηκόων του· — κι εκείνους κι εκείνον
από παιδί πολύ τους λυπόμουν.
Ασήκωτο βάρος, νομίζω,
να κυβερνάς και να προστάζεις. Και πάντα, στο τέλος, καθένας
κυβερνιέται απ’ αυτό που κυβερνά· — χώρια η απέραντη κείνη υποψία
προς όλους και προς όλα, — ένας ίσκιος πουλιού να περάσει στην αίθουσα
τυχαία την ώρα του λιογέρματος, είναι ένα τιναγμένο μαχαίρι
καμωμένο από αθόρυβο μέταλλο. Για τούτο οι τύραννοι
γίνονται μέρα με τη μέρα όλο πιο τύραννοι. Όταν ο κόσμος
έχει το φόβο σου είτε την ανάγκη σου, ποτέ δεν ξέρει τί σου ετοιμάζει.
Καλύτερα, λοιπόν, μήτε να κυβερνάς μήτε να κυβερνιέσαι (πώς να γίνει;) —
φτάνει η κυβέρνια αυτή που μας σφραγίζει πριν απ’ τη γέννησή μας· φτάνει
ο θάνατος που μας παραμονεύει· — μ’ αυτόν εξοικειώνεσαι κάπως·
τα ενδιάμεσα πια χάνουν την αιχμηρότητά τους. Χαλαρώνει το σώμα,
ξεθωριάζει το χρώμα στα μαλλιά, στα παράθυρα, στα μάτια,
ξεσφίγγει η παλάμη, όπου μέσα της είχαν αποθέσει
ένα μεγάλο, σκληρό, χρυσό νόμισμα, κι όλη η ζωή μας
ήταν μια σύσπαση για να κρατήσουμε τούτο το νόμισμα, ένας φόβος
μη και μας πέσει, μην το χάσουμε· αχρηστευόταν το ’να μας χέρι,
αχρηστευότανε η μισή ζωή μας, ολόκληρη η ζωή μας.
Τώρα ξεσφίχτηκε από μόνο του το χέρι, παραδόθηκε·
το νόμισμα έπεσε· μας το πήραν. Μόνο που μέσα στην παλάμη
μένει βαθύ το χάραγμα από κείνο το ατέλειωτο σφίξιμο. Η σάρκα
μαλάκωσε, γαλήνεψε. Μπορείς πια να σαλεύεις
ελεύθερα και τα δυο σου τα χέρια. Μπορείς να βαδίζεις
κινώντας άφοβα τ’ άδεια σου χέρια μέσα στο άδειο —
μια αργή, ελαφρά κωπηλασία μες στο υπέροχο άσκοπο, ώσπου
ένα άλλο νόμισμα χάλκινο να σου βάλουν ανάμεσα στα δόντια.
Κακά ’ν’ τα ψέματα — που ’λεγε κι ο πατέρας σας. Μες στο μαλακωμένο ετούτο σώμα,
μένει παντοτινά σκληρή, αμετάπειστη η επιθυμία· κι η αίσθηση εκείνη
μιας αδικαιολόγητης αργοπορίας. Συχνά οι γυναίκες, τέτοιες ώρες,
αγκαλιάζουν τ’ αγάλματα, φιλούν το πέτρινο στόμα τους, ονειρεύονται
πως πλαγιάζουν μαζί τους. Αν έτυχε ποτέ σας να δείτε τα χείλη
των αγαλμάτων βρεγμένα, είναι απ’ το σάλιο ερημωμένων γυναικών. Η μνήμη
είναι, βέβαια, ένα κάποιο καταφύγιο. Όμως κι αυτή εξαντλείται,
της χρειάζονται νέες παραστάσεις, έστω τυχαίες, έστω ξένες.
Έχω διαλέξει τούτο το παράθυρο. Σκυμμένη δω πέρα, μισή μέσα, μισή έξω,
κοιτάζω, θυμάμαι. Δε μου ανήκει τίποτα. Μια μεγάλη ησυχία.
