Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΔΙΩΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
227. – Εὐβοϊκὸς ἢ Κυνηγὸς §§ 21-26, 41-49
Ο Εὐβοϊκὸς συγκαταλέγεται μεταξύ των 80 λόγων του Δίωνος, ονομαστού ρητοροδιδασκάλου και φιλοσόφου, που έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. Το σύνολο του σωζόμενου έργου του γράφτηκε κατά τις μακροχρόνιες περιπλανήσεις του Δίωνα ώς τις εσχατιές της αυτοκρατορίας (εξορίζεται από τον Δομιτιανό το 85 και επιστρέφει στη Ρώμη το 96 μ.Χ.) και συνδέεται με τις δημόσιες διαλέξεις που έδινε για βιοπορισμό. Στον Ευβοϊκό ο συγγραφέας επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στη ζωή των κατοίκων της υπαίθρου, την οποία και αναδεικνύει σε πρότυπο εργατικού και ολιγαρκούς βίου, ενώ παράλληλα καυτηριάζει την παρασιτική και τρυφηλή ζωή των αστών. Το κείμενο απαρτίζεται από δύο μέρη: το πρώτο έχει μυθιστορηματικό χαρακτήρα και ως χώρο δράσης την Εύβοια, στην οποία ο συγγραφέας ναυαγεί. Εκεί φιλοξενείται από την οικογένεια ενός κυνηγού και έχει έτσι την ευκαιρία να διαπιστώσει πόσο υπερέχουν οι φτωχοί των πλουσίων σε ευγένεια και αξιοπρέπεια. Στο δεύτερο μέρος που έχει τη μορφή διατριβής (δηλ. της γραπτής μορφής μιας αρχικά προφορικής ρητορικής επίδειξης με έκδηλα στωικά-κυνικά χαρακτηριστικά) και χαρακτηρίζεται από πλατωνικούς απόηχους, ο Δίων ασχολείται με τους πένητες των πόλεων, τους οποίους και αποτρέπει από την άσκηση ορισμένων, επιβλαβών για τα ήθη, επαγγελμάτων. Τα αποσπάσματα που ακολουθούν εντάσσονται στην ενότητα της αναγκαστικής επίσκεψης του κυνηγού στην πόλη (α΄ μέρος), επειδή δεν κατέβαλλε τους προβλεπόμενους φόρους. Στο πρώτο απόσπασμα καταγράφονται οι αντιδράσεις του "άγροικου" κατά την είσοδό του στην πόλη για τα "αξιοπερίεργα" που αντικρίζει. Το δεύτερο απόσπασμα προέρχεται από την ενότητα της δίκης που διεξάγεται στο θέατρο της πόλης. Κατά τη διάρκεια της δίκης ο "άγροικος" για τους αστούς κυνηγός αποδεικνύεται ικανός όχι μόνο να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αλλά και να αποκαλύψει τις αρπακτικές διαθέσεις των κατοίκων των πόλεων απέναντι στους κατοίκους της υπαίθρου.
[21] Ο σύγαμπρός μου, πενήντα χρονών άνθρωπος, δεν κατέβηκε ποτέ του σε πόλη, ενώ εγώ μόνο δυο φορές, τη μια με τον πατέρα μου, παιδί ακόμη, τότε που είχαμε τα βόδια. Ύστερα ήρθε κάποιος ζητώντας λεφτά, λες και είχαμε καθόλου, και προστάζοντας να τον ακολουθήσουμε στην πόλη. Λεφτά δεν υπήρχαν και ορκίστηκα πως δεν έχουμε, αλλιώς θα του τα είχαμε δώσει. [22] Τον φιλοξενήσαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε και του δώσαμε δυο ελαφίσια δέρματα. Και εγώ τον ακολούθησα στην πόλη,1 γιατί είπε πως ο ένας από τους δυο μας ήταν ανάγκη να κατεβεί και να δώσει εξηγήσεις. Είδα λοιπόν, όπως και την πρώτη φορά, πολλά μεγάλα σπίτια και γύρω τους τείχος δυνατό και πάνω του κάτι οικοδομήματα ψηλά και τετράγωνα,2 και πολλά καράβια αγκυροβολημένα σε εντελώς γαλήνια νερά, σαν να ήταν λίμνη. [23] Τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει πουθενά εδώ που ναυάγησες, και για τούτο χάνονται τα καράβια. Αυτά λοιπόν έβλεπα και πολύ κόσμο στριμωγμένο στο ίδιο μέρος, και ήταν τόσος ο σαματάς και το