Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΠΟΛΥΒΙΟΣ
211. – Ἱστορίαι 4, 19-21
Εξιστορώντας ο Πολύβιος στο τέταρτο βιβλίο τα γεγονότα των ετών 220-216 π.Χ., αναφέρεται στις επιθέσεις των Αιτωλών -της σημαντικότερης δύναμης στην κυρίως Ελλάδα την εποχή αυτή- εναντίον των Αχαιών. Ιδιαίτερη σημασία δίνει στην κατάληψη της Κύναιθας, πόλης στα βόρεια της Αρκαδίας (κοντά στα σημερινά Καλάβρυτα) που ανήκε στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Οι Κυναιθείς, που «συνταράσσονταν εδώ και πολλά χρόνια», όπως γράφει ο Πολύβιος, «από ακατάπαυστες και μεγάλες εσωτερικές διαμάχες και είχαν γίνει μεταξύ τους πολλές σφαγές, εξορίες, αρπαγές περιουσιών και αναδασμοί της γης» (4, 17, 4), είχαν δεχτεί, επιθυμώντας τη συμφιλίωση, να επιστρέψουν στην πόλη οι περίπου τριακόσιοι πολιτικοί εξόριστοι. Εκείνοι όμως μόλις επέστρεψαν άρχισαν αμέσως να επιβουλεύονται την πόλη τους, την οποία έπειτα από λίγο παρέδωσαν με προδοσία στους Αιτωλούς. Το αποτέλεσμα ήταν λεηλασίες και σφαγές από τους Αιτωλούς. Η συμπεριφορά των Κυναιθέων δίνει στον Πολύβιο την αφορμή για μια παρέκβαση, στην οποία συζητά την επίδραση της μουσικής στους ανθρώπους. Οι απόψεις που παρουσιάζει στηρίζονται στη θεωρία ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου διαμορφώνεται από το εξωτερικό περιβάλλον. Πρώτη φορά βρίσκουμε τη θεωρία αυτή διατυπωμένη στην ιπποκρατική πραγματεία Περὶ ἀέρων ὑδάτων τόπων, ο Πολύβιος θα μπορούσε ωστόσο να τη γνωρίζει και μέσω των στωικών.
[4.19.13] Κυναιθεῖς δὲ μεγάλοις ἀτυχήμασιν ὑπ᾽ Αἰτωλῶν καὶ μεγάλαις συμφοραῖς περιπεσόντες ὅμως πάντων ἀνθρώπων ἔδοξαν ἠτυχηκέναι δικαιότατα. [4.20.1] ἐπειδὴ δὲ κοινῇ τὸ τῶν Ἀρκάδων ἔθνος ἔχει τινὰ παρὰ πᾶσι τοῖς Ἕλλησιν ἐπ᾽ ἀρετῇ φήμην, οὐ μόνον διὰ τὴν ἐν τοῖς ἤθεσι καὶ βίοις φιλοξενίαν καὶ φιλανθρωπίαν, μάλιστα δὲ διὰ τὴν εἰς τὸ θεῖον εὐσέβειαν, [4.20.2] ἄξιον βραχὺ διαπορῆσαι περὶ τῆς Κυναιθέων ἀγριότητος, πῶς ὄντες ὁμολογουμένως Ἀρκάδες τοσοῦτο κατ᾽ ἐκείνους τοὺς καιροὺς διήνεγκαν τῶν ἄλλων Ἑλλήνων ὠμότητι καὶ παρανομίᾳ. [4.20.3] δοκοῦσι δέ μοι, διότι τὰ καλῶς ὑπὸ τῶν ἀρχαίων ἐπινενοημένα καὶ φυσικῶς συντεθεωρημένα περὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας τὴν Ἀρκαδίαν, ταῦτα δὴ πρῶτοι καὶ μόνοι τῶν Ἀρκάδων ἐγκατέλιπον. [4.20.4] μουσικὴν γάρ, τήν γε ἀληθῶς μουσικήν, πᾶσι μὲν ἀνθρώποις ὄφελος ἀσκεῖν, Ἀρκάσι δὲ καὶ ἀναγκαῖον. [4.20.5] οὐ γὰρ ἡγητέον μουσικήν, ὡς Ἔφορός φησιν ἐν τῷ προοιμίῳ τῆς ὅλης πραγματείας, οὐδαμῶς ἁρμόζοντα λόγον αὑτῷ ῥίψας, ἐπ᾽ ἀπάτῃ καὶ γοητείᾳ παρεισῆχθαι τοῖς ἀνθρώποις· [4.20.6] οὐδὲ τοὺς παλαιοὺς Κρητῶν καὶ Λακεδαιμονίων αὐλὸν καὶ ῥυθμὸν εἰς τὸν πόλεμον ἀντὶ σάλπιγγος εἰκῇ νομιστέον εἰσαγαγεῖν, [4.20.7] οὐδὲ τοὺς πρώτους Ἀρκάδων εἰς τὴν ὅλην πολιτείαν τὴν μουσικὴν παραλαβεῖν ἐπὶ τοσοῦτον ὥστε μὴ μόνον παισὶν οὖσιν ἀλλὰ καὶ νεανίσκοις γενομένοις ἕως τριάκοντ᾽ ἐτῶν κατ᾽ ἀνάγκην σύντροφον ποιεῖν αὐτήν, τἆλλα τοῖς βίοις ὄντας αὐστηροτάτους. [4.20.8] ταῦτα γὰρ πᾶσίν ἐστι γνώριμα καὶ συνήθη, διότι σχεδὸν παρὰ μόνοις Ἀρκάσι πρῶτον μὲν οἱ παῖδες ἐκ νηπίων ᾄδειν ἐθίζονται κατὰ νόμους τοὺς ὕμνους καὶ παιᾶνας, οἷς ἕκαστοι κατὰ τὰ πάτρια τοὺς ἐπιχωρίους ἥρωας καὶ θεοὺς ὑμνοῦσι· [4.20.9] μετὰ δὲ ταῦτα τοὺς Φιλοξένου καὶ Τιμοθέου νόμους μανθάνοντες πολλῇ φιλοτιμίᾳ χορεύουσι κατ᾽ ἐνιαυτὸν τοῖς Διονυσιακοῖς αὐληταῖς ἐν τοῖς θεάτροις, οἱ μὲν παῖδες τοὺς παιδικοὺς ἀγῶνας, οἱ δὲ νεανίσκοι τοὺς τῶν ἀνδρῶν λεγομένους. [4.20.10] ὁμοίως γε μὴν καὶ παρ᾽ ὅλον τὸν βίον τὰς ἀγωγὰς τὰς ἐν ταῖς συνουσίαις οὐχ οὕτως ποιοῦνται διὰ τῶν ἐπεισάκτων ἀκροαμάτων ὡς δι᾽ αὑτῶν, ἀνὰ μέρος ᾄδειν ἀλλήλοις προστάττοντες. [4.20.11] καὶ τῶν μὲν ἄλλων μαθημάτων ἀρνηθῆναί τι μὴ γινώσκειν οὐδὲν αἰσχρὸν ἡγοῦνται, τήν γε μὴν ᾠδὴν οὔτ᾽ ἀρνηθῆναι δύνανται διὰ τὸ κατ᾽ ἀνάγκην πάντας μανθάνειν, οὔθ᾽ ὁμολογοῦντες ἀποτρίβεσθαι διὰ τὸ τῶν αἰσχρῶν παρ᾽ αὐτοῖς νομίζεσθαι τοῦτο. [4.20.12] καὶ μὴν ἐμβατήρια μετ᾽ αὐλοῦ καὶ τάξεως ἀσκοῦντες, ἔτι δ᾽ ὀρχήσεις ἐκπονοῦντες μετὰ κοινῆς ἐπιστροφῆς καὶ δαπάνης κατ᾽ ἐνιαυτὸν ἐν τοῖς θεάτροις ἐπιδείκνυνται τοῖς αὑτῶν πολίταις οἱ νέοι. [4.21.1] ταῦτά τέ μοι δοκοῦσιν οἱ πάλαι παρεισαγαγεῖν οὐ τρυφῆς καὶ περιουσίας χάριν, ἀλλὰ θεωροῦντες μὲν τὴν ἑκάστων αὐτουργίαν καὶ συλλήβδην τὸ τῶν βίων ἐπίπονον καὶ σκληρόν, θεωροῦντες δὲ τὴν τῶν ἠθῶν αὐστηρίαν, ἥτις αὐτοῖς παρέπεται διὰ τὴν τοῦ περιέχοντος ψυχρότητα καὶ στυγνότητα τὴν κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τοῖς τόποις ὑπάρχουσαν, ᾧ συνεξομοιοῦσθαι πεφύκαμεν πάντες ἄνθρωποι κατ᾽ ἀνάγκην· [4.21.2] οὐ γὰρ δι᾽ ἄλλην, διὰ δὲ ταύτην τὴν αἰτίαν κατὰ τὰς ἐθνικὰς καὶ τὰς ὁλοσχερεῖς διαστάσεις πλεῖστον ἀλλήλων διαφέρομεν ἤθεσί τε καὶ μορφαῖς καὶ χρώμασιν, ἔτι δὲ τῶν ἐπιτηδευμάτων τοῖς πλείστοις. [4.21.3] βουλόμενοι δὲ μαλάττειν καὶ κιρνᾶν τὸ τῆς φύσεως αὔθαδες καὶ σκληρόν, τά τε προειρημένα πάντα παρεισήγαγον, καὶ πρὸς τούτοις συνόδους κοινὰς καὶ θυσίας πλείστας ὁμοίως ἀνδράσι καὶ γυναιξὶ κατείθισαν, ἔτι δὲ χοροὺς παρθένων ὁμοῦ καὶ παίδων, [4.21.4] καὶ συλλήβδην πᾶν ἐμηχανήσαντο, σπεύδοντες τὸ τῆς ψυχῆς