Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΗΡΩΝΔΑΣ

162. – Διδάσκαλος

Έως το 1891 από το έργο του Ηρώνδα σώζονταν ελάχιστα ολιγόστιχα αποσπάσματα. Τη χρονιά εκείνη όμως δημοσιεύτηκε ένας πάπυρος που έφερε στο φως επτά (σχεδόν ακέραιους) μιμιάμβους και εκτενή αποσπάσματα από έναν όγδοο. (Η δημοσίευση αυτή στάθηκε η αφορμή για το ποίημα του Καβάφη "Οι μιμίαμβοι του Ηρώδου").

Στον μιμίαμβο εκβάλλουν, όπως δηλώνει και το ίδιο το όνομα, δυο παλαιότερα είδη, ο μίμος (βλ. το Εισαγωγικό σημείωμα στο επόμενο Κείμενο)κορυφαίος εκπρόσωπος του οποίου υπήρξε ο Σώφρων ο Συρακούσιος (5ος αι. π.Χ.), και ο ίαμβος -κυριότεροι εκπρόσωποι ο Αρχίλοχος και ο Ιππώναξ. Οι μιμίαμβοι του Ηρώνδα είναι σύντομα διαλογικά ποιήματα -τα εκτενέστερα μόλις που υπερβαίνουν τους 100 στίχους- γραμμένα σε ιωνική διάλεκτο και σε ένα μέτρο που το χρησιμοποίησε ιδιαίτερα ο Ιππώναξ, τον χωλίαμβο, δηλ. σε ιαμβικό τρίμετρο που έχει μακρά την (κανονικά βραχεία) προτελευταία συλλαβή. Παρουσιάζουν με ρεαλιστικό τρόπο και λόγο που διανθίζεται με πολλές παροιμίες συνηθισμένα πρόσωπα (ή τύπους) σε καταστάσεις της καθημερινότητας, που κατά κανόνα δεν είναι ό,τι πιο ανεπίληπτο θα μπορούσε να συναντήσει κανείς (επί παραδείγματι: μια γριά μαστροπός προσπαθεί -ανεπιτυχώς- να πείσει τη γυναίκα ενός ναυτικού που ταξιδεύει να συνάψει σχέσεις με έναν στιβαρό αυλητή, ή: μια κυρία, που έχει ερωτική σχέση με έναν δούλο της, βάζει να τον δείρουν ανηλεώς επειδή λοξοκοιτάζει κ.o.κ.). Έμφαση δίνεται στη διαγραφή του χαρακτήρα των προσώπων, ένα από τα οποία συνήθως κατέχει δεσπόζουσα θέση.

Στον τρίτο μιμίαμβο (Διδάσκαλος), που ανθολογείται εδώ, μια δυναμική και αυταρχική μητέρα, η Μητροτίμη, που αδυνατεί να τιθασεύσει τον όχι ιδιαιτέρως φιλομαθή και πειθαρχημένο γιο της Κότταλο, καταφεύγει στον δάσκαλο Λαμπρίσκο, του διεκτραγωδεί τα "πάθη" της και του ζητάει να τιμωρήσει τον άτακτο γιο. Ο δάσκαλος ανταποκρίνεται ασμένως και ο δυστυχής Κότταλος δέρεται ανηλεώς, παρά τις αλλεπάλληλες εκκλήσεις και τις διαβεβαιώσεις του ότι θα διορθωθεί.

Δεν υπάρχουν ενδείξεις για το πού διαδραματίζεται ο τρίτος μιμίαμβος ούτε ξέρουμε πότε γράφτηκε. Δεν γνωρίζουμε επίσης αν οι μιμίαμβοι ερμηνεύονταν από ένα πρόσωπο, που υποδυόταν όλους τους ρόλους, ή από περισσότερα.

ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ

οὔτω τί σοι δοίησαν αἰ φίλαι Μοῦσαι,
Λαμπρίσκε, τερπνὸν τῆς ζοῆς τ᾽ ἐπαυρέσθαι,
τοῦτον κατ᾽ ὤμου δεῖρον, ἄχρις ἠ ψυχή
αὐτοῦ ἐπὶ χειλέων μοῦνον κακὴ λειφθῇ.
5 ἔκ μευ ταλαίνης τὴν στέγην πεπόρθηκεν
χαλκίνδα παίζων· καὶ γὰρ οὐδ᾽ ἀπαρκεῦσιν
αἰ ἀστραγάλαι, Λαμπρίσκε, συμφορῆς δ᾽ ἤδη
ὀρμᾷ ἐπὶ μέζον. κοῦ μὲν ἠ θύρη κεῖται
τοῦ γραμματιστέω—καὶ τριηκὰς ἠ πικρή
10 τὸν μισθὸν αἰτεῖ κἢν τὰ Ναννάκου κλαύσω—
οὐκ ἂν ταχέως λήξειε· τήν γε μὴν παίστρην,
ὄκουπερ οἰκίζουσιν οἴ τε προύνεικοι
κοἰ δρηπέται, σάφ᾽ οἶδε κἠτέρῳ δεῖξαι.
κἠ μὲν τάλαινα δέλτος, ἢν ἐγὼ κάμνω
15 κηροῦσ᾽ ἐκάστου μηνός, ὀρφανὴ κεῖται
πρὸ τῆς χαμεύνης τοῦ ἐπὶ τοῖχον ἐρμῖνος,
ἢν μήκοτ᾽ αὐτὴν οἶον Ἀίδην βλέψας
γράψῃ μὲν οὐδὲν καλόν, ἐκ δ᾽ ὄλην ξύσῃ·
αἰ δορκαλῖδες δὲ λιπαρώτεραι πολλόν
20 ἐν τῇσι φύσῃς τοῖς τε δικτύοις κεῖνται
τῆς ληκύθου ἠμέων τῇ ἐπὶ παντὶ χρώμεσθα.
ἐπίσταται δ᾽ οὐδ᾽ ἄλφα συλλαβὴν γνῶναι,
ἢν μή τις αὐτῷ ταὐτὰ πεντάκις βώσῃ.
τριτἠμέρῃ Μάρωνα γραμματίζοντος
25 τοῦ πατρὸς αὐτῷ, τὸν Μάρων᾽ ἐποίησεν
οὖτος Σίμων᾽ ὀ χρηστός· ὥστ᾽ ἔγωγ᾽ εἶπα
ἄνουν ἐμαυτήν, ἤτις οὐκ ὄνους βόσκειν
αὐτὸν διδάσκω, γραμμάτων δὲ παιδείην,
δοκεῦσ᾽ ἀρωγὸν τῆς ἀωρίης ἔξειν.
30 ἐπεὰν δὲ δὴ καὶ ρῆσιν οἶα παιδίσκον
ἢ ᾽γώ μιν εἰπεῖν ἢ ὀ πατὴρ ἀνώγωμεν,
γέρων ἀνὴρ ὠσίν τε κὤμμασιν κάμνων,
ἐνταῦθ᾽ ὄκως νιν ἐκ τετρημένης ἠθεῖ
«Ἄπολλον ... Ἀγρεῦ ...», «τοῦτο» φημὶ «κἠ μάμμη,
35 τάλης, ἐρεῖ σοι—κἠστὶ γραμμάτων χήρη—
κὠ προστυχὼν Φρύξ.» ἢν δὲ δή τι καὶ μέζον
γρῦξαι θέλωμεν, ἢ τριταῖος οὐκ οἶδεν
τῆς οἰκίης τὸν οὐδόν, ἀλλὰ τὴν μάμμην,
γρηῢν γυναῖκα κὠρφανὴν βίου, κείρει,
40 ἢ τοῦ τέγευς ὔπερθε τὰ σκέλεα τείνας
κάθητ᾽ ὄκως τις καλλίης κάτω κύπτων.
τί μευ δοκεῖς τὰ σπλάγχνα τῆς κάκης πάσχειν
ἐπεὰν ἴδωμι; κοὐ τόσος λόγος τοῦδε·
ἀλλ᾽ ὀ κέραμος πᾶς ὤσπερ ἴτ‹ρ›ια θλῆται,
45 κἠπὴν ὀ χειμὼν ἐγγὺς ᾖ, τρί᾽ ἤμαιθα
κλαίουσ᾽ ἐκάστου τοῦ πλατύσματος τίνω·
ἒν γὰρ στόμ᾽ ἐστὶ τῆς συνοικίης πάσης,
«τοῦ Μητροτίμης ἔργα Κοττάλου ταῦτα»,
κἀληθίν᾽ ὤστε μηδ᾽ ὀδόντα κινῆσαι.
50 ὄρη δὲ ὀκοίως τὴν ράκιν λελέπρηκε
πᾶσαν, κατ᾽ ὔλην, οἶα Δήλιος κυρτεύς
ἐν τῇ θαλάσσῃ, τὠμβλὺ τῆς ζοῆς τρίβων.
τὰς ἐβδόμας δ᾽ ἄμεινον εἰκάδας τ᾽ οἶδε
τῶν ἀστροδιφέων, κοὐδ᾽ ὔπνος νιν αἰρεῖται
55 νοεῦντ᾽ ὄτ᾽ ἦμος παιγνίην ἀγινῆτε.
ἀλλ᾽ εἴ τί σοι, Λαμπρίσκε, καὶ βίου πρῆξιν
ἐσθλὴν τελοῖεν αἴδε κἀγαθῶν κύρσαις,
μἤλασσον αὐτῷ—

ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ

Μητροτίμη, ‹μὴ› ἐπεύχεο
ἔξει γὰρ οὐδὲν μεῖον. Εὐθίης κοῦ μοι,
60 κοῦ Κόκκαλος, κοῦ Φίλλος; οὐ ταχέως τοῦτον
ἀρεῖτ᾽ ἐπ᾽ ὤμου τῇ Ἀκέσεω σεληναίῃ
δείξοντες; αἰνέω τἄργα, Κότταλ᾽, ἂ πρήσσεις·
οὔ σοι ἔτ᾽ ἀπαρκεῖ τῇσι δορκάσιν παίζειν
ἀστράβδ᾽ ὄκωσπερ οἴδε, πρὸς δὲ τὴν παίστρην
65 ἐν τοῖσι προ‹υ›νείκοισι χαλκίζεις φοιτέων;
ἐγώ σε θήσω κοσμιώτερον κούρης,
κινεῦντα μηδὲ κάρφος, εἰ τό γ᾽ ἤδιστον.
κοῦ μοι τὸ δριμὺ σκῦτος, ἠ βοὸς κέρκος,
ᾦ τοὺς πεδήτας κἀποτάκτους λωβεῦμαι;
70 δότω τις εἰς τὴν χεῖρα πρὶν †χολῇ† βῆξαι.

ΚΟΤΤΑΛΟΣ

μή μ᾽ ἰκετεύω, Λαμπρίσκε, πρός σε τῶν Μουσέων
καὶ τοῦ γενείου τῆς τε Κόττιδος ψυχῆς,
μὴ τῷ με δριμεῖ, τῷ ᾽τέρῳ δὲ λώβησαι.

‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›

ἀλλ᾽ εἰς πονηρός, Κότταλ᾽, ὤ‹σ›τε καὶ περνάς
75 οὐδείς σ᾽ ἐπαινέσειεν, οὐδ᾽ ὄκου χώρης
οἰ μῦς ὀμοίως τὸν σίδηρον τρώγουσιν.

ΚΟΤΤΑΛΟΣ

κόσας, κόσας, Λαμπρίσκε, λίσσομαι, μέλλεις
ἔς μ᾽ ἐνφορῆσαι;

‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›

μὴ ᾽μέ, τήνδε δ᾽ εἰρώτα.

‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›

τατα‹ῖ›, κόσας μοι δώσετ᾽;

‹ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ›

εἴ τί σοι ζῴην,
80 φέρειν ὄσας ἂν ἠ κακὴ σθένῃ βύρσα.

‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›

παῦσαι· ἰκαναί, Λαμπρίσκε.

ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ

καὶ σὺ δὴ παῦσαι
κάκ᾽ ἔργα πρήσσων.

‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›

οὐκέτ᾽ οὐκέτι πρήξω,
ὄμνυμί σοι, Λαμπρίσκε, τὰς φίλας Μούσας.

ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ

ὄσσην δὲ καὶ τὴν γλάσσαν, οὖτος, ἔσχηκας·
85 πρός σοι βαλέω τὸν μῦν τάχ᾽ ἢν πλέω γρύξῃς.

ΚΟΤΤΑΛΟΣ

ἰδού, σιωπῶ· μή με, λίσσομαι, κτείνῃς.

ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ

μέθεσθε, Κόκκαλ᾽, αὐτόν.

ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ

οὐ δ‹εῖ σ᾽› ἐκλῆξαι,
Λαμπρίσκε· δεῖρον ἄχρις ἤλιος δύσῃ.

‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ

ἀλλ᾽ ……………………………………

ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ

ἀλλ᾽ ἐστὶν ὔδρης ποικιλώτερος πολλῷ
90 καὶ δεῖ λαβεῖν νιν —κἀπὶ βυβλίῳ δήκου,
τὸ μηδέν— ἄλλας εἴκοσίν γε, καὶ ἢν μέλλῃ
αὐτῆς ἄμεινον τῆς Κλεοῦς ἀναγνῶναι.

‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›

ἰσσαῖ.

‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›

λάθοις τὴν γλάσσαν ἐς μέλι πλύνας.

‹ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ›

ἐρέω ἐπιμηθέως τῷ γέροντι, Λαμπρίσκε,
95 ἐλθοῦσ᾽ ἐς οἶκον ταῦτα, καὶ πέδας ἤξω
φέρουσ᾽ ὄκως νιν σύμποδ᾽ ὦδε πηδεῦντα
αἰ πό̣τν̣ια̣ι βλέπω̣σ̣ι̣ν̣ ἂς ἐμίσησεν.

ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ

Έτσι που να σε αξιώσουν οι αγαπημένες Μούσες,1 Λαμπρίσκε,

να δεις προκοπή και να χαρείς τη ζωή σου,

άργασε του τα πλευρά, ώσπου η ψυχή του η ελεεινή

μόλις που να κρατηθεί στα χείλια του.

Μου ρήμαξε το σπίτι μου της άμοιρης παίζοντας κορώνα-γράμματα·5

βλέπεις, δεν του φτάνουν πια τα κότσια,2 Λαμπρίσκε,

αλλά πάει πλέον από το κακό στο χειρότερο.

Πού πέφτει βέβαια η πόρτα του δασκάλου

-και η φαρμακερή τριακοστή3 ζητάει τα δίδακτρα,10

ας κλαίω εγώ με μαύρο δάκρυ-

δεν είναι σε θέση να σου πει χωρίς να σκεφθεί.

Αν είναι όμως για τη λέσχη,

όπου ξημεροβραδιάζονται οι χαμάληδες και οι δραπέτες,

γνωρίζει άριστα να ξεναγήσει και άλλους.

Και η δόλια η πλάκα του, που τυραννιέμαι

να την στρώνω με κερί μήνα τον μήνα,15

κείτεται ορφανή μπροστά στο πόδι του κρεβατιού

προς την πλευρά του τοίχου·

εκτός και αν, καμιά φορά, δεήσει να την κοιτάξει

σαν να βλέπει μπροστά του τον Άδη,

όχι βέβαια για να γράψει τίποτα της προκοπής,

μόνο και μόνο για να την καταγρατζουνίσει.

Τα κότσια όμως, τοποθετημένα στις θήκες και στα δίχτυα,20

γυαλίζουν πολύ πιο πολύ και από το λαδικό μας,

που το χρησιμοποιούμε μέρα νύχτα.

Δεν ξέρει να ξεχωρίσει ούτε το γράμμα άλφα,

αν κάποιος δεν ξελαρυγγιαστεί να του επαναλαμβάνει

πέντε φορές τα ίδια πράματα.

Όταν προχθές ο πατέρας του

τον μάθαινε να συλλαβίζει τη λέξη Ορέστης,

τον Ορέστη ο προκομμένος μου τον έκανε ρέστα.425

Τότε πια είπα ότι δεν είμαι παρά ένας βλάκας,

αφού δεν τον αφήνω να βόσκει γαϊδάρους,

αλλά τον μαθαίνω γράμματα,

νομίζοντας ότι θα έχω κάποιον

να μου παρασταθεί στις δύσκολες ώρες.

