Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΞΕΝΟΦΩΝ
107. – Ἱέρων 5, 1-4
Στο σύντομο σχετικά έργο του Ἱέρων ο Ξενοφών παρουσιάζει μια συνομιλία μεταξύ του ποιητή Σιμωνίδη του Κείου και του τυράννου των Συρακουσών (478-466 π.Χ.) Ιέρωνα, στην αυλή του οποίου ο ποιητής είχε περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Στο πρώτο μέρος ο Ιέρων εκθέτει την άποψη ότι ο τύραννος ζει ζωή δυστυχισμένη. Στο δεύτερο μέρος (κεφ. 8-11) ο Σιμωνίδης υποστηρίζει ότι η άδικη τυραννίς μπορεί να μετατραπεί σε δίκαιο σύστημα διακυβέρνησης, προσφέροντας έτσι και στον τύραννο ζωή ευτυχισμένη. Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο Ιέρων περιγράφει την κατάσταση του τυράννου, ο οποίος, ενώ γνωρίζει τους γενναίους, τους σοφούς και τους δίκαιους ανθρώπους, αναγκάζεται από φόβο να τους παραμερίζει, αφού αυτοί τάσσονται υπέρ της ελευθερίας.
[5.1] χαλεπὸν δ᾽ ἐρῶ σοι καὶ ἄλλο πάθημα, ὦ Σιμωνίδη, τῶν τυράννων. γιγνώσκουσι μὲν γὰρ οὐδὲν ἧττον τῶν ἰδιωτῶν τοὺς ἀλκίμους τε καὶ σοφοὺς καὶ δικαίους. τούτους δ᾽ ἀντὶ τοῦ ἄγασθαι φοβοῦνται, τοὺς μὲν ἀνδρείους, μή τι τολμήσωσι τῆς ἐλευθερίας ἕνεκεν, τοὺς δὲ σοφούς, μή τι μηχανήσωνται, τοὺς δὲ δικαίους, μὴ ἐπιθυμήσῃ τὸ πλῆθος ὑπ᾽ αὐτῶν προστατεῖσθαι. [5.2] ὅταν δὲ τοὺς τοιούτους διὰ τὸν φόβον ὑπεξαιρῶνται, τίνες ἄλλοι αὐτοῖς καταλείπονται χρῆσθαι ἀλλ᾽ ἢ οἱ ἄδικοί τε καὶ ἀκρατεῖς καὶ ἀνδραποδώδεις; οἱ μὲν ἄδικοι πιστευόμενοι, διότι φοβοῦνται ὥσπερ οἱ τύραννοι τὰς πόλεις μήποτε ἐλεύθεραι γενόμεναι ἐγκρατεῖς αὐτῶν γένωνται, οἱ δ᾽ ἀκρατεῖς τῆς εἰς τὸ παρὸν ἐξουσίας ἕνεκα, οἱ δ᾽ ἀνδραποδώδεις, διότι οὐδ᾽ αὐτοὶ ἀξιοῦσιν ἐλεύθεροι εἶναι. χαλεπὸν οὖν καὶ τοῦτο τὸ πάθημα ἔμοιγε δοκεῖ εἶναι, τὸ ἄλλους μὲν ἡγεῖσθαι ἀγαθοὺς ἄνδρας, ἄλλοις δὲ χρῆσθαι ἀναγκάζεσθαι. [5.3] ἔτι δὲ φιλόπολιν μὲν ἀνάγκη καὶ τὸν τύραννον εἶναι· ἄνευ γὰρ τῆς πόλεως οὔτ᾽ ἂν σῴζεσθαι δύναιτο οὔτ᾽ εὐδαιμονεῖν· ἡ δὲ τυραννὶς ἀναγκάζει καὶ ταῖς ἑαυτῶν πατρίσιν ἐνοχλεῖν. οὔτε γὰρ ἀλκίμους οὔτ᾽ εὐόπλους χαίρουσι τοὺς πολίτας παρασκευάζοντες, ἀλλὰ τοὺς ξένους δεινοτέρους τῶν πολιτῶν ποιοῦντες ἥδονται μᾶλλον καὶ τούτοις χρῶνται δορυφόροις. [5.4] ἀλλὰ μὴν οὐδ᾽ ἂν εὐετηριῶν γενομένων ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν γίγνηται, οὐδὲ τότε συγχαίρει ὁ τύραννος. ἐνδεεστέροις γὰρ οὖσι ταπεινοτέροις αὐτοῖς οἴονται χρῆσθαι. |
[5] Θα σου αναφέρω, Σιμωνίδη, κι άλλο ένα φοβερό πάθημα των τυράννων. Γνωρίζουν βέβαια και αυτοί εξ ίσου καλά όσο και οι ιδιώτες ποιοι είναι κόσμιοι και σοφοί και δίκαιοι. Αλλά, αντί να τους θαυμάζουν, τους φοβούνται: τους ανδρείους τους φοβούνται μήπως αποτολμήσουν τίποτε για χάρη της ελευθερίας, τους σοφούς μήπως μηχανευθούν κάτι εις βάρος τους και τους δικαίους μήπως το πλήθος επιθυμήσει να κυβερνηθεί απ᾽ αυτούς. [2] Όταν λοιπόν τους βγάλουν κρυφά από τη μέση όλους αυτούς, ποιοι άλλοι τους απομένουν για να χρησιμοποιήσουν εκτός από τους άδικους, τους ακρατείς και τους δουλοπρεπείς; Στους άδικους έχουν εμπιστοσύνη, επειδή και αυτοί φοβούνται, όπως και οι τύραννοι, μήπως οι πόλεις ελευθερωθούν ποτέ και τους καθίσουν στο σκαμνί· τους ακρατείς τους εμπιστεύονται επειδή τους χρειάζονται προκειμένου ν᾽ ασκήσουν την τωρινή τους εξουσία, και τους δουλοπρεπείς επειδή ούτε οι ίδιοι κρίνουν τον εαυτό τους άξιο της ελευθερίας. Από την πλευρά μου, τουλάχιστον, θεωρώ τρομερό τούτο το πάθημα, άλλους δηλ. να νομίζεις για καλούς και άλλους να ᾽σαι υποχρεωμένος να χρησιμοποιείς. [3] Ακόμη, ο τύραννος εξ ανάγκης αγαπά την πόλη του, αφού χωρίς αυτήν ούτε να συντηρηθεί θα μπορούσε ούτε να ευτυχήσει· όμως η τυραννίδα τον εξαναγκάζει να τα βάλει με την ίδια του την πατρίδα. Γιατί οι τύραννοι δεν χαίρονται κάνοντας τους πολίτες γενναίους και οπλίζοντάς τους καλά, παρά πιο πολύ ευχαριστιούνται όταν δίνουν σε ξένους περισσότερα μέσα προκειμένου να εμπνέουν φόβο· ξένους χρησιμοποιούν και ως φρουρά. [4] Αλλά κι όταν συμπέσει καλή χρονιά κι αφθονήσουν τ᾽ αγαθά, πάλι ο τύραννος δεν χαίρεται μαζί με τους άλλους, γιατί πιστεύει ότι, όσο φτωχότεροι είναι οι άνθρωποι, τόσο περισσότερο τους έχει του χεριού του.
(μετάφραση Παναγιώτης Κονδύλης)
|