Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΑΝΩΝΥΜΟΣ

239. – Πράξεις Παύλου καὶ Θέκλης 7-9, 18-22

Οι Πράξεις Παύλου και Θέκλης συνδέονται στενά με τις Απόκρυφες Πράξεις Παύλου, χωρίς όμως να αποσαφηνίζεται επαρκώς η ακριβής σχέση: αν δηλαδή αποτελούσαν αρχικά ανεξάρτητο κείμενο που ενσωματώθηκε στις Πράξεις Παύλου ή αν ανήκαν σ᾽ αυτό και αποσπάστηκαν. Σε κάθε περίπτωση το έργο κυκλοφορούσε και ως αυτοτελής διήγηση από την οποία μάλιστα προήλθε κατά το μεσαίωνα το Συναξάριον του βίου και των θαυμάτων της Θέκλας.

Το έργο χρονολογείται πιθανώς στα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. και ανήκει στην ευρύτερη κατηγορία των κειμένων που ονομάζονται Απόκρυφες Πράξεις των Αποστόλων, (ο όρος υποδηλώνει ότι τα σχετικά κείμενα δεν συμπεριλαμβάνονται στον κανόνα της Καινής Διαθήκης). Οι Απόκρυφες Πράξεις εμφανίστηκαν τον 2ο αιώνα μ.Χ. και είχαν ως αντικείμενο την εξιστόρηση γεγονότων που υποτίθεται ότι συνέβησαν κατά τις περιοδείες των αποστόλων και δεν περιελήφθησαν στις κανονικές Πράξεις. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για φανταστικές διηγήσεις που αφορούσαν κυρίως στην ιδιωτική ζωή των αποστόλων και φιλοδοξούσαν να καλύψουν τα κενά των κανονικών Πράξεων.Με τον συνδυασμό του μυθοπλαστικού και του ψυχωφελούς στοιχείου και την οικειοποίηση πλήθους συστατικών του μυθιστορήματος, οι συγγραφείς των Πράξεων αποσκοπούν στη δημιουργία ψυχαγωγικής-διδακτικής λογοτεχνίας για χριστιανούς αναγνώστες.

Πραγματικός πρωταγωνιστής στις Πράξεις Παύλου και Θέκλης είναι η Θέκλα και κεντρικό θέμα η απόλυτη αφοσίωσή της στον Παύλο, τον οποίο ακολουθεί παντού αψηφώντας κάθε λογής κινδύνους. Αξιοσημείωτο στοιχείο αποτελεί η έντονη εκδήλωση των γυναικών υπέρ της Θέκλας, γεγονός που σε συνδυασμό με μια διαφαινόμενη εχθρότητα απέναντι στους άνδρες, οδήγησε πολλούς μελετητές στην υπόθεση ότι το έργο έχει γραφεί από γυναίκα. Στο απόσπασμα που ακολουθεί η Θέκλα, μαγεμένη από το περί αγνείας κήρυγμα του Παύλου, εγκαταλείπει το σπίτι της και συναντά τον Παύλο νύχτα στη φυλακή. Τιμωρούνται παραδειγματικά γι᾽ αυτή τους την πράξη ο Παύλος με εξορία και η Θέκλα με θάνατο στην πυρά. Η Θέκλα σώζεται χάρη στην πίστη της στον Χριστό, και αρχίζει την αναζήτηση του Παύλου.

[7] καὶ ταῦτα τοῦ Παύλου λέγοντος ἐν μέσῳ τῆς ἐκκλησίας ἐν τῷ Ὀνησιφόρου οἴκῳ, Θέκλα τις παρθένος Θεοκλείας μητρὸς μεμνηστευμένη ἀνδρὶ Θαμύριδι, καθεσθεῖσα ἐπὶ τῆς σύνεγγυς θυρίδος τοῦ οἴκου ἤκουεν νυκτὸς καὶ ἡμέρας τὸν περὶ ἁγνείας λόγον λεγόμενον ὑπὸ τοῦ Παύλου· καὶ οὐκ ἀπένευεν ἀπὸ τῆς θυρίδος, ἀλλὰ τῇ πίστει ἐπήγετο ὑπερευφραινομένη. ἔτι δὲ καὶ βλέπουσα πολλὰς γυναῖκας καὶ παρθένας εἰσπορευομένας πρὸς τὸν Παῦλον, ἐπεπόθει καὶ αὐτὴ καταξιωθῆναι κατὰ πρόσωπον στῆναι Παύλου καὶ ἀκούειν τὸν τοῦ Χριστοῦ λόγον· οὐδέπω γὰρ τὸν χαρακτῆρα Παύλου ἑωράκει, ἀλλὰ τοῦ λόγου ἤκουεν μόνον.

