Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

[ΞΕΝΟΦΩΝ]

96. – Ἀθηναίων πολιτεία 1, 1-13

Η Ἀθηναίων πολιτεία παραδίδεται με το όνομα του Ξενοφώντα, αλλά δεν είναι γνήσιο έργο του. Η συγγραφή της χρονολογείται στα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου (περίπου 430-424 π.Χ.). Το έργο, που ένας μεγάλος φιλόλογος το χαρακτήρισε «το πρώτο πολιτειολογικό και κοινωνιολογικό δοκίμιο της παγκόσμιας λογοτεχνίας», παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον κυρίως για δύο λόγους: αφενός συνιστά πρωιμότατο δείγμα αττικού πεζού λόγου, ανεπηρέαστου από την σοφιστική διδασκαλία, και αφετέρου παρέχει μια σύγχρονη μαρτυρία για την αθηναϊκή δημοκρατία από έναν ολιγαρχικών φρονημάτων επικριτή της, μια μαρτυρία που μπορούμε να τη συγκρίνουμε με άλλες, θετικές ή εξιδανικευμένες εικόνες της αθηναϊκής δημοκρατίας, όπως είναι, επί παραδείγματι, εκείνη του Ἐπιταφίου του Περικλή. Ο συγγραφέας του έργου μάλλον ζούσε έξω από την Αθήνα (ως εξόριστος;) και με το σύγγραμμά του ήθελε ίσως να απαντήσει στους ομοϊδεάτες του που βαυκαλίζονταν με την ιδέα ότι η αθηναϊκή δημοκρατία θα αποσυντεθεί από μόνη της και θa καταρρεύσει. Ο συγγραφέας αναφέρεται σε πολλά θέματα της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής (ενδεικτικώς μνημονεύουμε τις σχέσεις των πολιτών με τους μετοίκους και τους δούλους, τη "δικαστηριοκρατία" και τη θαλασσοκρατία). Οι συχνά ειρωνικές ή και δηκτικές επικρίσεις του είναι κατά κανόνα υπερβολικές, όχι όμως πάντα.

Η παρακάτω περικοπή αποτελεί την αρχή του έργου και αναφέρεται κυρίως στα οφέλη που έχει εξασφαλίσει ο δήμος για τον εαυτό του στο εσωτερικό και τα οποία εγγυώνται τη διάρκεια της αθηναϊκής δημοκρατίας.

[1.1] περὶ δὲ τῆς Ἀθηναίων πολιτείας, ὅτι μὲν εἵλοντο τοῦτον τὸν τρόπον τῆς πολιτείας οὐκ ἐπαινῶ διὰ τόδε, ὅτι ταῦθ᾽ ἑλόμενοι εἵλοντο τοὺς πονηροὺς ἄμεινον πράττειν ἢ τοὺς χρηστούς· διὰ μὲν οὖν τοῦτο οὐκ ἐπαινῶ. ἐπεὶ δὲ ταῦτα ἔδοξεν οὕτως αὐτοῖς, ὡς εὖ διασῴζονται τὴν πολιτείαν καὶ τἆλλα διαπράττονται ἃ δοκοῦσιν ἁμαρτάνειν τοῖς ἄλλοις Ἕλλησι, τοῦτ᾽ ἀποδείξω.