Αρχίζω πάλι να παρατηρώ τα δέντρα, τα πουλιά, τα χρώματα,
τα πόδια των κυνηγών που γυρνούν με το σούρπωμα· — τόσο ελεύθερη αισθάνομαι·
κάτι έχουν να μου πουν, να μου εκμυστηρευτούν. Κάποτε, ντρέπομαι
γι’ αυτή μου την καινούργια τρυφερότητα —παιδικότητα μάλλον—
που εγκαθίσταται άθελά μου στα χείλη μου, έτσι κάπως
σαν ένα χελιδόνι σε μια πεσμένη στέγη.
Παράξενο, αλήθεια —
πώς καταλάγιασε κείνος ο θόρυβος, —δε σ’ άφηνε τίποτε ν’ ακούσεις—
πώς έσβησε απόμακρα. Είμαι τάχατε εγώ; Ήμουν εγώ; Κόσμος ανέβαινε, κατέβαινε, τότε,
κάτι έλεγε ο ένας στ’ αυτί τ’ αλλουνού, — σπασμωδικές κινήσεις,
πολιτικοί, στρατιωτικοί, διπλωμάτες, — ω, τί άνθρωποι αποτρόπαιοι, θε μου,
σαν αποστηθισμένοι, αριθμημένοι, επαναλαμβανόμενοι. Δεν ήξερες τί μήνας, τί ώρα, τί χρόνος.
Πόλεμοι, επαναστάσεις, αντεπαναστάσεις (πόσες φορές ξανάγιναν τα ίδια), —
σωρός οι στάχτες στις πλατείες απ’ τις φωτιές που ανάβαν
για τις μεγάλες γιορτές ή τους νεκρούς — ίδια στάχτη·
κάποτε καίγανε κι αυτούς που λίγο πριν τους ονομάζαν ήρωες.
Τα φύλλα της δάφνης είχαν χάσει εντελώς το νόημά τους.
Έκλεινες τα μάτια σα να ’κλεινες μια πόρτα σ’ ένα ξένο σπίτι,
να μη δεις, να μη σκέφτεσαι. Δολοπλοκίες, δωροδοκίες, προδοσίες·
οι πιο εύκαμπτοι στη ραχοκοκαλιά στέκονταν πάντα ψηλότερα·
Θηβαίοι, Αργείοι, Κορίνθιοι, Σπαρτιάτες, Αθηναίοι —ποιοί διοικούσαν, στ’ αλήθεια;—
μια μυστική εξουσία σα να κινούσε από μακριά τα νήματα·
έβγαιναν προσωπιδοφόροι τα μεσάνυχτα με δυνατά κλεφτοφάναρα·
ένα πρόσωπο, που το ’ξερες, γινόταν άξαφνα μια άσπρη αστραπή ή ένας γδούπος·
οι άνθρωποι μες στο φόβο σα να ’σμιγαν πάλι.
Ένα απόγευμα,
ψηλά, από τη σοφίτα ενός φτωχού σπουδαστή, ακούστηκε φλάουτο. Οι γυναίκες
μαζεύτηκαν κάτω στο δρόμο, γονάτιζαν, κλαίγανε. Ο τρελός, ξεκούμπωτος,
χτυπούσε με μια πέτρα το στήθος του· «μάνα μου, μάνα μου», φώναζε·
«μάνα μου, να πεθάνω, να πεθάνω», φώναζε·
πέρασε ένα καμιόνι σκεπασμένο· όλοι σκορπίσανε· το φλάουτο σώπασε·
ο τρελός ούρησε καταμεσής του δρόμου. Οι άνθρωποι χωρίσανε πάλι
αγνώριστοι, σφιγμένοι, ξένοι.
Μα ήμουν νέα τότε,
τόσο νέα που δεν το ’ξερα καν. Ξεχνούσα εύκολα. Στο παράθυρο εκείνο
απόμεινε κρεμάμενο, αλαφροσαλεύοντας, δεμένο με σπάγγο,
ένα μικρό τριαντάφυλλο. Τόσο μόνο. Ξεράθηκε κι εκείνο.
Χτυπούσαν οι καμπάνες· σώπαιναν. Άνθρωποι εφτάναν, φεύγανε, τρέχαν.
Κάποτε πιάνανε καταρρακτώδεις βροχές· πλημμύριζαν οι στέρνες μες στα σπίτια·
έλεγες όλα θα τα πάρει το νερό, θα τα τραβήξει στη θάλασσα, θα τα ξεπλύνει.