ἀτέραμνον διὰ τῆς τῶν ἐθισμῶν κατασκευῆς ἐξημεροῦν καὶ πραΰνειν. [4.21.5] ὧν Κυναιθεῖς ὀλιγωρήσαντες εἰς τέλος, καὶ ταῦτα πλείστης δεόμενοι τῆς τοιαύτης ἐπικουρίας διὰ τὸ σκληρότατον παρὰ πολὺ τῆς Ἀρκαδίας ἔχειν ἀέρα καὶ τόπον, πρὸς αὐτὰς δὲ τὰς ἐν ἀλλήλοις παρατριβὰς καὶ φιλοτιμίας ὁρμήσαντες, [4.21.6] τέλος ἀπεθηριώθησαν οὕτως ὥστε μηδ᾽ ἐν ὁποίᾳ γεγονέναι τῶν Ἑλληνίδων πόλεων ἀσεβήματα μείζονα καὶ συνεχέστερα. [4.21.7] σημεῖον δὲ τῆς Κυναιθέων ἀτυχίας περὶ τοῦτο τὸ μέρος καὶ τῆς τῶν ἄλλων Ἀρκάδων τοῖς τοιούτοις τῶν ἐπιτηδευμάτων δυσαρεστήσεως· [4.21.8] καθ᾽ οὓς γὰρ καιροὺς τὴν μεγάλην σφαγὴν ποιήσαντες Κυναιθεῖς ἐπρέσβευσαν πρὸς Λακεδαιμονίους, εἰς ἃς πόλεις ποτὲ Ἀρκαδικὰς εἰσῆλθον κατὰ τὴν ὁδόν, οἱ μὲν ἄλλοι παραχρῆμα πάντες αὐτοὺς ἐξεκήρυξαν, [4.21.9] Μαντινεῖς δὲ μετὰ τὴν μεταλλαγὴν αὐτῶν καὶ καθαρμὸν ἐποιήσαντο καὶ σφάγια περιήνεγκαν τῆς τε πόλεως κύκλῳ καὶ τῆς χώρας πάσης. [4.21.10] Ταῦτα μὲν οὖν ἡμῖν εἰρήσθω χάριν τοῦ μὴ διὰ μίαν πόλιν τὸ κοινὸν ἦθος διαβάλλεσθαι τῶν Ἀρκάδων, ὁμοίως δὲ καὶ τοῦ μὴ νομίσαντας ἐνίους τῶν κατοικούντων τὴν Ἀρκαδίαν περιουσίας χάριν τὰ κατὰ μουσικὴν ἐπὶ πλεῖον ἀσκεῖσθαι παρ᾽ αὑτοῖς ὀλιγωρεῖν ἐγχειρῆσαι τούτου τοῦ μέρους, [4.21.11] ἔτι δὲ καὶ Κυναιθέων ἕνεκα, ἵν᾽ ἄν ποτ᾽ αὐτοῖς ὁ θεὸς εὖ δῷ, τραπέντες πρὸς παιδείαν ἡμερῶσιν αὑτούς, καὶ μάλιστα ταύτης πρὸς μουσικήν· οὕτως γὰρ μόνως ἂν λήξαιεν τῆς τότε περὶ αὐτοὺς γενομένης ἀγριότητος. [4.21.12] ἡμεῖς δ᾽ ἐπειδὴ τὰ περὶ Κυναιθέων ὑποπίπτοντα δεδηλώκαμεν, αὖτις ἐπὶ τὴν ἐκτροπὴν ἐπάνιμεν. |
[4,19,13] Οι Κυναιθείς όμως, μολονότι είχαν υποστεί τόσο φοβερές δυστυχίες και καταστροφές από τους Αιτωλούς, θεωρήθηκαν άξιοι, περισσότερο από κάθε άλλον, για τη συμφορά τους. [4,20,1] Επειδή όλο το έθνος των Αρκάδων έχει λαμπρή φήμη ανάμεσα σε όλους τους Έλληνες για την αρετή του, όχι μόνο χάρη στο φιλόξενο χαρακτήρα και την ανθρωπιά στη συμπεριφορά αλλά, [2] προπάντων, χάρη στην ευσέβειά του, αξίζει να ερευνήσουμε λίγο από πού προέρχεται η αγριότητα των Κυναιθέων. Πώς, ενώ ήταν αναμφίβολα Αρκάδες, ξεχώρισαν τόσο πολύ εκείνο τον καιρό από τους υπόλοιπους Έλληνες σε ωμότητα και εγκληματικότητα; [3] Πιστεύω πως η αιτία είναι ότι, όσα οι παλαιοί σωστά είχαν επινοήσει και θεσπίσει λαμβάνοντας εύστοχα υπόψη το φυσικό περιβάλλον, όπου ζούσαν όλοι οι Αρκάδες, αυτά ακριβώς πρώτοι και μόνοι από όλους τους Αρκάδες άφησαν. [4] Η μουσική δηλαδή, η αληθινή βέβαια μουσική, είναι ωφέλιμη άσκηση, για όλους τους ανθρώπους, για τους Αρκάδες όμως είναι αναγκαία. [5] Γιατί