[1.2] πρῶτον μὲν οὖν τοῦτο ἐρῶ, ὅτι δικαίως ‹δοκοῦσιν› αὐτόθι {καὶ} οἱ πένητες καὶ ὁ δῆμος πλέον ἔχειν τῶν γενναίων καὶ τῶν πλουσίων διὰ τόδε, ὅτι ὁ δῆμός ἐστιν ὁ ἐλαύνων τὰς ναῦς καὶ ὁ τὴν δύναμιν περιτιθεὶς τῇ πόλει, καὶ οἱ κυβερνῆται καὶ οἱ κελευσταὶ καὶ οἱ πεντηκόνταρχοι καὶ οἱ πρῳρᾶται καὶ οἱ ναυπηγοί, — οὗτοί εἰσιν οἱ τὴν δύναμιν περιτιθέντες τῇ πόλει πολὺ μᾶλλον ἢ οἱ ὁπλῖται καὶ οἱ γενναῖοι καὶ οἱ χρηστοί. ἐπειδὴ οὖν ταῦτα οὕτως ἔχει, δοκεῖ δίκαιον εἶναι πᾶσι τῶν ἀρχῶν μετεῖναι ἔν τε τῷ κλήρῳ καὶ ἐν τῇ χειροτονίᾳ, καὶ λέγειν ἐξεῖναι τῷ βουλομένῳ τῶν πολιτῶν. [1.3] ἔπειτα ὁπόσαι μὲν σωτηρίαν φέρουσι τῶν ἀρχῶν χρησταὶ οὖσαι καὶ μὴ χρησταὶ κίνδυνον τῷ δήμῳ ἅπαντι, τούτων μὲν τῶν ἀρχῶν οὐδὲν δεῖται ὁ δῆμος μετεῖναι· —οὔτε τῶν στρατηγιῶν κλήρῳ οἴονταί σφισι χρῆναι μετεῖναι οὔτε τῶν ἱππαρχιῶν· —γιγνώσκει γὰρ ὁ δῆμος ὅτι πλείω ὠφελεῖται ἐν τῷ μὴ αὐτὸς ἄρχειν ταύτας τὰς ἀρχάς, ἀλλ᾽ ἐᾶν τοὺς δυνατωτάτους ἄρχειν· ὁπόσαι δ᾽ εἰσὶν ἀρχαὶ μισθοφορίας ἕνεκα καὶ ὠφελείας εἰς τὸν οἶκον, ταύτας ζητεῖ ὁ δῆμος ἄρχειν. [1.4] ἔπειτα δὲ ὃ ἔνιοι θαυμάζουσιν ὅτι πανταχοῦ πλέον νέμουσι τοῖς πονηροῖς καὶ πένησι καὶ δημοτικοῖς ἢ τοῖς χρηστοῖς, ἐν αὐτῷ τούτῳ φανοῦνται τὴν δημοκρατίαν διασῴζοντες. οἱ μὲν γὰρ πένητες καὶ οἱ δημόται καὶ οἱ χείρους εὖ πράττοντες καὶ πολλοὶ οἱ τοιοῦτοι γιγνόμενοι τὴν δημοκρατίαν αὔξουσιν· ἐὰν δὲ εὖ πράττωσιν οἱ πλούσιοι καὶ οἱ χρηστοί, ἰσχυρὸν τὸ ἐναντίον σφίσιν αὐτοῖς καθιστᾶσιν οἱ δημοτικοί. [1.5] ἔστι δὲ πάσῃ γῇ τὸ βέλτιστον ἐναντίον τῇ δημοκρατίᾳ· ἐν γὰρ τοῖς βελτίστοις ἔνι ἀκολασία τε ὀλιγίστη καὶ ἀδικία, ἀκρίβεια δὲ πλείστη εἰς τὰ χρηστά, ἐν δὲ τῷ δήμῳ ἀμαθία τε πλείστη καὶ ἀταξία καὶ πονηρία· ἥ τε γὰρ πενία αὐτοὺς μᾶλλον ἄγει ἐπὶ τὰ αἰσχρὰ καὶ ἡ ἀπαιδευσία καὶ ἡ ἀμαθία ‹ἡ› δι᾽ ἔνδειαν χρημάτων ἐνίοις τῶν ἀνθρώπων. — [1.6] εἴποι δ᾽ ἄν τις ὡς ἐχρῆν αὐτοὺς μὴ ἐᾶν λέγειν πάντας ἑξῆς μηδὲ βουλεύειν, ἀλλὰ τοὺς δεξιωτάτους καὶ ἄνδρας ἀρίστους. οἱ δὲ καὶ ἐν τούτῳ ἄριστα βουλεύονται ἐῶντες καὶ τοὺς πονηροὺς λέγειν. εἰ μὲν γὰρ οἱ χρηστοὶ ἔλεγον καὶ ἐβουλεύοντο, τοῖς ὁμοίοις σφίσιν αὐτοῖς ἦν ἀγαθά, τοῖς δὲ δημοτικοῖς οὐκ ἀγαθά· νῦν δὲ λέγων ὁ βουλόμενος ἀναστάς, ἄνθρωπος πονηρός, ἐξευρίσκει τὸ ἀγαθὸν αὑτῷ τε καὶ τοῖς ὁμοίοις αὑτῷ. [1.7] εἴποι τις ἄν, Τί ἂν οὖν γνοίη ἀγαθὸν αὑτῷ ἢ τῷ δήμῳ τοιοῦτος ἄνθρωπος; οἱ δὲ γιγνώσκουσιν ὅτι ἡ τούτου ἀμαθία καὶ πονηρία καὶ εὔνοια μᾶλλον λυσιτελεῖ ἢ ἡ τοῦ χρηστοῦ ἀρετὴ καὶ σοφία καὶ κακόνοια. [1.8] εἴη μὲν οὖν ἂν πόλις οὐκ ἀπὸ τοιούτων διαιτημάτων ἡ βελτίστη, ἀλλ᾽ ἡ δημοκρατία μάλιστ᾽ ἂν σῴζοιτο οὕτως. ὁ γὰρ δῆμος βούλεται οὐκ εὐνομουμένης τῆς πόλεως αὐτὸς δουλεύειν, ἀλλ᾽ ἐλεύθερος εἶναι καὶ ἄρχειν, τῆς δὲ κακονομίας αὐτῷ ὀλίγον μέλει· ὃ γὰρ σὺ νομίζεις οὐκ εὐνομεῖσθαι, αὐτὸς ἀπὸ τούτου ἰσχύει ὁ δῆμος καὶ ἐλεύθερός ἐστιν. [1.9] εἰ δ᾽ εὐνομίαν ζητεῖς, πρῶτα μὲν ὄψει τοὺς δεξιωτάτους αὐτοῖς τοὺς νόμους τιθέντας· ἔπειτα κολάσουσιν οἱ χρηστοὶ τοὺς πονηροὺς καὶ βουλεύσουσιν οἱ χρηστοὶ περὶ τῆς πόλεως καὶ οὐκ ἐάσουσι μαινομένους ἀνθρώπους βουλεύειν οὐδὲ λέγειν οὐδὲ ἐκκλησιάζειν. ἀπὸ τούτων τοίνυν τῶν ἀγαθῶν τάχιστ᾽ ἂν ὁ δῆμος εἰς δουλείαν καταπέσοι.

