Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΙΠΠΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
90. – Περὶ ἱερῆς νούσου §§ 1-6, 21
Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πραγματεία Περί ἱερῆς νούσου είναι μια από τις περίπου 60 που συγκροτούν την Ιπποκρατική συλλογή -πιθανώς μάλιστα μία από τις παλαιότερες. Όπως συμβαίνει και με τα υπόλοιπα έργα της συλλογής, δεν γνωρίζουμε αν προέρχεται από τον ίδιο τον Ιπποκράτη (περ. 460-περ. 370 π.Χ.) ή από την ιπποκρατική σχολή. Έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι το έργο προέρχεται από την άλλη μεγάλη ιατρική σχολή της αρχαιότητας, τη σχολή της Κνίδου (στη Μικρασιατική ακτή, απέναντι από την Κω). Το πνεύμα που εκφράζει είναι κατά βάση σύμφωνο με τις πεφωτισμένες απόψεις των σοφιστών, με τους οποίους οι σύγχρονοί τους γιατροί παρουσιάζουν αξιοπρόσεκτες ομοιότητες. Ο συγγραφέας στρέφεται κατά της δεισιδαιμονίας, ασκώντας ορθολογική κριτική. Η λεγόμενη ἱερὴ νόσος (η επιληψία) δεν είναι, υποστηρίζει, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο ιερή από τις υπόλοιπες αρρώστιες. Οφείλεται και αυτή, όπως και εκείνες, σε φυσικές αιτίες και συνεπώς ανάλογους δρόμους πρέπεινα ακολουθεί και η θεραπεία. Υπεύθυνες για την αρρώστια είναι κατ᾽ αυτόν διεργασίες που συντελούνται στον εγκέφαλο, τον οποίο θεωρεί το κέντρο του σώματος, αποκλίνοντας από την μακραίωνη παράδοση που θεωρούσε κέντρο του σώματος την καρδιά ή το διάφραγμα (φρένες).
Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο συγγραφέας εκφράζει την άποψή του περί φυσικής προελεύσεως της αρρώστιας, ασκώντας οξύτατη κριτική στους "μάγους και εξορκιστές", που τους κατηγορεί ως αδαείς αγύρτες. Στην τελευταία παράγραφο ανακεφαλαιώνει τις εισαγωγικές του θέσεις και υποδεικνύει ως βασική θεραπευτική αγωγή την αρχή να προσφέρεται στον άρρωστο ό,τι είναι αντίθετο στην αρρώστια (τὰ πολεμιώτατα).
[1] Με την αρρώστια που τη λένε ιερή1 ιδού πώς έχει το πράγμα: Δεν πιστεύω καθόλου πως η αρρώστια αυτή είναι πιο θεϊκή από τις άλλες αρρώστιες ή πιο ιερή. Πιστεύω πως υπάρχει και γι᾽ αυτήν μια φυσική αιτία, οι άνθρωποι όμως, είτε από άγνοια είτε και γιατί τους έκαμε εντύπωση ο παράξενος χαρακτήρας της -δεν μοιάζει, πράγματι, σε τίποτε με τις άλλες αρρώστιες-, τη θεώρησαν αρρώστια που τη στέλνουν οι θεοί. Έτσι όμως, ενώ με την αδυναμία των ανθρώπων να γνωρίσουν την ουσία της ο θεϊκός της χαρακτήρας μένει, με όλους εκείνους τους εύκολους τρόπους γιατρειάς που χρησιμοποιούν για να τη θεραπεύσουν ο χαρακτήρας αυτός χάνεται, αφού οι άνθρωποι ζητούν να τη γιατρέψουν με εξαγνισμούς και ξόρκια. Αν είναι όμως να τη θεωρούμε αρρώστια θεϊκή μόνο γιατί μας φαίνεται παράξενη, τότε -αν το πράγμα εξαρτάται μόνο από αυτό- θα βγουν να είναι πολλές οι ιερές αρρώστιες και όχι μόνο μία. Γιατί εγώ μπορώ να αποδείξω