Ανθολογίες
Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ
83. – Νεφέλαι 275-290, 298-313
Οι Νεφέλες παίχτηκαν αρχικά το 423 π.Χ. και ο Αριστοφάνης ήρθε τρίτος. Μετά την παράσταση ξαναδούλεψε το έργο. Σώζεται αυτή η δεύτερη γραφή.
Ο Στρεψιάδης, ένας αγρότης από την Αττική που το όνομά του παραπέμπει στη στρεψοδικία, είναι παντρεμένος με μια μεγαλοαριστοκράτισσα Αθηναία και έχει έναν μοναχογιό, που σπαταλά ό,τι έχει και δεν έχει, για να ικανοποιήσει το πάθος του για τα άλογα και τις αρματοδρομίες. Ο δυστυχής πατέρας πνίγεται στα χρέη και αναζητά τρόπο να ξεφύγει από τους δανειστές. Για να πετύχει τον σκοπό του, αποφασίζει, παρά την ηλικία του, να καταφύγει στο φροντιστήριον (πιο πολύ "διανοητήριο" παρά "φροντιστήριο") του Σωκράτη, όπου, όπως έχει ακούσει, διδάσκεται η τέχνη να κερδίζει κανείς τις δίκες είτε έχει δίκιο είτε άδικο. Ο Σωκράτης επιχειρεί να τον μυήσει, αλλά ο όχι ιδιαιτέρως ευφυής Στρεψιάδης είναι δυσμαθής. Παρ᾽ όλα αυτά δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια. Καταφέρνει και πείθει τον γιο του να πάει εκείνος στο φροντιστήριο, όπου, έχοντας να επιλέξει ανάμεσα στο "πρόγραμμα" του Δίκαιου και στο "πρόγραμμα" του Άδικου Λόγου, επιλέγει το δεύτερο, εμπεδώνει όσα διδάσκεται και τα εφαρμόζει πάνω στον πατέρα του δέρνοντάς τον. Ο Στρεψιάδης, μετανοιωμένος και αγανακτισμένος, πυρπολεί με τη βοήθεια ενός δούλου το φροντιστήριο.
Το παρατιθέμενο απόσπασμα προέρχεται από την πάροδο του έργου. Ο Σωκράτης, που ασχολείται ιδιαίτερα με τα μετέωρα (ουράνια φαινόμενα), επικαλέστηκε, παρόντος του Στρεψιάδη, τις θεές στις οποίες πιστεύουν οι μυημένοι, τις Νεφέλες (που αποτελούν το χορό), και εκείνες, πριν εμφανιστούν στην ορχήστρα, τραγουδούν αθέατες το χορικό που ακολουθεί, το οποίο, χωρίς αμφιβολία, είναι ένα από τα λυρικότερα κομμάτια του Αριστοφάνη.
ΧΟΡΟΣ Ας υψωθεί, ω αιώνιες αδερφάδες,275 απ᾽ του πατέρα Ωκεανού τα βροντερά τα μάκρη απάνου απ᾽ τις δασές βουνοκορφάδες ψηλά τ᾽ ανεμοτάξιδο και δρόσινο κορμί μας280 εκείθε ν᾽ αγναντέψουμε του κόσμου πάσαν άκρη, τη γης την οργωμένη και τα πλούσια τα φύτρα, τους καρπούς και τα ποτάμια, τη θάλασσα τη μακριαντιλαλούσα. Το μέγα μάτι τ᾽ ουρανού αντικρύ μας285 πλημμύρισε με φως την πλάση. Ας ρίξουμε απ᾽ την άφθαρτην ειδή μας τη βρόχινη άχνα και ας θαμάσει το μάτι μας τη γης την ποθητή μας.290 .............................................................................. Παρθένες βροχοφόρες, πάμε αντάμα στην πλούσια χώρα, που γεννάει τα παλικάρια,300 στης Παλλάδας, στου Κέκροπα το θάμα! Εκεί μυστήρια ανείπωτα, ιερά γιορτάζονται κάθε φορά κι ανοίγει τ᾽ άδυτα ο ναός στους μύστες μόνο·305 εκεί ναοί κι αγάλματα των θεών, πομπές, θυσίες και γλέντια όλο το χρόνο310 κι όταν ο κάμπος λουλουδίζει, βαστά πασίχαρ᾽ η γιορτή του Βάκχου μέρες κι η χώρ᾽ αστράφτει και βουίζει από χορούς, τραγούδια και φλογέρες.
(μετάφραση Κώστας Βάρναλης)
|