Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

214. – Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις 2, 3, 1-8

Στο έργο που φέρει τον τίτλο Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις ο Αρριανός περιγράφει, σε ύφος που θυμίζει Ξενοφώντα, την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου. Στόχος του Αρριανού ήταν να δώσει αντικειμενική και νηφάλια εικόνα του Αλεξάνδρου, απαλλαγμένη από τις μυθιστορηματικές παραμορφώσεις που υπήρχαν σε έργα προγενεστέρων. Στο απόσπασμα που ακολουθεί περιγράφεται η άφιξη του Αλεξάνδρου, το 333 π.Χ., στο Γόρδιον (παλιά έδρα των βασιλιάδων της Φρυγίας που είχε πάρει το όνομά της από τον ομώνυμο μυθικό βασιλιά), ο σχετικός με τον περίφημο "γόρδιο δεσμό" μύθος και η παράδοση για τον τρόπο με τον οποίο τον έλυσε ο Αλέξανδρος. Η επιθυμία του Αλεξάνδρου να λύσει τον δεσμό μπορεί να θεωρηθεί ότι υποδηλώνει την επιθυμία του να κατακτήσει τον κόσμο. Η παρουσιαζόμενη επίσης εκδοχή του ιστορικού Αριστόβουλου για τη λύση του δεσμού αποτελεί έμμεσο έπαινο της μόρφωσης του Αλεξάνδρου. Ο τελευταίος μπόρεσε, σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, να λύσει τον δεσμό, αφού τράβηξε τo "μικρό πάσσαλο" (ἕστορα:η λέξη είναι ομηρική) της αρχαίας άμαξας, γεγονός που υπονοεί ότι τον βοήθησε η γνώση του Ομήρου.

