Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΗΛΙΟΔΩΡΟΣ
224. – Αἰθιοπικὰ 1, 1, 1 – 1, 2, 6
Ο Ηλιόδωρος από την Έμεσα. της Συρίας είναι ο συγγραφέας του τελευταίου σωζόμενου μυθιστορήματος της αρχαιότητας, των Αιθιοπικών,με τα οποία κορυφώνεται η παράδοση του μυθιστορηματικού είδους. Η συγγραφή του έργου τοποθετείται από άλλους μελετητές στον 3ο και από άλλους στον 4ο αι. μ.Χ. Η πλοκή των Αιθιοπικών είναι η συνήθης συμβατική μυθιστορηματική πλοκή: η Χαρίκλεια, κόρη των βασιλέων της Αιθιοπίας, που έχει εκτεθεί από την μητέρα της, μεταφέρεται από έναν Έλληνα στους Δελφούς, όπου γίνεται ιέρεια της Αρτέμιδος. Εκεί, κατά την διάρκεια εορτής, γνωρίζει τον Θεαγένη, ευγενή Θεσσαλό, και ερωτεύονται αμέσως. Με την συνοδεία του Καλάσιρη, Αιγυπτίου ιερέα, και ακολουθώντας ένα σκοτεινό χρησμό φεύγουν και, αφού ζήσουν πλήθος περιπετειών, φθάνουν στην Αιθιοπία, όπου η ηρωίδα αναγνωρίζεται από τους γονείς της, παντρεύεται τον Θεαγένη και αναλαμβάνουν και οι δύο ιερατικό αξίωμα. Το στοιχείο ωστόσο που διαφοροποιεί τα Αιθιοπικά από τα υπόλοιπα μυθιστορήματα είναι η περίτεχνη αφηγηματική τεχνική.
Το απόσπασμα που ακολουθεί, από την αρχή των Αιθιοπικών,αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της ιδιαίτερης επιδεξιότητας με την οποία χειρίζεται ο Ηλιόδωρος δύο στοιχεία αφηγηματικής τεχνικής, τον αφηγηματικό χρόνο και την οπτική γωνία. Το μυθιστόρημα αρχίζει, όπως και η Οδύσσεια, in medias res. Αντί να περιγράψει όμως την εναρκτήρια σκηνή ως παντογνώστης αφηγητής, ο Ηλιόδωρος επιλέγει να την παρουσιάσει μέσα από τα έκπληκτα μάτια των ληστών, επιτυγχάνοντας κατ᾽ αυτό τον τρόπο να προκαλέσει από την αρχή την αγωνία του αναγνώστη. Πιο συγκεκριμένα μια συμμορία ληστών βλέπει από ψηλά την παραλία γεμάτη νεκρά ή ημιθανή σώματα αλλά και τα απομεινάρια ενός συμποσίου που πρέπει να έλαβε χώρα ταυτόχρονα με τον θάνατό τους. Κατερχόμενοι οι ληστές προς την παραλία βλέπουν έκθαμβοι μια κόρη εξαιρετικής ωραιότητας καθισμένη σε παρακείμενο λόφο και ένα νέο που κείτεται μπροστά της. Ο αναγνώστης, που απορεί όσο και οι ληστές, θα πληροφορηθεί τα ονόματα των δύο ηρώων, καθώς επίσης τι πράγματι συνέβη, πολύ αργότερα από την διήγηση σε πρώτο πρόσωπο του Καλάσιρη, ο οποίος πιάνει το νήμα της ιστορίας από την αρχή και διηγείται όλα τα γεγονότα που έχουν προηγηθεί μέχρι να ξαναβρεθούμε στην εναρκτήρια σκηνή με τους ληστές στον Νείλο.
