[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Βασίλης Ρώτας
Προμηθέας ή η κωμωδία της αισιοδοξίας
(αποσπάσματα)
Ο Προμηθέας στον βράχο καρφωμένος.
[…]
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σας χαιρετάω εγώ, νυφούλες,
εγώ στον βράχο καρφωμένος,
εγώ ’μαι ο Προμηθέας.
ΧΟΡΟΣ ΝΥΦΕΣ
Ηγέ παιδιάτικοι καημοί
κι ανατριχίλες στο άπλερο κορμί!
Είσαι λοιπόν στ’ αλήθεια εσύ;
Εσύ ο φιλάνθρωπος θεός
που σ’ έχει ο Δίας τιμωρημένον
με τιμωρία πολύ βαριά
γιατί του πήρες τη φωτιά;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Εγώ, κορίτσια μου, είμ’ αυτός
καθώς με βλέπετε, καθώς
σας βλέπω. Μείνετε, κι εγώ
θα σας γλιτώσω από χαμό,
θα σας στεριώσω τις ζωές
με δύναμες χαροποιές.
ΧΟΡΟΣ ΝΥΦΕΣ
Και ποιά μπορούμε τώρα εμείς
να σου προσφέρουμε χαρά,
πώς να σου κάνουμε καλό;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αχ, δεν μπορείτε, σεις οι τόσο τρυφερές,
να σπάσετε αλυσίδες, να μου βγάλετε
τη σφήνα τούτη εδώ, που ’ναι στο στήθος μου
μπηγμένη και μου πνίγει την πνοή. Μα νά,
τον ερχομό σας πρόσμενα πολύν καιρό·
παρηγοριά σας βλέπω εγώ. Το ξέρω πια,
σημάδι ο Δίας πέφτει, και μου φτάνει αυτό,
μ’ όλους τους πόνους, να χαρώ. Εμπρός, εσείς
να φτιάσετε φωλιές με κλάδους γύρω μου,
και βάλτε στον καιρό ρυθμό και μουσική!
ΧΟΡΟΣ ΝΥΦΕΣ
Κίνα, μουσική,
της αγάπης φωνή,
της αγάπης χαρά,
κουνηθείτε φτερά
της συμπόνιας,
ώσπου νά ’ρθει γοργός
λυτρωτής δυνατός.
Χαίρε, χαίρε και συ,
πονεμένη μορφή,
που αγαπάς τους καημένους θνητούς.
Και σου τάζουμ’ εμείς
να σου κάνουμ’ εδώ
συντροφιά,
ώσπου νά ’ρθει σε μας και σε σένα
η γλυκιά λευτεριά.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αφουγκραστείτε, φτάνει, φτάνει ο Ηρακλής,
ακούτε; Ανηφορίζει, κι όλο το βουνό
καρδιοχτυπάει κι αναστενάζει από χαρά!
(Μπαίνει ο Ηρακλής).
[…]
ΗΡΑΚΛΗΣ
Μ’ έστειλαν να σκοτώσω το θεριό για να
σ’ ανακουφίσω λίγο· μα, όπως βλέπω εδώ,
δεν έχεις βάλει γνώση ακόμα, δύστυχε.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μιλάς για γνώση εσύ που δεν την ξέρεις: κι αν
ξεστράτισες ποτάμια και ξεκούνησες
βουνά και σκότωσες θεριά, τέτοιο θεριό
που λένε γνώση ακόμα δεν το αντίκρισες.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Και πού ’ν’ ο αγιούπας τώρα; Πότε θα φανεί;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Κάθε στιγμή μπορεί πετώντας να ριχτεί.
Μα μην αργείς: τη σφήνα πρώτα τούτη εδώ
βγάλε μου και μετά τις αλυσίδες —
ΗΡΑΚΛΗΣ
Α,
για τέτοια μη μου λες, δεν έχω διαταγή·
μου ’πανε μόνο τ’ όρνιο να σκοτώσω, νά.
ΧΟΡΟΣ ΝΥΦΕΣ
Νά, νά το, νά το! Ακούω φτερούγισμα ψηλά.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Δοξάρι μου, ετοιμάσου!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Νά το, εκεί ψηλά,
όλο και μεγαλώνει, επάνω μας πετάει,
τον ουρανό αλωνίζει για να κατεβεί.
Τί το κοιτάζεις; Ρίχ’ του, ρίχ’ του τώρα ευτύς,
εμπρός, εμπρός, σημάδευ’ το καθώς πετάει
στο ράμφος του για να πετύχεις την καρδιά!
ΗΡΑΚΛΗΣ
Τί κρώζεις, όρνιο; Τώρα θα σου δείξω εγώ
ποιός είν’ ο Ηρακλής! — Σαΐτα μου, άντε, χούι!
