Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

85. – Ὄρνιθες 1494-1552

Στους Ὄρνιθες (414 π.Χ.) δύο μεσήλικες Αθηναίοι, ο ενεργητικότατος Πεισέταιρος και ο μάλλον άχρωμος Ευελπίδης, αναγκάζονται από τη μάστιγα της αθηναϊκής δικομανίας να εγκαταλείψουν την Αθήνα. Έπειτα από περιπλανήσεις μεταξύ ουρανού και γης, φτάνουν στο χώρο των πουλιών. Εκεί, παρά τις αρχικές αντιδράσεις, που αμβλύνονται με τη μεσολάβηση του Τηρέα, ο οποίος άλλοτε ήταν άνθρωπος (βασιλιάς της Θράκης) και τώρα, μετά την απορνέωσή του, πουλί (τσαλαπετεινός), υιοθετείται το μεγαλεπήβολο σχέδιο του Πεισέταιρου και κατασκευάζεται, μεταξύ ουρανού και γης, η πόλη Νεφελοκοκκυγυία, ως το αποφασιστικό βήμα για την ανάκτηση της (κατά Πεισέταιρον) αρχαίας κοσμοκρατορίας των πουλιών. Πριν καλά-καλά χτιστεί η μετέωρη πόλη, καταφθάνουν απεσταλμένοι των θιγόμενων θεών, που κινδυνεύουν να λιμοκτονήσουν, επειδή η παρεμβαλλόμενη Νεφελοκοκκυγυία εμποδίζει την τσίκνα από τις θυσίες να ανέλθει στον ουρανό, Αθηναίοι αξιωματούχοι, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θέλουν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη νέα πόλη, καιροσκόποι κάθε λογής, που σπεύδουν να επωφεληθούν από τη νέα κατάσταση, και κάποιοι αυτόκλητοι υποστηρικτές, όπως ο (φιλ-άνθρωπος και μισό-θεος) Προμηθέας. Όλοι αυτοί αντιμετωπίζονται δεόντως από τον Πεισέταιρο.

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι μια αυτοτελής ιαμβική σκηνή, στην οποία ο Προμηθέας αποκαλύπτει στον Πεισέταιρο ένα κρίσιμο μυστικό, που θατου επιτρέψει να επιβάλει τους όρους του στους θεούς, να παντρευτεί την εκπάγλου κάλλους Βασίλεια και να θριαμβεύσει, όπως απαιτεί η κωμική παράδοση.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ

οἴμοι τάλας, ὁ Ζεὺς ὅπως μή μ᾽ ὄψεται.
ποῦ Πεισέταιρός ἐστ᾽;

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

1495 ἔα, τουτὶ τί ἦν;
τίς ὁ συγκαλυμμός;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ

τῶν θεῶν ὁρᾷς τινα
ἐμοῦ κατόπιν ἐνταῦθα;

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

μὰ Δί᾽ ἐγὼ μὲν οὔ.
τίς δ᾽ εἶ σύ;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ

πηνίκ᾽ ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας;

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

ὁπηνίκα; σμικρόν τι μετὰ μεσημβρίαν.
ἀλλὰ σὺ τίς εἶ;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ

1500 βουλυτὸς ἢ περαιτέρω;

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

οἴμ᾽ ὡς βδελύττομαί σε.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ

τί γὰρ ὁ Ζεὺς ποεῖ;
ἀπαιθριάζει τὰς νεφέλας ἢ συννέφει;

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

οἴμωζε μεγάλ᾽.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ

οὕτω μὲν ἐκκεκαλύψομαι.

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

ὦ φίλε Προμηθεῦ.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ

παῦε παῦε, μὴ βόα.

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

τί γάρ ἐστι;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ

1505 σίγα, μὴ κάλει μου τοὔνομα·
ἀπὸ γάρ μ᾽ ὀλεῖς, εἴ μ᾽ ἐνθάδ᾽ ὁ Ζεὺς ὄψεται.
ἀλλ᾽ ἵνα φράσω σοι πάντα τἄνω πράγματα,
τουτὶ λαβών μου τὸ σκιάδειον ὑπέρεχε,
ἄνωθεν ὡς ἂν μή μ᾽ ὁρῶσιν οἱ θεοί.

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

1510 ἰοὺ ἰού·
εὖ γ᾽ ἐπενόησας αὐτὸ καὶ προμηθικῶς.
ὑπόδυθι ταχὺ δὴ κᾆτα θαρρήσας λέγε.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ

ἄκουε δή νυν.

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

ὡς ἀκούοντος λέγε.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ

ἀπόλωλεν ὁ Ζεύς.