[1.1.1] ἡμέρας ἄρτι διαγελώσης καὶ ἡλίου τὰς ἀκρωρείας καταυγάζοντος, ἄνδρες ἐν ὅπλοις λῃστρικοῖς ὄρους ὑπερκύψαντες, ὃ δὴ κατ᾽ ἐκβολὰς τοῦ Νείλου καὶ στόμα τὸ καλούμενον ἡρακλεωτικὸν ὑπερτείνει, μικρὸν ἐπιστάντες τὴν ὑποκειμένην θάλατταν ὀφθαλμοῖς ἐπήρχοντο καὶ τῷ πελάγει τὸ πρῶτον τὰς ὄψεις ἐπαφέντες, ὡς οὐδὲν ἄγρας λῃστρικῆς ἐπηγγέλλετο μὴ πλεόμενον, ἐπὶ τὸν πλησίον αἰγιαλὸν τῇ θέᾳ κατήγοντο. [1.1.2] καὶ ἦν τὰ ἐν αὐτῷ τοιάδε· ὁλκὰς ἀπὸ πρυμνησίων ὥρμει τῶν μὲν ἐμπλεόντων χηρεύουσα, φόρτου δὲ πλήθουσα· καὶ τοῦτο παρῆν συμβάλλειν καὶ τοῖς πόρρωθεν· τὸ γὰρ ἄχθος ἄχρι καὶ ἐπὶ τρίτου ζωστῆρος τῆς νεὼς τὸ ὕδωρ ἀνέθλιβεν. [1.1.3] ὁ δὲ αἰγιαλός, μεστὰ πάντα σωμάτων νεοσφαγῶν, τῶν μὲν ἄρδην ἀπολωλότων, τῶν δὲ ἡμιθνήτων καὶ μέρεσι τῶν σωμάτων ἔτι σπαιρόντων, ἄρτι πεπαῦσθαι τὸν πόλεμον κατηγορούντων. [1.1.4] ἦν δὲ οὐ πολέμου καθαροῦ τὰ φαινόμενα σύμβολα, ἀλλ᾽ ἀναμέμικτο καὶ εὐωχίας οὐκ εὐτυχοῦς ἀλλ᾽ εἰς τοῦτο ληξάσης ἐλεεινὰ λείψανα, τράπεζαι τῶν ἐδεσμάτων ἔτι πλήθουσαι καὶ ἄλλαι πρὸς τῇ γῇ τῶν κειμένων ἐν χερσὶν ἀνθ᾽ ὅπλων ἐνίοις παρὰ τὴν μάχην γεγενημέναι· ὁ γὰρ πόλεμος ἐσχεδίαστο· ἕτεραι δὲ ἄλλους ἔκρυπτον, ὡς ᾤοντο, ὑπελθόντας· κρατῆρες ἀνατετραμμένοι καὶ χειρῶν ἔνιοι τῶν ἐσχηκότων ἀπορρέοντες τῶν μὲν πινόντων τῶν δὲ ἀντὶ λίθων κεχρημένων· τὸ γὰρ αἰφνίδιον τοῦ κακοῦ τὰς χρείας ἐκαινοτόμει καὶ βέλεσι κεχρῆσθαι τοῖς ἐκπώμασιν ἐδίδασκεν. [1.1.5] ἔκειντο δὲ ὁ μὲν πελέκει τετρωμένος, ὁ δὲ κάχληκι βεβλημένος αὐτόθεν ἀπὸ τῆς ῥαχίας πεπορισμένῳ, ἕτερος ξύλῳ κατεαγώς, ὁ δὲ δαλῷ κατάφλεκτος, καὶ ἄλλος ἄλλως, οἱ δὲ πλεῖστοι βελῶν ἔργον καὶ τοξείας γεγενημένοι. [1.1.6] καὶ μυρίον εἶδος ὁ δαίμων ἐπὶ μικροῦ τοῦ χωρίου διεσκεύαστο, οἶνον αἵματι μιάνας, καὶ συμποσίοις πόλεμον ἐπιστήσας, φόνους καὶ πότους, σπονδὰς καὶ σφαγὰς ἐπισυνάψας, καὶ τοιοῦτον θέατρον λῃσταῖς Αἰγυπτίοις ἐπιδείξας. [1.1.7] οἱ γὰρ δὴ κατὰ τὸ ὄρος θεωροὺς ἑαυτοὺς τῶνδε καθίσαντες οὐδὲ συνιέναι τὴν σκηνὴν ἐδύναντο, τοὺς μὲν ἑαλωκότας ἔχοντες, οὐδαμοῦ δὲ τοὺς κεκρατηκότας ὁρῶντες, καὶ τὴν μὲν νίκην λαμπράν, τὰ λάφυρα δὲ ἀσκύλευτα, καὶ τὴν ναῦν μόνην ἀνδρῶν μὲν ἔρημον, τἄλλα δὲ ἄσυλον ὥσπερ ὑπὸ πολλῶν φρουρουμένην καὶ ὥσπερ ἐν εἰρήνῃ σαλεύουσαν. [1.1.8] ἀλλὰ καίπερ τὸ γεγονὸς ὅ τι ποτέ ἐστιν ἀποροῦντες εἰς τὸ κέρδος ἔβλεπον καὶ τὴν λείαν· ἑαυτοὺς οὖν νικητὰς ἀποδείξαντες ὥρμησαν. [1.2.1] ἤδη δὲ αὐτοῖς κεκινηκόσιν ἄποθεν μικρὸν τῆς τε νεὼς καὶ τῶν κειμένων θέαμα προσπίπτει τῶν προτέρων ἀπορώτερον· κόρη καθῆστο ἐπὶ πέτρας, ἀμήχανόν τι κάλλος καὶ θεὸς εἶναι ἀναπείθουσα, τοῖς μὲν παροῦσι περιαλγοῦσα φρονήματος δὲ εὐγενοῦς ἔτι πνέουσα. δάφνῃ τὴν κεφαλὴν ἔστεπτο καὶ φαρέτραν τῶν ὤμων ἐξῆπτο καὶ τῷ λαιῷ βραχίονι τὸ τόξον ὑπεστήρικτο· [1.2.2] ἡ λοιπὴ δὲ χεὶρ ἀφροντίστως ἀπῃώρητο. μηρῷ δὲ τῷ δεξιῷ τὸν ἀγκῶνα θατέρας χειρὸς ἐφεδράζουσα καὶ τοῖς δακτύλοις τὴν παρειὰν ἐπιτρέψασα, κάτω νεύουσα καί τινα προκείμενον ἔφηβον περισκοποῦσα τὴν κεφαλὴν ἀνεῖχεν. [1.2.3] ὁ δὲ τραύμασι μὲν κατῄκιστο καὶ μικρὸν ἀναφέρειν ὥσπερ ἐκ βαθέος ὕπνου τοῦ παρ᾽ ὀλίγον θανάτου κατεφαίνετο, ἤνθει δὲ καὶ ἐν τούτοις ἀνδρείῳ τῷ κάλλει καὶ ἡ παρειὰ καταρρέοντι τῷ αἵματι φοινιττομένη λευκότητι πλέον ἀντέλαμπεν. ὀφθαλμοὺς δὲ ἐκείνου οἱ μὲν πόνοι κατέσπων, ἡ δὲ ὄψις τῆς κόρης ἐφ᾽ ἑαυτὴν ἀνεῖλκε καὶ τοῦτο ὁρᾶν αὐτοὺς ἠνάγκαζεν, ὅτι ἐκείνην ἑώρων. [1.2.4] ὡς δὲ πνεῦμα συλλεξάμενος καὶ βύθιόν τι ἀσθμήνας λεπτὸν ὑπεφθέγξατο καὶ «ὦ γλυκεῖα,» ἔφη «σῴζῃ μοι ὡς ἀληθῶς, ἢ γέγονας καὶ αὐτὴ τοῦ πολέμου πάρεργον, οὐκ ἀνέχῃ δὲ ἄλλως οὐδὲ μετὰ θάνατον ἀποστατεῖν ἡμῶν, ἀλλὰ φάσμα τὸ σὸν καὶ ψυχὴ τὰς ἐμὰς περιέπει τύχας;», «ἐν σοὶ» ἔφη «τὰ ἐμὰ» ἡ κόρη «σῴζεσθαί τε καὶ μή· τοῦτο γοῦν ὁρᾷς;» δείξασα ἐπὶ τῶν γονάτων ξίφος, «εἰς δεῦρο ἤργησεν ὑπὸ τῆς σῆς ἀναπνοῆς ἐπεχόμενον.» [1.2.5] καὶ ἅμα λέγουσα ἡ μὲν τῆς πέτρας ἀνέθορεν, οἱ δὲ ἐπὶ τοῦ ὄρους ὑπὸ θαύματος ἅμα καὶ ἐκπλήξεως ὥσπερ ὑπὸ πρηστῆρος τῆς ὄψεως βληθέντες ἄλλος ἄλλον ὑπεδύετο θάμνον· μεῖζον γάρ τι καὶ θειότερον αὐτοῖς ὀρθωθεῖσα ἔδοξε, τῶν μὲν βελῶν τῇ ἀθρόᾳ κινήσει κλαγξάντων, χρυσοϋφοῦς δὲ τῆς ἐσθῆτος πρὸς τὸν ἥλιον ἀνταυγαζούσης, καὶ τῆς κόμης ὑπὸ τῷ στεφάνῳ βακχεῖον σοβουμένης καὶ τοῖς νώτοις πλεῖστον ὅσον ἐπιτρεχούσης. [1.2.6] τοὺς μὲν ταῦτα ἐξεδειμάτου καὶ πλέον τῶν ὁρωμένων ἡ τῶν γινομένων ἄγνοια· οἱ μὲν γὰρ θεόν τινα ἔλεγον, καὶ θεὸν Ἄρτεμιν ἢ τὴν ἐγχώριον Ἶσιν, οἱ δὲ ἱέρειαν ὑπό του θεῶν ἐκμεμηνυῖαν καὶ τὸν ὁρώμενον πολὺν φόνον ἐργασαμένην. καὶ οἱ μὲν ταῦτα ἐγίνωσκον, τὰ ὄντα δὲ οὔπω ἐγίνωσκον· ἡ δὲ ἀθρόον κατενεχθεῖσα ἐπὶ τὸν νεανίαν καὶ πανταχόθεν αὐτῷ περιχυθεῖσα ἐδάκρυεν, ἐφίλει, κατέματτεν, ἀνῴμωζεν, ἠπίστει κατέχουσα. |
