Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΜΟΣΧΙΩΝ

151. – Απόσπασμα 6

Από τον τραγικό ποιητή Μοσχίωνα, που πιθανότατα έζησε τον 3ο αι. π.Χ., σώζονται περίπου δέκα αποσπάσματα (70 στίχοι). Από τα σπαράγματα αυτά αναδύεται η εικόνα ενός ποιητή που από τη μια είναι έντονα επηρεασμένος από τον Ευριπίδη και από την άλλη παρουσιάζει αρκετές ιδιομορφίες. Οι ιδιομορφίες αυτές αναφέρονται τόσο στα θέματα (δυο τραγωδίες με ιστορικά θέματα) όσο και στη μετρική (αυστηρότατη στιχουργία) και στη γλώσσα (γλωσσικός "συγκρητισμός", δηλ. "άνοιγμα" σε γλωσσικά στοιχεία από άλλα ποιητικά είδη ή και σε πεζολογικά στοιχεία, άπαξ ειρημένα, εξεζητημένο ύφος).

Το ενδιαφέρον απόσπασμα αδήλου δράματος που ακολουθεί είναι το εκτενέστερο σωζόμενο απόσπασμα του Μοσχίωνα. Ως προς τα συμφραζόμενα από τα οποία προέρχεται, προκύπτει από τους τελευταίους στίχους (30 κ.ε.) ότι στο έργο εκείνο επανερχόταν το γνωστό από την Αντιγόνη του Σοφοκλή θέμα της απαγόρευσης της ταφής κάποιου. Επειδή το ίδιο θέμα το πραγματευόταν ο τραγικός και στην τραγωδία του Φεραῖοι.έχει διατυπωθεί η εικασία ότι και το απόσπασμα αυτό ανήκει στην ίδια τραγωδία, που φαίνεται ότι είχε ως θέμα ένα ιστορικό γεγονός, τη δολοφονία του αιμοσταγούς τυράννου των Φερών Αλεξάνδρου (†358 π.Χ.) από τη γυναίκα του και τα αδέλφια της. Η εικασία αυτή δεν είναι δυνατό να επιβεβαιωθεί.

Στους σωζόμενους στίχους, το πρόσωπο που μιλάει παρακολουθεί την εξέλιξη από την αρχική κατάσταση αγριότητας, όταν οι άνθρωποι ζούσαν όπως τα ζώα, ώς την κατάκτηση του πολιτισμού, που, κοντά σε άλλα, έφερε και την καθιέρωση της ταφής των νεκρών. Το απόσπασμα εντάσσεται σε σειρά κειμένων, τα οποία, με εξαίρεση ένα παλαιότερο κείμενο του Ξενοφάνη, χρονολογούνται από τα μέσα του πέμπτου αιώνα και έπειτα και δίνουν την "αισιόδοξη" εκδοχή της εξέλιξης (αρχική αγριότητα, σταδιακή κατάκτηση του πολιτισμού), που προβλήθηκε ιδιαίτερα από τους σοφιστές. Την εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη, ότι το παρόν συνιστά παρακμή και κατάπτωση από μια αρχική παραδείσια κατάσταση, εκφράζει ο Ησίοδος με τον μύθο των γενών (Κείμενο 15). Ο Μοσχίων παραλείπει κάποιες από τις συνήθως αναφερόμενες σε ανάλογα συμφραζόμενα υλικές και πνευματικές κατακτήσεις (ναυσιπλοΐα, επινόηση της γραφής και των αριθμών) και τονίζει ιδιαίτερα εκείνες που συνδέονται με τη συγκεκριμένη δραματική κατάσταση.

