Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΞΕΝΟΦΩΝ

103. – Κύρου ἀνάβασις 4, 5, 3-18

Ο Ξενοφών ήταν ανάμεσα στους Έλληνες μισθοφόρους που ακολούθησαν το 401 π.Χ. τον Κύρο στην εκστρατεία του από τη Μ. Ασία προς την πρωτεύουσα της περσικής αυτοκρατορίας Σούσα με στόχο την ανατροπή του Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη, αδελφού του Κύρου. Η εκστρατεία εκείνη έληξε άδοξα, όταν στη μάχη στα Κούναξα (φθινόπωρο του 401 π.Χ.) ο Κύρος σκοτώθηκε. Στην Κύρου ἀνάβασιν ο Ξενοφών περιγράφει ως αυτόπτης μάρτυρας την εκστρατεία αυτή. Ο τίτλος ωστόσο του έργου (ἀνάβασις = "πορεία προς το εσωτερικό της χώρας") ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο του πρώτου βιβλίου, γιατί στα υπόλοιπα έξι βιβλία περιγράφονται οι περιπέτειες της επιστροφής των μυρίων (δηλαδή των 10.000 Ελλήνων μισθοφόρων που είχαν ακολουθήσει τον Κύρο), μέχρι να φτάσουν στη Μαύρη θάλασσα, και η πορεία τους κατόπιν προς το Βυζάντιο, όπου τελικά έπειτα από διαπραγματεύσεις εντάχθηκαν στο στρατό των Σπαρτιατών. Κατά την πορεία της καθόδου, όταν οι στρατηγοί τους συνελήφθησαν και δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων, ο Ξενοφών αναδείχθηκε σε έναν από τους στρατηγούς των Μυρίων. Στην διήγησή του ο Ξενοφών υπερτονίζει ίσως τις δικές τον ικανότητες και την προσφορά του σε βάρος άλλων στρατηγών, ιδιαίτερα του Σπαρτιάτη Χειρίσοφου, αλλά οι περιγραφές του είναι γλαφυρές και περιέχουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τους ανθρώπους διαφόρων περιοχών και τον τρόπο ζωής τους. Στο απόσπασμα που ακολουθεί περιγράφονται οι ταλαιπωρίες των Μυρίων στις περιοχές της χιονισμένης Αρμενίας μέχρι να φτάσουν στην Τραπεζούντα.

