Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
146. – Ο Κώδικας της Γόρτυνας
Οι σωζόμενοι νόμοι της Γόρτυνας (πόλης στη νότια πλευρά της κεντρικής Κρήτης) αποτελούν την πιο σημαντική ίσως πηγή για το δίκαιο της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Το κείμενο παραδίδεται από μια "μεγάλη επιγραφή" που βρισκόταν αρχικά σε άγνωστο οίκημα, τοποθετήθηκε ωστόσο αργότερα (περ. 100 π.Χ.) στο ρωμαϊκό Ωδείο της πόλης. Η επιγραφή αποτελείται από 12 στήλες χαραγμένες πάνω σε 12 τετράγωνους λίθους και είναι γραμμένη βουστροφηδόν (= "με τον τρόπο που οργώνουν τα βόδια", δηλ. εναλλάξ από τα δεξιά προς αριστερά και από τα αριστερά στα δεξιά) σε κρητική διάλεκτο. Οι νόμοι που περιέχονται είχαν θεσπιστεί το αργότερο τον 6ο αι. π.Χ., καταγράφηκαν όμως με τροποποιήσεις στη συγκεκριμένη επιγραφή περίπου το 450 π.Χ.. Αναφέρονται κυρίως σε ζητήματα οικογενειακού, κληρονομικού αλλά και δικονομικού δικαίου, ενώ μεγάλο μέρος τους αφορά στους δούλους.
Στο παρατιθέμενο απόσπασμα (περιλαμβάνεται ολόκληρη η πρώτη και η αρχή της δεύτερης στήλης) περιέχονται διατάξεις σχετικές με τα εξής ζητήματα: (α) την απαγόρευση βίαιης σύλληψης του μηνυθέντος από τον ίδιο τον μηνυτή, (β) τα ισχύοντα σε περίπτωση που αμφισβητείται αν ο συλληφθείς είναι ελεύθερος ή δούλος (η επιταγή να θεωρείται ελεύθερος στην περίπτωση αυτή ο συλληφθείς είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη), (γ) τη διεκδίκηση ενός δούλου και τις ενδεχόμενες περίπλοκες σε τέτοιες περιπτώσεις, και (δ) τη σύλληψη κάποιου ο οποίος έχει καταδικασθεί ή έχει δοθεί ως ενέχυρο. Οι περιεχόμενες διατάξεις παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφενός για τις αρχές -κυρίως την απαγόρευση της αυτοδικίας- στις οποίες στηρίζονται, και αφετέρου γιατί παρέχουν μια εικόνα της κατάστασης των δούλων, οι οποίοι στη Γόρτυνα έχαιραν περισσοτέρων δικαιωμάτων σε σύγκριση με τις άλλες ελληνικές πόλεις.
(περ. 450 π.Χ.)
|
[Ι] Θεοί!1 Όποιος έχει την πρόθεση να κάνει δίκη σε ελεύθερο ή δούλο, να μην τον συλλαμβάνει πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης. Αν όμως προβεί στη σύλληψή του, να τον καταδικάσει (ο δικαστής) σε πρόστιμο δέκα στατήρων,2 αν πρόκειται για ελεύθερο, και πέντε, αν πρόκειται για δούλο, επειδή ενήργησε σύλληψη, και να ορίσει να τον απελευθερώσει5 εντός τριών ημερών. Εάν όμως δεν τον απελευθερώσει, να τον καταδικάζει (ο δικαστής), προκειμένου για έναν ελεύθερο, σε ένα στατήρα, προκειμένου για έναν δούλο, σε μια δραχμή για κάθε ημέρα, μέχρις ότου τον απελευθερώσει. Ως προς το χρόνο αποφασίζει ο δικαστής,10 αφού ορκιστεί.3 Εάν όμως αρνείται τη σύλληψη, να αποφασίζει, εφόσον δεν καταθέτει κανένας μάρτυρας, ο δικαστής, αφού ορκιστεί. Αλλά εάν η μία πλευρά ισχυρίζεται ότι είναι ελεύθερος, ενώ η άλλη ότι είναι δούλος, να υπερισχύουν15 εκείνοι που ισχυρίζονται ότι είναι ελεύθερος. Εάν διεκδικούν δούλο, ισχυριζόμενη η κάθε πλευρά ότι της ανήκει, αν καταθέσει κάποιος μάρτυρας, να αποφασίζει (ο δικαστής) σύμφωνα με τη μαρτυρική κατάθεση·20 αν ωστόσο οι μάρτυρες καταθέτουν και υπέρ των δύο πλευρών ή ούτε υπέρ της μιας ούτε υπέρ της άλλης, να αποφασίζει ο δικαστής, αφού ορκιστεί. Εάν νικηθεί εκείνος που τον κατέχει, οφείλει εντός πέντε ημερών τον μεν ελεύθερο25 να τον απελευθερώσει, τον δε δούλο να