Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

137. – Ῥητορικὴ 3, 1404b1-25

Η ενασχόληση τον Αριστοτέλη με τη ρητορική ανάγεται στην εποχή που ως μέλος της Ακαδημίας του Πλάτωνα δίδασκε το μάθημα αυτό σε άλλα μέλη της Ακαδημίας, τα οποία ήθελαν έτσι να ολοκληρώσουν τη μόρφωσή τους. Η Ρητορική,η οποία έχει κι αυτή, όπως όλα τα σωζόμενα έργα, τον χαρακτήρα σημειώσεων για τη διδασκαλία, συμπυκνώνει τις γνώσεις (από παλαιότερα εγχειρίδια) και τις σκέψεις ή παρατηρήσεις που έκανε γύρω από το γνωστικό αυτό αντικείμενο σε διαφορετικές χρονικές στιγμές ο Αριστοτέλης. Τα δύο πρώτα βιβλία του έργου πραγματεύονται τις αποδεικτικές μεθόδους της ρητορικής, ενώ το τρίτο βιβλίο (το οποίο αρχικά αποτελούσε ξεχωριστό έργο) ασχολείται αφενός με την λέξιν (τη γλωσσική διατύπωση των σκέψεων στον έντεχνο πεζό λόγο, ο οποίος νοείται σε αντιδιαστολή προς τον ποιητικό και τον καθαρά επιστημονικό) και αφετέρου την τάξιν (την οργάνωση δηλαδή των μερών του ρητορικού λόγου). Στο παρατιθέμενο απόσπασμα από την αρχή του τρίτου βιβλίου ο Αριστοτέλης διατυπώνει την άποψη ότι η σαφήνεια αποτελεί την ἀρετήν (= "τελειότητα, σπουδαιότερη ιδιότητα") του ύφους στον έντεχνο πεζό λόγο. Η σχετική φράση του Αριστοτέλη στάθηκε αφορμή για να διατυπώσουν μεταγενέστεροι (κυρίως ο μαθητής του Θεόφραστος) δικές τους θεωρίες περὶ τῶν ἀρετῶν τῆς λέξεως.

[1404b1-4] ἔστω οὖν ἐκεῖνα τεθεωρημένα, καὶ ὡρίσθω λέξεως ἀρετὴ σαφῆ εἶναι (σημεῖον γάρ τι ὁ λόγος, ὥστ᾽ ἐὰν μὴ δηλοῖ οὐ ποιήσει τὸ ἑαυτοῦ ἔργον), καὶ μήτε ταπεινὴν μήτε ὑπὲρ τὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ πρέπουσαν· ἡ γὰρ ποιητικὴ ἴσως οὐ ταπεινή, ἀλλ᾽ οὐ πρέπουσα λόγῳ. [1404b5-9] τῶν δ᾽ ὀνομάτων καὶ ῥημάτων σαφῆ μὲν ποιεῖ τὰ κύρια, μὴ ταπεινὴν δὲ ἀλλὰ κεκοσμημένην τἆλλα ὀνόματα ὅσα εἴρηται ἐν τοῖς περὶ ποιητικῆς· τὸ γὰρ ἐξαλλάξαι ποιεῖ φαίνεσθαι σεμνοτέραν· ὥσπερ γὰρ πρὸς τοὺς ξένους οἱ ἄνθρωποι [1404b10-14] καὶ πρὸς τοὺς πολίτας, τὸ αὐτὸ πάσχουσι καὶ πρὸς τὴν λέξιν. διὸ δεῖ ποιεῖν ξένην τὴν διάλεκτον· θαυμασταὶ γὰρ τῶν ἀπόντων εἰσίν, ἡδὺ δὲ τὸ θαυμαστόν ἐστιν. ἐπὶ μὲν οὖν τῶν μέτρων πολλά τε ποιεῖ τοῦτο καὶ ἁρμόττει ἐκεῖ (πλέον γὰρ ἐξέστηκεν περὶ [1404b15-19] καὶ περὶ οὓς ὁ λόγος, ἐπεὶ καὶ ἐνταῦθα, εἰ δοῦλος καλλιεπεῖτο ἢ λίαν νέος, ἀπρεπέστερον, ἢ περὶ λίαν μικρῶν, ἀλλ᾽ ἔστι καὶ ἐν τούτοις ἐπισυστελλόμενον καὶ αὐξανόμενον τὸ πρέπον), ἐν δὲ τοῖς ψιλοῖς λόγοις πολλῷ ἐλάττοσι· ἡ γὰρ ὑπόθεσις ἐλάττων. διὸ δεῖ λανθάνειν ποιοῦντας, καὶ μὴ δοκεῖν λέγειν πεπλασμένως [1404b20-24] ἀλλὰ πεφυκότως (τοῦτο γὰρ πιθανόν, ἐκεῖνο δὲ τοὐναντίον· ὡς γὰρ πρὸς ἐπιβουλεύοντα διαβάλλονται, καθάπερ πρὸς τοὺς οἴνους τοὺς μεμιγμένους), καὶ οἷον ἡ Θεοδώρου φωνὴ πέπονθε πρὸς τὴν τῶν ἄλλων ὑποκριτῶν· ἡ μὲν γὰρ τοῦ λέγοντος ἔοικεν εἶναι, αἱ δ᾽ ἀλλότριαι. κλέπτεται δ᾽ εὖ, [1404b25] ἐάν τις ἐκ τῆς εἰωθυίας διαλέκτου ἐκλέγων συντιθῇ· ὅπερ Εὐριπίδης ποιεῖ καὶ ὑπέδειξε πρῶτος.