[4.5.3] ἐντεῦθεν ἐπορεύοντο διὰ χιόνος πολλῆς καὶ πεδίου σταθμοὺς τρεῖς παρασάγγας †πεντεκαίδεκα†. ὁ δὲ τρίτος ἐγένετο χαλεπὸς καὶ ἄνεμος βορρᾶς ἐναντίος ἔπνει παντάπασιν ἀποκαίων πάντα καὶ πηγνὺς τοὺς ἀνθρώπους. [4.5.4] ἔνθα δὴ τῶν μάντεών τις εἶπε σφαγιάσασθαι τῷ ἀνέμῳ, καὶ σφαγιάζεται· καὶ πᾶσι δὴ περιφανῶς ἔδοξεν λῆξαι τὸ χαλεπὸν τοῦ πνεύματος. ἦν δὲ τῆς χιόνος τὸ βάθος ὀργυιά· ὥστε καὶ τῶν ὑποζυγίων καὶ τῶν ἀνδραπόδων πολλὰ ἀπώλετο καὶ τῶν στρατιωτῶν ὡς τριάκοντα. [4.5.5] διεγένοντο δὲ τὴν νύκτα πῦρ καίοντες· ξύλα δ᾽ ἦν ἐν τῷ σταθμῷ πολλά· οἱ δὲ ὀψὲ προσιόντες ξύλα οὐκ εἶχον. οἱ οὖν πάλαι ἥκοντες καὶ τὸ πῦρ καίοντες οὐ προσίεσαν πρὸς τὸ πῦρ τοὺς ὀψίζοντας, εἰ μὴ μεταδοῖεν αὐτοῖς πυροὺς ἢ ἄλλο {τι} εἴ τι ἔχοιεν βρωτόν. [4.5.6] ἔνθα δὴ μετεδίδοσαν ἀλλήλοις ὧν εἶχον ἕκαστοι. ἔνθα δὲ τὸ πῦρ ἐκαίετο, διατηκομένης τῆς χιόνος βόθροι ἐγένοντο μεγάλοι ἔστε ἐπὶ τὸ δάπεδον· οὗ δὴ παρῆν μετρεῖν τὸ βάθος τῆς χιόνος. [4.5.7] ἐντεῦθεν δὲ τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν ὅλην ἐπορεύοντο διὰ χιόνος, καὶ πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐβουλιμίασαν. Ξενοφῶν δ᾽ ὀπισθοφυλακῶν καὶ καταλαμβάνων τοὺς πίπτοντας τῶν ἀνθρώπων ἠγνόει ὅ τι τὸ πάθος εἴη. [4.5.8] ἐπειδὴ δὲ εἶπέ τις αὐτῷ τῶν ἐμπείρων ὅτι σαφῶς βουλιμιῶσι κἄν τι φάγωσιν ἀναστήσονται, περιιὼν περὶ τὰ ὑποζύγια, εἴ πού τι ὁρῴη βρωτόν, διεδίδου καὶ διέπεμπε διδόντας τοὺς δυναμένους περιτρέχειν τοῖς βουλιμιῶσιν. [4.5.9] ἐπειδὴ δέ τι ἐμφάγοιεν, ἀνίσταντο καὶ ἐπορεύοντο. πορευομένων δὲ Χειρίσοφος μὲν ἀμφὶ κνέφας πρὸς κώμην ἀφικνεῖται, καὶ ὑδροφορούσας ἐκ τῆς κώμης πρὸς τῇ κρήνῃ γυναῖκας καὶ κόρας καταλαμβάνει ἔμπροσθεν τοῦ ἐρύματος. [4.5.10] αὗται ἠρώτων αὐτοὺς τίνες εἶεν. ὁ δ᾽ ἑρμηνεὺς εἶπε περσιστὶ ὅτι παρὰ βασιλέως πορεύονται πρὸς τὸν σατράπην. αἱ δὲ ἀπεκρίναντο ὅτι οὐκ ἐνταῦθα εἴη, ἀλλ᾽ ἀπέχει ὅσον παρασάγγην. οἱ δ᾽, ἐπεὶ ὀψὲ ἦν, πρὸς τὸν κώμαρχον συνεισέρχονται εἰς τὸ ἔρυμα σὺν ταῖς ὑδροφόροις. [4.5.11] Χειρίσοφος μὲν οὖν καὶ ὅσοι ἐδυνήθησαν τοῦ στρατεύματος ἐνταῦθα ἐστρατοπεδεύσαντο, τῶν δ᾽ ἄλλων στρατιωτῶν οἱ μὴ δυνάμενοι διατελέσαι τὴν ὁδὸν ἐνυκτέρευσαν ἄσιτοι καὶ ἄνευ πυρός· καὶ ἐνταῦθά τινες ἀπώλοντο τῶν στρατιωτῶν. [4.5.12] ἐφείποντο δὲ τῶν πολεμίων συνειλεγμένοι τινὲς καὶ τὰ μὴ δυνάμενα τῶν ὑποζυγίων ἥρπαζον καὶ ἀλλήλοις ἐμάχοντο περὶ αὐτῶν. ἐλείποντο δὲ τῶν στρατιωτῶν οἵ τε διεφθαρμένοι ὑπὸ τῆς χιόνος τοὺς ὀφθαλμοὺς οἵ τε ὑπὸ τοῦ ψύχους τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν ἀποσεσηπότες. [4.5.13] ἦν δὲ τοῖς μὲν ὀφθαλμοῖς ἐπικούρημα τῆς χιόνος εἴ τις μέλαν τι ἔχων πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἐπορεύετο, τῶν δὲ ποδῶν εἴ τις κινοῖτο καὶ μηδέποτε ἡσυχίαν ἔχοι καὶ εἰς τὴν νύκτα ὑπολύοιτο· [4.5.14] ὅσοι δὲ ὑποδεδεμένοι ἐκοιμῶντο, εἰσεδύοντο εἰς τοὺς πόδας οἱ ἱμάντες καὶ τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυντο· καὶ γὰρ ἦσαν, ἐπειδὴ ἐπέλιπε τὰ ἀρχαῖα ὑποδήματα, καρβάτιναι πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων βοῶν. [4.5.15] διὰ τὰς τοιαύτας οὖν ἀνάγκας ὑπελείποντό τινες τῶν στρατιωτῶν· καὶ ἰδόντες μέλαν τι χωρίον διὰ τὸ ἐκλελοιπέναι αὐτόθι τὴν χιόνα εἴκαζον τετηκέναι· καὶ ἐτετήκει διὰ κρήνην τινὰ ἣ πλησίον ἦν ἀτμίζουσα ἐν νάπῃ. ἐνταῦθ᾽ ἐκτραπόμενοι ἐκάθηντο καὶ οὐκ ἔφασαν πορεύεσθαι. [4.5.16] ὁ δὲ Ξενοφῶν ἔχων ὀπισθοφύλακας ὡς ᾔσθετο, ἐδεῖτο αὐτῶν πάσῃ τέχνῃ καὶ μηχανῇ μὴ ἀπολείπεσθαι, λέγων ὅτι ἕπονται πολλοὶ πολέμιοι συνειλεγμένοι, καὶ τελευτῶν ἐχαλέπαινεν. οἱ δὲ σφάττειν ἐκέλευον· οὐ γὰρ ἂν δύνασθαι πορευθῆναι. [4.5.17] ἐνταῦθα ἔδοξε κράτιστον εἶναι τοὺς ἑπομένους πολεμίους φοβῆσαι, εἴ τις δύναιτο, μὴ ἐπίοιεν τοῖς κάμνουσι. καὶ ἦν μὲν σκότος ἤδη, οἱ δὲ προσῇσαν πολλῷ θορύβῳ ἀμφὶ ὧν εἶχον διαφερόμενοι. [4.5.18] ἔνθα δὴ οἱ ὀπισθοφύλακες, ἅτε ὑγιαίνοντες, ἐξαναστάντες ἔδραμον εἰς τοὺς πολεμίους· οἱ δὲ κάμνοντες ἀνακραγόντες ὅσον ἐδύναντο μέγιστον τὰς ἀσπίδας πρὸς τὰ δόρατα ἔκρουσαν. οἱ δὲ πολέμιοι δείσαντες ἧκαν ἑαυτοὺς κατὰ τῆς χιόνος εἰς τὴν νάπην, καὶ οὐδεὶς ἔτι οὐδαμοῦ ἐφθέγξατο.

