Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ Ο ΡΟΔΙΟΣ

164. – Ἀργοναυτικὰ 3, 947-972

Ο Απολλώνιος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, αλλά φέρεται να έζησε από ένα σημείο και έπειτα στη Ρόδο - στη διαμονή αυτή οφείλεται η προσωνυμία ο Ρόδιος. Υπήρξε, όπως και ο δάσκαλός του (;) ο Καλλίμαχος, ποιητής και συγχρόνως λόγιος, που χρημάτισε μάλιστα βιβλιοθηκάριος στην περίφημη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Αρχαίες πηγές αναφέρονται σε διαμάχη του με τον Καλλίμαχο, που είχε να κάνει με την απόκλιση του Απολλώνιου από τις ποιητικές αρχές του Καλλιμάχου, νεότεροι μελετητές ωστόσο αμφισβητούν τις πληροφορίες αυτές και ανιχνεύουν καλλιμάχεια στοιχεία στον νεοτερικό τρόπο με τον οποίο ο Απολλώνιος στα Αργοναυτικά προσεγγίζει ένα παραδοσιακό είδος (έπος) και θέμα (Αργοναυτική εκστρατεία).

Από το ποιητικό και φιλολογικό έργο του σώζεται μόνο το αφηγηματικό έπος Αργοναυτικά,το οποίο, παρά τις συχνά διαφορετικές εκτιμήσεις για την ποιητική του αξία, παραμένει το σημαντικότερο έπος της ελληνιστικής εποχής, που επηρέασε, μεταξύ άλλων, τον Βιργίλιο. Το έργο, που πραγματεύεται τον γνωστό μύθο των Αργοναυτών που συνοδεύουν τον Ιάσονα στην Κολχίδα προκειμένου να φέρει στον Πελία το χρυσό δέρας, αποτελείται από τέσσερα βιβλία (περίπου 6.000 στίχοι). Τα δύο πρώτα περιγράφουν το ταξίδι των 55 Αργοναυτών έως την άφιξή τους στην Κολχίδα. Το τρίτο βιβλίο, που από πολλούς θεωρείται το σημαντικότερο, αναφέρεται στη συνάντηση του Ιάσονα με τον Αιήτη, στον έρωτα της Μήδειας, της κόρης του Αιήτη, για τον Ιάσονα, στη συνάντηση των δύο και στη διεκπεραίωση (με τη βοήθεια της Μήδειας) του άθλου που επιβάλλει ο Αιήτης στον Ιάσονα (να ζέψει δυο πυρίπνοους ταύρους και να εξοντώσει τους γίγαντες που φύτρωσαν από τα σπαρμένα δόντια του δράκοντα). Το τέταρτο βιβλίο παρακολουθεί την αρπαγή του δέρατος από τον Ιάσονα με τη συνδρομή της Μήδειας, η οποία καταφεύγει στην Αργώ, τη διαφυγή τους προς την κεντρική Ευρώπη, μέσω του Ίστρου (Δούναβη), και τον περιπετειώδη νόστο, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον γάμο τον Ιάσονα με τη Μήδεια, όταν βρίσκονταν ακόμα στη Δρεπάνη (Κέρκυρα).

Το παρατιθέμενο απόσπασμα προέρχεται από το τρίτο βιβλίο, που αρχίζει με την επίκληση της μούσας Ερατώς, την οποία ήδη το όνομά της συνδέει με τον έρωτα. Στους συγκεκριμένους στίχους περιγράφεται η στιγμή της πρώτης συνάντησης της Μήδειας με τον Ιάσονα στον ναό της Εκάτης, κυρίως ο σνγκλονισμός της Μήδειας καθώς τον περιμένει. Χαρακτηριστικά ελληνιστική είναι η δεσπόζουσα θέση που κατέχει ο έρωτας, ένα θέμα που στα ομηρικά έπη (Οδύσσεια) πιο πολύ υποβάλλεται παρά προβάλλεται ευθέως.

ἦ ῥα περιφραδέως, ἐπὶ δὲ σχεδὸν ᾔνεον ἄμφω.

