Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΙΑΜΒΛΙΧΟΥ
88. – Απόσπασμα 1, 6, 1—5
To 1899 ένας Γερμανός φιλόλογος ανακάλυψε ότι δέκα περίπου τυπωμένες σελίδες από το έργο Προτρεπτικός του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Ιάμβλιχου (3ος/4ος αι. μ.Χ.) αποτελούν εκτενές παράθεμα από το έργο ενός σοφιστή. Η συγγραφή του πρωτοτύπου τοποθετείται από τους μελετητές στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, αλλά η προσπάθεια ταύτισης του συγγραφέα με κάποιον από τους σοφιστές δεν έχει οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα. Ένα από τα σημαντικά θέματα που απασχολούσαν τον Ανώνυμο στην ηθικοπολιτική του πραγματεία ήταν οι διάφορες ριζοσπαστικές απόψεις που αντιμετώπιζαν τον νόμο ως προϊόν επιβολής από την κοινωνία και τον ταύτιζαν με το δίκαιο των ασθενεστέρων. Ο συγγραφέας, υποστηρικτής των ιδεωδών της δικαιοσύνης και πολέμιος της τυραννίδας, υπερασπίζεται -σε αντίθεση με άλλους σοφιστές- τον νόμο. Επισημαίνει μάλιστα με έμφαση τις αρνητικές για την κοινωνική συνοχή συνέπειες της ανομίας, η οποία αποτελεί την απώτερη αλλά ουσιαστική αιτία για την εγκαθίδρυση τυραννίδας. Στο απόσπασμα που παρατίθεται εδώ ο Ανώνυμος δίνει τη δική του άποψη για το πολυσυζητημένο θέμα της αντίθεσης νόμου-φύσης: στον βαθμό που οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να ζουν σε κοινωνίες, η ύπαρξη του νόμου αποτελεί φυσική αναγκαιότητα γι᾽ αυτούς. Ακόμη και αν μπορούσε να υπάρξει κάποιος υπεράνθρωπος (ο οποίος -εννοείται- δεν θα κατέφευγε, όπως ένας αδύνατος, εξ ανάγκης στη χρήση του νόμου), ακόμη και αυτός δεν θα μπορούσε να επιβληθεί στην κοινωνία, αν δεν αποδεχόταν προηγουμένως τον νόμο. Η αναφορά του Ανώνυμου στον (υποθετικό) υπεράνθρωπο καθώς και η απάντησή του στην διατυπωμένη από άλλους σοφιστές ταύτιση του νόμου με το δίκαιο των αδυνάτων θυμίζει τις απόψεις που διατυπώνει ο Καλλικλής στον Γοργία του Πλάτωνα, γεγονός που αποδεικνύει ότι τα ίδια θέματα συζητούνταν στην Αθήνα επί μακρό χρονικό διάστημα.
[1.6.1] ἔτι τοίνυν οὐκ ἐπὶ πλεονεξίαν ὁρμᾶν δεῖ, οὐδὲ τὸ κράτος τὸ ἐπὶ τῇ πλεονεξίᾳ ἡγεῖσθαι ἀρετὴν εἶναι, τὸ δὲ τῶν νόμων ὑπακούειν δειλίαν· πονηροτάτη γὰρ αὕτη ἡ διάνοιά ἐστι, καὶ ἐξ αὐτῆς πάντα τἀναντία τοῖς ἀγαθοῖς γίγνεται, κακία τε καὶ βλάβη. εἰ γὰρ ἔφυσαν μὲν οἱ ἄνθρωποι ἀδύνατοι καθ᾽ ἕνα ζῆν, συνῆλθον δὲ πρὸς ἀλλήλους τῇ ἀνάγκῃ εἴκοντες, πᾶσα δὲ ἡ ζωὴ αὐτοῖς εὕρηται καὶ τὰ τεχνήματα πρὸς ταύτην, σὺν ἀλλήλοις δὲ εἶναι αὐτοὺς κἀν ἀνομίᾳ διαιτᾶσθαι οὐχ οἷόν τε (μείζω γὰρ αὐτοῖς ζημίαν ‹ἂν› οὕτω γίγνεσθαι ἐκείνης τῆς κατὰ ἕνα διαίτης), διὰ ταύτας τοίνυν τὰς ἀνάγκας τόν τε νόμον καὶ τὸ δίκαιον ἐμβασιλεύειν τοῖς ἀνθρώποις καὶ οὐδαμῇ μεταστῆναι ἂν αὐτά· φύσει γὰρ ἰσχυρὰ ἐνδεδέσθαι ταῦτα. [1.6.2] εἰ μὲν δὴ γένοιτό τις ἐξ ἀρχῆς φύσιν τοιάνδε ἔχων, ἄτρωτος τὸν χρῶτα ἄνοσός τε καὶ ἀπαθὴς καὶ ὑπερφυὴς καὶ ἀδαμάντινος τό τε σῶμα καὶ τὴν ψυχήν, τῷ τοιούτῳ ἴσως