[8] ὡς δὲ οὐκ ἀφίστατο ἀπὸ τῆς θυρίδος, πέμπει ἡ μήτηρ αὐτῆς πρὸς τὸν Θάμυριν· ὁ δὲ ἔρχεται περιχαρής, ὡς ἤδη λαμβάνων αὐτὴν πρὸς γάμον. εἶπεν οὖν ὁ Θάμυρις πρὸς Θεοκλείαν «ποῦ μού ἐστιν ἡ Θέκλα;» καὶ εἶπεν ἡ Θεοκλεία «καινόν σοι ἔχω εἰπεῖν διήγημα, Θάμυρι. καὶ γὰρ ἡμέρας τρεῖς καὶ νύκτας τρεῖς Θέκλα ἀπὸ τῆς θυρίδος οὐκ ἐγείρεται, οὔτε ἐπὶ τὸ φαγεῖν οὔτε ἐπὶ τὸ πιεῖν, ἀλλὰ ἀτενίζουσα ὡς πρὸς εὐφρασίαν, οὕτως πρόσκειται ἀνδρὶ ξένῳ ἀπατηλοὺς καὶ ποικίλους λόγους διδάσκοντι, ὥστε με θαυμάζειν πῶς ἡ τοιαύτη αἰδὼς τῆς παρθένου χαλεπῶς ἐνοχλεῖται.

[9] Θάμυρι, ὁ ἄνθρωπος οὗτος τὴν Ἰκονιέων πόλιν ἀνασείει, ἔτι δὲ καὶ τὴν σὴν Θέκλαν· πᾶσαι γὰρ αἱ γυναῖκες καὶ οἱ νέοι εἰσέρχονται πρὸς αὐτόν, διδασκόμενοι παρ᾽ αὐτοῦ ὅτι “δεῖ”, φησίν, “ἕνα καὶ μόνον θεὸν φοβεῖσθαι καὶ ζῆν ἁγνῶς.” ἔτι δὲ καὶ ἡ θυγάτηρ μου ὡς ἀράχνη ἐπὶ τῆς θυρίδος δεδεμένη τοῖς ὑπ᾽ αὐτοῦ λόγοις κρατεῖται ἐπιθυμίᾳ καινῇ καὶ πάθει δεινῷ.»

…………………………………………………………

[18] ἡ δὲ Θέκλα νυκτὸς περιελομένη τὰ ψέλια ἔδωκεν τῷ πυλωρῷ, καὶ ἀνοιγείσης αὐτῇ τῆς θύρας ἀπῆλθεν εἰς τὴν φυλακήν· καὶ δοῦσα τῷ δεσμοφύλακι κάτοπτρον ἀργυροῦν εἰσῆλθεν πρὸς τὸν Παῦλον, καὶ καθίσασα παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ ἤκουσεν τὰ μεγαλεῖα τοῦ θεοῦ. καὶ οὐδὲν ἐδεδοίκει ὁ Παῦλος, ἀλλὰ τῇ τοῦ θεοῦ παρρησίᾳ ἐνεπολιτεύετο· κἀκείνης ηὔξανεν ἡ πίστις, καταφιλούσης τὰ δεσμὰ αὐτοῦ.

[19] ὡς δὲ ἐζητεῖτο Θέκλα ὑπὸ τῶν ἰδίων καὶ Θαμύριδος, ὡς ἀπολλυμένη ἐδιώκετο κατὰ τὰς ὁδούς, καί τις τῶν συνδούλων τοῦ πυλωροῦ ἐμήνυσεν ὅτι νυκτὸς ἐξῆλθεν. καὶ ἀνήτασαν τὸν πυλωρόν, καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὅτι πεπόρευται πρὸς τὸν ξένον εἰς τὸ δεσμωτήριον· καὶ ἀπῆλθον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς καὶ εὗρον αὐτὴν τρόπον τινὰ συνδεδεμένην τῇ στοργῇ. καὶ ἐξελθόντες ἐκεῖθεν τοὺς ὄχλους ἐπεσπάσαντο καὶ τῷ ἡγεμόνι ἐνεφάνισαν.