[1.10] τῶν δούλων δ᾽ αὖ καὶ τῶν μετοίκων πλείστη ἐστὶν Ἀθήνησιν ἀκολασία, καὶ οὔτε πατάξαι ἔξεστιν αὐτόθι οὔτε ὑπεκστήσεταί σοι ὁ δοῦλος. οὗ δ᾽ ἕνεκέν ἐστι τοῦτο ἐπιχώριον ἐγὼ φράσω. εἰ νόμος ἦν τὸν δοῦλον ὑπὸ τοῦ ἐλευθέρου τύπτεσθαι ἢ τὸν μέτοικον ἢ τὸν ἀπελεύθερον, πολλάκις ἂν οἰηθεὶς εἶναι τὸν Ἀθηναῖον δοῦλον ἐπάταξεν ἄν· ἐσθῆτά τε γὰρ οὐδὲν βελτίων ὁ δῆμος αὐτόθι ἢ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ μέτοικοι καὶ τὰ εἴδη οὐδὲν βελτίους εἰσίν. [1.11] εἰ δέ τις καὶ τοῦτο θαυμάζει, ὅτι ἐῶσι τοὺς δούλους τρυφᾶν αὐτόθι καὶ μεγαλοπρεπῶς διαιτᾶσθαι ἐνίους, καὶ τοῦτο γνώμῃ φανεῖεν ἂν ποιοῦντες. ὅπου γὰρ ναυτικὴ δύναμίς ἐστιν, ἀπὸ χρημάτων ἀνάγκη τοῖς ἀνδραπόδοις δουλεύειν, ἵνα λαμβάνωμεν ‹ὧν› πράττῃ τὰς ἀποφοράς, καὶ ἐλευθέρους ἀφιέναι. ὅπου δ᾽ εἰσὶ πλούσιοι δοῦλοι, οὐκέτι ἐνταῦθα λυσιτελεῖ τὸν ἐμὸν δοῦλον σὲ δεδιέναι· ἐν δὲ τῇ Λακεδαίμονι ὁ ἐμὸς δοῦλος σ᾽ ἐδεδοίκει· ἐὰν δὲ δεδίῃ ὁ σὸς δοῦλος ἐμέ, κινδυνεύσει καὶ τὰ χρήματα διδόναι τὰ ἑαυτοῦ ὥστε μὴ κινδυνεύειν περὶ ἑαυτοῦ. [1.12] διὰ τοῦτ᾽ οὖν ἰσηγορίαν καὶ τοῖς δούλοις πρὸς τοὺς ἐλευθέρους ἐποιήσαμεν — καὶ τοῖς μετοίκοις πρὸς τοὺς ἀστούς, διότι δεῖται ἡ πόλις μετοίκων διά τε τὸ πλῆθος τῶν τεχνῶν καὶ διὰ τὸ ναυτικόν· διὰ τοῦτο οὖν καὶ τοῖς μετοίκοις εἰκότως τὴν ἰσηγορίαν ἐποιήσαμεν.