πως υπάρχουν και άλλες όχι λιγότερο περίεργες ούτε λιγότερο ανεξήγητες αρρώστιες, που όμως κανένας δεν τις πιστεύει ιερές. Πρώτα πρώτα οι αμφημερινοί πυρετοί ή οι πυρετοί που ξαναγυρίζουν κάθε τρίτη ή κάθε τέταρτη μέρα2: δεν νομίζω πως αυτοί είναι λιγότερο ιεροί ή λιγότερο θεόσταλτοι από την αρρώστια για την οποία μιλούμε· και όμως κανείς δεν στέκεται με θαυμασμό μπροστά τους. Έπειτα βλέπω ανθρώπους που χωρίς φανερή αιτία χάνουν τα λογικά τους και καταντούν τρελοί και κάνουν πλήθος παράλογα πράγματα. Ξέρω και άλλους πολλούς που στον ύπνο τους βάζουν τα κλάματα και τις φωνές, ή τους κόβεται η αναπνοή, ή πηδούν από το κρεβάτι τους και ορμούν έξω από το σπίτι με σαλεμένο το μυαλό· όλα αυτά ώσπου να ξυπνήσουν· ύστερα γίνονται πάλι καλά και το μυαλό τους λειτουργεί πάλι κανονικά -όπως πρωτύτερα, μόνο που τώρα είναι ωχροί και αδύναμοι· και όλα αυτά όχι μόνο μια φορά αλλά πολλές. Υπάρχουν και άλλες πολλές και ποικίλες περιπτώσεις, αν όμως μιλούσαμε για την κάθε μια από αυτές ξεχωριστά, ο λόγος θα μας πήγαινε πολύ μακριά. [2] Κατά τη δική μου γνώμη οι πρώτοι που βάφτισαν ιερή αυτή την αρρώστια ήταν άνθρωποι του τύπου των σημερινών μάγων και εξαγνιστών: ζητιάνοι που γυρίζουν από δω και από κει και ξεγελούν τον κόσμο παριστάνοντας τον εξαιρετικά θεοσεβούμενο άνθρωπο που, επιπλέον, κατέχει και μια σοφία σπάνια σε άλλους. Αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι μέσα στην αμηχανία τους, που δεν ήξεραν τι να δώσουν στον άρρωστο για να του κάμουν καλό, βρήκαν να ρίχνουν σαν ρούχο επάνω τους και να βάζουν μπροστά τους σαν ασπίδα τη δύναμη του θεού, ώστε να μην αποκαλυφθεί η τελεία τους άγνοια. Έτσι έβγαλαν τη θεωρία πως η αρρώστια αυτή είναι ιερή. Ύστερα βρήκαν όμορφες λέξεις και έναν τρόπο γιατρειάς που τους εξασφαλίζει τους ίδιους: κάνουν εξαγνισμούς και λένε ξόρκια, απαγορεύουν τα λουτρά καθώς και ένα πλήθος από ακατάλληλα για άρρωστους ανθρώπους φαγητά: από τα θαλασσινά το μπαρμπούνι, το μελανούρι, τα κεφαλόπουλα και το χέλι (αυτά είναι, πράγματι, τα πιο βλαβερά)· από τα κρέατα το κατσικίσιο, του ελαφιού, του γουρουνόπουλου και του σκύλου (τα κρέατα αυτά κάνουν κυριολεκτικά άνω κάτω το πεπτικό μας σύστημα)· από τα πουλερικά τον κόκορα, το τρυγόνι, την οτίδα (που θεωρούνται ιδιαίτερα βαριά)· από τα λαχανικά τον δυόσμο, το σκόρδο και τα κρεμμύδια (το δριμύ δεν κάνει ποτέ καλό στον άρρωστο)· ρούχο μαύρο να μη φορούν (θυμίζει θάνατο το μαύρο)· σε κατσικίσιο δέρμα να μη ξαπλώνουν ούτε να το φορούν, ούτε να βάζουν το ένα πόδι επάνω στο άλλο ή να σταυρώνουν τα χέρια (δένουμε την τύχη μας, όπως λέει ο κόσμος, με όλα αυτά!). Ο λόγος που τα ορίζουν όλα αυτά είναι ο θεϊκός χαρακτήρας της αρρώστιας, δήθεν ότι αυτοί ξέρουν κάτι περισσότερο από τους άλλους και μπορούν να αναφέρουν άλλες αιτίες για την αρρώστια, ώστε, αν ο άρρωστος