[1404b] Ας θεωρήσουμε λοιπόν ότι εκείνα έχουν συζητηθεί και ας ορισθεί η σαφήνεια ως η αρετή του λεκτικού (λέξις).1 (Καθώς ο λόγος είναι ένα είδος σημείου, αν δεν είναι σαφής, δεν επιτελεί το έργο του). Το λεκτικό συνεπώς ούτε ταπεινό πρέπει να είναι ούτε να υπερβαίνει την αξία του αντικειμένου, αλλά να είναι το προσήκον. [5] Οπωσδήποτε το ποιητικό λεκτικό δεν είναι καθόλου ταπεινό, όμως δεν αρμόζει στον πεζό λόγο. Οι κοινές λέξεις και τα κοινά ρήματα δημιουργούν τη σαφήνεια. Άλλα είδη λέξεων, όσα έχουμε συζητήσει στην Ποιητική, κάνουν το λεκτικό όχι ταπεινό αλλά κεκοσμημένο. Πράγματι η απόκλιση συντελεί ώστε να εμφανίζεται το λεκτικό μεγαλοπρεπές, επειδή οι άνθρωποι παθαίνουν με το λεκτικό ό,τι παθαίνουν με τους ξένους σε σχέση με τους συμπολίτες. [10] Ιδού λοιπόν γιατί πρέπει να κάνουμε τον καθημερινό λόγο ανοίκειο: επειδή οι άνθρωποι θαυμάζουν ό,τι είναι απόμακρο και ό,τι είναι θαυμαστό είναι ευχάριστο. Οπωσδήποτε στον έμμετρο λόγο πολλές λέξεις το πετυχαίνουν αυτό και εκεί αρμόζει, επειδή ό ,τι λέγεται εδώ για τα πράγματα και τα πρόσωπα είναι πολύ έξω από το σύνηθες -άλλωστε, ακόμη και στην ποίηση θα ήταν ολωσδιόλου ανάρμοστο, [15] αν κάποιος δούλος μιλούσε με καλλιέπεια ή κάποιος πάρα πολύ νέος, ή αν ο λόγος ήταν για ασήμαντα πράγματα. Όμως και στις περιπτώσεις αυτές το αρμόζον λεκτικό μπορεί να είναι θέμα συμπύκνωσης ή επέκτασης. Στον πεζό λόγο ωστόσο οφείλει να επιτυγχάνει κανείς τον ίδιο στόχο με πολύ λιγότερα, αφού το θέμα είναι λιγότερο υψηλό. Όμως όσοι κάνουν αυτό πρέπει να περνούν απαρατήρητοι και να μη δίνουν την εντύπωση ότι ομιλούν επίπλαστα αλλά φυσικά. [20] (Το δεύτερο είναι πειστικό, το άλλο ακριβώς το αντίθετο. Οι άνθρωποι τότε δυσπιστούν, ωσάν κάποιος να τους επιβουλεύεται, όπως ακριβώς δυσπιστούν προς τα ανακατωμένα κρασιά). Αυτό λόγου χάρη συμβαίνει με τη φωνή του Θεόδωρου,2 όταν συγκρίνεται με τη φωνή των άλλων υποκριτών. Η δική του φωνή μοιάζει φωνή αληθινού προσώπου, ενώ οι άλλες φωνές ηχούν προσποιητές. Η κλοπή πετυχαίνει όταν κάποιος συνθέτει διαλέγοντας λέξεις από τον συνήθη καθημερινό λόγο. [25] Αυτό ακριβώς κάνει ο Ευριπίδης και πρώτος αυτός έδειξε τον τρόπο.

 

(μετάφραση Γιώργης Γιατρομανωλάκης)

 

1 Προηγουμένως ο Αριστοτέλης έχει αναφερθεί στη σημασία του λεκτικού στην ποίηση και έχει διευκρινίσει ότι τα σχετικά με την ποίηση έχουν συζητηθεί στο Περὶ ποιητικῆς, ενώ εδώ θα τον απασχολήσει το θέμα του λεκτικού μόνο σε σχέση με τη ρητορική.

2 Φημισμένος πρωταγωνιστής τραγωδιών κατά το πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ.. Στις μιμητικές ικανότητες της φωνής του αναφέρεται και ο Πλούταρχος.