Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ

143. – Χαρακτῆρες (2) / Κολακείας

Στους Χαρακτήρες ο Θεόφραστος σκιαγραφεί τριάντα ανθρώπινους τύπους, καθένας από τους οποίους περιγράφεται υπό το πρίσμα ενός "ελαττώματος" που τον διακρίνει στην κοινωνική του συμπεριφορά (έτσι πρέπει να κατανοηθεί και η χρήση στον τίτλο της λ. χαρακτήρ, της οποίας η κυριολεκτική σημασία στην αρχαιότητα ήταν "χάραγμα", "σφραγίδα"). Η παρουσίαση καθενός από τους ανθρώπινους τύπους αποτελείται: (α) από έναν ορισμό του χαρακτηριστικού του ελαττώματος (σύμφωνα ωστόσο με πρόσφατα πορίσματα της έρευνας η γνησιότητα των ορισμών αμφισβητείται), και (β) από μια περιγραφή του τρόπου συμπεριφοράς του. Οι ορισμοί δεν αποβλέπουν στον ακριβή καθορισμό κάθε έννοιας -τέτοιες έννοιες άλλωστε, όπως αλαζονεία, αδολεσχία, κολακεία κ.ά., ήταν κατανοητές- αλλά αποτελούν μάλλον παραφράσεις, που στόχο έχουν να διαγράψουν με μεγαλύτερη ακρίβεια την εικόνα που είχε ήδη ο αναγνώστης. Το περίγραμμα κάθε ορισμού έρχεται κατόπιν να το «γεμίσει με ζωή και χρώμα» η περιγραφή της συμπεριφοράς κάθε τύπου, στην οποία παρουσιάζονται είτε οι αντιδράσεις του σε συγκεκριμένες καταστάσεις είτε γενικότερα οι συνήθειές του. Στις περιγραφές συχνά επανέρχονται χαρακτηριστικές σκηνές της καθημερινής ζωής που προσφέρονται για να παρατηρήσει κανείς τις αντιδράσεις του κάθε χαρακτήρα (τρεις από αυτές επανέρχονται συχνότερα: η συνάντηση στο δρόμο, η συμπεριφορά στο θέατρο, οι αντιδράσεις του συγκεκριμένου χαρακτήρα ως καλεσμένου). Ο σκοπός της συγγραφής του έργου δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί, αλλά οπωσδήποτε η ψυχαγωγία πρέπει να περιλαμβανόταν στις επιδιώξειςτου συγγραφέα.

Στο κεφάλαιο που ανθολογείται εδώ σκιαγραφείται ο τύπος του κόλακα, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής και στην κωμωδία (παράσιτος ήταν ένα άλλο όνoμα που από τον τέταρτο αιώνα χρησιμοποιείται συχνότερα για τον ίδιο τύπο). Κύριο χαρακτηριστικό του οι υπερβολικές φιλοφρονήσεις και εξυπηρετήσεις προς ίδιον όφελος (το ουσιαστικό στοιχείο του προσωπικού οφέλους απαντά ωστόσο μόνο στον ορισμό). Στη σκιαγράφηση βρίσκουμε και τις τρεις χαρακτηριστικές σκηνές που αναφέρθηκαν παραπάνω.

[2.1] {τὴν δὲ κολακείαν ὑπολάβοι ἄν τις ὁμιλίαν αἰσχρὰν εἶναι, συμφέρουσαν δὲ τῷ κολακεύοντι,} τὸν δὲ κόλακα τοιοῦτόν τινα, [2.2] ὥστε ἅμα πορευόμενον εἰπεῖν· «ἐνθυμῇ, ὡς ἀποβλέπουσι πρὸς σὲ οἱ ἄνθρωποι; τοῦτο δὲ οὐθενὶ τῶν ἐν τῇ πόλει γίνεται πλὴν σοί·» «ηὐδοκίμεις χθὲς ἐν τῇ στοᾷ·» πλειόνων γὰρ ἢ τριάκοντα ἀνθρώπων καθημένων καὶ ἐμπεσόντος λόγου, τίς εἴη βέλτιστος, ἀφ᾽ αὑτοῦ ἀρξαμένους πάντας ἐπὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ κατενεχθῆναι.