[3] Απ᾽ εκεί προχωρούσαν μέσ᾽ από πολύ χιόνι στην πεδιάδα τρεις σταθμούς,1 πέντε παρασάγγες.2 Και τον τρίτο σταθμό τον βάδισαν δύσκολα, γιατί φυσούσε βοριάς, που τους χτυπούσε κατά πρόσωπο κι έκαιγε τελείως τα πάντα και πάγωνε τους ανθρώπους. [4] Τότ᾽ ένας απ᾽ τους μάντεις είπε να προσφέρουν θυσία στον άνεμο κι επρόσφεραν. Και πράγματι όλοι το είδαν ολοφάνερα πως σταμάτησε η δύναμη τ᾽ ανέμου. Αλλά του χιονιού το βάθος ήταν μια οργυιά· γι᾽ αυτό χάθηκαν και υποζύγια και πολλοί αιχμάλωτοι και ώς τριάντα στρατιώτες. [5] Οπωσδήποτε τη νύχτα εκείνη την πέρασαν ανάβοντας φωτιές, γιατί τα ξύλα στο σταθμό ήταν άφθονα. Όσοι όμως έφθαναν αργά, δεν είχαν ξύλα. Εκείνοι λοιπόν που είχαν φθάσει πρώτα και είχαν ανάψει τη φωτιά, δεν άφηναν να πλησιάζουν σ᾽ αυτήν εκείνους που έρχονταν αργότερα, παρά μόνο αν τους έδιναν σιτάρι ή κάτι άλλο φαγώσιμο απ᾽ αυτά που είχαν. [6] Κατ᾽ αυτό τον τρόπο έδινε ο ένας στον άλλο ό,τι είχαν καθένας. Κι όταν έκαιε η φωτιά έλυωνε το χιόνι και γίνονταν μεγάλοι λάκκοι μέχρι το έδαφος· εκεί, φυσικά, μπορούσε κανείς να μετρήσει το βάθος του χιονιού.

[7] Απ᾽ εκεί την επομένη ημέρα ολόκληρη βάδιζαν ανάμεσα στο χιόνι και πολλοί απ᾽ τους ανθρώπους κατεβλήθησαν από την πείνα. Και ο Ξενοφών που ηγείτο της οπισθοφυλακής και συναντούσεν εκείνους που έπεφταν, δεν ήξερε τι πάθαιναν. [8] Όταν όμως κάποιος απ᾽ αυτούς που είχαν πείρα του είπε πως ήταν φανερό ότι είχαν εξαντληθεί από την πείνα και, αν φάνε κάτι, θα σηκωθούν, περιήλθε εκεί που ήταν τα υποζύγια κι όπου έβλεπε κάτι φαγώσιμο, το μοίραζε και έστελνε εκείνους που μπορούσαν να τρέχουν, για να τα δίνουν στους εξαντλημένους από την πείνα. [9] Κι αυτοί όταν έτρωγαν κάτι, σηκώνονταν και προχωρούσαν. Και προχωρώντας ο Χειρίσοφος, προς το βραδάκι, φθάνει σ᾽ ένα χωριό και εμπρός από το τείχος του χωριού βρίσκει κοντά στη βρύση γυναίκες και κοπέλες από το χωριό. [10] Αυτές τους ρωτούσαν ποιοι είναι. Κι ο διερμηνέας τούς είπε σε γλώσσα περσική ότι έρχονται από το βασιλιά προς το σατράπη. Εκείνες τότε τους είπαν ότι ο σατράπης δεν ήταν εκεί, αλλ᾽ ήταν ένα παρασάγγη μακριά. Κι οι Έλληνες επειδή ήταν αργά, μπήκαν μαζί με τις γυναίκες που έφερναν το νερό μέσα στο τείχος και πήγαν να βρουν τον αρχηγό του χωριού.