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

πηνίκ᾽ ἄττ᾽ ἀπώλετο;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ

1515 ἐξ οὗπερ ὑμεῖς ᾠκίσατε τὸν ἀέρα.
θύει γὰρ οὐδεὶς οὐδὲν ἀνθρώπων ἔτι
θεοῖσιν, οὐδὲ κνῖσα μηρίων ἄπο
ἀνῆλθεν ὡς ἡμᾶς ἀπ᾽ ἐκείνου τοῦ χρόνου,
ἀλλ᾽ ὡσπερεὶ Θεσμοφορίοις νηστεύομεν
1520 ἄνευ θυηλῶν· οἱ δὲ βάρβαροι θεοὶ
πεινῶντες ὥσπερ Ἰλλυριοὶ κεκριγότες
ἐπιστρατεύσειν φάσ᾽ ἄνωθεν τῷ Διί,
εἰ μὴ παρέξει τἀμπόρι᾽ ἀνεῳγμένα,
ἵν᾽ εἰσάγοιτο σπλάγχνα κατατετμημένα.

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

1525 εἰσὶν γὰρ ἕτεροι βάρβαροι θεοί τινες
ἄνωθεν ὑμῶν;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ

οὐ γάρ εἰσι βάρβαροι,
ὅθεν ὁ πατρῷός ἐστιν Ἐξηκεστίδῃ;

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

ὄνομα δὲ τούτοις τοῖς θεοῖς τοῖς βαρβάροις
τί ἐστιν;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ

ὅ τι ἐστίν; Τριβαλλοί.

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

μανθάνω.
1530 ἐντεῦθεν ἆρα τοὐπιτριβείης ἐγένετο.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ

μάλιστα πάντων. ἓν δέ σοι λέγω σαφές·
ἥξουσι πρέσβεις δεῦρο περὶ διαλλαγῶν
παρὰ τοῦ Διὸς καὶ τῶν Τριβαλλῶν τῶν ἄνω·
ὑμεῖς δὲ μὴ σπένδεσθ᾽, ἐὰν μὴ παραδιδῷ
1535 τὸ σκῆπτρον ὁ Ζεὺς τοῖσιν ὄρνισιν πάλιν,
καὶ τὴν Βασίλειαν σοὶ γυναῖκ᾽ ἔχειν διδῷ.

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

τίς ἐστιν ἡ Βασίλεια;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ

καλλίστη κόρη,
ἥπερ ταμιεύει τὸν κεραυνὸν τοῦ Διὸς
καὶ τἄλλ᾽ ἁπαξάπαντα, τὴν εὐβουλίαν,
1540 τὴν εὐνομίαν, τὴν σωφροσύνην, τὰ νεώρια,
τὴν λοιδορίαν, τὸν κωλακρέτην, τὰ τριώβολα.

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

ἅπαντά γ᾽ ἆρ᾽ αὐτῷ ταμιεύει;

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ

φήμ᾽ ἐγώ.
ἥν γ᾽ ἢν σὺ παρ᾽ ἐκείνου παραλάβῃς, πάντ᾽ ἔχεις.
τούτων ἕνεκα δεῦρ᾽ ἦλθον, ἵνα φράσαιμί σοι.
1545 ἀεί ποτ᾽ ἀνθρώποις γὰρ εὔνους εἴμ᾽ ἐγώ.

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

μόνον θεῶν γὰρ διὰ σ᾽ ἀπανθρακίζομεν.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ

μισῶ δ᾽ ἅπαντας τοὺς θεούς, ὡς οἶσθα σύ.

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

νὴ τὸν Δί᾽ ἀεὶ δῆτα θεομισὴς ἔφυς,
Τίμων καθαρός.

ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ

ἀλλ᾽ ὡς ἂν ἀποτρέχω πάλιν
1550 φέρε τὸ σκιάδειον, ἵνα με κἂν ὁ Ζεὺς ἴδῃ
ἄνωθεν, ἀκολουθεῖν δοκῶ κανηφόρῳ.

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

καὶ τὸν δίφρον γε διφροφόρει τονδὶ λαβών.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Φευ ο δυστυχής! Μην τυχόν και με δει ο Δίας.

Ο Πεισέταιρος πού είναι;1495

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

Ωχ! Τι ᾽ναι τούτο; Προς τι το κουκούλωμα;1

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Βλέπεις εδώ κανένα θεό να μ᾽ έχει πάρει από πίσω;

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

Εγώ, μα τον Δία, όχι. Ποιος όμως είσαι εσύ;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Τι ώρα της ημέρας να ᾽ναι;

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

Τι ώρα είναι; Απομεσήμερο. Εσύ όμως ποιος είσαι;1500

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Είναι η ώρα που λύνουν τα βόδια ή αργότερα;

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

Ουφ! Θα ξεράσω.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Ο Δίας τι κάνει; Σκορπάει τα σύννεφα ή συννεφιάζει;

ΠΕΙΣΑΙΤΕΡΟΣ

Άρπα την ξεγυρισμένη.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Τότε ξεκουκουλώνομαι.