ΧΟΡΟΣ ΝΥΦΕΣ
Αχ, πρόφτασε!
ΗΡΑΚΛΗΣ
Το πέτυχα κατάστηθα! Σπαράζει νά
και πέφτει σβουριχτό τινάζοντας φτερά.
Ε, να ’σαστε όλοι μάρτυρες, το σκότωσα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Θρεμμένο με τα σπλάχνα μου είναι το θεριό.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Θα βγάλω δυο φτερά του στόλισμά μου εγώ.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τί κάνεις, Ηρακλή μου; Μη χασομεράς·
τί θέλεις να φορτώνεσαι παράσημα;
ΗΡΑΚΛΗΣ
Δύο φτερά τί βάρος έχουν;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Το καλό
κάμε το ολάκερο· έλα, τώρα τούτη εδώ
τη σφήνα τράβηξέ την απ’ το στήθος μου·
βγάλ’ τη, να ζήσεις, βγάλ’ τη, ν’ ανασάνω πια!
ΗΡΑΚΛΗΣ
Δε γίνεται.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Γιατί; Μη δε μπορείς;
ΗΡΑΚΛΗΣ
Μπορώ ό,τι θες· μα διαταγή δεν έχω. Εγώ
δεν κάνω απ’ το κεφάλι μου, δεν είμ’ εγώ
κεφάλι, εγώ ’μαι χέρι!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δύναμη στρεβλή;
ΧΟΡΟΣ ΝΥΦΕΣ
Ε, νά που καταφτάνει ο άγγελος ο Ερμής!
(Μπαίνει ο Ερμής).
ΕΡΜΗΣ
Ω, χαίρε, χαίρε, χαίρε, ισόθεε Ηρακλή,
διογέννητε! Άξιε για στεφάνι αθάνατο!
Έλα να πάμε: περιμένουν οι θεοί
να ιδούν το ρωμαλέο σου κάλλος στολισμό
στον Όλυμπο. Έλα, μην αργήσουμε στιγμή:
η αρμονία του κόσμου, του καιρού ο ρυθμός
κρέμεται από τη δόξα σου. Έλα, εμπρός,
εμπρός, τι και τα θεία κυβερνάει καιρός.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τί κάνεις; Δε θα με προδώσεις, Ηρακλή!
Μου ’κανες το μισό καλό, μη φεύγεις, μη,
προτού τ’ αποτελειώσεις: λύσε τα δεσμά,
τη σφήνα τράβηξέ μου, μόνο εσύ μπορείς!
ΕΡΜΗΣ
Ο Δίας στον θρόνο κάθεται κι όλοι οι θεοί
στη θέση του ο καθένας για την τελετή
της αποθέωσής σου. Ο Ήφαιστος κρατάει
τον φωτοστέφανο έτοιμον, το πιο λαμπρό
στον ουρανό παράσημο, και ντροπαλή
πλάι στην Αφροδίτη η Ήβη, όλη φωτιά,
καρδιοχτυπάει να σ’ αγκαλιάσει. Πάμε, εμπρός!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ανθρώπου γέννα, μη σου παίρνει αυτός τον νου,
ο γεννημένος δούλος και πραματευτής!
ΕΡΜΗΣ
Μην ασεβείς στον Δία, ισόθεε, μην κοπεί
της αρμονίας η τάξη, μήπως ο καιρός
πισωπατήσει κι οργιστεί ο πατέρας μας
και μετανιώσει κι όλα πάνε ανάποδα.
Αθάνατος θα γίνεις: έλα, πέρνα εμπρός!
(Βγαίνουν ο Ηρακλής και ο Ερμής).
[…]
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Είν’ ένας λόγος που άκουσα απ’ της μάνας μου
της Γης το στόμα. Εσύ ’σαι μου ’πε η λευτεριά,
εσύ ’σαι ο λόγος, ζύγι του όχι και του ναι:
καμιά εξουσία δε στέκεται αν δε θες εσύ.
Θα υποφέρεις πόνους, τέκνο μου καλό,
μα θα χαρείς στο τέλος την ωραία ζωή.
Γνωρίζω και υπομένω: ορίζω τον καιρό,
τι δεν είμ’ ένας παρά πλήθος, σαν λαός
που περπατάει στην έρημο· υποφέρω, μα
κι οι πόνοι και τα βάσανα περαστικά,
τι προχωράει και ανανιώνεται ο λαός.
ΧΟΡΟΣ ΝΥΦΕΣ
Δε νιώθω τί μου λες. Εγώ σε βλέπω εδώ
δεμένον, καρφωμένον και η ελπίδα πού;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ξελάσπωσε ο τροχός, γυρίζει, δεν ακούς;
ΧΟΡΟΣ ΝΥΦΕΣ
Ακούω σαν να φέρνει ο αέρας μουσική.