φωνοκόπι, που θαρρούσα πως όλοι τους πολεμούσαν μεταξύ τους. Με οδηγεί λοιπόν σε κάποιους άρχοντες και λέει γελώντας: «Να αυτός που με στείλατε να φέρω. Όμως δεν έχει παρά τα μαλλιά του και μια καλύβα με πολύ γερά ξύλα». [24] Οι άρχοντες τραβούσαν για το θέατρο και εγώ τους ακολουθούσα. Το θέατρο είναι βαθουλό σα φαράγγι, όχι όμως πολύ μακρύ από τις δυο πλευρές αλλά μισοστρόγγυλο, όχι έργο της φύσης αλλά χτισμένο με πέτρες. Μπορεί όμως να με κοροϊδεύεις που σου διηγιέμαι πράγματα πάρα πολύ γνωστά σου. Στην αρχή λοιπόν το πλήθος καταγινόταν πολλή ώρα με άλλα θέματα, κι άλλοτε όλοι τους φώναζαν μαλακά και καλόκεφα επαινώντας κάποιους ομιλητές, άλλοτε όμως δυνατά και οργισμένα. [25] Η οργή τους ήταν φοβερή και παρευθύς τρόμαζαν εκείνους εναντίον των οποίων κραύγαζαν, έτσι που άλλοι τους να τρέχουν ολόγυρα και να παρακαλάνε και άλλοι να πετάνε τα ρούχα τους από φόβο. Κι εγώ ο ίδιος μια φορά λίγο και θα έπεφτα κατάχαμα από την κραυγή του πλήθους, που ξέσπασε σαν ξαφνική τρικυμία ή βροντή. [26] Μερικοί ανέβαιναν στο βήμα, ενώ άλλοι σηκώνονταν ανάμεσα στο πλήθος και απευθύνονταν σ᾽ αυτό είτε με λίγες κουβέντες είτε με ατέλειωτους λόγους. Άλλους τους άκουγαν πολλή ώρα, άλλους όμως τους αποπαίρναν με αγανάκτηση από την πρώτη τους λέξη και μήτε γρυ δεν τους άφηναν να πουν.
..............................................................................
[41] Όταν τελείωσε, σηκώθηκε πάλι ο καλός σου ο πρώτος κι άρχισε τις αντιλογίες, και λογομαχούσαν χοντρά για ώρα. Τέλος με πρόσταξαν να πω κι εγώ ό ,τι θέλω. «Και τι πρέπει να πω;» ρώτησα. «Να απαντήσεις σε όσα άκουσες», είπε κάποιος ακροατής. «Λοιπόν λέω», αποκρίθηκα, «πως ετούτος δεν είπε ούτε μιαν αλήθεια.3 [42] Κι εγώ, αλήθεια, πολίτες, νόμιζα πως ονειρευόμουν, καθώς φλυαρούσε για χωράφια και χωριά και τα ρέστα. Ούτε χωριό έχουμε ούτε άλογα ούτε γαϊδούρια ούτε βόδια. Μακάρι να είχαμε τα καλά που αράδιαζε αυτός, για να δίναμε και σε σας και να ήμασταν κι εμείς πλούσιοι. Αλλά και όσα έχουμε τώρα μας φτάνουν, και αν θέλετε κάτι από αυτά, πάρτε το. Αν πάλι τα θέλετε όλα, εμείς θα αποχτήσουμε άλλα». Στο σημείο αυτό με επιδοκιμάσανε. [43] Ύστερα έπιασε να με ρωτάει ο άρχοντας τι θα μπορούσαμε να δώσουμε στο δήμο. «Τέσσαρα ωραιότατα δέρματα ελαφιού», αποκρίθηκα. Οι περισσότεροι γέλασαν, ο άρχοντας όμως θύμωσε μαζί μου. «Τα αρκουδοτόμαρα», πρόσθεσα, «είναι τραχιά και τα τραγοτόμαρα δεν αξίζουν όσο τα ελαφοδέρματα, και άλλα είναι παλιά, άλλα μικρά. Αν ωστόσο τα θέλετε, πάρτε τα κι εκείνα». Πάλι αγανάκτησε και μου είπε: «Είσαι εντελώς αγροίκος». [44] «Πάλι για αγρούς ξαναμιλάς κι εσύ; Δεν άκουσες πως δεν έχουμε αγρούς;»,4 του απάντησα. Εκείνος με ρώτησε υστέρα αν θέλαμε να δώσουμε από ένα αττικό τάλαντο5 ο καθένας, κι εγώ αποκρίθηκα: «Εμείς δεν τα ζυγίζουμε τα κρέατα, όσο είναι θα σας το δώσουμε. Έχουμε λίγο αλατισμένο, το υπόλοιπο είναι καπνιστό, σχεδόν εξίσου καλό. Είναι μεγάλα κομμάτια από αγριογούρουνο και ελάφι, και άλλα εκλεκτά κρέατα». Εδώ άρχισαν τις φωνές και έλεγαν πως λέω ψέματα. [45] Ο άρχοντας με ρώτησε αν έχουμε στάρι και πόσο. Είπα ακριβώς την ποσότητα: «Δυο μέδιμνους6 στάρι, τέσσερες κριθάρι, άλλους τόσους κεχρί και ένα δωδέκατο του