γίνει καλά, να θεωρηθεί ότι ήταν από τη δική τους εξυπνάδα· αν πάλι πεθάνει, να μπορούν εκ του ασφαλούς να υπερασπίσουν τον εαυτό τους· να μπορούν δηλαδή να βγουν να πουν ότι υπεύθυνοι δεν είναι οι ίδιοι, αλλά οι θεοί· γιατί οι ίδιοι ούτε φάρμακο του έδωσαν να πάρει -στερεό ή υγρό- ούτε τον έβαλαν σε καυτό λουτρό, ώστε να είναι δυνατό να θεωρηθούν υπεύθυνοι. Κατά τη δική μου όμως γνώμη δεν θα έπρεπε τότε κανένας από τους Λίβυες που ζουν στα μεσόγεια να είναι υγιής, αφού αυτοί πλαγιάζουν πάνω σε κατσικίσια δέρματα και τρων κρέατα κατσικίσια· τα στρώματα, τα ρούχα, τα παπούτσια τους, όλα είναι από κατσίκα -άλλα ζωντανά οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν παρά μόνο κατσίκες. Οπωσδήποτε, αν όλα αυτά γεννούν και περισσεύουν την αρρώστια όταν τα τρως ή τα μεταχειρίζεσαι, και πάλι αν τη γιατρεύουν όταν δεν τα τρως, τότε υπεύθυνος δεν είναι πια ο θεός, ούτε και οι καθαρμοί είναι που ωφελούν· εκείνο που ωφελεί ή βλάπτει είναι οι τροφές. Όσο για του θεού τη δύναμη, αυτή εξαφανίζεται. [3] Γι᾽ αυτό λοιπόν νομίζω πως όλοι εκείνοι που αναλαμβάνουν να θεραπεύσουν με τέτοιο τρόπο αυτού του είδους τις αρρώστιες, δεν είναι δυνατό να τις πιστεύουν ούτε για ιερές ούτε για θεόσταλτες. Γιατί αν ήταν να φεύγουν οι αρρώστιες με ιεροτελεστίες και θεραπείες αυτού του είδους, τότε τι τις εμποδίζει να έρχονται και να πέφτουν στους ανθρώπους με άλλα γιατροσόφια παρόμοια με αυτά; Τότε όμως αιτία της αρρώστιας δεν είναι πια η δύναμη του θεού, αλλά κάτι το ανθρώπινο. Γιατί αν ένας είναι σε θέση με καθαρμούς και μαγγανείες να διώχνει μακριά μια αρρώστια σαν κι αυτήν, αυτός μπορεί, νομίζω, κάνοντας άλλα τεχνάσματα να την προκαλεί κιόλας. Όταν κανείς το σκεφτεί έτσι, τότε η παρουσία του θεού χάνεται. Με τέτοια λόγια και με τέτοιου είδους τεχνάσματα θέλουν να δώσουν την εντύπωση πως αυτοί κατέχουν μια σπάνια σοφία, και εξαπατούν τον κόσμο ορίζοντας κάθε είδους καθαρμούς, ενώ παράλληλα οι λόγοι τους είναι συνήθως για θεούς και δαίμονες. Οπωσδήποτε, εγώ δεν νομίζω ότι τα λόγια τους κηρύσσουν θεοσέβεια, όπως φαντάζονται εκείνοι. Κάθε άλλο. Πιο πολύ κηρύσσουν την ασέβεια και ότι θεοί δεν υπάρχουν. Αυτό που εκείνοι ονομάζουν θεοσέβεια και θεό είναι ασέβεια, όπως θα δείξω, και αθεΐα. [4] Όταν δηλαδή βγαίνουν και βεβαιώνουν ότι μπορούν να κατεβάσουν από τον ουρανό το φεγγάρι ή να σκοτεινιάσουν τον ήλιο, να κάμουν κακοκαιρία ή καλοκαιρία, βροχές ή ξηρασίες, απέραστη τη θάλασσα ή άγονη τη γη και όλα τα άλλα παρόμοια θαύματα, αδιάφορο αν οι άνθρωποι που επιτηδεύονται αυτά τα πράγματα ισχυρίζονται ότι όλα αυτά γίνονται με ιεροτελεστίες ή με κάποια άλλη γνώση ή δεξιοτεχνία, νομίζω ότι βλασφημούν και ή δεν πιστεύουν πως υπάρχουν θεοί ή τους θεωρούν ότι δεν έχουν καμιά δύναμη, και επομένως δεν υπάρχει τίποτε που θα μπορούσε να τους εμποδίσει να