[1.13] τοὺς δὲ γυμναζομένους αὐτόθι καὶ τὴν μουσικὴν ἐπιτηδεύοντας καταλέλυκεν ὁ δῆμος, νομίζων τοῦτο οὐ καλὸν εἶναι, γνοὺς ὅτι οὐ δυνατὸς ταῦτά ἐστιν ἐπιτηδεύειν. ἐν ταῖς χορηγίαις αὖ καὶ γυμνασιαρχίαις καὶ τριηραρχίαις γιγνώσκουσιν ὅτι χορηγοῦσι μὲν οἱ πλούσιοι, χορηγεῖται δὲ ὁ δῆμος, καὶ γυμνασιαρχοῦσιν οἱ πλούσιοι καὶ τριηραρχοῦσιν, ὁ δὲ δῆμος τριηραρχεῖται καὶ γυμνασιαρχεῖται. ἀξιοῖ γοῦν ἀργύριον λαμβάνειν ὁ δῆμος καὶ ᾄδων καὶ τρέχων καὶ ὀρχούμενος καὶ πλέων ἐν ταῖς ναυσίν, ἵνα αὐτός τε ἔχῃ καὶ οἱ πλούσιοι πενέστεροι γίγνωνται. ἔν τε τοῖς δικαστηρίοις οὐ τοῦ δικαίου αὐτοῖς μᾶλλον μέλει ἢ τοῦ αὑτοῖς συμφόρου.

[1] Όσο για το πολίτευμα των Αθηναίων δεν τους επαινώ που διάλεξαν τέτοιου είδους πολίτευμα, και τούτο για τον εξής λόγο, ότι διαλέγοντάς το θεώρησαν ότι οι κατώτεροι ενεργούν πιο σωστά από τους άξιους. Γι᾽ αυτόν τον λόγο, λοιπόν, δεν τους επαινώ. Αλλά αφού έκαναν την επιλογή τους αυτήν θα ιστορήσω πώς προστατεύουν αποτελεσματικά το πολίτευμά τους και πώς χειρίζονται καλά τα άλλα ζητήματά τους, πράγμα για το οποίο φαίνονται στους άλλους Έλληνες αξιοκατάκριτοι.

[2] Πρώτα θα πω τα εξής. Ότι στην Αθήνα είναι δίκαιο οι φτωχοί και ο λαός να έχουν περισσότερη εξουσία από τους ευπατρίδες και τους πλουσίους, και τούτο επειδή ο λαός είναι εκείνος που επανδρώνει τον στόλο και εξασφαλίζει στην πολιτεία τη δύναμή της. Οι κυβερνήτες, οι κελευστές, οι πεντηκόνταρχοι,1 οι αξιωματικοί της πλώρης καθώς και οι ναυπηγοί είναι εκείνοι που δίνουν στην πολιτεία την δύναμή της πολύ περισσότερο από τους οπλίτες, τους ευπατρίδες και τους αξιόλογους πολίτες. Αφού, λοιπόν, έτσι έχουν τα πράγματα, δίκαιο είναι να μπορούν, όλοι, να παίρνουν ένα λειτούργημα είτε με κλήρο είτε με εκλογή, και να μπορεί, όποιος από τους πολίτες θέλει, να πάρει τον λόγο στην εκκλησία του δήμου.

[3] Έπειτα υπάρχουν λειτουργήματα που εξασφαλίζουν την σωτηρίαν όλου του λαού, αν τα κατέχουν άξια πρόσωπα. Στα λειτουργήματα αυτά δεν ζητεί συμμετοχή ο λαός ούτε νομίζουν ότι πρέπει να μεταχειρίζονται τον κλήρο για το λειτούργημα των στρατηγών ή των αρχηγών του ιππικού.2 Γι᾽ αυτό ο λαός ξέρει ότι θα ωφεληθεί περισσότερο αν δεν κατέχει αυτός τα αξιώματα αυτά αλλά τα κατέχουν οι αξιότεροι. Όσα λειτουργήματα, όμως, έχουν μισθό ή σημαίνουν κάποια ιδιωτική ωφέλεια, αυτά ο λαός επιδιώκει να τα έχει.