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

Φίλτατε Προμηθέα!

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Πάψε, πάψε, μη φωνάζεις.

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

Γιατί, παρακαλώ;1505

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Σώπα. Μην αναφέρεις το όνομά μου·

γιατί έτσι και με δει εδώ ο Δίας, χάθηκα.

Για να σου αποκαλύψω όμως τα καθέκαστα

για τα συμβαίνοντα εκεί πάνω,

πάρε τούτο το σκιάδειο2 και κράτησέ το από πάνω μου,

να μην με βλέπουν από ψηλά οι θεοί.

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

Πω Πω! Δαιμόνια ιδέα και προμηθικότατη.1510

Χώσου τότε γρήγορα κάτω από το σκιάδειο

και μίλησε μου άφοβα.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Άκουσέ με λοιπόν.

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

Ακούω. Λέγε.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Πάει ο Ζευς.

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

Από τι ώρα περίπου πάει;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Από τότε που εσείς κατοικίσατε τον αέρα.1515

Γιατί κανένας άνθρωπος δεν προσφέρει πια θυσία στους θεούς

και από εκείνη τη στιγμή δεν ανέβηκε σε εμάς τσίκνα από μεριά.

Έτσι, χωρίς θυσίες, νηστεύουμε, λες και είναι Θεσμοφόρια.3

Και οι βάρβαροι θεοί, πεινασμένοι, κρώζουν σαν τους Ιλλυριούς41520

και λένε ότι θα επιτεθούν από ψηλά εναντίον του Δία,

αν δεν εξασφαλίσει ανοιχτές αγορές,

ώστε να εισάγουν σπλάχνα τεμαχισμένα.

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

Δηλαδή υπάρχουν άλλοι, βάρβαροι θεοί πάνω από σας;1525

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Δεν υπάρχουν βάρβαροι θεοί;

Και από πού είναι ο πατρικός θεός του Εξηκεστίδη;5

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

Το όνομα των βαρβάρων αυτών θεών ποιο είναι;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Ποιο είναι; Τριβαλλοί.6

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

Κατάλαβα· από εδώ προφανώς βγήκε το «άι στον τρίβολο».1530

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Ακριβώς. Σου αποκαλύπτω ένα μόνο:

θα καταφθάσουν εδώ, εκ μέρους του Διός

και των Τριβαλλών των επάνω,

πρέσβεις περί συμφιλιώσεως.

Εσείς μη συνδιαλλαγείτε, εάν ο Ζευς δεν παραχωρήσει

και πάλι το σκήπτρο στα πουλιά71535

και δεν σου δώσει να έχεις γυναίκα τη Βασίλεια.8

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

Ποια είναι η Βασίλεια;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Νεαρά θεσπέσιου κάλλους,

που κουμαντάρει τον κεραυνό του Δία

και τα άλλα απαξάπαντα: την ορθοκρισία,

την ευνομία, τη σωφροσύνη, το ναύσταθμο,1540

την καταλαλιά, τον κορβανά, τη μισθοδοσία.

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

Δηλαδή του τα κουμαντάρει όλα;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Ναι, σου λέω. Αν σου παραδώσει αυτή, ελέγχεις τα πάντα.

Γι᾽ αυτό ήρθα εδώ, για να σου ανοίξω τα μάτια.

Μια ζωή, βλέπεις, εγώ θέλω το καλό των ανθρώπων.1545

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

Σε εσένα και μόνο απ᾽ όλους τους θεούς οφείλουμε

το ψητό στα κάρβουνα.9

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Γνωρίζεις ότι μισώ τους θεούς μηδενός εξαιρουμένου.

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

Ναι μα τον Δία, υπήρξες όντως ανέκαθεν φύσει μισόθεος,

σκέτος Τίμων.10

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Όμως, για να τρέξω πάλι πίσω, δώσε μου το σκιάδειο,1550

ώστε, αν τυχόν με δει ο Δίας από ψηλά,

να κάνω πως συνοδεύω κανηφόρο.11

ΠΕΙΣΕΤΑΙΡΟΣ

Άρπα και την καρέκλα και κάνε και τον καρεκλοφόρο.