[20] καὶ ἐκέλευσεν ἄγεσθαι τὸν Παῦλον ἐπὶ τὸ βῆμα· ἡ δὲ Θέκλα ἐκυλίετο ἐπὶ τοῦ τόπου οὗ ἐδίδασκεν ὁ Παῦλος καθήμενος ἐν τῇ φυλακῇ. ὁ δὲ ἡγεμὼν ἐκέλευσεν κἀκείνην ἀχθῆναι ἐπὶ τὸ βῆμα· ἡ δὲ μετὰ χαρᾶς ἀπίει ἀγαλλιωμένη. ὁ δὲ ὄχλος προσαχθέντος πάλιν τοῦ Παύλου περισσοτέρως ἐβόα «μάγος ἐστίν, αἶρε αὐτόν.» ἡδέως δὲ ἤκουεν ὁ ἡγεμὼν τοῦ Παύλου ἐπὶ τοῖς ὁσίοις ἔργοις τοῦ Χριστοῦ· καὶ συμβούλιον ποιήσας ἐκάλεσεν τὴν Θέκλαν λέγων «διὰ τί οὐ γαμεῖ κατὰ τὸν Ἰκονιέων νόμον τῷ Θαμύριδι;» ἡ δὲ εἱστήκει Παύλῳ ἀτενίζουσα· τῆς δὲ μὴ ἀποκρινομένης, Θεοκλεία μήτηρ αὐτῆς ἀνέκραγεν λέγουσα «κατάκαιε τὴν ἄνομον, κατάκαιε τὴν ἄνυμφον ἐν μέσῳ θεάτρου, ἵνα πᾶσαι αἱ ὑπὸ τούτου διδαχθεῖσαι γυναῖκες φοβηθῶσιν.»

[21] καὶ ὁ ἡγεμὼν ἔπαθεν μεγάλως, καὶ τὸν μὲν Παῦλον φραγελλώσας ἔξω τῆς πόλεως ἐξέβαλεν, τὴν δὲ Θέκλαν ἔκρινεν κατακαῆναι. καὶ εὐθέως ὁ ἡγεμὼν ἀναστὰς ἀπίει εἰς τὸ θέατρον· καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐξῆλθεν ἐπὶ τὴν ἀνάγκην τῆς θεωρίας. ἡ δὲ Θέκλα ὡς ἀμνὸς ἐν ἐρήμῳ περισκοπεῖ τὸν ποιμένα, οὕτως ἐκείνη τὸν Παῦλον ἐζήτει. καὶ ἐμβλέψασα εἰς τὸν ὄχλον εἶδεν τὸν κύριον καθήμενον ὡς Παῦλον, καὶ εἶπεν «ὡς ἀνυπομονήτου μου οὔσης ἦλθεν Παῦλος θεάσασθαί με.» καὶ προσεῖχεν αὐτῷ ἀτενίζουσα· ὁ δὲ εἰς οὐρανοὺς ἀπίει.

[22] οἱ δὲ παῖδες καὶ αἱ παρθένοι ἤνεγκαν ξύλα καὶ χόρτον ἵνα Θέκλα κατακαῇ. ὡς δὲ εἰσήχθη γυμνή, ἐδάκρυσεν ὁ ἡγεμὼν καὶ ἐθαύμασεν τὴν ἐν αὐτῇ δύναμιν. ἔστρωσαν δὲ τὰ ξύλα καὶ ἐκέλευσαν αὐτὴν οἱ δήμιοι ἐπιβῆναι τῇ πυρᾷ· ἡ δὲ τὸν τύπον τοῦ σταυροῦ ποιησαμένη ἐπέβη τῶν ξύλων· οἱ δὲ ὑφῆψαν. καὶ μεγάλου πυρὸς λάμψαντος οὐχ ἥψατο αὐτῆς τὸ πῦρ· ὁ γὰρ θεὸς σπλαγχνισθεὶς ἦχον ὑπόγαιον ἐποίησεν, καὶ νεφέλη ἄνωθεν ἐπεσκίασεν ὕδατος πλήρης καὶ χαλάζης, καὶ ἐξεχύθη πᾶν τὸ κύτος, ὡς πολλοὺς κινδυνεῦσαι καὶ ἀποθανεῖν, καὶ τὸ πῦρ σβεσθῆναι τὴν δὲ Θέκλαν σωθῆναι.

