Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΠΛΑΤΩΝ
131. – Ἴων 533c4-535a
Ο Ἴων ανήκει στους πρώιμους διαλόγους του Πλάτωνα (γράφτηκε πιθανώς το 394 π.Χ. ή λίγο αργότερα). Η σκηνοθεσία και το θέμα του σωκρατικού διαλόγου είναι απλά: ο Ίων, ο οποίος ως ραψωδός όχι μόνο απαγγέλλει τα ομηρικά ποιήματα, αλλά και τα ερμηνεύει, έχει μόλις επιστρέψει νικητής από τη γιορτή του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. Στη συζήτηση με τον Σωκράτη που ακολουθεί, ο τελευταίος τον ρωτά για το είδος και το περιεχόμενο της γνώσης που διαθέτει. Σύμφωνα με την κοινή πεποίθηση, που είχε ενισχυθεί από τις αντιλήψεις των σοφιστών, ο Όμηρος αποτελούσε, εκτός των άλλων, πηγή για κάθε είδους εξειδικευμένη γνώση (για τον πόλεμο, την ιατρική, τη μαντική κ.ά.), η οποία κατά συνέπεια αποτελούσε κτήμα και των ερμηνευτών του. Στόχος του σωκρατικού ελέγχου είναι να καταδείξει ότι η γνώση τόσο των ραψωδών όσο και των ποιητών είναι φαινομενική. Ο διάλογος θίγει με άλλα λόγια στην ουσία το ζήτημα της διαφοράς της ποίησης από τη φιλοσοφία.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο Σωκράτης, μιλώντας με τρόπο που θυμίζει σε αρκετά σημεία τους μεταγενέστερους πλατωνικούς μύθους και επικεντρώνοντας πια τον λόγο του στους ίδιους τους ποιητές και όχι τους ερμηνευτές τους, διατυπώνει την άποψη ότι η ποιητική δημιουργία είναι αποτέλεσμα εξωλογικών δυνάμεων.
[533c] ΙΩΝ. Οὐκ ἔχω σοι περὶ τούτου ἀντιλέγειν, ὦ Σώκρατες· ἀλλ᾽ ἐκεῖνο ἐμαυτῷ σύνοιδα, ὅτι περὶ Ὁμήρου κάλλιστ᾽ ἀνθρώπων λέγω καὶ εὐπορῶ καὶ οἱ ἄλλοι πάντες μέ φασιν εὖ λέγειν, περὶ δὲ τῶν ἄλλων οὔ. καίτοι ὅρα τοῦτο τί ἔστιν.
|
ΙΩΝ [533] Σ᾽ αυτά, Σωκράτη, δεν γίνεται να σε αντικρούσω. Ξέρω εντούτοις καλά όσο με αφορά, πως για τον Όμηρο μιλώ ωραιότερα απ᾽ τον καθένα, και είμαι ανεξάντλητος, και παραδέχονται την επιτυχία μου οι πάντες· για τους άλλους ποιητές όχι. Σκέψου λοιπόν τι τελοσπάντων συμβαίνει. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Το σκέφτομαι, Ίων, και θα σου πω αμέσως τι γίνεται κατά τη γνώμη μου. (d) Η επιτυχία σου στον Όμηρο, όπως έλεγα μόλις, δεν είναι αποτέλεσμα επιστήμης. Μια θεϊκή δύναμη σε βάζει σε κίνηση, όπως γίνεται με την πέτρα που ονομάζει ο Ευριπίδης Μαγνητική1 κι ο κόσμος Ηράκλεια. Η πέτρα αυτή δεν σέρνει μόνο τα σιδερένια δαχτυλίδια μαζί της, παρά τους μεταδίδει τη δύναμη να κάνουν κι αυτά σαν την πέτρα, να σέρνουν δηλαδή άλλα δαχτυλίδια μαζί τους, ώστε συχνά ολόκληρη αρμαθιά σιδεράκια και δαχτυλίδια κρέμεται το ένα απ᾽ το άλλο, ενώ η δύναμη όλων τους εξαρτάται απ᾽ την πέτρα. Έτσι ακριβώς και η μούσα: εμπνέει αυτή μερικούς, κι από τους εμπνευσμένους αυτούς αποκρεμιέται αρμαθιά ενθουσιωδών άλλων, αφού όλοι, και οι καλοί επικοί φυσικά, δεν είναι από επιστήμη αλλά ως θεόπνευστοι και δαιμονισμένοι μόνο δημιουργούν τα ωραία τους έργα. [534] Και οι λυρικοί επίσης, καθώς ακριβώς οι κορύβαντες2 δεν χορεύουν νηφάλιοι, έτσι κι αυτοί δεν συνθέτουν στα καλά καθούμενα τα λαμπρά τους τραγούδια, μα δαιμονίζονται και μεθούν βουτώντας στην αρμονία και στο ρυθμό σαν τις βάκχες -που μόνο άμα δαιμονιστούν κι αυτές αντλούν από τα ποτάμια μέλι και γάλα, όχι όμως νηφάλιες- έτσι ακριβώς και των λυρικών η ψυχή απεργάζεται τα όσα λένε. (b) Και