 

(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)

 

1 Ο Προμηθέας φοβάται μήπως τον εντοπίσει ο άσπονδος εχθρός του, ο Δίας. Γι᾽ αυτό έχει κάνει "παραλλαγή" και ρωτάει αγωνιωδώς αν τον ακολουθεί κάποιος θεός, τι ώρα είναι και αν έχει συννεφιά (εννοείται ότι, αν είναι αργά ή έχει συννεφιά, ο Δίας δεν θα μπορεί να τον δει· στη συνέχεια το πρόβλημα το αντιμετωπίζει με το σκιάδειο).

2 Κατασκευή παρόμοια με ομπρέλα για να προστατεύει από τον ήλιο.

3 Για τη γιορτή των Θεσμοφορίων βλ. το σχόλιο 15 στο πρώτο Κείμενοτου Λυσία (τόμ. 2). Η δεύτερη από τις τρεις ημέρες των Θεσμοφορίων ονομαζόταν Νηστεία. Η νηστεία τερματιζόταν με πλούσια κρεοφαγία την τρίτη ημέρα.

4 Ιλλυριοί ονομάζονται διάφορα συγγενή "βαρβαρικά" φύλα που την κλασική εποχή ήταν εγκατεστημένα κυρίως στην περιοχή της νότιας Αλβανίας. Η αναφορά του Αριστοφάνη δεν είναι απολύτως σαφής. Ωστόσο η πείνα δεν πρέπει να ήταν άγνωστη στους Ιλλυριούς, μια και -κάποια φύλα τουλάχιστον- δεν ασχολούνταν με τη γεωργία. Το "κρώζουν" (κεκριγότες) παραπέμπει ίσως στο γεγονός ότι οι πολεμοχαρείς Ιλλυριοί, που συχνά υπηρετούσαν ως μισθοφόροι, φημίζονταν για την ένταση των πολεμικών κραυγών.

5 Ο Εξηκεστίδης πρέπει να ήταν πρόσωπο που βρισκόταν στην επικαιρότητα, όταν παίχτηκαν οι Όρνιθες (414 π.Χ.). αφού όχι μόνο ο Αριστοφάνης αναφέρεται σ᾽ αυτόν (τρεις φορές μάλιστα), αλλά και ο κωμικός Φρύνιχος στον Μονότροπο. που κέρδισε το πρώτο βραβείο στον ίδιο δραματικό αγώνα. Κωμωδείται ως βάρβαρος και δούλος που κατάφερε να αναγνωριστεί ως Αθηναίος πολίτης. Ίσως οι επιθέσεις αυτές δεν προέκυψαν εκ του μη όντος. Κάθε γνήσιος Αθηναίος πολίτης είχε τον πατρῶο θεό του, τον Ἀπόλλωνα πατρῶον. Ο "βάρβαρος" Εξηκεστίδης λογικά είχε και βάρβαρο πατρώο θεό.

6 Θρακικός λαός που ζούσε κυρίως στην περιοχή της δυτικής Βουλγαρίας. Για τους Έλληνες ήταν η ενσάρκωση της πιο ακραίας βαρβαρότητας και του έκνομου βίου. Συνεπής με την αναφορά στους βάρβαρους θεούς, ο Αριστοφάνης περιλαμβάνει στην πρεσβεία των θεών, που καταφθάνει αμέσως μετά την αποχώρηση του Προμηθέα, εκτός από τον Ποσειδώνα και τον Ηρακλή, τον Τριβαλλό.

7 Σύμφωνα με όσα ανέπτυξε νωρίτερα ο Πεισέταιρος, τα πουλιά -και όχι οι θεοί- ήσαν αρχικά κοσμοκράτορες.

8 Μορφή επινοημένη προφανώς από τον Αριστοφάνη.

9 Επειδή ο Προμηθέας χάρισε στους ανθρώπους τη φωτιά.

10 Ο Τίμων είναι ο μισάνθρωπος κατ᾽ εξοχήν. Δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για ιστορικό πρόσωπο ή για ιδιαίτερα αγαπητό στον Αριστοφάνη τύπο, που αργότερα θεωρήθηκε ιστορικό πρόσωπο.

11 Για τα κορίτσια αριστοκρατικών οικογενειών της Αθήνας ήταν ιδιαίτερα τιμητικό να είναι κανηφόροι, να μεταφέρουν στο κεφάλι τους το ιερό πανέρι (κανοῦν) σε πομπές, με πρώτη αυτή των Παναθηναίων. Την κανηφόρο φαίνεται ότι τη συνόδευε κάποιο κορίτσι μετοίκων που της κρατούσε το σκιάδειο και ενδεχομένως το κάθισμα (καρέκλα, δίφρον στο πρωτότυπο).