Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΗΡΟΔΟΤΟΣ
93. – Ἱστορίαι 3, 39-43
Αφού έχει αφηγηθεί στο δεύτερο και σ᾽ ένα μέρος του τρίτου βιβλίου των Ἱστοριῶν του την εκστρατεία του βασιλιά Καμβύση στην Αίγυπτο, ο Ηρόδοτος εξιστορεί στη συνέχεια την εκστρατεία που οργάνωσαν την ίδια εποχή οι Σπαρτιάτες κατά της Σάμου. Ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης, που συνέβαινε να είναι φίλος του βασιλιά της Αιγύπτου Άμαση (570-526 π.Χ.), είχε καταστήσει το νησί ναυτική δύναμη με μεγάλο πλούτο στα χρόνια που το κυβερνούσε (περ. 535-522 π.Χ.), αποκτώντας έτσι και ο ίδιος μεγάλη ισχύ και πλούτο. Η πολύ μεγάλη ευτυχία προκαλεί ωστόσο, σύμφωνα με τις αντιλήψεις των αρχαίων, τον φθόνο των θεών. Η νουβέλα που ακολουθεί, η οποία βασίζεται σ ένα παραμυθικό μοτίβο (δαχτυλίδι που επανευρίσκεται στην κοιλιά ενός ψαριού), εικονογραφεί την πίστη για τον θείο φθόνο που προκαλεί η υπερβολική ευτυχία.
[3.39.3] ἐν χρόνῳ δὲ ὀλίγῳ αὐτίκα τοῦ Πολυκράτεος τὰ πρήγματα ηὔξετο καὶ ἦν βεβωμένα ἀνά τε τὴν Ἰωνίην καὶ τὴν ἄλλην Ἑλλάδα· ὅκου γὰρ ἰθύσειε στρατεύεσθαι, πάντα οἱ ἐχώρεε εὐτυχέως. ἔκτητο δὲ πεντηκοντέρους τε ἑκατὸν καὶ χιλίους τοξότας. [3.39.4] ἔφερε δὲ καὶ ἦγε πάντας διακρίνων οὐδένα· τῷ γὰρ φίλῳ ἔφη χαριεῖσθαι μᾶλλον ἀποδιδοὺς τὰ ἔλαβε ἢ ἀρχὴν μηδὲν λαβών. συχνὰς μὲν δὴ τῶν νήσων ἀραιρήκεε, πολλὰ δὲ καὶ τῆς ἠπείρου ἄστεα· ἐν δὲ δὴ καὶ Λεσβίους πανστρατιῇ βοηθέοντας Μιλησίοισι ναυμαχίῃ κρατήσας εἷλε, οἳ τὴν τάφρον περὶ τὸ τεῖχος τὸ ἐν Σάμῳ πᾶσαν δεδεμένοι ὤρυξαν. [3.40.1] καί κως τὸν Ἄμασιν εὐτυχέων μεγάλως ὁ Πολυκράτης οὐκ ἐλάνθανε, ἀλλά οἱ τοῦτ᾽ ἦν ἐπιμελές. πολλῷ δὲ ἔτι πλεῦνός οἱ εὐτυχίης γινομένης γράψας ἐς βυβλίον τάδε ἐπέστειλε ἐς Σάμον· Ἄμασις Πολυκράτεϊ ὧδε λέγει. [3.40.2] ἡδὺ μὲν πυνθάνεσθαι ἄνδρα φίλον καὶ ξεῖνον εὖ πρήσσοντα, ἐμοὶ δὲ αἱ σαὶ μεγάλαι εὐτυχίαι οὐκ ἀρέσκουσι, ἐπισταμένῳ τὸ θεῖον ὡς ἔστι φθονερόν. καί κως βούλομαι καὶ αὐτὸς καὶ τῶν ἂν κήδωμαι τὸ μέν τι εὐτυχέειν τῶν πρηγμάτων, τὸ δὲ προσπταίειν, καὶ οὕτω διαφέρειν τὸν αἰῶνα ἐναλλὰξ πρήσσων ἢ εὐτυχέειν τὰ πάντα. [3.40.3] οὐδένα γάρ κω λόγῳ οἶδα ἀκούσας ὅστις ἐς τέλος οὐ κακῶς ἐτελεύτησε πρόρριζος, εὐτυχέων τὰ πάντα. σύ ὧν νῦν ἐμοὶ πειθόμενος ποίησον πρὸς τὰς εὐτυχίας τοιάδε· [3.40.4] φροντίσας τὸ ἂν εὕρῃς ἐόν τοι πλείστου ἄξιον καὶ ἐπ᾽ ᾧ σὺ ἀπολομένῳ μάλιστα τὴν ψυχὴν ἀλγήσεις, τοῦτο ἀπόβαλε οὕτω ὅκως μηκέτι ἥξει ἐς ἀνθρώπους. ἤν τε μὴ ἐναλλὰξ ἤδη τὠπὸ τούτου αἱ εὐτυχίαι τοι τῇσι πάθῃσι προσπίπτωσι, τρόπῳ τῷ ἐξ ἐμεῦ ὑποκειμένῳ ἀκέο. [3.41.1] ταῦτα ἐπιλεξάμενος ὁ Πολυκράτης καὶ νόῳ λαβὼν ὥς οἱ εὖ ὑπετίθετο ὁ Ἄμασις, ἐδίζητο ἐπ᾽ ᾧ ἂν μάλιστα τὴν ψυχὴν ἀσηθείη ἀπολομένῳ τῶν κειμηλίων, διζήμενος δ᾽ εὕρισκε τόδε· ἦν οἱ σφρηγὶς τὴν ἐφόρεε χρυσόδετος, σμαράγδου μὲν λίθου ἐοῦσα, ἔργον δὲ ἦν Θεοδώρου τοῦ Τηλεκλέος Σαμίου. [3.41.2] ἐπεὶ ὦν ταύτην οἱ ἐδόκεε ἀποβαλεῖν, ἐποίεε τοιάδε· πεντηκόντερον πληρώσας ἀνδρῶν ἐσέβη ἐς αὐτήν, μετὰ δὲ ἀναγαγεῖν ἐκέλευε ἐς τὸ πέλαγος· ὡς δὲ ἀπὸ τῆς νήσου ἑκὰς ἐγένετο, περιελόμενος τὴν σφρηγῖδα πάντων ὁρώντων τῶν συμπλόων ῥίπτει ἐς τὸ πέλαγος. τοῦτο δὲ ποιήσας ἀπέπλεε, ἀπικόμενος δὲ ἐς τὰ οἰκία συμφορῇ ἐχρᾶτο. [3.42.1] πέμπτῃ δὲ ἢ ἕκτῃ ἡμέρῃ ἀπὸ τούτων τάδε οἱ συνήνεικε γενέσθαι· ἀνὴρ ἁλιεὺς λαβὼν ἰχθὺν μέγαν τε καὶ καλὸν ἠξίου μιν Πολυκράτεϊ δῶρον δοθῆναι· φέρων δὴ ἐπὶ τὰς θύρας Πολυκράτεϊ ἔφη ἐθέλειν ἐλθεῖν ἐς ὄψιν, χωρήσαντος δέ οἱ τούτου ἔλεγε διδοὺς τὸν ἰχθύν· [3.42.2] Ὦ βασιλεῦ, ἐγὼ τόνδε ἑλὼν οὐκ ἐδικαίωσα φέρειν ἐς ἀγορήν, καίπερ ἐὼν ἀποχειροβίοτος, ἀλλά μοι ἐδόκεε σεῦ τε εἶναι ἄξιος καὶ τῆς σῆς ἀρχῆς· σοὶ δή μιν φέρων δίδωμι. ὁ δὲ ἡσθεὶς τοῖσι ἔπεσι ἀμείβεται τοισίδε· Κάρτα τε εὖ ἐποίησας καὶ χάρις διπλὴ τῶν τε λόγων καὶ τοῦ δώρου· καί σε ἐπὶ δεῖπνον καλέομεν. [3.42.3] ὁ μὲν δὴ ἁλιεὺς μέγα ποιεύμενος ταῦτα ἤιε ἐς τὰ οἰκία, τὸν δὲ ἰχθὺν τάμνοντες οἱ θεράποντες εὑρίσκουσι ἐν τῇ νηδύι αὐτοῦ ἐνεοῦσαν τὴν Πολυκράτεος σφρηγῖδα. [3.42.4] ὡς δὲ εἶδόν τε καὶ ἔλαβον τάχιστα, ἔφερον κεχαρηκότες παρὰ τὸν Πολυκράτεα, διδόντες δέ οἱ τὴν σφρηγῖδα ἔλεγον ὅτεῳ τρόπῳ εὑρέθη. τὸν δὲ ὡς ἐσῆλθε θεῖον εἶναι τὸ πρῆγμα, γράφει ἐς βυβλίον πάντα τὰ ποιήσαντά μιν οἷα καταλελάβηκε, γράψας δὲ ἐς Αἴγυπτον ἐπέθηκε. [3.43.1] ἐπιλεξάμενος δὲ ὁ Ἄμασις τὸ βυβλίον τὸ παρὰ τοῦ Πολυκράτεος ἧκον, ἔμαθε ὅτι ἐκκομίσαι τε ἀδύνατον εἴη ἀνθρώπῳ ἄνθρωπον ἐκ τοῦ μέλλοντος γίνεσθαι πρήγματος καὶ ὅτι οὐκ εὖ τελευτήσειν μέλλοι Πολυκράτης εὐτυχέων τὰ πάντα, ὃς καὶ τὰ ἀποβάλλοι εὑρίσκοι. [3.43.2] πέμψας δέ οἱ κήρυκα ἐς Σάμον διαλύεσθαι ἔφη τὴν ξεινίην. τοῦδε δὲ εἵνεκεν ταῦτα ἐποίεε, ἵνα μὴ συντυχίης δεινῆς τε καὶ μεγάλης Πολυκράτεα καταλαβούσης αὐτὸς ἀλγήσειε τὴν ψυχὴν ὡς περὶ ξείνου ἀνδρός. |