λένε, ως γνωστόν, οι ποιητές ότι από βρύσες μελίρρυτες κι από κήπους Μουσών και λιβάδια, πετώντας εκεί κι αυτοί σαν τις μέλισσες,3 δρέπουν τις μελωδίες τους και μας τις φέρνουν. Και λένε αλήθεια· γιατί ο ποιητής είναι πράγμα ελαφρό, πεταχτό και δαιμόνιο, και δεν μπορεί να δημιουργήσει παρά σαν ενθουσιαστεί μόνο και πέσει σ᾽ έκσταση και χάσει το λογικό από μέσα του· όσο αντίθετα το κρατάει, αδύνατο να δημιουργήσει κανείς ποίημα ή να δώσει χρησμό. Καθώς λοιπόν από θεϊκή δύναμη μόνο είναι δημιουργοί κι όχι από επιστήμη, φέρνοντας στο φως πολλά κι ωραία για όλα τα πράγματα όπως εσύ για τον Όμηρο, (c) αυτό μόνο μπορεί να φέρει καλά κανένας σε τέλος, στο οποίο τον σπρώχνει η Μούσα του· διθυράμβους ο ένας, εγκώμια ο άλλος, χορευτικά ο τρίτος, έπη εκείνος, ιάμβους ο άλλος. Για τ᾽ άλλα είναι ο καθένας τους σκάρτος αφού, το ξαναλέω, δεν είναι καμιά επιστήμη που τους οδηγεί να μιλούν, αλλά η θεϊκή δύναμη, κι αν ήξεραν, από επιστήμη, να μιλήσουν για κάτι καλά, θα ήξεραν τότε και για όλα τ᾽ άλλα. Αφαιρώντας τους λοιπόν έτσι το λογικό ο θεός τούς χρησιμοποιεί ως υπηρέτες, (d) ποιητές χρησμωδούς και θείους μάντεις, για να το καταλάβουμε καλά οι ακροατές εμείς πως δεν είναι αυτοί που μιλούν τόσο σπουδαία, οι στερημένοι το λογικό τους, αλλά, μέσ᾽ απ᾽ αυτούς, ο θεός ο ίδιος μιλάει κι απευθύνεται σε μας. Μέγιστη απόδειξη ο Χαλκιδεύς Τύννιχος.4 Ουδέποτε ο καλός σου δημιούργησε άλλο ποίημα για το οποίο θ᾽ άξιζε να τον μνημονεύει κανένας έξω από τον παιάνα που ψάλλουν οι πάντες, τ᾽ ωραιότερο ίσως τραγούδι που έγινε ποτέ, κυριολεκτικά «δώρο Μουσών», όπως το λέει ο ίδιος. (e) Με τον παιάνα λοιπόν κατέδειξε, νομίζω, σε μας ο θεός μια και καλή, ότι δεν είναι ανθρώπινα τα ωραία ποιήματα, ούτε ανήκουν στους ανθρώπους, παρά θεϊκά κι ανήκουν στους θεούς. Και οι ποιητές δεν είναι παρά διερμηνείς των θεών, στην κυριότητα καθένας τους ενός μόνο θεού. Θέλοντας να δείξει αυτά ακριβώς ο θεός, επίτηδες τραγούδησε μέσ᾽ από τον ασημαντότερο ποιητή τ᾽ ομορφότερό του τραγούδι. [535] Ή θαρρείς ότι σφάλλω, Ίων; ΙΩΝ Καθόλου δεν το νομίζω, μα το θεό. Άγγιξες ίσα ίσα με τα λόγια σου την ψυχή μου, Σωκράτη, κι έχω κι εγώ την ιδέα πως οι καλοί ποιητές, από θεία μοίρα μας μεταφέρουν όλ᾽ αυτά εκ μέρους των θεών.
(μετάφραση Λουκάς Κούσουλας)
|
1 Στον μαγνήτη αναφέρεται ο Ευριπίδης σε απόσπασμα του (χαμένου) έργου του Οἰνεύς. Το όνομα μαγνήτης σχετίζεται μάλλον με την περιοχή Μαγνησία, αλλά είναι άγνωστο με ποια συγκεκριμένα από τις τρεις περιοχές που έφεραν το ίδιο όνομα (της Λυδίας, της Καρίας ή της Θεσσαλίας).
2 Όσοι μετείχαν στις τελετουργίες προς τιμήν της θεάς Κυβέλης, ευρετές των οποίων ήταν οι πρώτοι ακόλουθοι της θεάς, οι Κορύβαντες, έφταναν με χορούς που συνοδεύονταν από ιδιαίτερη μουσική σε κατάσταση έκστασης.
3 Στην αρχαιότητα το μέλι συνδέεται, μεταξύ άλλων, με την ποίηση. Συχνά ποιητικοί όροι συνοδεύονται από σύνθετα επίθετα με πρώτο συνθετικό τη λ. μέλι (π.χ. μελίφθογγος ἀοιδή).
4 Ποιητής που δεν μας είναι γνωστός από άλλη πηγή. Σε μεταγενέστερη πηγή αναφέρεται μόνον η παρακάτω παράδοση: όταν οι ιερείς των Δελφών ζήτησαν από τον Αισχύλο να συνθέσει παιάνα, εκείνος αρνήθηκε λέγοντας ότι ο καλύτερος είχε ήδη συντεθεί από τον Τύννιχο.