[1,1,1] Η μέρα μόλις που χαμογελούσε και ο ήλιος καταύγαζε τις κορυφογραμμές, όταν κάποιοι άνδρες με ληστρικό οπλισμό ξεπρόβαλαν από τους λόφους που υψώνονται πάνω από τις εκβολές του Νείλου στο στόμιο το καλούμενο Ηρακλεωτικό.1 Στάθηκαν λίγο εκεί και βάλθηκαν να ψάχνουν με τα μάτια τη θάλασσα κάτω. Πρώτα άφησαν το βλέμμα τους να πλανηθεί στο πέλαγος και, καθώς κανένα πλεούμενο δεν υποσχόταν άγρα ληστρική, έριξαν τη ματιά τους στην κοντινή παραλία. [2] Και να τι είδαν:2 ένα καράβι δεμένο από τα σχοινιά της πρύμης, έρημο εντελώς και φορτωμένο ώς τα μπούνια. Το πράγμα φαινόταν και από μακριά: από το βάρος του φορτίου το νερό είχε ανέβει ώς το τρίτο ζωνάρι του πλοίου. [3] Η παραλία, γεμάτη σώματα ανθρώπων που είχαν πρόσφατα σφαγιαστεί, άλλα νεκρά και άλλα μισοπεθαμένα με κάποια μέλη τους να σπαράζουν ακόμα, μαρτυρούσε ότι η μάχη μόλις είχε τελειώσει. [4] Κι όμως δεν θα μπορούσες να πεις πως ήταν μάχη καθαρή αυτό που είχε γίνει: μαζί με τα πτώματα ήταν ανακατεμένα θλιβερά απομεινάρια από κάποιο κακότυχο φαγοπότι που είχε αυτή τη φρικτή κατάληξη· μερικά τραπέζια ήταν ακόμα γεμάτα φαγητά κι άλλα κείτονταν καταγής πλάι στα χέρια των νεκρών που τα είχαν χρησιμοποιήσει αντί για όπλα στην απρόβλεπτη εκείνη μάχη· άλλα σκέπαζαν σώματα ανθρώπων που είχαν νομίσει πως θα ᾽βρισκαν κάτω από αυτά καταφύγιο· έβλεπες κρατήρες αναποδογυρισμένους να κρέμονται από τα χέρια των νεκρών που είτε έπιναν είτε ετοιμάζονταν να τους χρησιμοποιήσουν αντί για πέτρες· η αιφνίδια συμφορά τους είχε διδάξει καινούργιες χρήσεις, αναγκάζοντάς τους να χρησιμοποιούν τα ποτήρια για βέλη. [5] Άλλος κειτόταν πληγωμένος από τσεκούρι, άλλος χτυπημένος με αιχμηρό χαλίκι από την ίδια εκείνη παραλία, άλλος είχε τα μέλη τσακισμένα από δοκάρι, άλλος ήταν πυρπολημένος με δαυλό, άλλος αλλιώς θανατωμένος, και οι περισσότεροι είχαν χτυπηθεί με βέλη από τοξότες. [6] Σε τόπο μικρό, μύρια όσα είχε σκηνοθετήσει η τύχη: με αίμα είχε μολύνει το κρασί, το γλέντι είχε