[2.3.1] Ἀλέξανδρος δὲ ὡς ἐς Γόρδιον παρῆλθε, πόθος λαμβάνει αὐτὸν ἀνελθόντα ἐς τὴν ἄκραν, ἵνα καὶ τὰ βασίλεια ἦν τὰ Γορδίου καὶ τοῦ παιδὸς αὐτοῦ Μίδου, τὴν ἅμαξαν ἰδεῖν τὴν Γορδίου καὶ τοῦ ζυγοῦ τῆς ἁμάξης τὸν δεσμόν. [2.3.2] λόγος δὲ περὶ τῆς ἁμάξης ἐκείνης παρὰ τοῖς προσχώροις πολὺς κατεῖχε, Γόρδιον εἶναι τῶν πάλαι Φρυγῶν ἄνδρα πένητα καὶ ὀλίγην εἶναι αὐτῷ γῆν ἐργάζεσθαι καὶ ζεύγη βοῶν δύο· καὶ τῷ μὲν ἀροτριᾶν, τῷ δὲ ἁμαξεύειν τὸν Γόρδιον. [2.3.3] καί ποτε ἀροῦντος αὐτοῦ ἐπιστῆναι ἐπὶ τὸν ζυγὸν ἀετὸν καὶ ἐπιμεῖναι ἔστε ἐπὶ βουλυτὸν καθήμενον· τὸν δὲ ἐκπλαγέντα τῇ ὄψει ἰέναι κοινώσοντα ὑπὲρ τοῦ θείου παρὰ τοὺς Τελμισσέας τοὺς μάντεις· εἶναι γὰρ τοὺς Τελμισσέας σοφοὺς τὰ θεῖα ἐξηγεῖσθαι καί σφισιν ἀπὸ γένους δεδόσθαι αὐτοῖς καὶ γυναιξὶν καὶ παισὶ τὴν μαντείαν. [2.3.4] προσάγοντα δὲ κώμῃ τινὶ τῶν Τελμισσέων ἐντυχεῖν παρθένῳ ὑδρευομένῃ καὶ πρὸς ταύτην εἰπεῖν ὅπως οἱ τὸ τοῦ ἀετοῦ ἔσχε· τὴν δέ, εἶναι γὰρ καὶ αὐτὴν τοῦ μαντικοῦ γένους, θύειν κελεῦσαι τῷ Διὶ τῷ βασιλεῖ, ἐπανελθόντα ἐς τὸν τόπον αὐτόν. καί, δεηθῆναι γὰρ αὐτῆς Γόρδιον τὴν θυσίαν ξυνεπισπομένην οἱ αὐτὴν ἐξηγήσασθαι, θῦσαί τε ὅπως ἐκείνη ὑπετίθετο τὸν Γόρδιον καὶ ξυγγενέσθαι ἐπὶ γάμῳ τῇ παιδὶ καὶ γενέσθαι αὐτοῖν παῖδα Μίδαν ὄνομα. [2.3.5] ἤδη τε ἄνδρα εἶναι τὸν Μίδαν καλὸν καὶ γενναῖον καὶ ἐν τούτῳ στάσει πιέζεσθαι ἐν σφίσι τοὺς Φρύγας, καὶ γενέσθαι αὐτοῖς χρησμόν, ὅτι ἅμαξα ἄξει αὐτοῖς βασιλέα καὶ ὅτι οὗτος αὐτοῖς καταπαύσει τὴν στάσιν. ἔτι δὲ περὶ αὐτῶν τούτων βουλευομένοις ἐλθεῖν τὸν Μίδαν ὁμοῦ τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρὶ καὶ ἐπιστῆναι τῇ ἐκκλησίᾳ αὐτῇ ἁμάξῃ. [2.3.6] τοὺς δὲ ξυμβαλόντας τὸ μαντεῖον τοῦτον ἐκεῖνον γνῶναι ὄντα, ὅντινα ὁ θεὸς αὐτοῖς ἔφραζεν, ὅτι ἄξει ἡ ἅμαξα· καὶ καταστῆσαι μὲν αὐτοὺς βασιλέα τὸν Μίδαν, Μίδαν δὲ αὐτοῖς τὴν στάσιν καταπαῦσαι, καὶ τὴν ἅμαξαν τοῦ πατρὸς ἐν τῇ ἄκρᾳ ἀναθεῖναι χαριστήρια τῷ Διὶ τῷ βασιλεῖ ἐπὶ τοῦ ἀετοῦ τῇ πομπῇ. πρὸς δὲ δὴ τούτοις καὶ τόδε περὶ τῆς ἁμάξης ἐμυθεύετο, ὅστις λύσειε τοῦ ζυγοῦ τῆς ἁμάξης τὸν δεσμόν, τοῦτον χρῆναι ἄρξαι τῆς Ἀσίας. [2.3.7] ἦν δὲ ὁ δεσμὸς ἐκ φλοιοῦ κρανίας καὶ τούτου οὔτε τέλος οὔτε ἀρχὴ ἐφαίνετο. Ἀλέξανδρος δὲ ὡς ἀπόρως μὲν εἶχεν ἐξευρεῖν λύσιν τοῦ δεσμοῦ, ἄλυτον δὲ περιιδεῖν οὐκ ἤθελε, μή τινα καὶ τοῦτο ἐς τοὺς πολλοὺς κίνησιν ἐργάσηται, οἱ μὲν λέγουσιν, ὅτι παίσας τῷ ξίφει διέκοψε τὸν δεσμὸν καὶ λελύσθαι ἔφη· Ἀριστόβουλος δὲ λέγει ἐξελόντα τὸν ἕστορα τοῦ ῥυμοῦ, ὃς ἦν τύλος διαβεβλημένος διὰ τοῦ ῥυμοῦ διαμπάξ, ξυνέχων τὸν δεσμόν, ἐξελκύσαι ἔξω τοῦ ῥυμοῦ τὸ‹ν› ζυγόν. [2.3.8] ὅπως μὲν δὴ ἐπράχθη τὰ ἀμφὶ τῷ δεσμῷ τούτῳ Ἀλεξάνδρῳ οὐκ ἔχω ἰσχυρίσασθαι. ἀπηλλάγη δ᾽ οὖν ἀπὸ τῆς ἁμάξης αὐτός τε καὶ οἱ ἀμφ᾽ αὐτὸν ὡς τοῦ λογίου τοῦ ἐπὶ τῇ λύσει τοῦ δεσμοῦ ξυμβεβηκότος. καὶ γὰρ καὶ τῆς νυκτὸς ἐκείνης βρονταί τε καὶ σέλας ἐξ οὐρανοῦ ἐπεσήμηναν· καὶ ἐπὶ τούτοις ἔθυε τῇ ὑστεραίᾳ Ἀλέξανδρος τοῖς φήνασι θεοῖς τά τε σημεῖα καὶ τοῦ δεσμοῦ τὴν λύσιν.