[11] Ο Χειρίσοφος λοιπόν και όσοι από το στράτευμα μπορούσαν να βαδίσουν και να φθάσουν στο χωριό εστρατοπέδευσαν εκεί, ενώ οι άλλοι στρατιώτες που δεν μπορούσαν να διανύσουν το δρόμο ώς το χωριό, πέρασαν τη νύχτα χωρίς φαγητό και χωρίς φωτιά και γι᾽ αυτό και εδώ χάθηκαν μερικοί στρατιώτες. [12] Από τους εχθρούς, εξ άλλου, τους ακολουθούσαν μερικές ομάδες και άρπαζαν όσα υποζύγια δεν μπορούσαν να βαδίσουν και μάλιστα μάλωναν μεταξύ τους γι᾽ αυτά. Από τους Έλληνες στρατιώτες επίσης έμεναν πίσω και όσοι από το χιόνι είχαν χάσει την όρασή τους και όσοι από το κρύο είχαν πάθει κρυοπαγήματα και τους είχαν σαπίσει τα δάχτυλα των ποδιών. [13] Προφυλακτικό μέσο για τα μάτια ήταν να κρατεί κανείς την ώρα της πορείας κάτι μαύρο πράγμα εμπρός στα μάτια του και για τα πόδια να κινείται συνεχώς και να μην σταματά καθόλου και τη νύχτα να βγάζει τα παπούτσια του. [14] Γιατί όσοι κοιμώνταν με φορεμένα τα παπούτσια, τα λουριά των παπουτσιών χώνονταν μέσα στα πόδια και τα παπούτσια γύρω γύρω κοκκάλιαζαν, γιατί τότε, επειδή τα παλαιά τους τα παπούτσια είχαν καταστραφεί, φορούσαν τσαρούχια, που είχαν φτιάξει από δέρματα βοδιών, που μόλις τα είχαν γδάρει.

[15] Εξ αιτίας λοιπόν αυτών των κακουχιών μερικοί στρατιώτες έμεναν πίσω και, όταν είδαν μια τοποθεσία που ήταν μαύρη, γιατί εκεί δεν υπήρχε χιόνι, συμπέραιναν πως είχε λυώσει. Και πράγματι είχε λυώσει το χιόνι εξ αιτίας μιας βρύσης, η οποία εκεί κοντά, σε μια δασώδη κοιλάδα, έβγαζε ατμούς. Προς τα εκεί οι στρατιώτες, ξεστρατίζοντας, εκάθιζαν και ηρνούντο να συνεχίζουν την πορεία. [16] Ο Ξενοφών τότε, που διοικούσε τους οπισθοφύλακες, μόλις το αντελήφθη, τους παρακαλούσε με κάθε τρόπο και με κάθε τέχνασμα να μη μένουν πίσω, λέγοντάς τους ότι ακολουθούν εχθροί πολλοί, συγκεντρωμένοι, και στο τέλος χρησιμοποιούσε και το θυμό. Εκείνοι όμως τον παρακαλούσαν να τους σφάξει, γιατί δεν θα μπορούσαν να προχωρήσουν. [17] Τότε του φάνηκε πως το καλύτερο που είχε να κάμει ήταν να προκαλέσει φόβο στους εχθρούς που ακολουθούσαν, αν μπορούσε, ώστε να μην επιτεθούν στους άρρωστους αυτούς στρατιώτες. Ήταν πια σκοτάδι, όταν οι εχθροί πλησίαζαν με θόρυβο μεγάλο, γιατί μάλωναν για εκείνα που είχαν αρπάξει. [18] Τότε λοιπόν οι στρατιώτες της οπισθοφυλακής, που ήταν υγιείς, πετάχτηκαν επάνω κι έτρεξαν εναντίον των εχθρών και παράλληλα οι άρρωστοι φωνάζοντας όσο γινόταν δυνατότερα χτύπησαν τις ασπίδες με τα δόρατα. Κατόπιν αυτών οι εχθροί φοβήθηκαν και ρίχθηκαν μέσ᾽ απ᾽ τα χιόνια στη δασώδη κοιλάδα και δεν ακούσθηκε πια από πουθενά φωνή εχθρική.

 

(μετάφραση Χρίστος Θεοδωράτος)

 

1 Οι σταθμοί κατά μήκος της βασιλικής οδού στους οποίους αναπαυόταν ο βασιλιάς των Περσών. Οι σταθμοί απείχαν μεταξύ τους περίπου πέντε παρασάγγες (βλ. σχόλ. 2).

2 Περσικό μέτρο μήκους (περ. 5-6 χλμ.).