τον επιστρέψει στα χέρια (του κυρίου του). Εάν δεν τον απελευθερώσει ή δεν τον επιστρέψει, να επιδικάσει (ο δικαστής) στον μηνυτή για έναν ελεύθερο πενήντα στατήρες και επιπλέον ένα στατήρα για κάθε ημέρα, μέχρι να τον απελευθερώσει, και για έναν δούλο30 δέκα στατήρες και μια δραχμή για κάθε ημέρα μέχρι να τον επιστρέψει στα χέρια (του κυρίου του). Εάν ο δικαστής τον καταδικάσει, να εισπράττεται, εφόσον το διάστημα35 που έχει παρέλθει είναι ένα έτος, το τριπλάσιο ή λιγότερο, όχι όμως περισσότερο. Τον χρόνο που έχει παρέλθει να τον κρίνει ο δικαστής αφού ορκιστεί. Εάν όμως ο δούλος έχει καταφύγει σε ναό, όταν ληφθεί η καταδικαστική απόφαση, οφείλει (ο καταδικασθείς) να τον καλέσει ενώπιον40 δύο ελευθέρων ενηλίκων μαρτύρων και να υποδείξει το ναό στον οποίο έχει καταφύγει, και τούτο είτε ο ίδιος είτε κάποιος άλλος στη θέση του. Εάν δεν καλεί ή δεν υποδείξει, οφείλει να καταβάλει το νόμιμο ποσό. Και εάν δεν τον45 επιστρέψει μέσα σε ένα έτος, οφείλει να πληρώσει επιπλέον την εκτιμώμενη αξία του. Εάν ωστόσο πεθάνει (ο δούλος)4 κατά τη διάρκεια της δίκης, οφείλει να πληρώσει την εκτιμώμενη αξία του. Εάν στη σύλληψη προβαίνει κάποιος50 που φέρει το αξίωμα του κόσμου5 ή κάποιος άλλος για σύλληψη δούλου που ανήκει στον κόσμο, να γίνει η δίκη, όταν αποχωρήσει (ο κόσμος) από το αξίωμά του. Και εάν καταδικασθεί, να καταβάλλει το νόμιμο ποσό, που θα υπολογίζεται από την ημέρα που ενήργησε τη σύλληψη. Αλλά όποιος συλλαμβάνει κάποιον που έχει καταδικασθεί ή έχει55 [II] δοθεί με δική του απόφαση ως ενέχυρο να μένει ατιμώρητος.
(μετάφραση Σταύρος Τσιτσιρίδης)
|
1 Η αναφορά στους θεούς στην αρχή της νομοθεσίας επιδέχεται διάφορες ερμηνείες: μπορεί να συνδέεται με την πανάρχαιη αντίληψη ότι οι νόμοι και οι θεσμοί ανάγονται στους θεούς ή να αποτελεί επίκληση της θείας ευλογίας ή και (έμμεση) παρότρυνση σεβασμού των νόμων.
2 Ο στατήρ ήταν νόμισμα ορισμένου βάρους. Υποδιαιρούνταν σε 2 δραχμές, ενώ 50 στατήρες αποτελούσαν μία μνα.
3 Επειδή στη Γόρτυνα δεν υπήρχαν δικαστήρια με ενόρκους, όπως, για παράδειγμα, στην Αθήνα, ο νόμος επέβαλλε στο δικαστή δύο μεθόδους για να κρίνει μια υπόθεση: σύμφωνα με την πρώτη μέθοδο (το δικάδδεν [δωρ.] = δικάζειν), ο δικαστής ζητούσε από τη μια πλευρά των διαδίκων ή από συγκεκριμένο αριθμό μαρτύρων να ορκιστεί, και ελάμβανε κατόπιν την απόφασή του με βάση αυτόν τον όρκο· σύμφωνα με τη δεύτερη μέθοδο ο δικαστής ορκιζόταν και αποφάσιζε ο ίδιος (ὀμνύντα κρίνειν).
4 Σύμφωνα με ορισμένους ερμηνευτές ως υποκείμενο της πρότασης εννοείται ο "διάδικος" και η διάταξη αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία ο θάνατος του διαδίκου υποχρέωνε τους κληρονόμους του να καταβάλουν αυτοί το πρόστιμο: Εάν πεθάνει (ο παράνομος κάτοχος) κατά τη διάρκεια της δίκης, οφείλουν (οι κληρονόμοι του) να πληρώσουν την εκτιμώμενη αξία του. Πιθανότερο ωστόσο φαίνεται να εννοείται ως υποκείμενο ο "δούλος".
5 Οι κόσμοι (ή κοσμίοντες, όπως εδώ) ήταν η σημαντικότερη αρχή της Γόρτυνας. Αποτελούνταν από 10 πρόσωπα που εκλέγονταν από συγκεκριμένες φυλές ή στρατιωτικά σώματα. Στα καθήκοντά τους περιλαμβανόταν η εκτέλεση καθορισμένων θρησκευτικών καθηκόντων, η διοίκηση του στρατού στον πόλεμο, η εκδίκαση συγκεκριμένων υποθέσεων και η εισαγωγή των νόμων προς ψήφιση στη συνέλευση του λαού.