[7] Και ενώ έλεγε αυτά ο Παύλος προς το εκκλησίασμα στο σπίτι του Ονησιφόρου, κάποια παρθένα, ονόματι Θέκλα,1 κόρη της Θεοκλείας, μνηστευμένη με έναν άνδρα ονόματι Θάμυρη, εκάθισε εις το παράθυρο που ήταν κοντά στο σπίτι, και άκουγε νύχτα και ημέρα τον περί αγνείας λόγο του Παύλου. Και δεν απομακρυνόταν από το παράθυρο, αλλά ελάμβανε θάρρος από την πίστη της και ευφραινόταν πολύ. Και βλέποντας πολλές γυναίκες και παρθένες να πηγαίνουν στον Παύλο, εποθούσε και αυτή να αξιωθεί να σταθεί ενώπιον του Παύλου και να ακούει τον λόγο του Χριστού, διότι δεν είχε ώς τώρα αντικρίσει τη μορφή του Παύλου, αλλά μόνο τον λόγο του άκουγε.

[8] Καθώς λοιπόν εκείνη δεν εγκατέλειπε το παράθυρο, η μητέρα της εκάλεσε τον Θάμυρη. Αυτός έρχεται περιχαρής, με την ιδέα ότι την υπανδρεύεται αμέσως. Ερώτησε λοιπόν ο Θάμυρης την Θεόκλεια: «Πού βρίσκεται η Θέκλα μου;» Και η Θεόκλεια του απάντησε: «Παράδοξο πράγμα έχω να σου διηγηθώ, Θάμυρη. Τρεις ημέρες και τρεις νύχτες η Θέκλα δεν σηκώνεται από το παράθυρο, ούτε για να φάει ούτε για να πιει. Σαν να αντικρίζει χαρμόσυνη γιορτή, έτσι είναι προσκολλημένη στον ξένο άνδρα, που διδάσκει λόγια απατηλά, όλο στολίδια. Με κάνει να απορώ πώς ένα τόσο ντροπαλό κορίτσι αφήνει να την ενοχλούν τόσο αισχρά. [9] Θάμυρη, ο άνθρωπος αυτός αναστατώνει την πόλη του Ικονίου και μαζί τη δική σου τη Θέκλα. Διότι όλες οι γυναίκες και όλοι οι νέοι έρχονται προς αυτόν διδασκόμενοι από αυτόν ότι πρέπει, όπως λέγει, να φοβούνται έναν και μόνο Θεό και να ζουν με αγνότητα. Κι ακόμη η θυγατέρα μου είναι δεμένη σαν αράχνη στο παράθυρο με τα λόγια του και κυβερνάται από καινούρια επιθυμία και πάθος φοβερό».

..............................................................................

[18] Η Θέκλα τότε, κατά τη διάρκεια της νύχτας, βγάζει όλα τα βραχιόλια της και τα δίδει στον άνθρωπο που εφύλαγε την πύλη, και όταν άνοιξε η πόρτα, εκείνη εισήλθε στη φυλακή. Και έδωσε στον δεσμοφύλακα ένα κάτοπτρο ασημένιο, και εισήλθε εκεί όπου ήταν ο Παύλος και κάθισε στα πόδια και άκουγε τα μεγαλεία του Θεού. Και ο Παύλος φόβο κανέναν δεν έδειχνε, αλλά ομιλούσε με την παρρησία του Θεού. Και αύξανε εκείνης η πίστη και καταφιλούσε τα δεσμά του.

[19] Ενώ τη Θέκλα την αναζητούσαν οι δικοί της και ο Θάμυρης και την έψαχναν από δρόμο σε δρόμο νομίζοντας ότι είχε χαθεί, ένας από τους ανθρώπους που ήταν δούλος στον ίδιο κύριο με το φύλακα της πύλης φανέρωσε ότι βγήκε νύχτα από το σπίτι. Ανέκριναν τον φύλακα της πύλης, και εκείνος τους είπε ότι είχε πάει στον ξένο στη φυλακή. Πήγαν εκεί, όπως τους είπε, και τη βρήκαν κατά κάποιο τρόπο δεμένη μαζί του με την αγάπη της.2 Αφού βγήκαν από εκεί, παρέσυραν μαζί τους τα πλήθη και ανέφεραν στο διοικητή τι είχε συμβεί.