[2.3] καὶ ἅμα τοιαῦτα λέγων ἀπὸ τοῦ ἱματίου ἀφελεῖν κροκύδα, καὶ ἐάν τι πρὸς τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς ὑπὸ πνεύματος προσενεχθῇ ἄχυρον, καρφολογῆσαι. καὶ ἐπιγελάσας δὲ εἰπεῖν· «ὁρᾷς; ὅτι δυοῖν σοι ἡμερῶν οὐκ ἐντετύχηκα, πολιῶν ἔσχηκας τὸν πώγωνα μεστόν, καίπερ εἴ τις καὶ ἄλλος πρὸς τὰ ἔτη ἔχεις μέλαιναν τὴν τρίχα.»

[2.4] καὶ λέγοντος δὲ αὐτοῦ τι τοὺς ἄλλους σιωπᾶν κελεῦσαι καὶ ἐπαινέσαι δὲ ἀκούοντος, καὶ ἐπισημήνασθαι δέ, εἰ παύεται, «ὀρθῶς», καὶ σκώψαντι ψυχρῶς ἐπιγελάσαι τό τε ἱμάτιον ὦσαι εἰς τὸ στόμα ὡς δὴ οὐ δυνάμενος κατασχεῖν τὸν γέλωτα. [2.5] καὶ τοὺς ἀπαντῶντας ἐπιστῆναι κελεῦσαι, ἕως ἂν αὐτὸς παρέλθῃ.

[2.6] καὶ τοῖς παιδίοις μῆλα καὶ ἀπίους πριάμενος εἰσενέγκας δοῦναι ὁρῶντος αὐτοῦ, καὶ φιλήσας δὲ εἰπεῖν· «χρηστοῦ πατρὸς νεόττια.» [2.7] καὶ συνωνούμενος ἐπικρηπῖδας τὸν πόδα φῆσαι εἶναι εὐρυθμότερον τοῦ ὑποδήματος. [2.8] καὶ πορευομένου πρός τινα τῶν φίλων προδραμὼν εἰπεῖν ὅτι «πρὸς σὲ ἔρχεται,» καὶ ἀναστρέψας ὅτι «προσήγγελκά σε.» [2.9] ἀμέλει δὲ καὶ τὰ ἐκ γυναικείας ἀγορᾶς διακονῆσαι δυνατὸς ἀπνευστί.

[2.10] καὶ τῶν ἑστιωμένων πρῶτος ἐπαινέσαι τὸν οἶνον καὶ παραμένων εἰπεῖν· «ὡς μαλακῶς ἐσθίεις,» καὶ ἄρας τι τῶν ἀπὸ τῆς τραπέζης φῆσαι· «τουτὶ ἄρα ὡς χρηστόν ἐστι·» καὶ ἐρωτῆσαι, μὴ ῥιγοῖ, καὶ εἰ ἐπιβάλλεσθαι βούλεται, καὶ εἴ τι περιστείλῃ αὐτόν, καὶ μὴν ταῦτα λέγων πρὸς τὸ οὖς προσκύπτων διαψιθυρίζειν· καὶ εἰς ἐκεῖνον ἀποβλέπων τοῖς ἄλλοις λαλεῖν.

[2.11] καὶ τοῦ παιδὸς ἐν τῷ θεάτρῳ ἀφελόμενος τὰ προσκεφάλαια αὐτὸς ὑποστρῶσαι. [2.12] καὶ τὴν οἰκίαν φῆσαι εὖ ἠρχιτεκτονῆσθαι καὶ τὸν ἀγρὸν εὖ πεφυτεῦσθαι καὶ τὴν εἰκόνα ὁμοίαν εἶναι.

[2.13] {καὶ τὸ κεφάλαιον τὸν κόλακα ἔστι θεάσασθαι πάντα καὶ λέγοντα καὶ πράττοντα ᾧ χαριεῖσθαι ὑπολαμβάνει.}

[1] {Την κολακεία θα μπορούσε να τη θεωρήσει κάποιος λόγο επονείδιστο, πλην όμως συμφέροντα για τον κόλακα.} Ιδού τι άνθρωπος είναι ο κόλακας· [2] εκεί που προχωράει μαζί με τον κολακευόμενο γυρίζει και του λέει: «Πρόσεξες πώς σε κοιτάζει ο κόσμος; Αυτό δεν συμβαίνει με κανέναν άλλον στην πόλη, μόνο με σένα.» «Εθριάμβευσες χθες στη στοά·»1 εκάθονταν εκεί περισσότεροι από τριάντα άνθρωποι και, όταν ανέκυψε το θέμα ποιος είναι ο καλύτερος, όλοι τους, με πρώτο τον ίδιο, κατέληξαν, λέει, στο όνομά του.