πρῶτον δ᾽ ἄνειμι καὶ διαπτύξω λόγῳ
ἀρχὴν βροτείου καὶ κατάστασιν βίου.
ἦν γάρ ποτ᾽ αἰὼν κεῖνος, ἦν ὁπηνίκα
θηρσὶ‹ν› διαίτας εἶχον ἐμφερεῖς βροτοί,
5 ὀρειγενῆ σπήλαια καὶ δυσηλίους
φάραγγας ἐνναίοντες· οὐδέπω γὰρ ἦν
οὔτε στεγήρης οἶκος οὔτε λαΐνοις
εὐρεῖα πύργοις ὠχυρωμένη πόλις.
οὐ μὴν ἀρότροις ἀγκύλοις ἐτέμνετο
10 μέλαινα καρποῦ βῶλος ὀμπνίου τροφός,
οὐδ᾽ ἐργάτης σίδηρος εὐιώτιδος
θάλλοντας οἴνης ὀρχάτους ἐτημέλει,
ἀλλ᾽ ἦν ἀκύμων †κωφεύουσα ῥέουσα γῆ.
βοραὶ δὲ σαρκοβρῶτες ἀλληλοκτόνους
15 παρεῖχον αὐτοῖς δαῖτας· ἦν δ᾽ ὁ μὲν νόμος
ταπεινός, ἡ βία δὲ σύνθρονος Διί·
ὁ δ᾽ ἀσθενὴς ἦν τῶν ἀμεινόνων βορά.
ἐπεὶ δ᾽ ὁ τίκτων πάντα καὶ τρέφων χρόνος
τὸν θνητὸν ἠλλοίωσεν ἔμπαλιν βίον,
20 εἴτ᾽ οὖν μέριμναν τὴν Προμηθέως σπάσας
εἴτ᾽ οὖν ἀνάγκην εἴτε τῇ μακρᾷ τριβῇ
αὐτὴν παρασχὼν τὴν φύσιν διδάσκαλον,
τόθ᾽ ηὑρέθη μὲν καρπὸς ἡμέρου τροφῆς
Δήμητρος ἁγνῆς, ηὑρέθη δὲ Βακχίου
25 γλυκεῖα πηγή, γαῖα δ᾽ ἡ πρὶν ἄσπορος
ἤδη ζυγουλκοῖς βουσὶν ἠροτρεύετο,
ἄστη δ᾽ ἐπυργώσαντο καὶ περισκεπεῖς
ἔτευξαν οἴκους καὶ τὸν ἠγριωμένον
εἰς ἥμερον δίαιταν ἤγαγον βίον.
30 κἀκ τοῦδε τοὺς θανόντας ὥρισεν νόμος
τύμβοις καλύπτειν κἀπιμοιρᾶσθαι κόνιν
νεκροῖς ἀθάπτοις, μηδ᾽ ἐν ὀφθαλμοῖς ἐᾶν
τῆς πρόσθε θοίνης μνημόνευμα δυσσεβές.

Πρώτα όμως θα πάω πίσω και θα ξετυλίξω με τον λόγο

πώς άρχισε και πώς εδραιώθηκε ο θνητός βίος.

Ήτανε κάποτε μια εποχή που οι θνητοί

είχαν συνήθειες όμοιες με τα ζώα,

που κατοικούσαν σε σπηλιές πάνω στα όρη5

και σε ανήλιαγα φαράγγια· γιατί δεν υπήρχε ακόμη

ούτε το στεγασμένο σπίτι ούτε η απλόχωρη πόλη

οχυρωμένη με πέτρινους πύργους.

Το γαμψό άροτρο δεν έσχιζε το σκούρο χώμα,

που τρέφει το καρπερό σιτάρι,10

και το φιλόπονο σίδερο δεν φρόντιζε

τις χλοερές σειρές της βακχικής αμπέλου·

η γης ήτανε στείρα, σκληρή, αφιλόξενη.1

Η σαρκοβόρος βρώση τους επρόσφερε αλληλοκτόνα δείπνα.15

Ο νόμος ήταν ανίσχυρος, η βία μοιραζόταν τον θρόνο με τον Δία·

τον αδύναμο τον κατασπάραζαν οι ισχυρότεροι.

Όταν όμως ο χρόνος, που γεννάει και τρέφει τα πάντα,

έστρεψε τον θνητό βίο σε δρόμο αντίστροφο,

είτε επιστρατεύοντας τον στοχασμό του Προμηθέα220

είτε την ανάγκη είτε με τη μακρόχρονη τριβή

καθιστώντας διδάσκαλο την ίδια τη φύση,3

τότες ευρέθη ο καρπός της ήμερης τροφής της αγνής Δήμητρας,

ευρέθηκε η γλυκιά πηγή του Βάκχου,25

η γη, έως τότε άσπαρτη,

οργωνόταν ήδη από βόδια που σέρναν τον ζυγό·

ύψωσαν πόλεις με τείχη και πύργους,

έχτισαν στεγασμένα σπίτια

και από τον άγριο βίο οδηγήθηκαν στην ήμερη διαβίωση.

Από τότε όρισε ο νόμος να σκεπάζουν με τάφους όσους πεθαίνουν30

και στους άθαφτους νεκρούς να προσφέρουν τον κλήρο της σκόνης

που δικαιούνται

και να μην αφήνουν μπροστά στα μάτια των ανθρώπων

την ασεβή ανάμνηση των αλλοτινών δείπνων.

 

(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)

 

1 Στο σημείο αυτό το κείμενο είναι αθεράπευτα φθαρμένο. Αποδίδουμε κατά προσέγγιση.

2 Βλ. Κείμενο 63.

3 Ο Μοσχίων δεν αναφέρει ένα συγκεκριμένο ̒ πρώτο ευρετή ̉, παραθέτει απλώς διάφορες εκδοχές που κυκλοφορούσαν.