μέδιμνου κουκιά, γιατί φέτος δεν έγιναν. Πάρτε λοιπόν εσείς το στάρι και το κριθάρι κι αφήστε μας το κεχρί. Αν όμως σας χρειάζεται κεχρί, πάρτε το κι αυτό». [46] «Ούτε κρασί δεν κάνατε;», ρώτησε κάποιος άλλος. «Κάνουμε», αποκρίθηκα. «Αν λοιπόν έρθει κανένας σας, θα του δώσουμε, να θυμηθεί όμως να φέρει και κανά ασκί, γιατί εμείς δεν έχουμε». «Δηλαδή πόσα κλήματα έχετε;». «Δυο μπροστά στις πόρτες και είκοσι στη μάντρα μέσα. Άλλα τόσα, που τα φυτέψαμε τώρα τελευταία, πέρα από το ποτάμι. Είναι εκλεκτά κλήματα και κάνουν μεγάλα τσαμπιά -όταν οι περαστικοί τα αφήνουν. [47] Για να μην μπαίνετε όμως σε κόπο ρωτώντας για το καθένα, θα σας απαριθμήσω και τα άλλα μας υπάρχοντα. Έχουμε λοιπόν οχτώ κατσίκες, μια κοτσονούρα αγελάδα, ένα πολύ όμορφο μοσχαράκι, δικό της, τέσσερα δρεπάνια, τέσσερα δικέλια, τρεις λόγχες, και ο καθένας μας έχει από ένα μαχαίρι για τα θηρία. Δε χρειάζεται, νομίζω, να κάνω λόγο και για τα πήλινα σκεύη. Έχουμε ακόμα γυναίκες και παιδιά. Κατοικούμε σε δυο ωραίες καλύβες. Σε μια τρίτη είναι αποθηκευμένο το στάρι και τα δέρματα». [48] «Όπου, μα τον Δία, παραχώνετε ίσως τα λεφτά», είπε ο πρώτος. «Έλα λοιπόν και σκάψε, ανόητε», αποκρίθηκα. «Ποιος παραχώνει λεφτά, πράμα που δε φυτρώνει;». Τότε όλοι άρχισαν να γελάνε κοροϊδεύοντάς τον, θαρρώ. «Αυτά λοιπόν έχουμε. Και αν ακόμη τα θέλετε όλα, εμείς σας τα χαρίζουμε με τη θέλησή μας και δεν υπάρχει λόγος να μας τα πάρετε με τη βία, σα να είμαστε εχθροί σαςή κατεργάρηδες. [49] Άλλωστε είμαστε και πολίτες αυτής της πόλης, καθώς άκουγα να λέει ο πατέρας μου. Και μάλιστα κάποτε που ήρθε εδώ κι έτυχε να μοιράζονται λεφτά, πήρε κι αυτός μαζί με τους άλλους πολίτες. Και τα παιδιά μας τα ανατρέφουμε ως συμπολίτες σας. Και αν κάποτε βρεθείτε σε ανάγκη, θα σας βοηθήσουν εναντίον ληστών ή εχθρών. Τώρα βέβαια έχουμε ειρήνη, αν όμως κάποτε φτάσει καιρός πολέμου, θα εύχεστε να μας μοιάσει το πλήθος.7
(μετάφραση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος)
|
1 Πρόκειται πιθανώς για την Κάρυστο, που ήταν η πλησιέστερη στον Καφηρέα μεγάλη πόλη.
2 Εννοεί προφανώς τους πύργους της οχυρωμένης πόλης.
3 Ο κυνηγός απαντά στις κατηγορίες που διατυπώθηκαν από τον προηγούμενο ομιλητή, ότι έχει πλουτίσει από την καλλιέργεια της δημόσιας γης που κατέχει παράνομα, χωρίς μάλιστα να καταβάλει τους οφειλόμενους φόρους.
4 Πρόκειται για λογοπαίγνιο με τα "άγροικος" και "αγροί", λέξεις ετυμολογικά συγγενείς. Οι αστοί θεωρούν αγροίκο τον κυνηγό για τα είδη που προσφέρεται να δώσει, αλλά και για το άκομψο του λόγου του.
5 Το τάλαντο ήταν ταυτόχρονα μονάδα μέτρησης χρήματος που αντιστοιχούσε σε 60 αττικάς μνάς (κάθε μνά αντιστοιχούσε σε 100 αττικές δραχμές), και μονάδα μέτρησης βάρους, της οποίας το μέγεθος εποίκιλλε ανάλογα με τα διάφορα μετρικά συστήματα. Εδώ η παρανόηση, η οποία προσδίδει κωμικό τόνο στο κείμενο, οφείλεται στο γεγονός ότι ο αστός εννοεί το τάλαντο ως χρηματική μονάδα, ενώ ο αγρότης ως μέτρο βάρους.
6 Μονάδα μέτρησης των σιτηρών, που αντιστοιχεί περίπου σε 55 σημερινά λίτρα.
7 Εδώ ο κυνηγός απευθύνει έμμεσα μομφή κατά των αστών· η μαλθακή ζωή στις πόλεις είχε ως αποτέλεσμα οι αστοί να μην διαθέτουν την απαιτούμενη σε καιρό πολέμου ρώμη.