δεν πρέπει να θεωρούμε, καθώς ο Έφορος1 λέει στην εισαγωγή της Ιστορίας του -λόγος, που δεν του ταίριαζε καθόλου-, πως οι άνθρωποι έχουν εισαγάγει τη μουσική για να απατούν και να γοητεύουν. [6] Δεν πρέπει ακόμη να πιστεύουμε πως οι παλαιοί Κρητικοί και Λακεδαιμόνιοι τυχαία αντικατέστησαν τη σάλπιγγα με το ρυθμικό παίξιμο του αυλού στον πόλεμο, [7] ούτε πως ασυλλόγιστα οι πρώτοι Αρκάδες δέχτηκαν σε όλες τις εκδηλώσεις της κοινής ζωής τη μουσική σε τέτοιο βαθμό, ώστε με την υποχρεωτική μουσική αγωγή να ανατρέφουν όχι μόνο τα παιδιά αλλά και τους νεαρούς ώς τα τριάντα τους -αυτοί, οι αυστηρότατοι στην άλλη ζωή τους. [8] Γιατί είναι βέβαια πασίγνωστο και κοινός τόπος πως σχεδόν μόνο στην Αρκαδία διδάσκουν πρώτα πρώτα τα παιδιά, από τη νηπιακή ηλικία, να τραγουδούν σωστά τους ύμνους και τους παιάνες με τους οποίους, όπως είναι πατροπαράδοτο, υμνεί κάθε πόλη τους επιχώριους ήρωες και θεούς. [9] Ύστερα, μαθαίνοντας τα μουσικά μέλη του Φιλόξενου και του Τιμοθέου,2 κάθε χρόνο στο θέατρο με ζωηρή διάθεση άμιλλας χορεύουν τραγουδώντας, ενώ τους συνοδεύουν επαγγελματίες διονυσιακοί αυλητές, τα παιδιά στους λεγόμενους παιδικούς αγώνες και οι νέοι στους ανδρικούς. [10] Όμοια και σε όλη τους τη ζωή, στις συμποσιακές διασκεδάσεις, δεν καλούν ξένους τραγουδιστές, αλλά μόνοι τους ψυχαγωγούνται, υποχρεώνοντας ο ένας τον άλλον όταν φτάσει η σειρά του να τραγουδήσει. [11] Και ενώ δεν θεωρούν ντροπή να πουν πως δεν ξέρουν, κάποιο από τα άλλα μαθήματα, όμως το τραγούδι δεν μπορούν να το αρνηθούν, αφού όλοι υποχρεωτικά το διδάσκονται, ούτε όταν παραδέχονται πως ξέρουν να τραγουδούν το αποφεύγουν, γιατί το θεωρούν αισχρό. [12] Μαθαίνουν ακόμα οι νέοι εμβατήρια πολεμικά καθώς παρελαύνουν με συνοδεία αυλού, ασκούνται και στο χορό, και κάθε χρόνο στο θέατρο κάνουν επιδείξεις για τους συμπολίτες τους με δημόσια φροντίδα και δαπάνη. [4,21,1] Πιστεύω πως οι παλαιοί τα θέσπισαν όχι για πολυτέλεια και κέφι, αλλά γιατί έβλεπαν την τραχειά δουλειά του καθενός και γενικά την επίπονη και σκληρή ζωή στην Αρκαδία, και παρατηρούσαν ακόμη τον άγριο χαρακτήρα των κατοίκων, που οφείλεται στην κρύα και σκοτεινή ατμόσφαιρα -πολύ συνηθισμένη κατάσταση στα μέρη εκείνα-, με την οποία αναγκαστικά και από φυσικού μας όλοι οι άνθρωποι εξομοιωνόμαστε. [2] Για το λόγο άλλωστε αυτόν και όχι για άλλον, έθνη και λαοί που απέχουν πάρα πολύ μεταξύ τους παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές στο χαρακτήρα, στη μορφή, στο χρώμα και στις περισσότερες