κάνουν τα πιο φοβερά και τρομερά πράγματα. Όταν όμως μπορούν να τα κάνουν όλα αυτά, πώς πια να μην παραδεχτώ ότι οι δυνατοί είναι αυτοί; Γιατί αν υπάρχει πράγματι άνθρωπος που μπορεί με μαγγανείες και με θυσίες να κατεβάσει το φεγγάρι ή να σκοτεινιάσει τον ήλιο, να κάμει κακοκαιρία ή καλοκαιρία, εγώ πια τότε δεν θα πω πως υπάρχει δύναμη θεού μέσα σε όλα αυτά· θα πω πως είναι έργα ανθρώπων, αφού η δύναμη του θεού νικιέται από την ανθρώπινη γνώση και υποτάσσεται. Ίσως όμως δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα, αλλά όπως υπάρχουν άνθρωποι που από φτώχεια σοφίζονται συνεχώς κάθε λογής τεχνάσματα, φροντίζοντας να τα παρουσιάζουν και όμορφα, έτσι και στην αρρώστια αυτή: για κάθε μια από τις μορφές με τις οποίες παρουσιάζεται η πάθηση ρίχνουν το βάρος και σε κάποιο θεό. Έτσι, αν η φωνή του αρρώστου μοιάζει με της κατσίκας τη φωνή, αν χτυπούν τα δόντια του ή έχει σπασμούς από τα δεξιά, λένε πως η Μητέρα των θεών είναι που έστειλε την αρρώστια. Αν, αντίθετα, η φωνή του είναι πιο διαπεραστική και πιο δυνατή, λένε ότι το πράγμα μοιάζει με άλογο και βεβαιώνουν ότι αιτία είναι ο Ποσειδώνας. Επίσης, αν αφήσει -χωρίς να το καταλάβει- να του ξεφύγουν τίποτε κόπρανα, πράγμα που συμβαίνει πολλές φορές όταν τους πιάνει η αρρώστια, τότε ονοματίζουν την αρρώστια από την Ενοδία·3 αν όμως αυτό συμβαίνει πιο συχνά και τα κόπρανα είναι πιο λεπτά -όπως των πουλιών-, τότε είναι ο Απόλλων ο Νόμιος. Αν βγάζει αφρούς από το στόμα του και κλωτσάει, υπεύθυνος είναι ο Άρης. Αν τη νύχτα βλέπουν μπροστά τους εικόνες φρίκης και τρόμου, αν σαλεύει το μυαλό τους και, πηδώντας από το κρεβάτι τους, ορμούν να βγουν έξω από το σπίτι, τότε λένε πως η Εκάτη έπεσε επάνω τους και οι ήρωες κάνουν εφόδους. Κάνουν λοιπόν εξαγνισμούς και λένε ξόρκια, και κάτι που κατά τη γνώμη μου είναι η πιο μεγάλη ασέβεια και η πιο μεγάλη αθεΐα. Αρχίζουν δηλαδή να «καθαρίζουν» με αίμα και με άλλα παρόμοια μέσα αυτούς που τους χτύπησε η αρρώστια, θαρρείς πως έχουν κανένα μόλυσμα επάνω τους ή κατέχονται από κακά πνεύματα, ή πως τους έκαμαν μάγια οι άνθρωποι, ή ότι έκαμαν οι ίδιοι κανένα ανοσιούργημα, ενώ θα έπρεπε να κάνουν ακριβώς τα αντίθετα: θυσίες και προσευχές· να οδηγούν τους αρρώστους στα ιερά και να παρακαλούν τους θεούς. Τώρα όμως τίποτε από όλα αυτά δεν κάνουν, μόνο τους «καθαρίζουν». Όσο για τα αντικείμενα που χρησιμοποιούν σ᾽ αυτές τις ιεροτελεστίες, άλλα τα κρύβουν μέσα στη γη, άλλα τα ρίχνουν στη θάλασσα, άλλα πηγαίνουν και τα πετούν στα βουνά, όπου κανείς δεν θα μπορέσει να τα αγγίξει ούτε να τα φτάσει. Ενώ θα έπρεπε να τα πηγαίνουν στα ιερά και να τα δίνουν πίσω πάλι στο θεό, αν ήταν πράγματι ο θεός που έστειλε την αρρώστια. Οπωσδήποτε, εγώ δεν μπορώ να πιστέψω ότι το σώμα του ανθρώπου μπορεί ποτέ να μολυνθεί από το θεό, το πιο φθαρτό από το πιο