Έβγαινε πάλι ο ήλιος· στέγνωναν· δεν άλλαζε τίποτα. Ο κήπος
έκανε τον αθώο· λάμπαν τα γαρίφαλα. Πάνω απ’ τον κήπο
κροτούσαν τα τυπογραφεία, οι γραφομηχανές. Ίδιοι άνθρωποι μ’ άλλα προσωπεία,
κουρντισμένοι, ξεκούρντιστοι, μπαίναν στις αίθουσες, καθόνταν
μπρος σε μεγάλα, μαύρα, αστραφτερά, δικαστικά τραπέζια,
τα χέρια τους ήταν μεγάλες, άπληστες, λυμφατικές αράχνες,
ξετύλιγαν ρουλά χαρτιά· διάβαζαν· έγραφαν· σφράγιζαν·
έστελναν άλλα χαρτιά· χειρονομούσαν· άνοιγαν διάπλατα το στόμα,
φωνή, κραυγή δεν έβγαινε — μια μαύρη τρύπα στον αέρα·
μπορεί και να φωνάζαν «ζήτω» ή «κάτω» — δεν ξεχώριζα τίποτα·
μόνο ένας φόβος ξεχώριζε· δεν ήξερα τότε γιατί· απορούσα
πώς μπορεί να φοβούνται οι μηχανές, τα τραπέζια, οι καρέκλες,
το στόμα του καπνοδόχου, το μισοτελειωμένο κρασί στο ποτήρι,
η ψημένη κότα στην πιατέλα, ένα πιρούνι υψωμένο πάνω απ’ το πιάτο —
κι έμενε εκεί παγωμένο.
Κάτι όμορφοι αγγελιαφόροι καταφτάναν·
ανοίγαν κι εκείνοι το στόμα τους· ήχος δεν έβγαινε·
μα ήταν αλλιώς αυτοί· λαχανιάζαν· μας άρεσε
εκείνο το λαχάνιασμά τους· φαινόταν κι η γλώσσα τους
κόκκινη, κατακόκκινη, σα να ’ταν πολύ καλοκαίρι με ποτάμια και δέντρα.
Έστελναν τότε και φωνάζαν τον τυφλό γερο-μάντη. Ένα γλυκό παιδόπουλο
τον κρατούσε απ’ το χέρι. Μεγαλόπρεπος, παμπόνηρος, ωραίος,
με τη μακριά γενειάδα του ώς τα γόνατα, με τα άδεια μεγάλα του μάτια
(θαρρούσα πως υποκρινόταν τον τυφλό και πως τα γένια του ήταν ψεύτικα)
με τη δεσποτική του ράβδο, — απόπνεε νηνεμία, μακαριότητα, πληρότητα·
γνώριζε —λέγανε— τη γλώσσα των πουλιών, της φωτιάς, της σιωπής, των ανέμων·
ένα περιστέρι καθόταν στον ώμο του.
Η αδελφή μου τον φοβόταν,
κρυβόταν πίσω απ’ τη ράχη του ή πήγαινε στ’ άλλο δωμάτιο
κι ήμουν βεβαία πως από κει θα κρυφάκουγε. Εγώ τον αγαπούσα. Μια μέρα
μου ’πιασε το πηγούνι, μου σήκωσε το πρόσωπο. «Θα ’σουνα πιο όμορφη —μου είπε—
αν ήσουν αγόρι». «Είμαι», του είπα. Γελάσαμε
κι οι δυο σαν συνένοχοι. Οι άλλοι οργίζονταν μαζί του
σα να ’φταιγε αυτός για όσα τους μέλλονταν. Χτυπούσε το ραβδί του κι έφευγε.
Πίσω του μέναν κάτι πούπουλα μαύρα, λευκά ή χρυσορόδινα.