[20] Εκείνος διέταξε να οδηγηθεί ο Παύλος στο δικαστήριο. Η Θέκλα εν τω μεταξύ τριγυρνούσε στον τόπο που δίδασκε ο Παύλος, όταν ήταν στη φυλακή. Ο διοικητής διέταξε να οδηγηθεί και αυτή ενώπιον του δικαστηρίου. Και εκείνη πήγε γεμάτη χαρά και αγαλλίαση. Όταν όμως ο Παύλος παρουσιάστηκε ξανά, το πλήθος βοούσε ακόμη περισσότερο: «Είναι μάγος, εξόντωσέ τον». Ο διοικητής ωστόσο άκουγε με ευχαρίστηση τον Παύλο να μιλά για τις άγιες πράξεις του Χριστού. Και αφού έκανε συμβούλιο, κάλεσε τη Θέκλα και είπε: «Γιατί δεν παντρεύεσαι σύμφωνα με τον πατροπαράδοτο νόμο των Ικονιέων τον Θάμυρη;» Εκείνη στεκόταν και κοίταζε ακίνητη τον Παύλο. Καθώς δεν αποκρινόταν, η μητέρα της η Θεόκλεια κραυγάζοντας είπε: «Κάψε την άνομη, κάψε τη νύφη την ελεεινή στη μέση του θεάτρου, για να φοβηθούν όλες οι γυναίκες που διδάχτηκαν απ᾽ αυτόν».3

[21] Ο διοικητής βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Και τον μεν Παύλο έβαλε να τον μαστιγώσουν και τον εκδίωξε από την πόλη, ενώ για τη Θέκλα αποφάσισε ότι έπρεπε να καεί στην πυρά. Και αμέσως σηκώθηκε και πήγε στο θέατρο. Και ολόκληρο το πλήθος βγήκε έξω για το αναγκαστικό θέαμα. Η Θέκλα όμως, όπως το αρνί που ψάχνει σε τόπο ερημικό το βοσκό του, αναζητούσε τον Παύλο. Και καθώς κοίταξε μέσα στο πλήθος, είδε τον Κύριο να κάθεται με τη μορφή του Παύλου, και είπε: «Ο Παύλος ήλθε να με δει, μήπως τυχόν δεν δείξω αντοχή». Και είχε το βλέμμα της σταθερά προσηλωμένο σ᾽ αυτόν. Εκείνος όμως απήλθε εις τους ουρανούς.

[22] Τότε οι νέοι και οι παρθένες έφεραν ξύλα και χόρτα για να κάψουν τη Θέκλα. Όταν εκείνη οδηγήθηκε εκεί γυμνή, εδάκρυσε ο ηγεμών και εθαύμασε τη δύναμη που είχε μέσα της. Έστρωσαν λοιπόν τα ξύλα και οι δήμιοι τη διέταξαν να ανέβει πάνω στην πυρά, και εκείνη, αφού έκαμε το σημείο του σταυρού, ανέβηκε πάνω στα ξύλα. Αυτοί έβαλαν φωτιά από κάτω. Άστραψε τότε μέγα πυρ, όμως καθόλου δεν την άγγιξε η φλόγα. Διότι ο Θεός την ευσπλαχνίσθη και έκαμε θόρυβο υπόγειο , και νεφέλη γεμάτη από νερό και χάλαζα επεσκίασε τον ουρανό και πλημμύρισε το θέατρο, ώστε πολλοί κινδύνεψαν να αποθάνουν, και έσβησε έτσι η φωτιά και εσώθη η Θέκλα.

 

(μετάφραση Γιώργης Γιατρομανωλάκης §§ 7-9, 18, 22

Γιώτα Κριτσέλη §§ 8 [ἀλλὰ...ἐνοχλεῖται], 19-21)

 

1 Ενώ η επίσκεψη του Παύλου στο Ικόνιο αναφέρεται και στις κανονικές Πράξεις των Αποστόλων ως ιστορικό γεγονός, το πρόσωπο της Θέκλας ωστόσο δεν εμφανίζεται πουθενά· αποτελεί προφανώς εξ ολοκλήρου επινόηση του συγγραφέα των Απόκρυφων Πράξεων Παύλου.

2 Αν και δεν γίνεται αναφορά στην ύπαρξη ερωτικής σχέσης, το ερωτικό στοιχείο υπάρχει διάχυτο στο έργο, όπως εδώ ή αμέσως παρακάτω, όταν η Θέκλα τριγυρίζει στον χώρο που ήταν φυλακισμένος ο Παύλος.

3 Η προτροπή της μητέρας της Θέκλας συνδέεται με τον φόβο ότι το περί αγνείας κήρυγμα θα έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη από τους νέους του θεσμού του γάμου.