καθαρό. Έπειτα, και αν ακόμη συνέβαινε το σώμα του ανθρώπου να έχει μολυνθεί από κάτι τι ή να έχει πάθει γενικά κάποιο κακό, από το θεό θα έπρεπε να καθαρίζεται και να εξαγνίζεται, όχι να μολύνεται. Όλοι το ξέρουμε ότι τα πιο μεγάλα και τα πιο ανόσια σφάλματά μας μόνο η δύναμη του θεού μπορεί να μας τα καθαρίσει, να μας τα εξαγνίσει και να μας τα ξεπλύνει· εμείς ορίζουμε μόνο τα σύνορα στα ιερά των θεών και στα ιερά τους κτήματα, για να μην τα περάσει κανείς αν δεν είναι καθαρός, και όταν μπαίνουμε μέσα, ζητούμε να ραντιστούμε, όχι γιατί μολυνόμαστε, αλλά και αν τύχει να κουβαλούμε μαζί μας από πριν κανένα μόλυσμα, να το διώξουμε από πάνω μας και να καθαριστούμε. Αυτό είναι για μένα το νόημα των καθαρμών. [5] Η αρρώστια λοιπόν αυτή δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, πιο θεϊκή από τις άλλες αρρώστιες. Κάθε άλλο. Όπως όλες οι αρρώστιες έχουν τη φύση τους, αυτό που κάνει ώστε να γεννηθεί η κάθε μια, έχει και αυτή τη φύση της και την αιτία της. Ακόμη πιστεύω ότι είναι αρρώστια που γιατρεύεται, όχι λιγότερο αυτή από άλλες αρρώστιες, φτάνει να μην έχει πια ριζώσει από την πολυκαιρία, σε σημείο που να είναι πιο δυνατή από τα φάρμακα που προσφέρουμε. Έπειτα έχει την αρχή της, όπως και οι άλλες αρρώστιες, στην κληρονομικότητα. Αν δηλαδή από άνθρωπο με φλεγματική4 ιδιοσυγκρασία γεννιέται άνθρωπος με φλεγματική κι αυτός ιδιοσυγκρασία, ή από άνθρωπο με χολώδη ιδιοσυγκρασία άνθρωπος με χολώδη κι αυτός ιδιοσυγκρασία, αν από φυματικό γεννιέται φυματικός κι από άνθρωπο με πειραγμένη τη σπλήνα του άνθρωπος που έχει κι αυτός πειραγμένη τη σπλήνα του, τι εμποδίζει, αν ο πατέρας ή η μητέρα κάποιου υπέφερε από την αρρώστια αυτή, αυτών των ανθρώπων ένα παιδί να υποφέρει κι αυτό από την ίδια αρρώστια; Γιατί το σπέρμα ξεκινάει από όλα τα μέρη του σώματος, από τα γερά γερό, από τα αρρωστιάρικα αρρωστιάρικο. Άλλη μεγάλη απόδειξη ότι δεν είναι καθόλου πιο θεϊκή αυτή από τις άλλες αρρώστιες: ενώ παρουσιάζεται σε όσους έχουν εκ γενετής ιδιοσυγκρασία φλεγματική, δεν προσβάλλει αυτούς που έχουν ιδιοσυγκρασία χολώδη. Αν όμως ήταν πιο θεϊκή από τις άλλες, θα έπρεπε να τους προσβάλλει όλους η αρρώστια αυτή χωρίς διάκριση και να μην ξεχωρίζει χολώδη ή φλεγματικό. [6] Η πραγματική λοιπόν αιτία για την αρρώστια αυτή -όπως και για όλες τις σοβαρές αρρώστιες- είναι ο εγκέφαλος. Με ποιον ακριβώς τρόπο γεννιέται η αρρώστια και με ποια αφορμή, θα προσπαθήσω τώρα να το εξηγήσω καθαρά. ……………………………………………………………………………[21] Η αρρώστια που πραγματευθήκαμε, αυτή που τη λένε ιερή, έχει την αρχή της στις ίδιες αιτίες με τις άλλες αρρώστιες: στα εισερχόμενα και στα εξερχόμενα από τον οργανισμό του ανθρώπου, στο ψύχος, στον ήλιο, στους ανέμους που αλλάζουν συνεχώς και που ποτέ δεν μένουν ήσυχοι.5 Όλα αυτά είναι θεϊκά πράγματα. Δεν υπάρχει επομένως λόγος να ξεχωρίζουμε