Πώς ημερεύει, πώς γλυκαίνεται η ζωή
με τόνους της αγάπης, ήχους του καημού!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Είν’ ο Ορφέας, ορφανή ψυχή, που κλαίει
την Ευρυδίκη του. Όλο στις ερμιές γυρνάει
πουλάκι αλλοπαρμένο και θρηνολογάει.
(Μπαίνει ο Ορφέας).
ΟΡΦΕΑΣ
Λαλάει το φως, λαλούν οι αέρηδες, λαλούν
τα φτερωμένα ζούδια και τα παγανά·
κάθε πνοή λαλάει και λέει τον πόνο μου.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Σε χαιρετάω, Ορφέα! Χαίρε, κι ας θρηνείς!
ΟΡΦΕΑΣ
Ποιός κράζει τ’ όνομά μου εδώ στην ερημιά;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μα δε με βλέπεις; Τόσο εχάλασα λοιπόν
ή εσύ απ’ τα δάκρυα έχεις στραβωθεί;
Κοίτα και γύρω σου να ιδείς τους ζωντανούς!
ΟΡΦΕΑΣ
Πώς έχεις καταντήσει! Θέαμα φριχτό!
Πού ’ναι τα γλαφυρά σου μέλη; Η γελαστή
καλοσυνάτη σου όψη; Η φωτεινή ματιά;
Πώς έγινες ερείπιο άσκημο, άγαρμπο,
κορμί χαοτικό, τερατική μορφή!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Χορτάριασα, έχω γίνει βράχος και πονώ
πόνους σκληρούς, που δεν τους βάζει ανθρώπου νους.
ΟΡΦΕΑΣ
Ε, Προμηθέα φιλάνθρωπε, σ’ αναζητάω,
του σκοταδιού μου φως, της λύπης μου χαρά!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τόσα πολλά λοιπόν για σέναν είμ’ εγώ;
ΟΡΦΕΑΣ
Δώσ’ μου την Ευρυδίκη, δώσ’ μου τη ζωή.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μ’ αφού την πήρε η άρνηση, που αυτή ποτέ
δεν ξαναδίνει πίσω; Νόμος της ζωής.
ΟΡΦΕΑΣ
Να πάω στον Άδη κάτω ο ίδιος να τη βρω.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μα είν’ άδειος ο Άδης, άνθρωπε. Τί μου ζητάς;
ΟΡΦΕΑΣ
Πώς, δεν υπάρχει το βασίλειο των νεκρών;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ελπίδες τέτοιες δίνει ο Δίας στους θνητούς
για να υπομένουν το άδικο απ’ τον δυνατόν.
ΟΡΦΕΑΣ
Δεν είναι η Ευρυδίκη μου έρημη ψυχή
περιπλανώμενη σε χώρους κρύους, φριχτούς;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τί να σου ειπώ; Μιλάμε γλώσσα άλλην εσύ
κι άλλην εγώ. Εσύ βλέπεις πίσω, εγώ μπροστά.
Σ’ έχει στραβώσει η λύπη κι έχασες το φως,
την αίσθηση για το άλλο. Σου ’κλεισε το εγώ
τον κόσμο και δε βλέπεις έξω τη χαρά,
το θάμα της ζωής. Μα κι αν μπορούσα εδώ
να σου ’φερνα την Ευρυδίκη ζωντανή,
δε θα την έβλεπες, τι ψάχνεις στους νεκρούς
για να τη βρεις. Μ’ αφού τη θέλεις ζωντανή,
να ψάξεις στη ζωή. Μα τήραξε να ιδείς,
νά η Ευρυδίκη!
ΟΡΦΕΑΣ
Πού;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Κοίταξε αυτό το φως, που διάχυτο φιλεί
τον κόσμον όλον και στο καθετί, απ’ τα πιο
μικρά ώς τα πιο μεγάλα δίνει ζωηρά
το χρώμα, τη γραμμή του και τη χάρη του!
Δε μοιάζει με την Ευρυδίκη; Δες αυτή
την κορυφή εκεί πέρα, πώς το γαλανό
κεντάει ατλάζι τ’ ουρανού με γερανί,
παρέκει με μαβί, με πράσινο, με ωχρό!
Δε μοιάζει με την Ευρυδίκη; Εκείνο εκεί
το συννεφάκι το άσπρο, που σαν κύκνος πλέει
στο ουράνιο πέλαγο —
ΟΡΦΕΑΣ
Ω, παραμιλάς θαρρώ…
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μα δες τα δασωμένα πλάγια, τις οχτιές,
τις σάρες, τους γκρεμούς, τις ρεματιές, χλοερά
λιβάδια, φυλλωσιές, νερά κελαρυστά,
δες τις πηγές πώς σπάζουν, άκου πώς λαλούν
τ’ αηδόνια, δες πώς χύνεται άξαφνα ο αϊτός
κι αρπάζει τον λαγό, δες γύρω ζωντανούς
ανθρώπους, τον λαό, δε μοιάζουν όλ’ αυτά
στο πάθος και στο κάλλος —
ΟΡΦΕΑΣ
Ω παραληρείς…
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ρίξε, σου λέω, το βλέμμα σου έξω από του εγώ
τον άδειον Άδη, στην πλατιά χαρά της γης!