[4] Έπειτα εκείνο με το οποίο απορούν μερικοί, ότι παντού πια προτιμούν να εμπιστεύονται την εξουσία στους κατωτέρους, τους φτωχούς και τους ανθρώπους λαϊκής προελεύσεως παρά στους ευυπόληπτους, με αυτό ακριβώς είναι φανερό ότι προφυλάσσουν την δημοκρατία. Γιατί όσο οι φτωχοί, οι λαϊκής προελεύσεως και οι κατώτεροι προκόβουν και πληθαίνουν, τόσο στηρίζουν την δημοκρατία. Αν όμως προκόβουν οι πλούσιοι και οι ευυπόληπτοι, τότε οι δημοκρατικοί ενισχύουν τους αντιπάλους τους.

[5] Σε όλο τον κόσμο το καλύτερο τμήμα των πολιτικών είναι εναντίον της δημοκρατίας, γιατί μεταξύ τους βρίσκεται η λιγότερη αφροσύνη και αδικία και η μεγαλύτερη προσήλωση στην ορθή διαγωγή, ενώ στον λαό επικρατεί πολλή αμάθεια και απειθαρχία και διαφθορά. Η φτώχεια τους οδηγεί στα επιλήψιμα και μερικοί από τους ανθρώπους, από φτώχεια, μένουν απαίδευτοι και αμαθείς.

[6] Θα μπορούσε κανείς να πει ότι θα έπρεπε να μην αφήνουν τους πάντες να μιλούν στην Εκκλησία του δήμου ή να είναι μέλη της βουλής αλλά μόνο τους ικανότερους και τους αξιότερους. Αλλά και σ᾽ αυτό ενεργούν άριστα αφήνοντας και τους ανάξιους να αγορεύουν, γιατί αν μόνο οι έντιμοι πολίτες μιλούσαν και έπαιρναν αποφάσεις, τούτο θα ήταν ευνοϊκό για τους ανθρώπους της δικής τους τάξης αλλά ασύμφορο για τον λαό. Ενώ όπως έχουν τώρα τα πράγματα, όποιος θέλει σηκώνεται και μιλάει και, άνθρωπος του λαού, βρίσκει τι είναι συμφέρον για τον εαυτό του και τους ομοίους του.

[7] Αλλά θα πει κανείς: πώς ένας τέτοιος άνθρωπος θα μπορούσε να ξέρει τι είναι συμφέρον για τον εαυτό του και για τον λαό; Ξέρουν όμως οι Αθηναίοι ότι η αμάθειά του και η χαμηλή του καταγωγή αλλά και η καλή του πρόθεση είναι επωφελέστερη από την αρετή, την γνώση αλλά και την κακή πρόθεση του χρηστού πολίτη.

[8] Ασφαλώς με τέτοιου είδους μεθόδους δεν δημιουργείται το άριστο πολίτευμα αλλά με αυτόν κυρίως τον τρόπο προστατεύεται η δημοκρατία. Γιατί ο λαός δεν θέλει να μην έχει δικαιώματα σε μια ευνομούμενη πολιτεία αλλά θέλει να είναι ελεύθερος και να έχει την εξουσία. Όσο για την κακοδιοίκηση λίγο τον μέλει, γιατί εκείνο που εσύ νομίζεις ότι δεν είναι ευνομία από αυτό ακριβώς αντλεί ο λαός την δύναμή του και είναι ελεύθερος.

[9] Αν αναζητείς την ευνομία, θα δεις πρώτα ότι οι επιδεξιότεροι έχουν κάνει τους νόμους για το δικό τους συμφέρον. Ύστερα ότι οι χρηστοί πολίτες τιμωρούν τους κακούς, ότι οι χρηστοί θα αποφασίζουν για την πολιτεία και δεν θα αφήνουν ανθρώπους έξαλλους να παίρνουν μέρος στις αποφάσεις ούτε να αγορεύουν ούτε καν να πη­γαίνουν στην Εκκλησία του δήμου. Αλλά με τις ορθές αυτές ενέργειες γρήγορα θα έπεφτε ο λαός σε κατάσταση δουλείας.