(39) Μέσα σε λίγο χρόνο ραγδαία μεγάλωσε η δύναμη του Πολυκράτη, κι όλος ο κόσμος μιλούσε γι᾽ αυτήν τόσο στην Ιωνία όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα· γιατί όπου και να κινούσε το στρατό του, όλα τού πήγαιναν κατευχήν. Κατέχοντας ναυτική δύναμη εκατό πλοία με πενήντα κουπιά και χίλιους τοξότες, [4] αλώνιζε τον κόσμο, τους αναστάτωνε όλους δίχως να κάνει για κανένα διάκριση. Και αυτό με το επιχείρημα ότι θα υποχρεώσει, όπως έλεγε, κάθε φίλο περισσότερο, αν του δώσει πίσω όσα του πήρε, παρά αν εξαρχής δεν του είχε πάρει τίποτε. Έτσι είχε ήδη κυριεύσει πολλά νησιά αλλά και πολλές πόλεις της στεριάς. Ανάμεσά τους και προπάντων τους Λεσβίους, που έσπευσαν μ᾽ όλο τους το στρατό να βοηθήσουν τους Μιλησίους, τους νίκησε σε ναυμαχία και τους έπιασε αιχμαλώτους -αυτοί είναι που δέσμιοι έσκαψαν όλη την τάφρο γύρω από το τείχος της Σάμου. [40] Η μεγάλη όμως αυτή ευτυχία του Πολυκράτη δεν έμεινε απαρατήρητη από τον Άμαση, αλλά τον έβαλε σε πολλές σκέψεις. Βλέποντας λοιπόν ο Άμασης την ευτυχία του φίλου του συνεχώς να μεγαλώνει, κάθισε και του έγραψε ένα γράμμα μ᾽ αυτό το περιεχόμενο και του το ταχυδρόμησε στη Σάμο: «Ο Άμασης στον Πολυκράτη αυτά έχει να του πει. [2] Είναι χαρά αληθινή να μαθαίνεις πως κάποιος δικός σου, δεμένος με στενή φιλία μαζί σου, ευτυχεί· αλλά εμένα οι τόσο μεγάλες σου τύχες δεν μ᾽ αρέσουν, γιατί το ξέρω πως το θείο φθονεί. Γι᾽ αυτό και ο ίδιος θέλω, και όσους αγαπώ, σε κάποια πράγματα να έχουμε καλή τύχη, σε κάτι όμως να στραβώνει η τύχη, και έτσι να περνάει η ζωή μου με εναλλαγές, όχι συνεχώς και μόνο να ευτυχώ. [3] Γιατί εγώ δεν άκουσα και δεν ξέρω κανένα που να πλέει στην ευτυχία, και να μην τέλειωσε τη ζωή του κακήν κακώς. Δείξε μου λοιπόν εμπιστοσύνη και κάνε μέσα στην ευτυχία σου αυτό που θα σου πω. [4] Κοίταξε να βρεις τι σου είναι πολυτιμότερο, που αν το χάσεις, θα πονέσει η ψυχή σου πιο πολύ, κι αυτό βγάλτο από πάνω σου, να μην το ξαναδεί μάτι ανθρώπου. Κι αν μετά ταύτα συμβεί να μην συναλλάζουν πάλι οι ευτυχίες σου με πάθη, συνέχισε την ίδια τακτική θεραπείας που σου λέω». [41] Τα σκέφτηκε καλά αυτά ο Πολυκράτης, συλλογίστηκε πως είναι ορθές οι συμβουλές του Άμαση, κι άρχισε να γυρεύει με τι πιο πολύ από τα πολύτιμα πράγματα που είχε θα μπορούσε να λυπήσει την ψυχή του, αν το έχανε. Και ψάχνοντας βρήκε το εξής: είχε και το φορούσε ένα χρυσόδετο δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο από σμαράγδι, δώρο του Θεόδωρου, γιου του Τηλεκλή από τη Σάμο.1 [2] Όταν λοιπόν το πήρε απόφαση να πετάξει από πάνω του αυτό το δαχτυλίδι, να τι έκανε. Μάζεψε το πλήρωμα για ένα καράβι με πενήντα κουπιά, επιβιβάστηκε κι ο ίδιος, κι έδωσε ύστερα διαταγή ν᾽ ανοιχτούν στο πέλαγος. Κι όταν ξανοίχτηκε μακριά από το νησί, βγάζει το δαχτυλίδι από το δάχτυλό του