αναμείξει με τη μάχη, το φονικό με το πιοτό, τις σπονδές με τις σφαγές -να ποιο ήταν το δράμα που παρουσίαζε στους Αιγύπτιους ληστές. [7] Κι εκείνοι, καθισμένοι στην πλαγιά σαν θεατές σε θέατρο, έβλεπαν τη σκηνή3 και δεν μπορούσαν να την καταλάβουν: οι νικημένοι ήταν μπροστά στα μάτια τους και πουθενά δεν έβλεπαν τους νικητές· η νίκη φαινόταν λαμπρή, τα λάφυρα όμως ασκύλευτα· το πλοίο, μόνο κι έρημο κι όμως απείραχτο σαν να το φύλαγαν πλήθος φρουροί, σαν σε ειρήνη να λικνίζεται στο κύμα. [8] Όση όμως κι αν ήταν η απορία τους για το συμβάν, το κέρδος τους τραβούσε και η λεία· και σαν να ήταν αυτοί που κέρδισαν τη νίκη, όρμησαν.
[1,2,1] Ήδη πλησίαζαν το πλοίο και τα πτώματα, όταν είδαν ένα θέαμα ακόμα πιο παράξενο. Μια κόρη καθόταν πάνω σ᾽ ένα βράχο, όμορφη τόσο που θα την έλεγες θεά,4 βαθιά πονεμένη για το κακό κι όμως μ᾽ έναν αέρα ευγένειας και περηφάνιας. [2] Φορούσε δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι και είχε στον ώμο κρεμασμένη μια φαρέτρα· το αριστερό της μπράτσο ακουμπούσε στο τόξο, ενώ το χέρι της κρεμόταν χαλαρό.5 Με τον αγκώνα του άλλου χεριού ακουμπισμένο στον δεξιό μηρό της και με το πρόσωποαφημένο στην παλάμη, πότε έσκυβε να κοιτάξει έναν νέο που κειτόταν μπροστά της και πότε σήκωνε το κεφάλι για να κοιτάξει ολόγυρα. [3] Ο δε νέος φαινόταν μεν σοβαρά τραυματισμένος και σαν μόλις να συνερχόταν από τον βαθύ ύπνο του παρ᾽ ολίγον θανάτου του, αλλ᾽ ακόμα κι έτσι άνθιζε η αρρενωπή ομορφιά του και το πορφυρό αίμα που κυλούσε ποτάμι στα μάγουλά του έκανε να λάμπει ακόμα περισσότερο η λευκότητα του προσώπου του. Ο πόνος βάραινε τα βλέφαρά του, αλλά η όψη της κόρης τον έκανε να σηκώνει το βλέμμα σ᾽ αυτήν και το μόνο που ανάγκαζε τα μάτια του να βλέπουν ήταν ότι έβλεπαν εκείνην. [4] Καθώς σιγά σιγά ξαναρχόταν στη ζωή, στέναξε βαθιά και ψιθύρισε αδύναμα λέγοντας «Γλυκιά μου, στ᾽ αλήθεια έχεις σωθεί ή μήπως, θύμα του πολέμου κι εσύ, δεν στέργεις ούτε και νεκρή να αποσπαστείς από μένα και η ψυχή σου σαν φάντασμα με ακολουθεί στη δυστυχία μου;» Και η κόρη «Από σένα», είπε, «εξαρτάται η σωτηρία μου και ο χαμός μου· το βλέπεις αυτό;» και δείχνοντας ένα ξίφος πάνω στα γόνατά της, «ώς