Για λίγο γινόταν μια μεγάλη σιωπή, σαν όλα να ’χαν χάσει
τη σημασία τους και το βάρος τους. Μια γαλήνια χαλάρωση
σερνόταν πίσω απ’ τα γόνατα. Κανένας δεν έδιωχνε
τη γάτα που ’χε ανέβει στο τραπέζι και μασούσε ένα ψάρι. Στα τζάμια του παράθυρου
το φως χυνόταν υπόλευκο, πεπλατυσμένο. Κι αμέσως μετά
χτυπούσαν ξέφρενα τα τύμπανα. Μια σάλπιγγα πάνω στο φρούριο
και μια άλλη απέναντι, μέσ’ απ’ τα λιόδεντρα. Τις νύχτες
ανάβανε φωτιές από λόφο σε λόφο. Πυρσοφόροι περνούσαν,
μια οπή τεράστια ανοιγόταν στο σκοτάδι· διακρινόταν το χάος. Και πάλι
η νύχτα κρυβόταν μες στη νύχτα. Όλοι κρυβόνταν. Δεν καταλάβαινα τίποτα.
Πότε μας βάζαν ν’ απαγγείλουμε κάτι ποιήματα μπροστά σε ξένους.
Εμείς, παιδιά, δε θέλαμε. Κλαίγαμε. Πότε να προσφέρουμε
μιαν ανθοδέσμη σ’ έναν άσκημο, αδύνατο γέρο με ψεύτικες μασέλες. Πότε
μας βγάζαν κι εμάς στον εξώστη να χαιρετίσουμε τα πλήθη. Πότε μας κρύβαν
κάτω στα υπόγεια με τα μεγάλα κιούπια. Κοιτούσαμε τις αράχνες·
έσταζε το κερί· παίρναμε τις ζεστές σταγόνες· φτιάχναμε
λαγούς, αλέτρια, βάρκες ή γυμνά ανθρωπάκια. Πότε μας στέλναν,
νύχτα, με συνοδεία, στα χτήματα, κοντά στον πατέρα σας.
Δεν προφταίναμε να βγάλουμε τα σαντάλια μας, να σεργιανίσουμε στη χλόη,
να κόψουμε μόνες ένα μήλο. Μας έπαιρναν πάλι.
Άλλαζαν οι σημαίες στα φρούρια, στα δημόσια κτίρια. Ποιός νίκησε τάχα; Ποιός νικήθηκε;
Οι καβαλάρηδες πηδούσαν απ’ τ’ άλογα, βγάζαν τις σέλες,
τις κουβαλούσαν στο διάδρομο· κάθονταν στα σκαμνιά· βγάζαν τις ζώνες τους·
βγάζαν τις μπότες τους. Τα πόδια τους ήταν μεγάλα.
Μύριζαν πεύκο και τραγίλα. Οι γυναίκες προφασίζονταν τις συναχωμένες·
έσφιγγαν το μύλο του καφέ μπροστά στο παράθυρο, ώσπου να βγει το φεγγάρι.
Τότε, νομίζω, κατέβαιναν οι αλεπούδες κι οι λύκοι απ’ το δάσος.
Έλαμπε ολόκληρη η νύχτα σαν ασβεστωμένη.
Το ποτάμι στεκόταν· δεν έτρεχε. Οι πέτρες ήταν άσπρες.
Μπρος στα κρεβάτια χάσκαν οι μεγάλες μπότες των ιππέων.
Ο πιο μικρός ζεσταινόταν· γδύθηκε ολόκληρος·
πέρασε πίσω απ’ την κουρτίνα· η κουρτίνα φωτιζόταν.
Μαλαματένια φύλλα πέφταν στις ταράτσες. Οι πετεινοί φωνάζαν.
Τότε περίπου τυφλώθηκε ο πατέρας. Μονομιάς όλα γίνηκαν
κόκκινα, κατακόκκινα με πράσινες βούλες,
κόκκινα και τα πιάτα με μια τρύπα στη μέση. Λίγο αργότερα,
ακούστηκαν και πάλι σάλπιγγες. Οι άντρες τιναχτήκαν απ’ τον ύπνο τους,
ζώνονταν τα σπαθιά τους, πηδούσανε στ’ άλογα. Ένας ίσκιος πελώριος
απόμενε στο προαύλιο — ίσως να ’ταν απ’ τ’ ορθρινό φεγγάρι,
ίσως από το φτερωτό μαρμάρινο λιοντάρι του πανάρχαιου πύργου.
Οι θέσεις τους επάνω στα κρεβάτια μέναν για λίγο ζεστές. Μετά κρυώνανε.