ασχολίες. [3] Επειδή λοιπόν οι παλαιοί Αρκάδες ήθελαν να μαλακώσουν και να μετριάσουν την αγριότητα και την τραχύτητα της φύσης, θέσπισαν όλα τα παραπάνω, και ακόμη συνήθισαν τους άντρες και τις γυναίκες σε συχνές κοινές συνάξεις και θυσίες, σε χορούς κοριτσιών και αγοριών. [4] Γενικά, χρησιμοποίησαν όλη τους την επινοητικότητα για να εξημερώσουν και να πραΰνουν την ψυχική σκληρότητα με την επιβολή των εθίμων. [5] Όλα τούτα τα εγκατέλειψαν εντελώς οι Κυναιθείς, και μάλιστα ενώ είχαν ανάγκη ιδιαίτερα από τέτοια βοήθεια, αφού έχουν τον τραχύτερο τόπο και κλίμα όλης της Αρκαδίας. Ρίχτηκαν ύστερα σε εσωτερικές συγκρούσεις και διαμάχες, και τελικά αποθηριώθηκαν τόσο, [6] ώστε σε καμιά ελληνική πόλη να μην έχουν γίνει τόσο μεγάλα και πολλά εγκλήματα. [7] Υπάρχει και απόδειξη για την αθλιότητα αυτή των Κυναιθέων και της δυσαρέσκειας των άλλων Αρκάδων για τη διαγωγή τους: [8] όταν οι Κυναιθείς έκαναν τη μεγάλη σφαγή3 και έστειλαν πρεσβευτές στους Λακεδαιμονίους, από όποιες τυχόν πόλεις πέρασαν διώχτηκαν ευθύς με κήρυκα, [9] ενώ οι Μαντινείς, μετά την αποχώρησή τους, έκαναν και τελετή καθαρμού και περιφορά ιερών θυμάτων γύρω από την πόλη και όλη τη χώρα τους. [10] Αυτά λοιπόν τα είπα για να μη διαβάλλεται εξαιτίας μιας πόλης ο χαρακτήρας όλων των Αρκάδων και για να μην αρχίσουν μερικοί Αρκάδες να αδιαφορούν για τη μουσική, με την ιδέα πως η πλούσια καλλιέργειά της στη χώρα τους είναι πολυτέλεια. [11] Τα λέω και για τους Κυναιθείς, για να προσπαθούν με στροφή στην παιδεία και μάλιστα στη μουσική, αν κάποτε ο θεός τους τα φέρει δεξιά, να εξημερώσουν το χαρακτήρα τους. Με τέτοια μόνο παιδεία μπορεί να υποχωρήσει η αγριότητα που έδειξαν τότε. [12] Τώρα ξαναγυρίζω, αφού μίλησα για όσα σχετίζονται με τους Κυναιθείς, στο σημείο όπου έκανα την παρέκβαση.
(μετάφραση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος)
|
1 Σημαντικός ιστορικός του 4ου αι. π.Χ. Η παγκόσμια ιστορία του σε 30 βιβλία με τον τίτλο Ἱστορίαι, η οποία είχε θεματική διάταξη, έφτανε μέχρι το έτος 356/5 π.Χ.
2 Τόσο ο Τιμόθεος από τη Μίλητο (περ. 450-360 π.Χ.) όσο και ο Φιλόξενος από τα Κύθηρα (435/4 -380/79 π.Χ.) ήταν γνωστοί ποιητές διθυράμβων. Ο Τιμόθεος, από τον οποίο σώζεται σε πάπυρο ένα εκτενές απόσπασμα νόμου με τον τίτλο Πέρσαι, είχε εισαγάγει σημαντικούς μουσικούς νεωτερισμούς.
3 Πιθανώς αναφέρεται σε γεγονός που έλαβε χώρα όταν κατέλαβε την εξουσία, η φιλοσπαρτιατική παράταξη (οι υποστηρικτές του μεταρρυθμιστή Σπαρτιάτη βασιλιά Κλεομένη Γ΄).