Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ
217. – Κράσσος 33
Το έργο για το οποίο κυρίως δοξάστηκε ο Πλούταρχος είναι οι Βίοι Παράλληλοι, οι βιογραφίες δηλ. επιφανών ανδρών που έχουν συνταχθεί κατά ζεύγη αποτελούμενα από έναν Έλληνα και έναν Ρωμαίο -σώζονται 22 τέτοια ζεύγη. Το ενδιαφέρον του Πλουτάρχου στους Βίους είναι λιγότερο ιστορικό και περισσότερο ηθοπλαστικό: με τις βιογραφίες επιφανών ανδρών επιδιώκει να δημιουργήσει πρότυπα προς μίμηση -ενίοτε και προς αποφυγήν. Στην περίπτωση του Κράσσου το ελληνικό ανάλογό του είναι ο Αθηναίος στρατηγός Νικίας (†413 π.Χ.).
[33.1] τούτων δὲ πραττομένων Ὁρώδης ἐτύγχανεν ἤδη διηλλαγμένος Ἀρταβάζῃ τῷ Ἀρμενίῳ καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ γυναῖκα Πακόρῳ τῷ παιδὶ καθωμολογημένος, ἑστιάσεις τε καὶ πότοι δι᾽ ἀλλήλων ἦσαν αὐτοῖς, καὶ πολλὰ παρεισήγετο τῶν ἀπὸ τῆς Ἑλλάδος ἀκουσμάτων. [33.2] ἦν γὰρ οὔτε φωνῆς οὔτε γραμμάτων ὁ Ὁρώδης Ἑλληνικῶν ἄπειρος, ὁ δ᾽ Ἀρταβάζης καὶ τραγῳδίας ἐποίει καὶ λόγους ἔγραφε καὶ ἱστορίας, ὧν ἔνιαι διασῴζονται. [33.3] τῆς δὲ κεφαλῆς τοῦ Κράσσου κομισθείσης ἐπὶ θύρας, ἀπηρμέναι μὲν ἦσαν αἱ τράπεζαι, τραγῳδιῶν δ᾽ ὑποκριτὴς Ἰάσων ὄνομα Τραλλιανὸς ᾖδεν Εὐριπίδου Βακχῶν τὰ περὶ τὴν Ἀγαύην. εὐδοκιμοῦντος δ᾽ αὐτοῦ, Σιλάκης ἐπιστὰς τῷ ἀνδρῶνι καὶ προσκυνήσας, προὔβαλεν εἰς μέσον τοῦ Κράσσου τὴν κεφαλήν. [33.4] κρότον δὲ τῶν Πάρθων μετὰ χαρᾶς καὶ κραυγῆς ἀραμένων, τὸν μὲν Σιλάκην κατέκλιναν οἱ ὑπηρέται βασιλέως κελεύσαντος, ὁ δ᾽ Ἰάσων τὰ μὲν τοῦ Πενθέως σκευοποιήματα παρέδωκέ τινι τῶν χορευτῶν, τῆς δὲ τοῦ Κράσσου κεφαλῆς λαβόμενος καὶ ἀναβακχεύσας ἐπέραινεν ἐκεῖνα τὰ μέλη μετ᾽ ἐνθουσιασμοῦ καὶ ᾠδῆς
[33.5] φέρομεν ἐξ ὄρεος
[33.6] καὶ ταῦτα μὲν πάντας ἔτερπεν· ᾀδομένων δὲ τῶν ἑξῆς ἀμοιβαίων πρὸς τὸν χορὸν
|
[33,1] Ενώ συνέβαιναν αυτά, ο Ορώδης είχε ήδη συμφιλιωθεί με τον Αρταβάζη τον Αρμένιο και είχε αρραβωνιάσει τον γιο του Πάκορο με την αδελφή εκείνου· είχαν αρχίσει τα αμοιβαία τραπεζώματα και οι προσκλήσεις για οινοποσία· εκεί απαγγέλλονταν και πολλά ποιήματα από την Ελλάδα. [2] Γιατί ο Ορώδης δεν ήταν άγευστος ούτε της ελληνικής γλώσσας ούτε της λογοτεχνίας, ενώ ο Αρταβάζης συνέθετε και τραγωδίες και έγραφε λόγους και ιστορικά έργα, κάποια από τα οποία σώζονται. [3] Όταν λοιπόν έφεραν το κεφάλι του Κράσσου στην πόρτα, είχαν μόλις σηκώσει τα τραπέζια και ένας υποκριτής τραγωδιών από τις Τράλλεις,1 ονομαζόμενος Ιάσων, τραγουδούσε από τις Βάκχες του Ευριπίδη τη σκηνή της Αγαύης. Ενώ τον επευφημούσαν, εμφανίστηκε στην πόρτα του ανδρωνίτη ο Σιλάκης και, αφού προσκύνησε, έριξε στο μέσο των συνδαιτυμόνων το κεφάλι του Κράσσου. [4] Οι Πάρθοι περιχαρείς χειροκροτούσαν και κραύγαζαν· τον Σιλάκη οι υπηρέτες, έπειτα από διαταγή του βασιλιά, τον έβαλαν να καθίσει, ενώ ο Ιάσων, αφού παρέδωσε σε κάποιο από τα μέλη του χορού το ομοίωμα της κεφαλής του Πενθέα, άδραξε το κεφάλι του Κράσσου και υποδυόμενος την κυριευμένη από την βακχική μανία Αγαύη τραγούδησε με το πάθος του θεόληπτου τους λυρικούς εκείνους στίχους [5] φέρω από τα όρη στα μέλαθρα χλωρό βλαστάρι· μόλις το έκοψα, ευλογημένο κυνήγι. [6] Και αυτά έτερπαν τους πάντες· όταν όμως τραγουδούσαν το αμέσως επόμενο αμοιβαίο άσμα της Αγαύης και του χορού ‹Α.› Ποιος τον σκότωσε; ‹Β.› Δικό μου το έπαθλο,2 πήδησε πάνω ο Εξάθρης,3 που έτυχε να είναι παρών στο δείπνο, και πιάστηκε και αυτός από το κεφάλι, θέλοντας έτσι να δείξει ότι ταίριαζε πολύ περισσότερο τους στίχους εκείνους να τους λέει αυτός παρά ο άλλος. [7] Ο βασιλιάς κατευχαριστημένος του προσέφερε τα πατροπαράδοτα δώρα, ενώ στον Ιάσονα έδωσε ένα τάλαντο.4 Σε τέτοιο τέλος κατέληξε, λένε, η στρατηγία του Κράσσου, σαν να ήταν τραγωδία.
(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)
|
1 Πόλη στην κοιλάδα του Μαιάνδρου, ανατολικά της Εφέσου· άλλοτε υπαγόταν στην Καρία και άλλοτε στη Λυδία.
2 Ευρυπίδης, Βάκχες 1169-1171, 1178-1179.
3 Είναι αυτός που σκότωσε τον Κράσσο.
4 Οι καλοί ηθοποιοί αμείβονταν γενικά αδρά.