Εκεί κουλουριαζόνταν οι γυναίκες και κλαίγαν. Η αδελφή μου
μέρα τη μέρα αδυνάτιζε· γινόταν πιο σκληρή· χλώμιαζε·
απόφευγε τον Αίμονα και μένα. Έβγαινε μόνη τ’ απογεύματα.
Ίσως να πήγαινε ώς τις πύλες των Θηβών, ίσως και να κουβέντιαζε
με κείνη τη λεοντόκορμη γυναίκα. Τα μάτια της σε κάρφωναν
με δυο παγωμένα ερωτήματα, κι ας μη σε κοιτούσε.
Φανερό πως περίμενε κάτι έκτακτο. Τις νύχτες δεν κοιμόμασταν.
Τα σεντόνια πέφταν στο πάτωμα. Πολλές φορές έκανα πως κοιμάμαι·
την παρακολουθούσα — πλαγιασμένην πιο κει σε ασάλευτη ένταση. Μια νύχτα
το φεγγαρόφωτο είχε εισδύσει στο δωμάτιο, την έλουζε ώς τη μέση·
την είδα να κινεί τα φωτισμένα δάχτυλά της σα χορεύτρια, σαν ιέρεια,
σα να ’πλεκε ένα αόρατο σκοινί, σα να ’γραφε αριθμούς στον αέρα·
κάτι μετρούσε — ίσως τα χρόνια της (ή μήπως την ανυπαρξία;)
ύστερα τα ’φερε γύρω στο λαιμό της, τ’ άφησε εκεί ασημένια,
και μονομιάς τινάχτηκε σα να τρόμαξε. Σηκώθηκε,
πήρε την άσπρη δαντελένια ομπρέλα της μητέρας, την άνοιξε
και κάθισε κάτω της, συμμαζεμένη στο κρεβάτι, σαν για να προφυλαχτεί
απ’ το φεγγάρι ή απ’ τους ίσκιους της νύχτας. Έμοιαζε έτσι
σα να ’ταν όλη τρυπημένη από μικρούς ασημογάλανους μαιάνδρους.
Μα ίσως στο μεταξύ να με είχε πάρει ο ύπνος. Όταν άνοιξα τα μάτια μου
είδα τα μαντεμένια πόδια των κρεβατιών πανίσχυρα, τριχωτά, κτηνώδη.
Άκουσα που περνούσε ο σταμνάς για τη δουλειά του. Κοίταξα απ’ το παράθυρο.
Στο δρόμο ήταν άδεια πακέτα από τσιγάρα, σημαιούλες, χαρτοπετσέτες, φυσίγγια.
Πίσω απ’ τα κυπαρίσσια φαινόταν η μάντρα του μαρμαράδικου
μ’ έναν τεράστιο χάλκινο ιππέα. Μια μέρα
ακούστηκε ένας τρομερός, άγνωστος θόρυβος. Μες στην τραπεζαρία,
καταμεσής στο τραπέζι με το πρόγευμα, είχε πέσει
ο μεγάλος πολυέλαιος. Μπορούσες πια να περιμένεις τα πάντα.
Δεν έμειναν παρά κομμάτια κρύσταλλο και λάμψεις. Στην πόρτα
στέκονταν δυο πανύψηλοι κουτσοί με δεκανίκια.
Οι υπηρέτριες τους έδιωξαν. Οι άντρες είχαν φύγει.
Όλος ο κόσμος άδειασε μεμιάς. Οι γυναίκες δε βάφονταν.
Σέρναν αργά τις παντόφλες τους. Ξεχνούσαν ν’ ανάψουν τις λάμπες.
Κάνανε το σταυρό τους πίσω απ’ τα μαλλιά τους. Οι τσουκνίδες μεγάλωναν στους κήπους.
Μες στον κισσό είχαν κρύψει τα κλειδιά. Τ’ άλογο του πατέρα, γερασμένο,
εξαφανίστηκε ένα βράδυ. Δεν ξαναγύρισε. Κάποιο παλιό του πέταλο
το κρέμασαν στην πόρτα της αποθήκης. Το σκοινί του
το δέσαν σε δυο δέντρα για τα ρούχα της μπουγάδας.