[10] Στην Αθήνα η κακοτροπία των δούλων και των μετοίκων3 είναι μεγάλη και δεν επιτρέπεται ούτε να δείρεις τον δούλο ούτε αυτός παραμερίζει για να περάσεις. Θα σου πω για ποιον λόγο υπάρχει, εκεί, αυτή η κατάσταση. Αν ο νόμος επέτρεπε στον ελεύθερο να δείρει τον δούλο ή τον μέτοικο ή τον απελεύθερο, συχνά θα έδερναν έναν Αθηναίο πολίτη νομίζοντας πως είναι δούλος, γιατί το ντύσιμο των ανθρώπων του λαού δεν είναι σε τίποτε καλύτερο από το ντύσιμο των δούλων και των μετοίκων, ούτε το παρουσιαστικό τους.

[11] Και αν κανείς απορήσει γι᾽ αυτό, ότι αφήνουν εκεί τους δούλους να ζουν πλούσια και μερικούς μάλιστα πολυτελέστατα, και σ᾽ αυτό θα βρει ότι οι Αθηναίοι ενεργούν με γνώση. Γιατί όπου υπάρχει ναυτική δύναμη, πρέπει οι δούλοι να δουλεύουν για μισθό, ώστε να έχει ο ιδιοκτήτης τους κέρδος από τα όσα παίρνουν. Γι᾽ αυτό και πρέπει κανείς να τους αφήνει περιθώρια ελευθερίας. Όπου, λοιπόν, υπάρχουν πλούσιοι δούλοι, ο δούλος μου δεν έχει ανάγκη να σε φοβάται. Στην Λακεδαίμονα ο δούλος μου σε φοβάται, ενώ αν ο δικός σου δούλος με φοβάται (στην Αθήνα), θα δαπανήσει και τα χρήματά του, για να σώσει τον εαυτό του.

[12] Γι᾽ αυτό, λοιπόν, δώσαμε την ελευθερία του λόγου στους δούλους όπως και στους ελευθέρους καθώς και στους μετοίκους όπως και στους πολίτες, επειδή η πολιτεία χρειάζεται μετοίκους για τα πολλά επαγγέλματα και για το ναυτικό. Γι᾽ αυτό λοιπόν ήταν φυσικό να δώσουμε και στους μετοίκους την ελευθερία του λόγου.

[13] Ο λαός περιφρονεί όσους ασχολούνται με την σωματική άσκηση και την καλλιέργεια του πνεύματος, γιατί ξέροντας ότι δεν μπορεί να επιδοθεί σ᾽ αυτά, θεωρεί ότι δεν είναι ωραία. Αλλά για τις χορηγίες, τις γυμνασιαρχίες και τις τριηραρχίες4 ξέρουν ότι επιβαρύνονται οι πλούσιοι και απολαβαίνει ο λαός, ότι τριηραρχούν και γυμνασιαρχούν οι πλούσιοι και ωφελείται ο λαός. Ο λαός έχει, λοιπόν, την αξίωση να πληρώνεται για να τραγουδάει, για να τρέχει, για να χορεύει και για να ταξιδεύει με τα καράβια ώστε αυτός να παίρνει χρήματα και οι πλούσιοι να γίνονται πιο φτωχοί. Στα δικαστήρια δεν τους ενδιαφέρει η δικαιοσύνη περισσότερο από το συμφέρον τους.

 

(μετάφραση Άγγελος Βλάχος)

 

1 Οι κελευστές κατηύθυναν τους κωπηλάτες δίνοντάς τους τον ρυθμό. Ο πεντηκόνταρχος ήταν διοικητής 50 ανδρών που υπηρετούσε υπό τις διαταγές του τριηράρχου.

2 Στην Αθήνα τη διοίκηση του στρατού και του ναυτικού την είχαν οι δέκα στρατηγοί που εκλέγονταν για ένα χρόνο. Το αθηναϊκό ιππικό το διοικούσαν δύο -περιστασιακά τρεις- ἵππαρχοι (αρχηγοί του ιππικού).

3 Οι μέτοικοι ήσαν ελεύθεροι πολίτες άλλων πόλεων εγκατεστημένοι στην Αθήνα, όπου είχαν περιορισμένα δικαιώματα.

4 Στην Αθήνα οι εύποροι πολίτες ήσαν υποχρεωμένοι να αναλαμβάνουν τις λεγόμενες λειτουργίες, όπως είναι η χορηγία (κάλυψη της δαπάνης για τη διδασκαλία δραματικού ή άλλου χορού), η γυμνασιαρχία (κάλυψη της δαπάνης για την προετοιμασία αθλητών) και η δαπανηρότατη τριηραρχία (κάλυψη της δαπάνης για τον εξοπλισμό ενός πολεμικού πλοίου, μιας τριήρους).