Και όταν καμιά φορά, ή εγώ ή ο πατέρας του,30

γέρος άνθρωπος που υποφέρει από τα αφτιά του και τα μάτια του,

του ζητήσουμε, σαν παιδάκι που είναι,

να μας απαγγείλει κανένα μονόλογο,

μόλις αρχίζει να κουβαλάει νερό με το κόσκινο

«Ἄπολλον ... Ἀγρεῦ...»,5

«αυτό», λέω, «κακομοίρη μου,

θα σου το πει και η γιαγιά σου, ας είναι αγράμματη,35

και ο τελευταίος δούλος από τη Φρυγία».6

Και αν πούμε να υψώσουμε κάπως τη φωνή,

ή ξεχνάει τρία μερόνυχτα το κατώφλι του σπιτιού,

και την πληρώνει η γιαγιά του,

μια γριά γυναίκα που δεν έχει ψωμί να φάει,

ή απλώνει τα ξερά του πάνω στη στέγη40

και κάθεται σαν τη μαϊμού, σκύβοντας κάτω.

 

Να ᾽ξερες πώς υποφέρω μέσα μου με το χάλι του όταν τον βλέπω.

Και όχι πως με νοιάζει τόσο για του λόγου του,

αλλά δεν μένει κεραμίδι για κεραμίδι,

γίνονται θρύψαλα σαν παξιμάδια.

Και όταν πλησιάζει ο χειμώνας,45

κλαίγοντας πληρώνω τρία όβολα7 το κομμάτι·

γιατί ολόκληρο το τετράγωνο βοά μ᾽ ένα στόμα:

«αυτά είναι έργα του Κότταλου, του γιου της Μητροτίμης».8

Και είναι αλήθεια, κι έτσι αναγκάζομαι και το βουλώνω.

Δες πώς κάηκε η πλάτη του ολόκληρη,50

έτσι που σέρνει τη χαμένη του ζωή μέσα στα δάση,

όπως οι ψαράδες της Δήλου9 στη θάλασσα.

Πότε ο μήνας έχει επτά και πότε είκοσι10

το γνωρίζει καλύτερα και από τους αστρονόμους·

και όταν σκέφτεται τις μέρες που έχετε αργία,55

δεν του κολλάει ύπνος.

Όμως, αν είναι, Λαμπρίσκε, αυτές εδώ11

να σου τα φέρουν δεξιά στη ζωή σου

και να δεις προκοπή, μην του δώσεις λιγότερες-

ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ

Σταμάτα να παρακαλάς, Μητροτίμη·

δεν πρόκειται να φάει λιγότερες.

Πού είσαι, Ευθίη, Κόκκαλε, Φίλλε;1260

Σηκώστε τον στο άψε-σβήσε στους ώμους,13

να δει αστεράκια.

Εύγε σου, Κότταλε, με τα κατορθώματά σου.

Δεν σου αρκεί πια να παίζεις με τα κότσια όπως αυτοί,

αλλά γυροκοπάς στη λέσχη με τους χαμάληδες65

και παίζεις κορώνα-γράμματα.

Θα σε κάνω εγώ πιο κόσμιο και από κορίτσι,

να μην πειράζεις ούτε άχυρο, αν αυτό είναι που θέλεις.

Πού είναι το τσουχτερό λουρί, το βούνευρο,14

που το ᾽χω για να μαστιγώνω όσους κρατώ

με χειροπέδες και στην απομόνωση;

Για να μου το δώσει κάποιος στο χέρι, προτού ξεράσω χολή.70

ΚΟΤΤΑΛΟΣ

Μη, Λαμπρίσκε, ικετεύω, μη,

στο όνομα των Μουσών, στα γένια σου,

στη ζωή του Κοτταλάκου·

μη με δείρεις με το τσουχτερό, αλλά με το άλλο.

‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›

Είσαι πονηρός, Κότταλε, και κανένας,

ακόμη και για πούλημα να σε είχε,

λόγο καλό για σένα δεν θα ᾽βρισκε,75

ούτε στον τόπο όπου τα ποντίκια τρων το σίδερο.15

ΚΟΤΤΑΛΟΣ

Σε ικετεύω, Λαμπρίσκε,

πόσες σκοπεύεις να μου ρίξεις, πόσες;

‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›

Ρώτησε αυτήν, όχι εμένα.

‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›

Ωχ! Πόσες θα μου δώσετε;

‹ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ›

Ζωή να ᾽χω, όσες αντέξει το βρομοτόμαρό σου.80

‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›

Σταμάτα· φτάνει, Λαμπρίσκε,

‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›

Σταμάτα και εσύ να κάνεις βρομοδουλειές.

‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›

Δεν θα ξανακάνω, δεν θα ξανακάνω·

ορκίζομαι, Λαμπρίσκε, στις αγαπημένες Μούσες.

ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ

Μια γλώσσα που την έχεις του λόγου σου.

Έτσι και ξανακάνεις κιχ, σου βάζω κατευθείαν το φίμωτρο.1685

ΚΟΤΤΑΛΟΣ

Κοίτα, σωπαίνω. Μη με σκοτώσεις, σε ικετεύω.

ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ

Αφήστε τον, Κόκκαλε.

ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ

Δεν πρέπει να σταματήσεις, Λαμπρίσκε.

Δείρ᾽ τον ώσπου να δύσει ο ήλιος.

‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ

...............................................................................›

ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ

Στην πονηρία όμως

είναι παρασάγγες πιο μπροστά και από την αλεπού

και πρέπει -εν ανάγκη και πάνω από το βιβλίο του ο χαμένος-90

να φάει τουλάχιστον άλλες είκοσι,

ακόμα και αν πρόκειται να διαβάσει καλύτερα

και από την ίδια την Κλειώ.17

‹ΚΟΤΤΑΛΟΣ›

Χα, χά !

‹ΛΑΜΠΡΙΣΚΟΣ›

Είθε η γλώσσα σου να πλυθεί στο μέλι, έστω και εν αγνοία σου.18

‹ΜΗΤΡΟΤΙΜΗ›

Θα πάω στο σπίτι, Λαμπρίσκε,

θα πω τα καθέκαστα στον γέροντα95

-στερνή μου γνώση-

και θα γυρίσω με αλυσίδες,

για να τον βλέπουνε οι Μούσες που τις μίσησε

να πηδά εδώ μέσα πεδουκλωμένος.

 

(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)

 

1 Τα αρχαία σχολεία τα κοσμούσαν παραστάσεις των Μουσών.

2 Στο πρωτότυπο αἰ ἀστραγάλαι. Βλ. Κείμενο 181, σχόλ. 9.

3 Τα δίδακτρα πληρώνονταν την τελευταία ημέρα του μήνα.

4 Στο πρωτότυπο ο δυσμαθής Κότταλος, που δε σκέφτεται παρά μονο το παιχνίδι, κάνει τον Μάρωνα Σίμωνα. Σίμων ονομάζεται μια "ζαριά". Αποδίδουμε κατ᾽ αναλογία.

5 Δεν γνωρίζουμε από πού προέρχονται οι στίχοι τους οποίους "κακοποιεί" ο Κότταλος.

6 Οι δούλοι από τη Φρυγία ήταν τόσοι ώστε η λέξη Φρύξ έφτασε να σημαίνει δούλος.

7 Στο πρωτότυπο ἤμαιθα (1 ἤμαιθον =1/2 του οβολού· 1 οβολός = 1/6 της δραχμής).

8 Ο γιος ταυτίζεται με το μητρώνυμο, όχι με το πατρώνυμο.

9 Δεν γνωρίζουμε τίποτε συγκεκριμένο για του Δήλιους κυρτεῖς "αυτούς που ψαρεύουν με κύρτη" (=καλάθι αλιευτικό με στενό λαιμό, είδος απόχης). Ο συγκεκριμένος τρόπος ψαρέματος δεν φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα κουραστικός.

10 Την έβδομη και την εικοστή ημέρα κάθε μήνα γιορταζόταν η γέννηση του Απόλλωνα και τα σχολεία είχαν αργία.

11 Οι Μούσες. Βλ. σχόλ. 1.

12 Πιθανώς και οι τρεις είναι μαθητές.

13 Σε τοιχογραφία της Πομπηίας ένας μαθητής δέρεται σηκωτός στους ώμους.

14 Το γεννητικό μόριο του βοδιού το χρησιμοποιούσαν, όπως προκύπτει και από ανάλογες νεοελληνικές εκφράσεις, ως μαστίγιο.

15 Παροιμιώδης έκφραση που δεν είναι απολύτως κατανοητή.

16 Στο πρωτότυπο μῦν. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τι ακριβώς εννοεί.

17 Μία από τις εννέα Μούσες.

18 Η ερμηνεία είναι αβέβαιη.