Reliability control

Εκτίμηση αξιοπιστίας της εξέτασης. Ingenkamp 2001:71.

*Έλεγχος αξιοπιστίας. Τσοπάνογλου 20102:174.

Καθορισμός αξιοπιστίας. Χατζηνεοφύτου 2006:3.

Υπολογισμός δείκτη αξιοπιστίας. Κασσωτάκης 200110:225.

Καθώς η αξιοπιστία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι και προϋπόθεση μιας έγκυρης εξέτασης, ο έλεγχος της αξιοπιστίας του τεστ που παρέχει το συγκεκριμένο εξεταστικό μέσο κρίνεται σημαντικός κατά τη διαδικασία κατασκευής του. Το αποτέλεσμα του υπολογισμού της αξιοπιστίας, συχνά αναφέρεται και ως «συντελεστής αξιοπιστίας» (reliability coefficient) της εξέτασης (Hughes 2003).

Πιο συγκεκριμένα, ο έλεγχος της αξιοπιστίας γίνεται σε δύο φάσεις. Κατά την πρώτη αναλύονται επιμέρους στοιχεία του τεστ, όπως η σαφήνεια των οδηγιών, το πλήθος των ερωτήσεων, ο βαθμός δυσκολίας τους, η απουσία διφορούμενων και αμφισβητούμενων στοιχείων, ο χρόνος που διατίθεται και η ομοιομορφία διόρθωσής τους (Κασσωτάκης 200110:225).

Σε δεύτερη φάση γίνεται εκτίμηση του πόσο κοντά στην «αληθινή βαθμολογία» (true score) είναι η βαθμολόγηση που προκύπτει από την εν λόγω εξέταση, καθώς, σε αντίθετη περίπτωση, τα συμπεράσματα που προκύπτουν με βάση τα αποτελέσματα του τεστ δεν είναι έγκυρα (Fulcher & Davidson 2007:105). Συνεπώς, στη βάση αυτής της δεύτερης φάσης ελέγχου της αξιοπιστίας βρίσκεται η έννοια της «αληθινής βαθμολογίας», η οποία αναφέρεται στην ιδανική βαθμολογία που θα δινόταν σε κάποιον εξεταζόμενο, αν υπήρχε δυνατότητα απουσίας σφάλματος μέτρησης (measurement error) (Lynch 2003:84). Σύμφωνα με αυτή τη μέθοδο, προκύπτει ο παρακάτω τύπος: Παρατηρούμενη βαθμολογία = Αληθινή βαθμολογία + Σφάλμα μέτρησης (observed score = true score + error). Όπως αποδεικνύεται από τον τύπο, η απόκλιση της παρατηρούμενης βαθμολογίας από την αληθινή οφείλεται στο σφάλμα μέτρησης. Όσο μεγαλύτερο είναι το σφάλμα μέτρησης στην εξέταση, τόσο μικρότερος αποδεικνύεται ο δείκτης αξιοπιστίας της.

Τρεις βασικές τεχνικές μπορούν να οδηγήσουν στον υπολογισμό αρχικά του σφάλματος μέτρησης και στη συνέχεια του δείκτη αξιοπιστίας: α) η τεχνική της «διχοτόμησης της εξέτασης» (split-half testing reliability), β) η τεχνική της «εξέτασης-επανεξέτασης» (test-retest reliability) και γ) η τεχνική των «δύο παράλληλων μορφών» δοκιμασίας (parallel forms reliability) (Μάνος 1976:46).

Καθώς η αξιοπιστία ενός τεστ επηρεάζει δραστικά και την εγκυρότητά του, ο έλεγχος αξιοπιστίας θεωρείται βασικό και καθοριστικό βήμα κατά την κατασκευή ενός επιτυχημένου τεστ.

Βιβλιογραφία

  • Κασσωτάκης Μ. (200110). Η Αξιολόγηση της επιδόσεως των μαθητών: Μέσα, Μέθοδοι, προ­βλή­ματα, προοπτικές. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.

  • Μάνος Γ. Κ. (1976). Μέθοδοι Αξιολογήσεως της Επιδόσεως των Μαθητών. Αθήνα.
  • Τσοπάνογλου Α. (20102). Μεθοδολογία της επιστημονικής έρευνας και εφαρμογές της στην αξιολόγηση της γλωσσικής κατάρτιση. Θεσσαλονίκη: Εκδ. Ζήτη.

  • Χατζηνεοφύτου Μ. (2006). Αξιοπιστία - Εγκυρότητα. Πρόσβαση [on line]: http://www.geocities.com/mik_bad/aksiopistia_egkirothta.pdf [30/06/09].


  • Fulcher G., Davidson F. (2007). Language Testing and Assessment – An Advanced Resource Book. Oxon: Routledge.
  • Hughes A (2003). Testing for Language Teachers. Cambridge: Cambridge University Press.

  • Ingenkamp K. (2001). Εγχειρίδιο Παιδαγωγικής Διαγνωστικής (μτφρ. Λ. Κουτσούκης). Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.
  • Lynch B. K. (2003). Language Assessment and Programme Evaluation. Edinburgh: Edinburgh University Press.