οὐδ᾽ ἄρα Μηδείης θυμὸς τράπετ᾽ ἄλλα νοῆσαι,
μελπομένης περ ὅμως· πᾶσαι δέ οἱ, ἥντιν᾽ ἀθύροι
950 μολπήν, οὐκ ἐπὶ δηρὸν ἐφήνδανεν ἑψιάασθαι,
ἀλλὰ μεταλλήγεσκεν ἀμήχανος· οὐδέ ποτ᾽ ὄσσε
ἀμφιπόλων μεθ᾽ ὅμιλον ἔχ᾽ ἀτρέμας, ἐς δὲ κελεύθους
τηλόσε παπταίνεσκε παρακλίνουσα παρειάς.
ἦ θαμὰ δὴ στηθέων ἐάγη κέαρ, ὁππότε δοῦπον
955 ἢ ποδὸς ἢ ἀνέμοιο παραθρέξαντα δοάσσαι.
αὐτὰρ ὅ γ᾽ οὐ μετὰ δηρὸν ἐελδομένῃ ἐφαάνθη,
ὑψόσ᾽ ἀναθρῴσκων ἅ τε Σείριος Ὠκεανοῖο,
ὃς δ᾽ ἤτοι καλὸς μὲν ἀρίζηλός τ᾽ ἐσιδέσθαι
ἀντέλλει, μήλοισι δ᾽ ἐν ἄσπετον ἧκεν ὀιζύν·
960 ὣς ἄρα τῇ καλὸς μὲν ἐπήλυθεν εἰσοράασθαι
Αἰσονίδης, κάματον δὲ δυσίμερον ὦρσε φαανθείς.
ἐκ δ᾽ ἄρα οἱ κραδίη στηθέων πέσεν, ὄμματα δ᾽ αὔτως
ἤχλυσαν, θερμὸν δὲ παρηίδας εἷλεν ἔρευθος·
γούνατα δ᾽ οὔτ᾽ ὀπίσω οὔτε προπάροιθεν ἀεῖραι
965 ἔσθενεν, ἀλλ᾽ ὑπένερθε πάγη πόδας. αἱ δ᾽ ἄρα τείως
ἀμφίπολοι μάλα πᾶσαι ἀπὸ σφείων ἐλίασθεν.
τὼ δ᾽ ἄνεῳ καὶ ἄναυδοι ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν,
ἢ δρυσὶν ἢ μακρῇσιν ἐειδόμενοι ἐλάτῃσιν,
αἵ τε παρᾶσσον ἕκηλοι ἐν οὔρεσιν ἐρρίζωνται
970 νηνεμίῃ, μετὰ δ᾽ αὖτις ὑπὸ ῥιπῆς ἀνέμοιο
κινύμεναι ὁμάδησαν ἀπείριτον· ὣς ἄρα τώγε
μέλλον ἅλις φθέγξασθαι ὑπὸ πνοιῇσιν ἔρωτος.

Εμίλησε1 με σωφροσύνη και με σύνεση·

συμφώνησαν μεμιάς και οι δύο.2

 

Η καρδιά όμως της Μήδειας δεν ξεκολλούσε, άλλο δεν σκεφτόταν,

έστω και αν έπαιζε. Και όποτε άρχιζε να παίζει κάτι,

ό,τι και αν ήταν, τίποτα δεν την έθελγε ούτε την έτερπε πολλή ώρα.950

Άξαφνα σταματούσε αμήχανη.

Ούτε στιγμή δεν μπορούσε να καθηλώσει το βλέμμα της

πάνω στις δούλες, έστρεφε ανήσυχη το πρόσωπο

και κοίταζε μακριά τους δρόμους.

Πολλές φορές εράγισε η καρδιά μέσα στα στήθια της,

όταν δεν γνώριζε αν ο ήχος που έτρεχε πλάι της955

ήτανε από βήματα ή τον άνεμο.

Όμως σε λίγο, ενώ την έφλεγε ο πόθος,

εφανερώθη εμπρός της, ίδιος ο Σείριος3

που αφήνει τον Ωκεανό4 και ανεβαίνει ψηλά στον ορίζοντα,

που είναι χάρμα να τον βλέπεις όταν ανατέλλει υπέρλαμπρος,

φέρνει όμως ανείπωτη συμφορά στα κοπάδια.

Έτσι εστάθη εμπρός της ο Αισονίδης,5 εξαίσιος να τον κοιτάζει,960

όμως ήρθε και ξύπνησε το μαρτύριο του ολέθριου πάθους.

Η καρδιά της πέταξε από τα στήθη της, τα μάτια της σκοτείνιασαν,

στα μάγουλά της απλώθηκε ζεστή πορφύρα·

δεν είχε δύναμη να σηκώσει τα γόνατά της,

να προχωρήσει εμπρός ή πίσω,

τα πόδια της καρφώθηκαν στο χώμα.965

Οι δούλες όλες απομακρύνθηκαν ήδη από κοντά τους.

Εκείνοι άφωνοι και αμίλητοι έστεκαν μόνοι, πρόσωπο με πρόσωπο·

έμοιαζαν με δρυς ή έλατα πανύψηλα

που ριζωμένα πάνω στα όρη, ασάλευτα στην αρχή

μέσα στη νηνεμία, έπειτα παίρνουν να κινούνται970

από τις ριπές του ανέμου και ηχούν ακαταπαύστως.

Έτσι και αυτοί είχαν να πουν πολλά καθώς τους παρέσερναν

οι πνοές του Έρωτα.

 

(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)

 

1 Ο μάντης Μόψος. Αμέσως προηγουμένως συνέστησε στον Ιάσονα να μπει στον ναό της Εκάτης, όπου θα τον περιμένει η Μήδεια.

2 Ο Ιάσων και ο γιος του Φρίξου και εγγονός του Αιήτη Άργος, που τον συνοδεύει.

3 Ο Σείριος, το πιο λαμπερό αστέρι του αστερισμού του Κυνός, ανατέλλει την περίοδο που αρχίζει η πιο μεγάλη ζέστη, περί τα τέλη Ιουλίου, και πίστευαν ότι έφερνε καταστροφή στα κοπάδια.

4 Βλ. Κείμενο 5, σχόλ. 1.

5 Ο Ιάσων. Πατέρας του ήταν ο Αίσων.