Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Γιώργος Χειμωνάς

Ο εχθρός του ποιητή


(αποσπάσματα)


Ένας κρουνός αίμα πετάχτηκε από την τρύπα ανακατεμένο με χολή. Γιατί με σκοτώνεις. Ποιος είσαι ρώτησα έτοιμος να σωριαστώ σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ μη. Λυπήσου με μη. Μη με σκοτώσεις παρακάλεσα με ξεπνοϊσμένη φωνή. Λυπήθηκα αβάσταχτα τον εαυτό μου άρχισα να κλαίω. Το χέρι του σαν να μην ανήκε στο ακίνητο σώμα του ανεβοκατέβαινε με απίστευτη ταχύτητα με μεγάλες απλωτές κινήσεις. Όλες προς το επάνω μέρος της κοιλιάς κάτω από τον θώρακα. Είπε ψέματα η Κυβέλη είπα με αναφιλητό με παράπονο. Νά ο άγνωστος θάνατός μου. Χωρίς αιτία κι εκείνη την στιγμή. Πίσω από τα κλεισμένα μου βλέφαρα πέρασε η μορφή της Κυβέλης. Πρώτη φορά την έβλεπα έτσι όπως την είδα. Από κάπου με κοίταζε.[...] Άνοιξα τα μάτια. Δεν πονούσα πια και μοναχά αισθανόμουν την βία των χτυπημάτων αλλά κανέναν πόνο. Ήμουν πεσμένος κάτω κι από χαμηλά. Έβλεπα τον άγνωστο γιγάντιο με υψωμένο το μαχαίρι. Σταματημένο στον αέρα έτοιμο να ξαναχτυπήσει. Είναι ζωντανές οι ιδέες! φώναξα σα να προσπαθούσα την τελευταία εκείνη ώρα κι εγώ να τον χτυπήσω και να αντισταθώ και φώναξα με όση δύναμη μου απέμενε υπάρχουν! Είναι ζωντανές οι ιδέες! Ξαναχτύπησε πάντα στο ίδιο μέρος και πάλι ορθώθηκε και περίμενε κι εγώ. Φοβισμένος για ένα νέο χτύπημα. Έψαξα με απελπισία κάτι για να σκεπάσω. Το σπαραγμένο σώμα μου για ν’ αμυνθώ. Ήρθε καινούργιο χτύπημα. Αλλά αυτή την φορά στο πρόσωπο. Πάνω στο μάγουλό μου κι αισθάνθηκα το μαχαίρι να χώνεται στο κόκαλο. Να τρυπάει την υπερώα να ξεσκίζει τη γλώσσα μου. Μασώντας θρύψαλα οστών ξερνώντας σάλια και αίματα είπα τον θάνατο του Σαρπηδόνα και με αυτόν εσκέπασα. Τις άδικες πληγές μου

ο θάνατος περίμενε να πει όλα τα λόγια

Ύστερα το τέλος άπλωσε πάνω στο πρόσωπό του

Και ο φονιάς επάτησε την φτέρνα του στο στέρνο

Με δύναμη τραβολόγησε απ’ τον νεκρό το δόρυ

Φάνη η κορφή του κονταριού με λάφυρο ένα σπλάχνο

Βγήκε μαζί με την αιχμή το διάφραγμα σκισμένο

Εντόσθι κρυφό μοναχικό στο δόρυ αγκιστρωμένο

— κρεμασμένη στον μπρούντζο έλαμπε

η ψυχή του Σαρπηδόνα


Είδα ολόκληρη τη ζωή μου να τρέχει προς τα εμπρός. Προς έναν τοίχο από φως. Ακούμπησε ήσυχη επάνω του και χύθηκε αραίωσε. Ξεψύχησα πάνω στο φως. Στους αιώνες έμεινα εκεί φωτισμένος πεθαμένος.


[...]


θεέ μου. Ας σταματήσει αυτή η μουσική! ούρλιαξε ξαφνικά η Έρση και σκέπασε τα αυτιά της δεν αντέχω άλλο. Η Ελένη γύρισε και την κοίταξε έντονα κι ο Δώρος έκλεισε αμέσως τα μεγάφωνα. Η Έρση συνήλθε. Ταραγμένη σύρθηκε στα πόδια της Ελένης και φίλησε την άκρια του λευκού της φορέματος. Συγγνώμη παρακάλεσε κι άρχισε να κλαίει συγγνώμη. Η Έρση γύρισε κοντά μου ησυχασμένη. [...] Απάγγειλε πλάι στο αυτί μου


και το κοντάρι εμπήχθηκε στο κορμί τού Σαρπηδόνα

εκεί στον μυώνα τον πλατύ όπου πάλλει

η ψυχή του ανθρώπου

στο διάφραγμα που βαστά την βίαιη καρδιά

τους μίσχους της ανάσας. Ο Σαρπηδόνας έπεσε

ακίνητος και μόνο οι παλάμες του

μικρά φτερά που ετρέμαν

οι χούφτες του σφίγγαν κι άφηναν το ματωμένο χώμα

και τέντωσε μ’ έναν λυγμό λόγο προς τον αγαπημένο

— Γλαύκε τα όπλα μου μην αφήσεις να μου πάρουν

προστάτεψε το σώμα μου ξένος να μην το πιάσει

φύλαγε το ανέγγιχτο του σκοταδιού μου δίχτυ

Τον έπιασαν τον λέρωσαν τον έσυραν στο χώμα.


Σε λίγες ώρες φάνηκαν οι ακτές της Μικράς Ασίας. Το πλοίο γέμισε εκνευρισμό και βιασύνη και μονάχα η Έρση αδιάφορη. Δεν έφευγε από δίπλα μου συνέχιζε και έλεγε [...]


Γιώργος Χειμωνάς. 1990. Ο εχθρός του ποιητή. Αθήνα: Κέδρος.