Ψάξε να βρεις την Ευρυδίκη στη ζωή
κι όχι στον Άδη, αφού τη θέλεις ζωντανή!
ΟΡΦΕΑΣ
Ήταν η μια για μένα, η αδερφή ψυχή,
της ύπαρξής μου νόημα, πίστη και χαρά,
το φωτεινό στεφάνι του θνητού μου εγώ.
Τώρα η ζωή μου πόθος να την ξαναϊδώ,
να χαϊδευτούν τ’ αυτιά μου από τη μουσική
λαλιά της, η ματιά μου να βοσκήσει φως
στα μάτια της, τα δάχτυλά μου το απαλό
χεράκι της ν’ αγγίξουν
καθώς αγγίζουν τώρα τούτες τις χορδές,
και τότε οι τόνοι θα ’καναν τον άνεμο
να κλαίει, όχι από λύπη παρ’ από χαρά.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Με μιαν ιδέα σου, όνειρο πυρετικό,
θέλεις το φως να πήξει, να αρνηθεί η ζωή
τον ίδιο τον εαυτό της: τί μανία κακιά!
ΟΡΦΕΑΣ
Άσπλαχνος ο φιλάνθρωπος; Γι’ αυτό λοιπόν
γυρίζω τα βουνά; Με κούφια λόγια θες
να μου δροσίσεις τον αβάσταχτο καημό;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ορφέα μου, έκλεισες τα μάτια σου στο φως
στη νέα ζωή, στο άλλο, αυτό που γίνεται
στον άλλον άνθρωπο, στους πόνους της σκλαβιάς
στο βάσανο που τρώει εμένα τώρα εδώ.
Τήρα με καν σαν άνθρωπο, σαν αδερφό
να με παρηγορήσεις καν, αν δε μπορείς
αλλιώς να με βοηθήσεις! Είναι εγωιστές
οι ποιητές που παίρνουν εξουσία να λεν
τ’ ατομικά τους μπρος στους πόνους τους κοινούς.
ΟΡΦΕΑΣ
Δεν είναι πόνος λες, ο πόνος που έχω εγώ;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Απ’ όλα προτιμάς το φάντασμά σου εσύ
πάνω απ’ του κόσμου τη χαρά και τον καημό!
ΟΡΦΕΑΣ
Στον τόσο λυπημένο φέρνεσαι έτσι ωμά;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ορφέα, άσε τους μάταιους θρήνους για νεκρούς
και κοίτα τη ζωή και βόηθα τη, να ζεις!
ΟΡΦΕΑΣ
Για μένα εκείνο που έχασα ήταν η ζωή.
Τί μου ζητάς; Τί θέλεις να σου κάνω εγώ;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δε σου ζητάω ανάσταση, καθώς εσύ,
παρά καλό να κάνεις σ’ έναν που πονάει;
τη σφήνα τούτη, τούτο το καυτό καρφί
βγάλ’ το μου από το στήθος, μόνο αυτό ζητάω.
ΟΡΦΕΑΣ
Αχ. Προμηθέα δύστυχε, και πώς μπορώ;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Νά, πιάσε με τα δυο σου χέρια τράβηχ’ το.
ΟΡΦΕΑΣ
Κι αφού το κάνω, ποιά η ανταμοιβή μου; Πες!
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πήγαινε στο καλό σου με τη λύρα σου
και γύριζε τον κόσμο να μοιρολογάς,
να συγκινείς θεριά και πέτρες! Κι αν πεινάς,
στα πανηγύρια γύριζε, ζητιάνευε
μπουκιές αγάπη από χαζούς κι από λωλούς
λέγοντας για ψυχές κι ανάσταση νεκρών!
ΟΡΦΕΑΣ
Με διώχνεις έτσι, η ύστατή μου ελπίδα εσύ;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αλί του που ’χει ελπίδα μόνο σε νεκρούς!
ΟΡΦΕΑΣ
Λαλάει το φως, λαλούν οι αέρηδες, λαλούν…
[…]
Βασίλης Ρώτας. 1966. Θέατρο Β΄ [Παραμύθι της ανέμης, Ερωτόκριτος, Ο σύζυγος τρελαίνεται, Γραμματιζούμενοι, Προμηθέας]. Αθήνα: Ίκαρος.