[2,3,1] Όταν ο Αλέξανδρος έφθασε στο Γόρδιο, κυριεύθηκε από μεγάλη επιθυμία να ανέβει στην ακρόπολη, όπου ήταν τα ανάκτορα του Γόρδιου και του γιου του Μίδα,1 για να δει την άμαξα του Γόρδιου καθώς και το ζυγόδεσμο2 της άμαξας. [2] Για την άμαξα εκείνη κυκλοφορούσε ανάμεσα στους γείτονες μια πολύ διαδεδομένη παράδοση: ο Γόρδιος ήταν ένας άνθρωπος φτωχός, καταγόμενος από τους παλιούς Φρύγες, που είχε μικρή έκταση καλλιεργήσιμης γης και δυο ζευγάρια βόδια· με το ένα όργωνε το χωράφι του και το άλλο το έζευε στην άμαξα. [3] Ενώ λοιπόν κάποια μέρα όργωνε το χωράφι του, ένας αετός κάθισε πάνω στο ζυγό και εξακολούθησε να κάθεται σε αυτόν ώς την ώρα που ξέζεψε τα βόδια του. Ο Γόρδιος ταράχτηκε από την εμφάνιση του αετού και πήγε να ανακοινώσει το θεϊκό σημάδι στους μάντεις Τελμισσείς·3 γιατί οι Τελμισσείς γνώριζαν καλά να εξηγούν τα θεϊκά σημάδια, επειδή είχε παραχωρηθεί στους ίδιους, στις γυναίκες και στα παιδιά τους από γενιά σε γενιά το χάρισμα της μαντείας. [4] Ενώ λοιπόν πλησίαζε σε ένα χωριό των Τελμισσέων, συνάντησε ένα κορίτσι που έπαιρνε νερό και της διηγήθηκε, πώς έγινε η εμφάνιση του αετού· εκείνη λοιπόν, που καταγόταν επίσης από το μαντικό γένος, του υπέδειξε να προσφέρει θυσία στον Δία τον βασιλιά, ξαναγυρίζοντας στο ίδιο μέρος. Ο Γόρδιος την παρακάλεσε να τον ακολουθήσει και να του υποδείξει, πώς να κάμει τη θυσία· αυτός πράγματι πρόσφερε τη θυσία κατά τον τρόπο που τον συμβούλευσε η κόρη, την παντρεύτηκε και απέκτησε μαζί της ένα γιο που τον ονόμασαν Μίδα. [5] Και ήταν πια άνδρας ο Μίδας, ωραίος και ευγενικός, όταν οι Φρύγες ταλαιπωρούνταν από εμφύλια διαμάχη· τους δόθηκε τότε χρησμός ότι μια άμαξα θα τους φέρει βασιλιά και ότι αυτός θα καταπαύσει τη διαμάχη τους. Και ενώ ακόμη συσκέπτονταν για το ζήτημα αυτό, ήρθε ο Μίδας μαζί με τον πατέρα και τη μητέρα του και παρουσιάστηκε στη λαϊκή συνέλευση με την άμαξά του. [6] Ερμηνεύοντας οι Φρύγες το χρησμό κατάλαβαν ότι ο Μίδας ήταν ο άνδρας που τους είχε πει ο θεός ότι θα τον έφερνε η άμαξα· ανακήρυξαν λοιπόν βασιλιά τους τον Μίδα· αυτός τους σταμάτησε την εμφύλια διαμάχη και αφιέρωσε την άμαξα του πατέρα του στην ακρόπολη ως ευχαριστήρια προσφορά στον Δία τον βασιλιά, γιατί έστειλε τον αετό. Κυκλοφορούσε ακόμα η εξής παράδοση σχετικά με την άμαξα. Όποιος θα έλυνε το ζυγόδεσμό της, αυτός ήταν πεπρωμένο να εξουσιάσει την Ασία. [7] Ο ζυγόδεσμος αυτός ήταν κατασκευασμένος από φλοιό κρανιάς4 και δεν φαινόταν ούτε η αρχή ούτε το τέλος του. Ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να βρει τρόπο να λύσει το ζυγόδεσμο, αλλά δεν ήθελε να τον αφήσει και άλυτο, μήπως αυτό προκαλέσει κάποια αναταραχή στον κόσμο. Άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ότι χτύπησε με το ξίφος του το ζυγόδεσμο, τον έκοψε και είπε ότι τον έλυσε· ο Αριστόβουλος όμως λέει ότι ο Αλέξανδρος, αφού αφαίρεσε από τον άξονα το μικρό πάσσαλο, που ήταν ένα ξύλινο καρφί περασμένο πέρα-πέρα μέσα στον άξονα για να συγκρατεί το ζυγόδεσμο, τράβηξε το ζυγόδεσμο έξω από τον άξονα. [8] Εγώ πάντως δεν είμαι σε θέση να βεβαιώσω, με ποιο τρόπο έλυσε ο Αλέξανδρος το ζυγόδεσμο. Αυτός όμως και η συνοδεία του απομακρύνθηκαν από την άμαξα με την πεποίθηση ότι είχε εκπληρωθεί ο χρησμός ο σχετικός με το λύσιμο του ζυγόδεσμου. Και πράγματι εκείνη τη νύχτα βροντές και αστραπές το επιβεβαίωσαν· γι᾽ αυτό την επόμενη μέρα ο Αλέξανδρος πρόσφερε θυσία στους θεούς που φανέρωσαν τα θεϊκά σημάδια και το λύσιμο του ζυγόδεσμου.

 

(μετάφραση Θ. Χ. Σαρικάκης)

 

1 Μυθικός βασιλιάς της Φρυγίας, γνωστός για τα αμύθητα πλούτη του.

2 Ο "ζυγόδεσμος" (δεσμός) ήταν ιμάντας με το οποίο συνδεόταν ο ῥυμός (το ξύλο της άμαξας που εκτεινόταν από τη μέση του άξονα μέχρι τον ζυγό) και ο ζυγός.

3 Η Τελμισσός ήταν πόλη στα παράλια της Λυκίας. Οι κάτοικοί της φημίζονταν για τις μαντικές τους ικανότητες.

4 Κρανιά: δέντρο γνωστό για το σκληρό ξύλο του.