Στιγμές στιγμές, μέσα στη γενική αναστάτωση, γινόταν
μια τεράστια σιωπή, τρομερά διάφανη. Τα πάντα αποκτούσαν
μιαν άλλη οπτική και ηχητική, ένα άλλο ενδιαφέρον,
εκείνο το γεμάτο αδιαφορία. Τα κοιτούσες κατάματα· τ’ άκουγες.
Οι κότες μπαίναν στο νεκροταφείο, σκαλίζαν όλη μέρα·
έκαναν κάτι θεόρατα αυγά, όπου τύχει, μες στις μαργαρίτες,
κάτω απ’ το δεντρολίβανο, στο δρόμο ή στις καρέκλες. Ένα αόρατο χέρι
αφαιρούσε ένα ένα τα μεγάλα σκουριασμένα καρφιά από τις πόρτες.
Οι μύγες ξύπναγαν νωρίς, χτυπούσαν δυνατά τα τζάμια.
Έξω απ’ τα τείχη πληθαίναν οι νεκροί. Ήμουνα πάντα περίεργη
για τους νεκρούς· — όχι προσπάθεια εξοικείωσης με το θάνατο
ούτε και συμφιλίωσης. Κάποτε ξέφευγα την επιτήρηση
της μητέρας και των παιδαγωγών· σκαρφάλωνα στο φρούριο· κοίταζα
μέσ’ απ’ τις πολεμίστρες· — κουβαλούσαν τους νεκρούς σε χειραμάξια, σε φορεία, σε σκάλες·
άλλοι απομέναν πλαγιασμένοι κάτω στην πεδιάδα, σε όμορφες στάσεις,
ήσυχοι, νέοι, ωραίοι, πλάι στα σκοτωμένα άλογά τους. Τους έβλεπα
χωρίς καθόλου θλίψη, — ωραίοι, σαν ταγμένοι στον έρωτα.
Ώσπου ήρθαν οι δικοί μας νεκροί· και μεμιάς μεγαλώσαμε.
Είδα την αδελφή μου στην αυλή τα χαράματα —σημαδεμένη απ’ τη μοίρα—
κατάχλωμη. Τα χέρια της, το φόρεμά της, τα μαλλιά της όλο χώματα.
Τ’ αγιάζι το πρωινό μάς περόνιαζε. Τρέμαμε. Η μέρα κατέβαινε
απέραντα άσπρη, διάτρητη με μαύρα κοράκια.
Τί κατάλαβαν, θε μου, τί κέρδισαν; Τα άλλα τα ξέρετε.
Δεν απόμεινε τίποτα. Μόνο η πέτρινη Σφίγγα πάνω στο βράχο
έξω απ’ τις πύλες των Θηβών, αδιάφορη, απερίσπαστη —
δε θέτει πια ερωτήματα. Κόπασε ο μάταιος θόρυβος. Άδειασε ο χρόνος.
Μια ατέλειωτη Κυριακή με κλεισμένα παράθυρα. Απίστευτο
τα βράδια του καλοκαιριού να ποτίζουν ακόμη τους κήπους.
Μια τάφρος σιωπής — όπως είπατε. Κοιτάχτε, βγήκε το φεγγάρι.
Ακούγεται έξω και το σιντριβάνι. Δεν το ακούτε; Τα χέρια σας
διατηρούν ακόμη τους ωραίους ρόζους της αγροτικής δουλειάς. Ελπίζω
να μη μείνετε μονίμως στο στρατό. Σαν λήξει η θητεία σας
επιστρέψτε στα κτήματα, κοντά στον πατέρα σας. Η πόρτα ετούτη
οδηγεί κατευθείαν στο διαμέρισμά μου. Ο διάδρομος που βγάζει στο νότο
δε φρουρείται ποτέ. Χτυπήστε εφτά φορές. Μεσάνυχτα. Θα σας ανοίξω.
Θα ’θελα να σας δώσω κάτι μικροπράματα για τον πατέρα σας.
Κάτι κοστούμια του Αίμονα —τα ’χω κρατήσει στη ντουλάπα—
θα σας πηγαίνουν μια χαρά φαντάζομαι. Και το καινούργιο του ξίφος,
από χρυσάφι, ελεφαντόδοντο, ρουμπίνια, — δεν πρόφτασε
να το ζώσει στη μέση του. Είναι όμορφη η νύχτα. Προσέχτε τη σκάλα.