τώρα», είπε, «έμεινε αργό γιατί η αναπνοή σου το συγκρατούσε». [5] Και με τα λόγια αυτά εκείνη μεν τινάχτηκε από το βράχο, οι δε ληστές που στέκονταν στο λόφο, σαν να τους χτύπησε στη θέα της κεραυνός, έτρεξαν θαμπωμένοι και περίτρομοι να κρυφτούν άλλος κάτω από άλλο θάμνο· πιο μεγάλη ακόμα και πιο θεϊκή φάνταζε τώρα που ήταν όρθια, καθώς τα βέλη βρόντησαν στην ξαφνική κίνησή της, το χρυσοΰφαντο φόρεμά της άστραφτε στον ήλιο και τα μαλλιά της, λυτά κάτω από το βακχικό στεφάνι, κατρακυλούσαν ώς τη μέση της σχεδόν. [6] Μα περισσότερο απ᾽ όσα έβλεπαν τους τρόμαζε η άγνοια για όσα γίνονταν· άλλοι απ᾽ αυτούς νόμιζαν πως είναι κάποια θεά, η Άρτεμη ή η εντόπια Ίσις, άλλοι την περνούσαν για ιέρεια που είχε καταληφθεί από θεϊκή μανία και είχε διαπράξει όλο εκείνο το φονικό. Αυτά έβαζαν εκείνοι με το νου τους, αλλά δεν γνώριζαν ακόμα την αλήθεια. Και η κόρη χύθηκε ξαφνικά πάνω στο κορμί του νέου, τον έσφιγγε στην αγκαλιά της και τον καταφιλούσε, του σκούπιζε τα αίματα, στέναζε και δεν πίστευε πως ήταν ζωντανός.
(μετάφραση Αλόη Σιδέρη)
|
1 Ένα από τα επτά στόμια του Νείλου.
2 Εδώ ο αναγνώστης βλέπει τη σκηνή με τα μάτια των ληστών. Αργότερα (5,30-33) θα την ξαναδεί με τα μάτια του Καλάσιρη, ο οποίος παρακολουθεί όπως και οι ληστές την σκηνή από λόφο στον οποίο έχει καταφύγει. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο Καλάσιρης γνωρίζει περί τίνος ακριβώς πρόκειται, αφού είναι παρών όταν ξεσπάει η συμπλοκή μεταξύ των πειρατών, την οποία μάλιστα έχει προκαλέσει ο ίδιος προκειμένου να αποφευχθεί ο αναγκαστικός γάμος της Χαρίκλειας με τον αρχηγό των πειρατών Τραχίνο.
3 Στον Ηλιόδωρο αφθονούν οι μεταφορές από το χώρο του θεάτρου.
4 Η παρομοίωση της ηρωίδας με θεά συνιστά ρητορικό τόπο που απαντά ανεξάρτητα ή σε συνδυασμό με άλλους σχετικούς τόπους στο πλαίσιο της "έκφρασης" (δηλ. της ρητορικής περιγραφής ) του κάλλους της κόρης.
5 Η περιγραφή παραπέμπει σε παράσταση της αναπαυόμενης Αρτέμιδος. Δεν είναι σαφές αν ο συγγραφέας εμπνέεται από άγλαμα ή ζωγραφικό πίνακα με σχετική παράσταση. Σε κάθε περίπτωση η περιγραφή της Χαρίκλειας ως αναπαυόμενης Αρτέμιδος ακολουθεί τον τύπο της "έκφρασης" έργου τέχνης.