και μπρος στα μάτια όλου του πληρώματος το ρίχνει βαθιά στη θάλασσα. Το ᾽κανε αυτό, κι ύστερα πήρε ξανά το δρόμο του γυρισμού κι όταν έφτασε σπίτι του ένιωθε πράγματι δυστυχισμένος. [42] Την πέμπτη όμως, ίσως την έκτη μέρα από τότε που έγιναν αυτά, συνέπεσε να του συμβεί το εξής. Κάποιος ψαράς έπιασε ένα μεγάλο, έξοχο ψάρι και νόμιζε πως όφειλε να το προσφέρει δώρο στον Πολυκράτη. Έφερε λοιπόν το ψάρι ώς την πόρτα του Πολυκράτη και έλεγε πως θα ήθελε να τον δει προσωπικά. Κι όταν εκείνος έδωσε τη συγκατάθεσή του, προσφέροντας αυτός το ψάρι, του έλεγε: [2] «Βασιλιά μου, έπιασα αυτό εδώ, αλλά δεν πήρα το δικαίωμα να το πάω στην αγορά, μ᾽ όλο που είμαι άνθρωπος που ζει από το έργο των χειρών του· νόμισα πως σε σένα πρέπει, ότι είναι αντάξιο της δικής σου βασιλείας. Σου το ᾽φερα λοιπόν και το προσφέρω». Και εκείνος, πολύ ευχαριστημένος με τα λόγια του ψαρά, του αποκρίνεται: «Λαμπρά σκέφτηκες και έπραξες, και σου χρωστούμε διπλή χάρη: και για τα λόγια σου και για το δώρο σου. Έλα, λοιπόν, το βράδυ να φας μαζί μας». [3] Ο ψαράς θεωρώντας όλα αυτά μεγάλη του τιμή τραβούσε για το σπίτι του, ενώ οι υπηρέτες ανοίγοντας το ψάρι βρίσκουν μες στην κοιλιά του να λάμπει το δαχτυλίδι του Πολυκράτη. [4] Μόλις το είδαν, το πήραν γρήγορα στα χέρια τους, όλο χαρά το έφεραν στον Πολυκράτη, και παραδίδοντας το δαχτυλίδι τού διηγούνταν με ποιο τρόπο βρέθηκε. Τότε αυτός κατάλαβε ότι το πράγμα είναι από θεού. Γράφει λοιπόν σ᾽ ένα γράμμα όλα όσα έκανε και πώς του βγήκαν, και αφού το τέλειωσε και το σφράγισε, το στέλνει στην Αίγυπτο. [43] Διαβάζοντας ο Άμασης το γράμμα που έφτασε από τον Πολυκράτη, έμαθε ότι είναι αδύνατο άνθρωπος άνθρωπο να τον γλιτώσει από ό,τι μέλλεται να του συμβεί και πως δεν πρόκειται τα τέλη του Πολυκράτη να ᾽ναι καλά, ενόσω η τύχη του δεν λέει ν᾽ αλλάξει, αφού και ό,τι είναι έτοιμος να χάσει, το ξαναβρίσκει. [2] Στέλνοντας λοιπόν κήρυκα στη Σάμο του μήνυσε πως διαλύει τη φιλία που τους έδενε. Και το ᾽κανε αυτό όχι για άλλο λόγο, αλλά μήπως, όταν δεινή και μεγάλη συμφορά πέσει επάνω στον Πολυκράτη, πονέσει ώς τα κατάβαθα η ψυχή του, για άνθρωπο δικό και φίλο.2
(μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτης)
|
1 Ο Θεόδωρος (πιθ. τέλη 7ου/αρχές 6ου αι. π.Χ.) μαζί με τον κάπως νεότερο ομότεχνό του Ροίκο (επίσης από τη Σάμο) θεωρούνται οι πρώτοι τεχνίτες χυτών αγαλμάτων.
2 Ο Πολυκράτης είχε κακό τέλος. Τον σκότωσε με δόλο ο ύπαρχος των Σάρδεων Οροίτης, ο οποίος τον ἀνεσταύρωσε.