ἄν τις ἀρκεῖν ἐνόμισε τὸ ἐπὶ τῇ πλεονεξίᾳ κράτος (τὸν γὰρ τοιοῦτον τῷ νόμῳ μὴ ὑποδύνοντα δύνασθαι ἀθῷον εἶναι), οὐ μὴν ὀρθῶς οὗτος οἴεται· [1.6.3] εἰ γὰρ καὶ τοιοῦτός τις εἴη, ὡς οὐκ ἂν γένοιτο, τοῖς μὲν νόμοις συμμαχῶν καὶ τῷ δικαίῳ καὶ ταῦτα κρατύνων καὶ τῇ ἰσχύι χρώμενος ἐπὶ ταῦτά τε καὶ τὰ τούτοις ἐπικουροῦντα, οὕτω μὲν ἂν σῴζοιτο ὁ τοιοῦτος, ἄλλως δὲ οὐκ ἂν διαμένοι. [1.6.4] δοκεῖν γὰρ ἂν τοὺς ἅπαντας ἀνθρώπους τῷ τοιούτῳ φύντι πολεμίους κατασταθέντας διὰ τὴν ἑαυτῶν εὐνομίαν καὶ τὸ πλῆθος ἢ τέχνῃ ἢ δυνάμει ὑπερβαλέσθαι ἂν καὶ περιγενέσθαι τοῦ τοιούτου ἀνδρός. [1.6.5] οὕτω φαίνεται καὶ αὐτὸ τὸ κράτος, ὅπερ δὴ κράτος ἐστί, διά τε τοῦ νόμου καὶ διὰ τὴν δίκην σῳζόμενον. |
[1] Επίσης, δεν πρέπει να επιζητούμε να εξασφαλίσουμε για το άτομό μας περισσότερα απ᾽ όσα μας αναλογούν, ούτε να νομίζουμε ότι η δύναμη που χρησιμοποιείται προς αυτόν το σκοπό είναι αρετή, ενώ η υποταγή στους νόμους δειλία. Η νοοτροπία αυτή είναι ελεεινή και από αυτήν απορρέει καθετί αντίθετο στο καλό: ηθική αναξιότητα και ζημιά. Αν οι άνθρωποι είναι πλασμένοι να μη μπορούν να ζουν μοναχικά· αν η ανάγκη τους υποχρέωσε να σμίγουν ο ένας με τον άλλο και γενικά να διαμορφώσουν τον τρόπο με τον οποίο ζούμε και τον τεχνικό εξοπλισμό που τον στηρίζει· αν συμβαίνει να είναι αδύνατο να συμβιώνουν οι άνθρωποι χωρίς παράλληλα να τηρούν τους νόμους (αφού αυτό θα ήταν για τους ανθρώπους πιο επιζήμιο από το να ζει ο καθένας μόνος του), έπεται ότι εξαιτίας αυτών των αναγκασμών ο νόμος και η δικαιοσύνη δεσπόζουν στη ζωή τους κι ότι δεν είναι δυνατό να παραμεριστούν. Γιατί είναι από τη φύση στερεά δεμένα με την ανθρώπινη ζωή. [2] Αν υποθέσουμε πως θα ήταν δυνατό να υπάρξει κάποιος που θα έχει εκ γενετής τις ακόλουθες ιδιότητες: θα είναι άτρωτος, απρόσβλητος από αρρώστιες και από άλλα παθήματα, χαλύβδινος, με υπερφυσικές σωματικές και ψυχικές δυνάμεις, θα μπορούσαμε ίσως να πιστέψουμε ότι η δύναμη ενός τέτοιου ανθρώπου θα ήταν αρκετή για να του εξασφαλίσει πλεονεκτήματα σε σχέση με τους άλλους (δεδομένου ότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα μπορούσε να παραβαίνει το νόμο χωρίς συνέπειες). Ωστόσο η εντύπωση αυτή δεν είναι σωστή. [3] Ακόμη κι αν θα υπήρχε κάποιος με τέτοιες ιδιότητες -πράγμα αδύνατο- αυτός ο κάποιος θα κατόρθωνε να επιπλεύσει μόνο εφόσον θα πήγαινε με το μέρος του νόμου και της δικαιοσύνης, εφόσον θα τα ενίσχυε αυτά και εφόσον θα χρησιμοποιούσε τη δύναμή του για να στηρίξει το νόμο και το δίκιο και οτιδήποτε το προάγει. Διαφορετικά δεν θα άντεχε. [4] Γιατί όλοι οι άλλοι θα συσπειρώνονταν εναντίον ενός τέτοιου ανθρώπου και καθώς θα είχαν καλή διοίκηση και αριθμητική υπεροχή, θα υπερτερούσαν απέναντί του είτε με την επιδεξιότητα είτε με τη δύναμη και τελικά θα έβγαιναν νικητές. [5] Φαίνεται, έτσι, πως ακόμη και η δύναμη, η πραγματική δύναμη, επιβάλλεται με το νόμο και τη δικαιοσύνη.
(μετάφραση Νίκος Σκουτερόπουλος)
|