[3] Και την ώρα που τα λέει αυτά, του βγάζει από το ιμάτιο ένα χνούδι και, αν ο άνεμος φέρει κάποιο άχυρο στα μαλλιά εκείνου, του το απομακρύνει και λέει γελώντας: «Βλέπεις; Δυο μέρες δεν σε συνά­ντησα και τα γένια σου γέμισαν γκρίζες τρίχες, αν και, για τα χρόνια σου, το μαλλί σου είναι μαύρο όσο κανενός άλλου.»

[4] Όταν εκείνος λέει κάτι, αυτός ζητάει από τους άλλους να κάνουν σιωπή και τον επαινεί όταν ο άλλος τον ακούει. Αν εκείνος σταματήσει, συμπληρώνει επιδοκιμαστικά «ορθά!» και, αν πει κανένα σαχλοαστείο, γελάει μ᾽ αυτό και σπρώχνει το ιμάτιο στο στόμα, μη μπορώντας δήθεν να συγκρατήσει τα γέλια. [5] Από τους ανθρώπους που συναντούν στον δρόμο ζητάει να περιμένουν, ώσπου να περάσει ο εν λόγω.

[6] Στα παιδιά εκείνου πηγαίνει μήλα και αχλάδια που αγόρασε, τους τα προσφέρει όταν εκείνος τον βλέπει, τα φιλά και λέει: «Κατά τον λαμπρό πατέρα και τα βλαστάρια του.» [7] Όταν τον συνοδεύει για να αγοράσει παπούτσια, λέει ότι το πόδι του είναι πιο συμμετρικό από το παπούτσι. [8] Όταν εκείνος πηγαίνει σε κάποιον από τους φίλους του, τρέχει μπροστά και του λέει: «Σε σένα έρχεται.» Και αφού γυρίσει πάλι πίσω, λέει: «Σε έχω αναγγείλει.» [9] Χωρίς αμφιβολία είναι ικανός επίσης να μεταφέρει και τα ψώνια από τη γυναικεία αγορά2 δίχως να πάρει ανάσα.

[10] Από τους συνδαιτυμόνες επαινεί πρώτος το κρασί και συνεχίζοντας στον ίδιο τόνο λέει: «Τι καλοφαγάς που είσαι!» Συγχρόνως σηκώνει κάτι από το τραπέζι και σχολιάζει: «Αυτό είναι πραγματικά εξαιρετικό.» Και τον ρωτάει αν κρυώνει και αν θέλει να ρίξει κάτι πάνω του ή να του φορέσει κάτι. Και αυτά τα λέει σκύβοντας και ψιθυρίζοντας στο αυτί του. Και μιλάει στους άλλους κοιτάζοντας εκείνον.

[11] Στο θέατρο παίρνει από τον δούλο τα μαξιλάρια και του τα στρώνει ο ίδιος. [12] Λέει ότι το σπίτι εκείνου έχει ωραία αρχιτεκτονική και ότι το χτήμα του είναι ωραία φυτεμένο και ότι η προσωπογραφία του του μοιάζει καταπληκτικά.3

[13] {Συνοψίζοντας: τον κόλακα μπορείς να τον δεις να λέει και να πράττει οτιδήποτε θεωρεί ότι τον κάνει ευχάριστο.}4

 

(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)

 

1 Οι στοές στην αρχαιότητα ήσαν προσφιλείς τόποι συναντήσεων.

2 Πιθανώς ένα μέρος της αγοράς όπου διέθεταν πράγματα που ενδιέφεραν τις γυναίκες ή που τα κατασκεύαζαν γυναίκες. Για τους αρχαίους δεν ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να κάνει κάποιος το να αγοράζει ο ίδιος (χωρίς τη βοήθεια κάποιου δούλου) τα ψώνια.

3 Όπως έχει επισημανθεί, πρόκειται για υπερθετικό εγκώμιο, αν λάβει κανείς υπόψη ότι οι προσωπογραφίες της κλασικής εποχής έτειναν προς μια ιδεώδη ομορφιά.

4 Ο επίλογος (§ 13), όπως πιθανότατα και ο ορισμός (§ 1), δεν προέρχεται από τη γραφίδα του Θεοφράστου.