Discrimination

Διάκριση. Τσοπάνογλου 20102:179.

*Διακριτική ικανότητα. Αντωνοπούλου 2000:263. Τσοπάνογλου 20102:179.

Διακριτικότητα. Κασσωτάκης 1989:1389.

Διακριτότητα. Κασσωτάκης 2010:262.

Στη δοκιμασιολογία (testing) η έννοια αυτή χρησιμοποιείται στην περίπτωση που επιδιώκεται να ελεγχθεί η ικανότητα του κάθε ερωτήματος, «κλειστού» ή «αντικειμενικού» τύπου, να διακρίνει τους εξεταζόμενους σε κατηγορίες, με βάση κάποιο κριτήριο. Με άλλα λόγια, ελέγχουμε τη διακριτική ικανότητα κάθε επιμέρους μονάδας ενός τεστ, εξετάζοντας σε ποιο βαθμό αυτή συνέβαλε στη διαμόρφωση της τελικής, συνολικής, βαθμολογίας, η οποία εξ ορισμού θεωρείται πιο αξιόπιστη από το βαθμό που πέτυχε ο κάθε εξεταζόμενος σε κάθε μεμονωμένο ερώτημα.

Βιβλιογραφία

  • Αντωνοπούλου Ν. (2000). Εφαρμογή της επικοινωνιακής προσέγγισης στη διδασκαλία της νέας ελληνικής γλώσσας ως ξένης-δεύτερης γλώσσας. Διδακτορική διατριβή. Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
  • Κασσωτάκης Μ. (1989). Διακριτικότητα εξεταστικών δοκιμασιών. Λήμμα στο Παιδαγωγική-Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια-Λεξικό. Τ. 3. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
  • Κασσωτάκης Μ. (2010). Η αξιολόγηση της επίδοσης των μαθητών. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.
  • Τσοπάνογλου Α. (20102). Μεθοδολογία της επιστημονικής έρευνας και εφαρμογές της στην αξιολόγηση της γλωσσικής κατάρτιση. Θεσσαλονίκη: Εκδ. Ζήτη.


  • Alderson J. C., Clapham C., Wall D. (1995). Language Test Construction and Evaluation. Cambridge: Cambridge University Press.