(Έχει σκοτεινιάσει. Μπαίνει στο διαμέρισμά της ενώ ακούγονται ακόμη τα βήματα του νεαρού αξιωματικού στη σκάλα. Ζητάει ψηλαφητά τα σπίρτα στο μικρό τραπέζι. Ανάβει και τα τρία κεριά στο κηροπήγιο. Χτυπάει τον κρεμασμένο, μετάλλινο δίσκο. Έρχεται η Τροφός. «Δε θα δειπνήσω απόψε», λέει. "Δε θα σε χρειαστώ. Μπορείς να πλαγιάσεις. Α, ναι, φέρε μου ένα ποτήρι νερό. Και να κουρντίσεις κείνο το εκκρεμές στην αίθουσα. Το ξεχάσαμε. Πάρε και κείνο το καλάθι με τα φρούτα. Τη γλάστρα βάλ’ την στο παράθυρο". Σε λίγο της έφερε το νερό. Έφυγε. Ησυχία. Κλειδώνει και τις δυο πόρτες. Ακούγεται τώρα και το ρολόι από δίπλα. 9. 9 και τέταρτο. 10. 10 και μισή. Μπροστά στον καθρέφτη. Ξεβάφεται. Γδύνεται. Πεσμένα στήθη. Σημάδια απ’ το σφίξιμο του κορσέ στην κοιλιά. Οι δαχτυλιές του χρόνου στους μηρούς. 11. Βγάζει τα περιδέραια. Το δέρμα, κάτω απ’ το σαγόνι, χαλαρό, κρεμασμένο. 11 και τέταρτο. Παίρνει το κηροπήγιο στ’ αριστερό της χέρι. Πλησιάζει στον καθρέφτη. Με τον παράμεσο του δεξιού χεριού τραβάει το δέρμα κάτω απ’ τα μάτια. Ο βολβός θολός μ’ ένα λεπτό δίχτυ κόκκινες φλέβες. Φέρνει τώρα τα δάχτυλά της στα βαμμένα μαλλιά. Οι ρίζες άσπρες. Έκφραση ναυτίας στο ακίνητο πρόσωπο. Τραβηγμένες οι άκρες των χειλιών. 11 και μισή. Αρχίζει να βάφεται. Ντύνεται μ’ ένα κόκκινο φόρεμα. Φοράει πάλι τα κοσμήματα. Ξαπλώνει στην κόκκινη, βελουδένια πολυθρόνα, αντίκρυ στον καθρέφτη. Κλείνει τα μάτια. 12. Εφτά χτυπήματα σιγανά στην πόρτα. Σιωπή. Και πάλι εφτά χτυπήματα, πιο δυνατά. Σιωπή. Και πάλι τα χτυπήματα. Ύστερα, τίποτα. Μεγάλη σιωπή. Το ποτήρι γυαλίζει. Σηκώνεται. Πλησιάζει στον καθρέφτη. Βάφεται πάλι. Άσπρη σα γύψος. Τα μάτια πελώρια, κατάμαυρα. Ένα γύψινο προσωπείο. Αλλάζει. Φοράει ένα φόρεμα της αδελφής της, κλειστό, ριχτό, πτυχωτό, καστανόχρωμο. Βάζει μια ζώνη με φαρδιά πόρπη. Ανοίγει το συρτάρι του κομοδίνου. Κάτι παίρνει. Με τη ράχη γυρισμένη στο κηροπήγιο και στον καθρέφτη, πίνει με μικρές διακεκομμένες γουλιές το νερό, σα να παίρνει ασπιρίνες. Ξαπλώνει στο κρεβάτι ντυμένη και με τα σαντάλια της. Ακίνητη. Ήσυχη. Κλείνει τα μάτια. Χαμογελάει. Κοιμήθηκε; Απ’ την πλαϊνή αίθουσα ακούγεται το ρολόι).
ΑΘΗΝΑ, Σεπτέμβρης–Δεκέμβρης 1966, ΣΑΜΟΣ, Δεκέβρης 1971
Γιάννης Ρίτσος. 1972. Ισμήνη. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1972] 2009. Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972). 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.