την αρρώστια αυτή και να τη θεωρούμε πιο θεϊκή από τις άλλες· όλες τους είναι θεϊκές και όλες τους είναι ανθρώπινες. Η κάθε αρρώστια έχει τη δική της φύση και τη δική της δύναμη, και απέναντι σε καμιά δεν μένουμε αμήχανοι και ανίκανοι να βρούμε μια διέξοδο. Τις πιο πολλές αρρώστιες τις γιατρεύει εκείνο ακριβώς που τις γεννά. Συγκεκριμένα: Τα πράγματα είναι τροφή το ένα για το άλλο -άλλο για το ένα, άλλο για το άλλο-, μπορεί όμως το ένα να γίνει στο άλλο και καταστροφή. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το ξέρει ο γιατρός, ώστε, διακρίνοντας την κατάλληλη για κάθε ξεχωριστή περίπτωση στιγμή, άλλοτε να προσφέρει αυτό που είναι τροφή και να ωφελεί, και άλλοτε, αφαιρώντας το, να βλάπτει. Γιατί και στην αρρώστια αυτή, το ίδιο όπως και σε όλες τις αρρώστιες, έχουμε την υποχρέωση όχι να δυναμώνουμε την πάθηση αλλά να την ταλαιπωρούμε, προσφέροντας ό,τι της είναι πιο αντίθετο· ποτέ εκείνο στο οποίο έχει εθισθεί. Γιατί με τον εθισμό η αρρώστια προοδεύει και ακμάζει, ενώ με ό,τι της είναι αντίθετο χάνει τη δύναμη της και εκλείπει. Οπωσδήποτε, όποιος μπορεί με κατάλληλη δίαιτα να κάνει το σώμα του ανθρώπου ξηρό ή υγρό, ψυχρό ή θερμό, αυτός μπορεί και να γιατρεύει την αρρώστια που πραγματευθήκαμε χωρίς να καταφεύγει σε καθαρμούς και μαγγανείες -φτάνει να μπορεί κάθε φορά να διακρίνει την κατάλληλη για κάθε χρήσιμη ενέργεια στιγμή.
(μετάφραση Δ. Λυπουρλής)
|
1 Η λ. ἱερός υποδηλώνει στην παλαιότερη ελληνική γραμματεία κάτι που είναι "δυνατό" αλλά συγχρόνως και "απαγορευμένο" (ταμπού). Οι πρώτες λέξεις του κειμένου χρησιμοποιήθηκαν από μεταγενέστερους αντιγραφείς ως τίτλος του έργου, καθώς τα αρχαία ελληνικά βιβλία δεν είχαν -τουλάχιστον κατά την πρώιμη αυτή περίοδο- τίτλους.
2 Αμφημερινοί ονομάζονται οι περιοδικοί (διαλείποντες) πυρετοί, στους οποίουςοι παροξυσμοί επανέρχονται κάθε 24 ώρες. Οι παροξυσμοί μπορεί επίσης να επανέρχονται κάθε τρίτη ή τέταρτη ημέρα (τριταίος ή τεταρταῖος πυρετός).
3 Ενοδία: λατρευτικό επίθετο συνήθως της Εκάτης αλλά και άλλων θεών, των οποίων τα αγάλματα στήνονταν στην άκρη δρόμου ή σε τρίστρατο.
4 Το φλέγμα ανήκει, σύμφωνα με τη διδασκαλία των ιπποκρατικών μαζί με το αἷμα, την ξανθή χολή και τη μέλαινα ("μαύρη") χολή στους τέσσερις χυμούς, τα τέσσερα κύρια συστατικά του ανθρωπίνου σώματος, η σωστή αναλογία (εὐκρασία) των οποίων αποτελεί την προϋπόθεση της υγείας του σώματος. Κάθε χυμός συνδέεται με ένα από τα ζεύγη των θεμελιωδών ποιοτήτων θερμό-ψυχρό και υγρό-ξηρό (το φλέγμα π.χ. είναι ψυχρό).
5 Είναι αξιοπρόσεκτη η αντίληψη που διατυπώνεται στο περὶ ἱερῆς νούσου γενικά για τη φύση των ασθενειών. «Ο πιο σημαντικός ισχυρισμός εδώ είναι η υπόθεση ότι η φύση δρα ομοιόμορφα· όποιες κι αν είναι οι αιτίες της αρρώστιας, δεν είναι ιδιότροπες, αλλά ομοιόμορφες και καθολικές» (D. Lindberg).